Η τελευταία επίθεση απώθησης των στρατευμάτων των Κεντρικών Δυνάμεων από το συμμαχικό στρατό της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» (Entente Cordiale) πίσω από τη μεθοριακή γραμμή της Γερμανίας ξεκίνησε στις 17 Οκτωβρίου 1918. Κι ενώ τα στρατεύματα Βρετανών, Γάλλων κι Αμερικανών προήλαυναν, άρχισε η κατάρρευση της πάλαι ποτέ κραταιάς Γερμανίας και των συμμαχικών της δυνάμεων. Η Τουρκία υπέγραψε τη συνθηκολόγηση στο τέλος Οκτωβρίου και ακολούθησε η Αυστρο-Ουγγαρία στις 3 Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με το Eyewitness History, η Γερμανία άρχισε να καταρρέει εκ των έσω. Όντας αντιμέτωποι με την προοπτική να επιστρέψουν στη θάλασσα, οι ναυτικοί του γερμανικού στόλου που βρισκόταν ελλιμενισμένος στο Κίελο, προχώρησαν σε ανταρσία στις 29 Οκτωβρίου. Μέσα σε λίγες ημέρες, ολόκληρη η πόλη βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους και η επανάσταση εξαπλώθηκε γρήγορα σε ολόκληρη τη χώρα.
Στις 9 Νοεμβρίου ο Κάιζερ παραιτήθηκε αφού διέσχισε κρυφά τα σύνορα Γερμανίας-Ολλανδίας, αποφασίζοντας να αυτοεξοριστεί. Εγκαθιδρύθηκε αμέσως η Γερμανική Δημοκρατία και έγιναν διαβήματα προς τους Συμμάχους για ειρήνευση. Στις 05:00 το πρωί της 11ης Νοεμβρίου, υπεγράφη εν τέλει η συνθηκολόγηση των γερμανικών δυνάμεων σε ένα βαγόνι που ήταν σταθμευμένο σε δάσος της Γαλλίας στην Κομπιένη, πολύ κοντά στις γραμμές του Μετώπου.
Οι όροι της συνθηκολόγησης επέβαλλαν άμεση κατάπαυση του πυρός σε ολόκληρο το Δυτικό Μέτωπο, αρχής γενομένης από τις 11:00 το πρωί της ίδιας ημέρας. Ύστερα από τέσσερα χρόνια αιματηρών συγκρούσεων, ο Μεγάλος Πόλεμος έφτανε στο τέλος του.
«... κανείς δεν πανηγύριζε στο μέτωπο»
Ο Συνταγματάρχης Τόμας Γκόουενλοκ υπηρέτησε ως αξιωματικός στην Υπηρεσία Αντικατασκοπείας της αμερικανικής 1ης Μεραρχίας. Βρισκόταν στη γραμμή του μετώπου εκείνο το πρωινό του Νοεμβρίου και, μερικά χρόνια αργότερα, κατέγραψε την εμπειρία του.
«Το πρωί της 11ης Νοεμβρίου κάθισα στο οχυρό στην τοποθεσία Le Gros Faux, που είχε γίνει και πάλι το αρχηγείο της Μεραρχίας μας, μιλώντας με τον Επιτελάρχη, Συνταγματάρχη Τζον Γκρήλι και τον Αντισυνταγματάρχη Πολ Πιμπόντι. Ένας αξιωματικός των Διαβιβάσεων μπήκε και μας παρέδωσε το ακόλουθο μήνυμα:
«Επίσημο τηλεγράφημα από το Παρίσι – 06:01 π.μ., 11 Νοεμβρίου, 1918. Ο Στρατάρχης Φος προς τον Επιτελάρχη.
1. Οι εχθρότητες πρέπει να σταματήσουν σε ολόκληρο το μέτωπο, αρχής γενομένης από τις 11 η ώρα της 11ηςΝοεμβρίου (ώρα Γαλλίας).
2. Τα συμμαχικά στρατεύματα δεν θα προελάσουν πέραν της γραμμής που έχουν φτάσει εκείνη την ώρα, μέχρις ότου δοθούν περαιτέρω διαταγές.
[υπογραφή]
ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ ΦΟΣ
5:45 π.μ.»
«Λοιπόν, τέρμα ο πόλεμος!», είπε ο Συνταγματάρχης Γκρήλι.
«Έτσι φαίνεται», συμφώνησα εγώ.
«Ξέρεις τι θέλω να κάνω τώρα;», μου είπε. «Θέλω να μπω σε ένα απ’ αυτά τα μικρά αμάξια που τα σέρνουν άλογα στη νότιο Γαλλία, και να ξαπλώσω κάτω από τον ήλιο για την υπόλοιπη ζωή μου».
Το ρολόι μου έδειχνε εννιά η ώρα. Με μόλις δύο ώρες για να φύγω, οδήγησα έως την όχθη του Ποταμού Μεζ για να δω το τέλος. Οι βομβαρδισμοί ήταν πυκνοί και, όπως προχωρούσα κατά μήκος το δρόμου, τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα. Έμοιαζε πως όλα τα κανόνια του κόσμου πάσχιζαν να κάψουν τις κάννες τους. Επιτέλους, η ώρα πήγε έντεκα – αλλά οι πυροβολισμοί συνεχίστηκε. Οι στρατιώτες και από τις δύο πλευρές είχαν αποφασίσει να στείλουν εκατέρωθεν το δικό τους ξεχωριστό αποχαιρετισμό στα όπλα. Ήταν μια απόλυτα φυσιολογική παρόρμηση έπειτα από τα χρόνια που υπηρέτησαν στον πόλεμο, αλλά δυστυχώς πολλοί ήταν εκείνοι που έπεσαν στο πεδίο της μάχης στις έντεκα η ώρα της ημέρας εκείνης.
Σε ολόκληρο τον κόσμο, στις 11 Νοεμβρίου του 1918 ο κόσμος γιόρταζε, χόρευε στους δρόμους, έπινε σαμπάνια, καλωσορίζοντας τη συνθηκολόγηση, η οποία σήμαινε το τέλος του πολέμου. Αλλά κανείς δεν πανηγύριζε στο μέτωπο. Πολλοί στρατιώτες πίστευαν πως η Συνθηκολόγηση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα προσωρινό μέτρο και ότι ο πόλεμος σύντομα θα συνεχιζόταν. Στρατιώτες κάθονταν γύρω από τη φωτιά, το πρώτο πράγμα που απέκτησαν στο μέτωπο. Προσπαθούσαν να διαβεβαιώσουν τους εαυτούς τους ότι δεν υπήρχαν εχθρικά πυροβόλα που να τους σκοπεύουν από τον απέναντι λόφο, ούτε γερμανικά βομβαρδιστικά να πλησιάζουν, έτοιμα να τους εξαλείψουν από προσώπου γης. Μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ήταν νευρικοί.
Έπειτα από πολλούς μήνες υπερέντασης, θέτοντας καθημερινά τους εαυτούς τους σε θανάσιμο κίνδυνο, σκεπτόμενοι πάντα με όρους πολέμου και τον εχθρό, η ξαφνική αποδέσμευσή τους από αυτό, όλα ήταν σαν ένας φυσικός και ψυχολογικός επιθανάτιος ρόγχος. Μερικοί υπέφεραν από καθολική νευρική κατάρρευση. Άλλοι πάλι, που είχαν πιο σταθερή συμπεριφορά, άρχισαν να ελπίζω ότι θα γυρνούσαν μια μέρα στα σπίτια τους και θα αγκάλιαζαν τους αγαπημένους τους. Ορισμένοι μπορούν να σκεφτούν μόνον τους πρόχειρους μικρούς σταυρούς που σημείωναν τους τάφους των συναδέλφων του. Άλλοι έπεφταν για ύπνο από εξάντληση. Όλοι τους ήταν σαστισμένοι από την ξαφνική και δίχως νόημα ύπαρξή τους ως στρατιώτες – και μέσα από τις αναμνήσεις τους παρήλαυναν οι έφιππες προελάσεις στο Cantigny, το Soissons, το Saint Mihiel, τη Meuse-Argonne και τη Σεντάν.
Τίνος η σειρά ερχόταν; Κανείς δεν ήξερε – και ποσώς ενδιαφερόταν για αυτό. Ο νους τους είχε μουδιάσει από το σοκ της ειρήνης. Το παρελθόν είχε ρουφήξει το όλον της συνείδησής τους. Το παρόν δεν υπήρχε και το μέλλον ήταν ασύλληπτο».
Παραπομπές: Η μαρτυρία του Συνταγματάρχη Γκόουενλοκ εμφανίζεται στο βιβλίο Gowenlock, Thomas R., Soldiers of Darkness (1936), που ανατυπώθηκε στο Angle, Paul, M., The American Reader (1958); Simkins, Peter, World War I, the Western Front (1991).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου