Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Μια διαφορετική προσέγγιση για το Κυπριακό Ζήτημα (που δεν είναι μόνο το Κυπριακό)

Το «Κυπριακό Ζήτημα» βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη και επικίνδυνη καμπή για τους λαούς της περιοχής, καθώς ο νέος γύρος συνομιλιών που διεξάγεται, με ιδιαίτερη ένταση και διατυπωμένο το ευρύτερο ενδιαφέρον περιφερειακών και μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων,  αποσκοπεί στην αναζήτηση λύσης, σε μια διαδικασία που -πάλι- παρουσιάζεται ως «τελευταία ευκαιρία».
Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Ισραήλ και Τουρκία αποτελούν τους κεντρικούς παίκτες του περιφερειακού συστήματος ασφαλείας της ΝΑ Μεσογείου.
Η κρισιμότητα της περιοχής, εκτός του γεγονότος ότι αποτελεί κέντρο μιας σειράς σκληρών ταξικών και εθνικών-εθνοτικών συγκρούσεων, εμφυλίων πολέμων και «αποτυχημένων κρατών» (failed states), οφείλεται στο ότι αποτελεί κέντρο του (πολύ ευρύτερου, γεωγραφικά) «τριγώνου του διαβόλου», Καύκασου-Β. Αφρικής-Μ. Ανατολής. Απέναντι στην υπερ-δεκαετή απόπειρα της τελευταίας (με όχημα μια ισλαμικού τύπου δημοκρατική ανασύνθεση και αστικό εκσυγχρονισμό) να αποκτήσει κεντρικό ρόλο στην περιοχή σύστημα και, έτσι, να διεκδικήσει έναν ανώτερο παγκόσμιο ρόλο στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, τα τέσσερα πρώτα κράτη τείνουν να συγκροτήσουν έναν στρατηγικό (αν και εξαιρετικά ασταθή) «κοσμοπολιτικό» άξονα, το καθένα με τις δικές του επιδιώξεις. Κι αν το «σχέδιο Νταβούτογλου» απέτυχε, γεωπολιτικά και οικονομικά, είναι αδύνατη (τουλάχιστον χωρίς γιγαντιαίους κλυδωνισμούς στο εσωτερικό και καταστροφικούς πολέμους στην ευρύτερη περιοχή) η επιστροφή του τουρκικού κράτους στον δευτερεύοντα ρόλο ενός επί μέρους περιφερειακού παίκτη. Μιλάμε για μια χώρα περίπου 80 εκατομμυρίων κατοίκων, με τεράστια έκταση, μέλος του G20, αλλά ταυτόχρονα για μια χώρα στην οποία μαίνεται ένας σκληρός ταξικός εμφύλιος πόλεμος, επικαλυμμένος με ένοπλα εθνοτικά ζητήματα και αποσχιστικές τάσεις, τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μια υλική βάση ανάπτυξης που βασίζεται στην αδιανόητη καταπίεση της ντόπιας και ξένης εργατικής τάξης και η οποία τείνει να (ή έχει ήδη) εξαντλήσει τους «ειρηνικούς (της) τρόπους».
Η Ελλάδα επιδιώκει να αποκτήσει (μαζί με την Κύπρο, πρώτα μέσα από το Ισραήλ και δευτερευόντως μέσα από την Αίγυπτο) το γεωπολιτικό εύρος που χρειάζεται για την ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών της διεθνοποιημένης ελληνικής αστικής τάξης. Τρία είναι, εξάλλου, τα εργαλεία για να υπερασπιστεί την κρατική της κυριαρχία: (1) ο κεντρικός γεωπολιτικός ρόλος σε οποιαδήποτε διευθέτηση της ΕΕ (τόσο ως οργανικό μέρος της ΟΝΕ όσο και αυτόνομα στη ζώνη της Ευρασίας), (2) η διαχείριση των προσφυγικών ροών στην περιοχή της Μ. Ανατολής και (3) μια «ορθολογική» παραγωγική ανασυγκρότηση (πάνω στο τσάκισμα των εργατικών δικαιωμάτων), η οποία έχει ως διαθνή υλική βάση τη θέση της χώρας εντός των ενεργειακών ροών και των εμπορικών δρόμων. Κυρίως, όμως, έχει την κοινωνική και πολιτική της βάση στο πρότυπο που (για δεκαετίες) περιγράφεται ως «Ισραήλ των Βαλκανίων»[1] και στις παραλλαγές του που επιχειρούνται. Η Κύπρος, από τη μεριά της (κι έχοντας ήδη προχωρήσει στο χτίσιμο των δικών της «εργαλείων» και κυρίως στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος μέσα από το δικό της μνημόνιο και τη βίαιη αναδιανομή πλούτου στο εσωτερικό), επιδιώκει να γίνει το κέντρο βάρους αυτού του περιφερειακού συστήματος, μέσα από την γεωπολιτική «περικύκλωση» της Τουρκίας.
Από την άλλη, Ισραήλ και Αίγυπτος θέλουν, το κάθε κράτος για δικούς του λόγους, να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο διακρατικό μπλοκ, διατηρώντας -φυσικά- την αυτονομίαπου τους δίνουν τα «συγκριτικά τους πλεονεκτήματα», η θέση και ο ρόλος τους στην περιοχή. Το Ισραήλ επιδιώκει τη δημιουργία ενός συνεχούς, μέσω της Κύπρου και της Ελλάδας, με την ευρωπαϊκή ζώνη, ώστε να αποκτήσει το στρατηγικό βάθος που δεν έχει, τόσο στο εσωτερικό ζήτημα του παλαιστινιακού αλλά και στη σκληρή αντιπαράθεσή με τα ισλαμικά κράτη της περιοχής, όσο και στην σύγκρουση με το Ιράν. Από την άλλη, η Αίγυπτος θέλει να διατηρήσει την πολιτική και κοινωνική της συνοχή, έπειτα από την αραβική άνοιξη, παίζοντας το ρόλο του εγγυητή στη Β. Αφρική και στη διαχείριση των προσφυγικών ροών (είτε από τη Συρία είτε από τη Λιβύη). Θέλει να πετύχει κεντρικό παραγωγικό και διανεμητικό ρόλο στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και επενδυτικών σχεδίων (αξίας εκατοντάδων δισ.) που σχεδιάζει η ΕΕ στα παράκτια της ζώνης αυτής. Ρόλο που δεν μπορεί να παίξει η Τυνησία (λόγω μεγέθους και κλίμακας) ή η Αλγερία (που εντάσσεται σε άλλο περιφερειακό σύστημα).
Βλέπουμε, όμως, ότι κύρια και βασική προϋπόθεση αυτών των επιδιώξεων είναι η στοίχιση των εθνικών πληθυσμών στα νέα κρατικά οράματά τους, αλλά και η επιβολή σιδερένιας πειθαρχίας που χρειάζονται αυτά στο εσωτερικό τους. Αν στην Ελλάδα και στην Κύπρο, η περικοπή των μισθών, η διάλυση του συνταξιοδοτικού συστήματος, η περιστολή κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, έγινε δυνατή, εν μέρει, μέσα από διαδοχικές καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης (εξόδου από την ΕΕ,μνημονίων και δόσεων ή προσφύγων) από το 2010 και ύστερα, στο Ισραήλ (μέσα από την πολεμική διαχείριση και τη στρατιωτικοποίηση του παλαιστινιακού) και στην Τουρκία (με τα δικά της μνημόνια, το «δικό της» ΔΝΤ και τον εμφύλιο εναντίον Κούρδων και κινημάτων) αποτελούν ήδη πραγματικότητα από τις αρχές του 2000. Το ελληνικό και το κυπριακό κράτος δεν μπορούν να διασφαλίσουν τα σύνορά τους και, κυρίως, την εσωτερική τους κυριαρχία απέναντι στον εσωτερικό εχθρό του, χωρίς τη συνδρομή της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Το ίδιο, εξάλλου, ισχύει και για τα υπόλοιπα κράτη της περιοχής. Ακόμα και για τις πλανητικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις: Κανένα κράτος δεν μπορεί να επιβάλει ένα εθνικό ή διεθνές σύστημα ασφάλειας και ομαλότητας χωρίς να δημιουργήσει (ή να ενταχθεί σε) μια διακρατική συμμαχία, πολιτικών οικονομικών και στρατιωτικών μέσων. Η χούντα της Αιγύπτου δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στους εσωτερικούς πληθυσμούς της χωρίς τη συνδρομή και τη στήριξη του ελληνικού κράτους και του Κοτζιά. Ούτε το Ισραήλ μπορεί να προετοιμαστεί για τις συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή χωρίς τη συνεκπαίδευσή του (και τη δημιουργία κοινών στρατιωτικών και πολιτικών δομών) με το ελληνικό και το κυπριακό κράτος.
Αυτό που ονομάζεται, ευρέως, «απώλεια εθνικής κυριαρχίας» δεν είναι παρά η στενότερη σύνδεση των εθνικών κρατικών μηχανισμών με τους διεθνείς μηχανισμούς σταθερότητας. Το ζήτημα, δηλαδή, της λαϊκής κυριαρχίας δεν είναι παράτο πρόβλημα του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, όπως εμφανίζεται (με σαφείς διαφοροποιήσεις) από την Τουρκία ως την Ελλάδα και από την Ουκρανία ως τις ΗΠΑ. Κάθε εθνική προβολή ισχύος στο ιμπεριαλιστικό πλέγμα δεν είναι παρά μια στρατηγική συνεργασία (εφήμερη ή μακρόπνοη) με μια σειρά από κοινά κρατικά συμφέροντα. Είτε αυτή αφορά ολοκληρώσεις (βλ. ΕΕ), είτε επιμέρους ή συνολικότερες στρατηγικές οικονομικο-πολιτικές και στρατιωτικές ενώσεις-συμμαχίες.
Αυτή είναι και η ουσία της σχέσης του «νέου εθνικού ζητήματος» σε κάθε χώρα(και το ελληνικό κράτος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, είναι αυτό που έχει τα μικρότερα ή λιγότερο περίπλοκα ανεπίλυτα «εθνικά ζητήματα» στην περιοχή) με το ιστορικό ταξικό ζήτημα, όπως εμφανίζεται σήμερα στη στροφή του ολοκληρωτικού καπιταλισμούΚάθε ταξική διαμάχη σχεδιάζεται να κατασταλεί από ένα σύνολο θεσμών και μέσων διακρατικού τύπου, όπου τα γεωστρατηγικά συμφέροντα είναι αξεδιάλυτα δεμένα με τις ανάγκες συνολικής ταξικής επιβολής του αστικού μπλοκ εξουσίας έναντι των προλετάριων και των αποκλεισμένων.
Δεν πρόκειται να υπάρξει, λοιπόν, καμία λύση οποιουδήποτε εθνοτικού ή εθνικού ζητήματος χωρίς την συγκρότηση ενός ισχυρού ταξικού πόλου των «από κάτω», χωρίς τη δημιουργία οργάνων και δομών του Νέου Εργατικού Κινήματος και του νέου εργατικού υποκειμένου, της (όλο και πιο διευρυμένης και κυρίαρχης) Νέας Εργατικής Βάρδιας, σε διεθνή κλίμακα ή -τουλάχιστον αρχικά- με διεθνή προοπτική και συνεργασία των ίδιων των κινημάτων. Για μας, είναι η αντιστροφή τηςμεθοδολογίας ιεράρχησης του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος και της πλειοψηφίας της σημερινής αριστεράς, η οποία ιστορικά θέτει στόχο την πρόταση επίλυσης των επιμέρους εθνικών ζητημάτων ως προϋπόθεσης για την παρέμβαση στο οικουμενικό ταξικό ζήτημα. Αν κάποτε, στο πρόσφατο παρελθόν, αυτή η τακτική οδήγησε σε ήττες ή ενσωμάτωση, σήμερα (που η ενότητα του κεφαλαίου και των θεσμών του έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στον πλανήτη) μπορούμε να πούμε ότιείναι εξαρχής αδύνατη.
Από αυτή την άποψη, η μεθοδολογία αυτή μας οδηγεί σε μια συγκεκριμένη ταξική και γεωπολιτική ανάλυση για το Κυπριακό. Από την άλλη, το Κυπριακό, αλλά και κάθε επιμέρους γεωπολιτική αντιπαράθεση, είναι το πεδίο που μπορεί να κατανοηθεί μια τέτοια μεθοδολογία.
cyprus-1jpg
Γιατί έχει μεγάλη σημασία το Κυπριακό ζήτημα σήμερα;
Αφενός, το κυπριακό κράτος κατέχει στρατηγικής σημασίας θέση στην περιοχή. Ο χαρακτηρισμός «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» το ακολουθεί για δεκαετίες και το εμπλέκει στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς αλλά και σε σειρά επεμβάσεων των ΗΠΑ, των χωρών της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ σε Μ. Ανατολή και Αφρική. Αναβαθμισμένος είναι και ο ρόλος του στο περιφερειακό καθεστώς ασφάλειας και ελέγχου των εμπορικών και ενεργειακών ροών. Ουσιαστικά, το παρόν και μέλλον του νησιού είναι άμεσα συνδεδεμένο με τους πολέμους που διεξάγονται στην περιοχή, οι οποίοι εμπεριέχουν την κορύφωση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για το ξαναμοίρασμα της περιοχής, με τον τόνο να τον δίνουν το ενεργειακό ζήτημα, αλλά και η διευθέτηση σοβαρών γεωπολιτικών προβλημάτων, όπως το Κουρδικό και το Παλαιστινιακό, το μέλλον της Συρίας, του Ιράκ, του Λιβάνου και των χωρών της Αφρικής, η σύγκρουση μεταξύ των κρατών του Σουνητικού και Σιιτικού Ισλάμ, ο ρόλος του στρατιωτικοποιημένου Ισραήλ και του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού.
Αφετέρου, η ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη διεκδικεί αναβαθμισμένη θέση στην περιοχή, αλλά και να σφραγίσει τις εξελίξεις στο Κυπριακό Πρόβλημα με αιχμή του δόρατος το ενεργειακό ζήτημα, τα συμφέροντα και τις συμμαχίες που εξυφαίνει γύρω από αυτό. Εμπλέκεται στους σχεδιασμούς των Δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για να περιορίσουν την ευρωπαϊκή ενεργειακή εξάρτηση από την Ρωσία και δηλώνει παρών ως εναλλακτικός προμηθευτής φυσικού αερίου, συνεργαζόμενη με την Αίγυπτο και το Ισραήλ (που εκμεταλλεύεται και τα κοιτάσματα της κατεχόμενης Λωρίδας της Γάζας). Χωρίς να έχει λυθεί το Κυπριακό ζήτημα και χωρίς η Τουρκία να καταφέρνει να αναγνωριστεί ως κρατική οντότητα το κατεχόμενο τμήμα της Βόρειας Κύπρου, σε συνδυασμό με την παρακαταθήκη της ανατροπής των Συμφωνιών Λονδίνου και Ζυρίχης και της de facto διχοτόμησης του νησιού από τη δεκαετία του’60 που οριστικοποίησε η τουρκική εισβολή-κατοχή, η ελληνοκυπριακή αστική τάξη καταφέρνει να έχει τον πρώτο λόγο σε συμφωνίες τεράστιας γεωστρατηγικής σημασίας.
Αυτό το δρόμο χάραξε ο εθνικιστής πρώην πρόεδρος, Παπαδόπουλος, μετά την καταδίκη από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνοκυπριακού λαού του Σχεδίου Ανάν που διαιώνιζε τη διχοτόμηση, την παρουσία ξένων στρατευμάτων και βάσεων, την επιδιαιτησία ξένων δυνάμεων. Συνέχεια αυτής της διαδρομής, την οποία ακολούθησε -στη συνεπή συνέχεια του κράτους– το ΑΚΕΛ, είναι οι εξοπλισμοί και οι προσλήψεις χιλιάδων μισθοφόρων, οι συμμαχίες με δυνάμεις όπως η Γαλλία, η συνεργασία με ενεργειακούς κολοσσούς[2]. Σε μια πολύ ευρύτερη περιοχή που εξαπλώνεται από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και το Αιγαίο ως τα χωρικά ύδατα  της κατεχόμενης Λωρίδας της Γάζας δραστηριοποιούνται σημαντικές μερίδες της ελληνικής άρχουσας τάξης[3]. Ταυτόχρονα, ενισχύεται η σύμπραξη με ΝΑΤΟ-Ευρωστρατό-ΟΑΣΕ και αποκτά στρατηγική σημασία ο επιθετικός άξονας μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ.
Είναι μια προσπάθεια της αστικής πολιτικής που βασίζεται στην αντίληψη περί «Δύο Ελληνικών Κρατών» στην Ανατολική Μεσόγειο, με επίδικο την ενοποίηση ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου έχοντας ως ρυθμιστή το Καστελόριζο και τελικά τον έλεγχο και εκμετάλλευση ενεργειακών κοιτασμάτων και ροών γεωστρατηγικής σημασίας.
Οι βλέψεις αυτές της ελληνικής και ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης συγκρούονται με το Νεοοθωμανισμό του καθεστώτος Ερντογάν, τις επιθετικές επιδιώξεις της άλλης «Μητέρας Πατρίδας» της Κύπρου. Εξάλλου, συνέβαλε κι αυτή στα εθνικιστικά πάθη ώστε να δρομολογηθεί η διχοτόμηση. Με αφορμή το πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη προχώρησε στον Αττίλα 1 & 2, στον εποικισμό και την αναγνώριση ως ανεξάρτητου κράτους της κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου, σε σειρά πολεμικών απειλών και πειρατικών ενεργειών. 
Συγκεκριμένες επιθετικές παρεμβάσεις του τουρκοκυπριακού καθεστώτος, αλλά και της Τουρκίας, δείχνουν ότι το ενεργειακό ζήτημα αποτελεί κεντρικό επίδικο της διαμάχης στην περιοχή. Από την πλευρά της Τουρκίας, το ενεργειακό ζήτημα, μέσω των ΑΟΖ, αποτελεί κλειδί για τα γεωπολιτικά και οικονομικά «εργαλεία» της, προκειμένου να επιλύσει με τον καλύτερο τρόπο για την ίδια, τα προβλήματα των συσχετισμών ισχύος και -ταυτόχρονα- τα ταξικά επίδικα στην περιοχή[4] (είτε παίρνουν τη μορφή καταστολής κινημάτων, είτε τη μορφή παρεμβάσεων στους εσωτερικούς εμφυλίους και τις εθνοτικές συγκρούσεις, σε εσωτερικό και εξωτερικό).
Η πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ξεκινά προτάσσοντας στο δίλημμα «ένωση ή διχοτόμηση» την ανεξαρτησία, σημαδεύτηκε από τρεις διεθνείς συνθήκες:
Τη «συνθήκη εγκαθίδρυσης» που προβλέπει και την ύπαρξη των δύο βρετανικών βάσεων. Τη «συνθήκη εγγύησης» που περιλαμβάνει το δικαίωμα των εγγυητριών δυνάμεων «να επέμβουν για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στο νησί». Τη «συνθήκη συμμαχίας» που επιτρέπει σε Ελλάδα και Τουρκία να «αναλαμβάνουν να απωθήσουν κάθε επίθεση εναντίον της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου». Επίσης, δύο μυστικά άρθρα προέβλεπαν την διάλυση του εργατικού κινήματος και τη δίωξη της αριστεράς, αλλά και την προοπτική εισόδου στο ΝΑΤΟ, αναδεικνύοντας το βαθύτερο ταξικό περιεχόμενο του Κυπριακού Ζητήματος.
Είναι, εξάλλου, γεγονός ότι οι εθνικιστές (είτε, ελληνοκύπριοι είτε τουρκοκύπριοι) υπήρξαν λυσσασμένοι πολέμιοι κάθε απόπειρας συναδέλφωσης και κοινής δράσης των εργαζομένων, προσχωρώντας σε τρομοκρατικές ενέργειες και δολοφονίες. Από αυτή την άποψη (και μόνο), ο εθνικισμός -και ο φασισμός- λειτουργεί ως μακρύ χέρι του κράτους. Η ακροδεξιά διεκδικεί πάντα τον αυτόνομο πολιτικό ρόλο της εντός του κράτους (κι όχι απαραίτητα εντός του δεδομένου καπιταλιστικού ορθολογισμού του), υιοθετώντας το ρόλο του πλεονάσματος της κρατικής-ρατσιστικής βίας
Φτάνουμε μέσα από το δραματικό δρομολόγιο που περιγράψαμε στην σημερινή κατάσταση που διατυπώνονται οι δηλώσεις Ερντογάν για την Συνθήκη της Λωζάνης, επαναφέροντας στο προσκήνιο όλη την ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών, αλλά και σειρά προκλήσεων, που αποκαλύπτουν το επίδικο του ανταγωνισμού[5]
Σε κάθε επίσημη ή ανεπίσημη  συνάντηση με αξιωματούχους της ΕΕ και αμερικανούς και βρετανούς διπλωμάτες, στελέχη της κυβέρνησης Ερντογάν θέτουν τη λύση  του  Κυπριακού ως   βασική προϋπόθεση για την επίλυση της κρίσης στη Συρία. Διαχρονικά, οι τουρκικές κυβερνήσεις -είτε κεμαλιστές (Ντεμιρέλ), είτε σοσιαλιστές (Ετσεβίτ), είτε ισλαμιστές (Ερντογάν-Νταβούτογλου), είτε υπηρεσιακές (Τσιλέρ)-  επιδιώκουν ομοσπονδιοποίηση της Κύπρου με προαπαιτούμενο τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας
Απ’ την άλλη, το ελληνικό κατεστημένο προχώρησε από το ’90 σε πρόγραμμα εποικισμού των νησιών του Αιγαίου, για να αποκτήσουν υφαλοκρηπίδα, κι εφαρμόζει από το ’93 το επιθετικό δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου. Κλιμάκωσε ως το 2010 τις κοινές ασκήσεις και κατασκεύασε βάση της Πολεμικής Αεροπορίας στην Κύπρο. Έχει προκρίνει την κλιμάκωση των πολεμικών εξοπλισμών (που μόνο επιβράδυνε, κάπως, η δημοσιονομική κρίση). Κυρίως, όμως, ελληνοκυπριακή και ελληνική αστική τάξη επιδιώκουν τη δημιουργία του Ισραήλ της ΝΑ Ευρώπης.  Ταυτίζονται πλήρως με τους Νατοϊκούς σχεδιασμούς. Παίζουν το ρόλο της Ασφάλειας και της Σταθερότητας. Αυτό έχουν επιλέξει ως διαπραγματευτικό χαρτί για να ικανοποιήσουν τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα.     
Και που βρισκόμαστε σήμερα; Κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, ο αμερικανός Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, αναμένεται να ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση να στηρίξει την αμερικανική πρόταση, για τουρκική στρατιωτική βάση στη Κύπρο και να ασκήσει πιέσεις στην Κυπριακή Κυβέρνηση για λύση του Κυπριακού και μάλιστα, μέχρι τέλος του 2016.
Ποια θα είναι αυτή η λύση; Η «Δικοινοτική-Διζωνική Ομοσπονδία» με τα δύο Συνιστώντα Κράτη. Εκτός του ομόσπονδου κράτους, κάθε Συνιστών Κράτος θα έχει το δικό του σύνταγμα, το δικό του κρατικό μηχανισμό, βουλή, κυβέρνηση και υπουργικό συμβούλιο, αστυνομία, σημαία και ύμνο, το δικό του κρατικό προϋπολογισμό, τη δική του πολιτική για τα εσωτερικά ζητήματα. Ανάμεσα στα δύο κράτη, που θα αποτελούν το συνομοσπονδιακό μόρφωμα, θα υπάρχουν σύνορα και θα διαφυλάσσεται η εθνοτική πληθυσμιακή τους καθαρότητα! Μόνον ένα 20% για παράδειγμα, των προσφύγων θα έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Όπως επισημαίνουν αναλυτές, στην Κύπρο συζητείται το εδαφικό με τρόπο που οδηγεί στη δημιουργία εθνοφυλετικών  συνόρων, ανάμεσα στα δύο συνιστώντα κρατίδια. Στην ουσία δηλαδή, αυτό που θα προκύψει από μια τέτοια λύση θα είναι κάτι σαν τα εθνικά σύνορα δύο ανεξάρτητων κρατών. Γι’ αυτό γίνεται λόγος για το έδαφος που θα κατέχει το κάθε συνιστών κρατίδιο και συζητείται εδαφικό πρόβλημα. Αν σ’ αυτό προστεθεί και το γεγονός ότι τα δύο συνιστώντα κρατίδια θα διαθέτουν και  δική τους «εσωτερική» ιθαγένεια, στην ουσία θα πρόκειται για ένα συνομοσπονδιακό μόρφωμα.
Όμως, η όποια επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος ουσιαστικά εδράζεται στη μεταβατική περίοδο που διέρχεται ο σύγχρονος καπιταλισμός, οι ολοκληρώσεις του και το έθνος-κράτος.  Η επίλυση επομένως του Κυπριακού αφορά το μέλλον και τον ρόλο της Ε.Ε. Το ευρωπαϊκό όραμα για τους λαούς σε Ελλάδα και Κύπρο, γρήγορα ξέφτισε το περιεχόμενο ευημερίας και ειρήνης που έταξε το αστικό κατεστημένο. Τα Μνημόνια και ο πόλεμος κατά των μεταναστών αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες. Επίσης, αποτελεί αντικείμενο του ταξιδιού Ομπάμα στην Ελλάδα, αλλά όχι μόνο από γεωστρατηγική σκοπιά. Όπως τονίζουμε σε πρόσφατη ανακοίνωση μας για την επίσκεψη Ομπάμα:
«Έρχεται στο ίδιο μέρος όπου δοκιμάστηκαν, ταυτόχρονα, και τα περισσότερα υβριδικά μοντέλα του νέου γύρου της επέλασής της: μοντέλα που βρήκαν μεθόδους για να ενοποιήσουν τον «οικονομικό πόλεμο» (χρέη, μηχανισμοί στήριξης, οικονομικά εργαλεία) με τα “μνημόνια καταστολής πλήθους”, τον “κυβερνοπόλεμο” (cyberwarfare) με την κρατική προπαγάνδα και τα ΜΜΕ, τον “εσωτερικό πόλεμο χαμηλής έντασης” με το “ασφαλές περιβάλλον επενδύσεων”, την “αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας» με την “εθνική κυριαρχία της χώρας”, την εσωτερική πολιτική μηδενικής ανοχής με την εξωτερική επιθετική πολιτική διαπραγμάτευσης. Η επίσκεψη Ομπάμα, θέλει να διαμορφώσει τις δεσμεύσεις της επόμενης ηγεμονικής πολιτικής των ΗΠΑ, που θα προκύψει από τις κρίσιμες αμερικανικές εκλογές. Θέλει, ακόμα, να διασφαλίσει τα δικά του πλανητικά μοντέλα συνεργασίας, τις στρατηγικές συμφωνίες, τα πολλαπλά “οικονομικά ΝΑΤΟ” (TISA, TTIP, TPP) σαν απάντηση στα στρατηγικά μοντέλα που αναδύονται σε Λατινική Αμερική και Ευρασία (όπως είναι η “Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων” και οι περιφερειακές οικονομικές και στρατιωτικές ενώσεις). Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι το προληπτικό τσάκισμα, σε κάθε επίπεδο, των αντιστάσεων και των επαναστατικών δυνατοτήτων που αναδύονται στη σημερινή “εποχή των ταραχών”».
Σε αυτό επομένως το σύγχρονο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό περιβάλλον διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο η ελληνική και ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη. Και σε αυτές τις εξελίξεις ο κόσμος της εργασίας καλείται να πάρει θέση σταθμίζοντας τα ταξικά του συμφέροντα. Καλείται να απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής από την σκοπιά ενός νέου εργατικού διεθνισμού.  Η συγκεκριμένη λύση που επαναλαμβάνει τις επιδιώξεις του Σχεδίου Ανάν -ένα σχέδιο που βρίσκει τους γεννήτορες του στο Ισραήλ και δρομολογήθηκε μέσω διεθνών συνεδρίων  από το Ίδρυμα Κόκκαλη- είναι εχθρική για τους λαούς της Κύπρου, αλλά και συνολικά. Πολλοί αστοί πιστεύουν ότι η «Μη Λύση του Κυπριακού είναι Λύση», νομιμοποιώντας και μονιμοποιώντας το σημερινό βολικό καθεστώς για την ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη, αποκρύπτοντας ότι θα πυροδοτήσει την ένταση αφού τα διακυβεύματα είναι τεράστιας αξίας.  Άλλοι μιλούν για «Κύπρο Ενιαία, Ανεξάρτητη, μετατροπή των Τουρκοκυπριών σε Μειονότητα από Κοινότητα και αποχώρηση των εποίκων», επαναφέροντας όλη την ατζέντα των ελληνικών διακδικήσεων!
cyprus-2
Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΩ
ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΟΥΣΑ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΤΗΣ
Ποτέ και καμιά λύση δεν είχε και δεν έχει σκοπό την συνύπαρξη-συναδέλφωση των λαών της Κύπρου.  Για αυτό πάντα δίχασαν και έστρεψαν τους λαούς της Κύπρου τον ένα απέναντι στον άλλο με όχημα τον εθνικισμό. Ελλάδα και Τουρκία λειτούργησαν με όρους επικυριαρχίας απέναντι στις αντίστοιχες κοινότητες επιδιώκοντας επιβάλλουν κάθε φορά τα προαποφασισμένα, αντιμετωπίζοντας  τους πρόσφυγες και τους εποίκους ή τους μετανάστες ως ομήρους και διαπραγματευτικά χαρτιά.
Η όποια λύση επομένως του Κυπριακού Ζητήματος πρέπει να πιάσει το νήμα των κοινών ταξικών συμφερόντων του κόσμου της εργασίας στο νησί και ευρύτερα, ώστε να διαμορφώσει τους όρους μέσα από την κοινή εργατική διεθνιστική διεκδίκηση και την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιμπεριαλιστικής  Νέας Τάξης στην Κύπρο και την περιοχή. Να σταθεί αποφασιστικά απέναντι σε όλους αυτούς που προδιέγραψαν ένα παρελθόν-παρόν και μέλλον επεκτατικό και διχαστικό, βουτηγμένο στους σύγχρονος όρους εκμετάλλευσης και καταπίεσης που απαιτούν  οι αστικές τάξεις Ελλάδας-Τουρκίας-Ε/Κ-Τ/Κ, η Βρετανία, η Ε.Ε., οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ
Δεν μπορούμε να πούμε στους λαούς της Κύπρου τι πρέπει να κάνουν.
Αντίθετα, μπορούμε να καλέσουμε Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους και εποίκους, Αρμένιους, Λατίνους και Μαρωνίτες, Έλληνες και Τούρκους σε αγώνα για κοινά δικαιώματα, ενάντια στις κυβερνήσεις της αντεργατικής λαίλαπας, της κρατικής τρομοκρατίας και των πολεμικών τυχοδιωκτισμών. Η καπιταλιστική τους κρίση και οι τρόποι που θέλουν να την ξεπεράσουν, με πόλεμο και καταστροφή, μας διχάζει με τον εθνικισμό και τον ρατσισμό σε αμέτρητους καθημερινούς εμφύλιους της εργατικής τάξης, μας στέλνει να σκοτώσουμε ο Έλληνας τον Τούρκο εργαζόμενο για τα δικά τους συμφέροντα.   
Δε θα υπερασπιστούμε κανένα «εθνικό συμφέρον». Ο αγώνας μας είναι ταξικός, εργατικός και διεθνιστικός.
Ο Δικός μας πόλεμος γίνεται εδώ, ενάντια:
  1. Στον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο και Δόγμα μεταξύ Ελληνικού και Κυπριακού κράτους.
  2. Στον επιθετικό Άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου.
  3. Στην συμμαχία στρατηγικής σημασίας με το κράτος Τρομοκράτη Ισραήλ και τους Δικτάτορες της Αιγύπτου.
  4. Στο καθεστώς των Εγγυήσεων, την παρουσία ξένων στρατευμάτων, κατοχικών δυνάμεων και τις βάσεις. Να φύγουν οι Βρετανοί, το ΝΑΤΟ, ΕΛΔΥΚ-ΤΟΥΡΔΥΚ. Η πραγματική αμφισβήτηση όλων αυτών είναι η άμεση αποχώρηση της ΕΛΔΥΚ και το κάλεσμα των Ελλήνων φαντάρων να μη δεχτούν τις μεταθέσεις στην Κύπρο.
  5. Αυτό που μας αναλογεί είναιη οργάνωση της κοινής πάλης του εργατικού και αντιπολεμικού κινήματος σε Ελλάδα-Κύπρο-Τουρκία ενάντια στις κυβερνήσεις, σε Ε.Ε.-ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, για το κλείσιμο των βάσεων, το μπλοκάρισμα της πολεμικής μηχανής, της συμμετοχής στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τον πόλεμο εναντίον των μεταναστών.
  6. Υπεράσπιση των δικαιωμάτων προσφύγων-Μεταναστών, σεβασμό των δικαιωμάτων μειονοτήτων-κοινοτήτων, αναγνώριση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού. Νίκη στον αγώνα του Κουρδικού λαού και του λαού της Παλαιστίνης.
  7. Κάλεσμα κοινού αγώνα του κόσμου της εργασίας σε Ελλάδα-Κύπρο-Τουρκία ενάντια στα Μνημόνια και την κανιβαλική αντεργατική πολιτική, στο Μεγαλοιδεατισμό και Νεοοθωμανισμό που αποτελούν συνέχεια της.
  8. Να αρνηθούμε το Αξιόμαχο του εθνικού στρατού, τη συμμετοχή μας στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς. Κάλεσμα για κοινή πάλη των φαντάρων σε Ελλάδα-Κύπρο-Τουρκία.
  9. Να αμφισβητήσουμε την εθνική ενότητα-ταξική υποταγή μας. Να προβάλλουμε την απειλή μετατροπής της πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ των αστικών κρατών, σε ταξική επαναστατική σύγκρουση.
Ο κόσμος της εργασίας πρέπει να πει «ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ». Για την Αντικαπιταλιστική Ανατροπή και την Κοινωνική Απελευθέρωση.
Για την ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
ΝΙΚΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ
ΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου