ΣΩΤΟΣ ΚΤΩΡΗΣ
Δικαιολογίες ή πρέπει να το μελετήσουμε;
Η έρευνα της έγκυρης εταιρείας δημοσκοπήσεων Gezici κατέδειξε πως το 89,4% των Τουρκοκυπρίων τάσσεται υπέρ της μόνιμης παραμονής Τούρκων στρατιωτών
Δικαιολογίες ή πρέπει να το μελετήσουμε;
Η έρευνα της έγκυρης εταιρείας δημοσκοπήσεων Gezici κατέδειξε πως το 89,4% των Τουρκοκυπρίων τάσσεται υπέρ της μόνιμης παραμονής Τούρκων στρατιωτών
Η έρευνα της έγκυρης εταιρείας δημοσκοπήσεων Gezici κατέδειξε πως το 89,4% των Τουρκοκυπρίων τάσσεται υπέρ της μόνιμης παραμονής Τούρκων στρατιωτών μετά από μια ενδεχόμενη λύση, ενώ ποσοστό 88,8% επιζητεί τη διαιώνιση των μονομερών επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας.
Τα δημοσκοπικά ευρήματα έτυχαν, εν πολλοίς, επιφανειακής ερμηνείας στην ε/κ κοινότητα, συνεπεία της διαχρονικής μας απροθυμίας να αναγνωρίσουμε ιστορικά βιώματα των Τουρκοκυπρίων. Και λόγω της αδυναμίας ή και άρνησής μας να αντιληφθούμε τις πολιτικές στάσεις και δυναμικές που οι επώδυνες μνήμες του παρελθόντος έχουν διαμορφώσει στο συλλογικό επίπεδο της τ/κ κοινότητας. Μνήμες και βιώματα που αναπαράγονται, δυστυχώς, συστηματικά στον τ/κ δημόσιο χώρο και μέσω της προπαγανδιστικής εργαλειοποίησης από μέρους των Τ/Κ εθνικιστών. Οι πλείστοι εκ των Ελληνοκυπρίων ερμήνευσαν τα δημοσκοπικά ευρήματα ως ένδειξη της πλήρους, δήθεν, ταύτισης των Τουρκοκυπρίων με την Τουρκία. Παραβλέποντας ή και αγνοώντας ότι η συναντίληψη Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων σε πτυχές της διαπραγμάτευσης πηγάζει, τις πλείστες φορές, από διαφορετικές αφετηρίες, εδράζεται σε διαφορετικές ανασφάλειες και υπηρετεί διαφορετικές επιδιώξεις.
Τα δημοσκοπικά ευρήματα έτυχαν, εν πολλοίς, επιφανειακής ερμηνείας στην ε/κ κοινότητα, συνεπεία της διαχρονικής μας απροθυμίας να αναγνωρίσουμε ιστορικά βιώματα των Τουρκοκυπρίων. Και λόγω της αδυναμίας ή και άρνησής μας να αντιληφθούμε τις πολιτικές στάσεις και δυναμικές που οι επώδυνες μνήμες του παρελθόντος έχουν διαμορφώσει στο συλλογικό επίπεδο της τ/κ κοινότητας. Μνήμες και βιώματα που αναπαράγονται, δυστυχώς, συστηματικά στον τ/κ δημόσιο χώρο και μέσω της προπαγανδιστικής εργαλειοποίησης από μέρους των Τ/Κ εθνικιστών. Οι πλείστοι εκ των Ελληνοκυπρίων ερμήνευσαν τα δημοσκοπικά ευρήματα ως ένδειξη της πλήρους, δήθεν, ταύτισης των Τουρκοκυπρίων με την Τουρκία. Παραβλέποντας ή και αγνοώντας ότι η συναντίληψη Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων σε πτυχές της διαπραγμάτευσης πηγάζει, τις πλείστες φορές, από διαφορετικές αφετηρίες, εδράζεται σε διαφορετικές ανασφάλειες και υπηρετεί διαφορετικές επιδιώξεις.
Αδυναμία κατανόησης
Η ε/κ οπτική έναντι των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών εντός της τ/κ κοινότητας υπήρξε ανέκαθεν προβληματική. Στην προκειμένη περίπτωση, η αδυναμία κατανόησης των τ/κ ανησυχιών είναι συνυφασμένη με τη διαδεδομένη, ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους, πεποίθηση πως το Κυπριακό «δημιουργείται» το 1974. Συνεπεία της συνειδητής αποσιώπησης των γεγονότων της περιόδου 1963-1974 διαμορφώθηκε και αναπαράχθηκε ένα πολιτικό αφήγημα το οποίο αποδίδει τη διαιώνιση της κυπριακής διένεξης σε αδικίες και μηχανορραφίες που συντελέστηκαν, αποκλειστικά και μόνο, εις βάρος της ε/κ κοινότητας. Ότι τα μοναδικά θύματα αυτής της διένεξης είναι οι Ελληνοκύπριοι. Καμία απολύτως αναφορά στις βιαιοπραγίες και τις τραυματικές εμπειρίες που (και) οι Τουρκοκύπριοι βίωσαν, συνεπεία της ηγεμονικής πολιτικής της ε/κ κοινότητας στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Καμία αναγνώριση του πόνου των Τουρκοκυπρίων και, συνεπώς, καμία κατανόηση στην ανάγκη να αντιμετωπιστούν και οι δικές τους ανασφάλειες.
Οι Ελληνοκύπριοι επιβάλλεται, επιτέλους, να αντικρίσουμε με αυτοκριτική διάθεση το ιστορικό μας παρελθόν. Προκειμένου να αντιληφθούμε ότι η ύπαρξη του κυπριακού ζητήματος συνιστά προϊόν (και) της διακοινοτικής/εθνοτικής αντιπαράθεσης. Και ότι καμία εκ των δύο κοινοτήτων δεν μπορεί να θεωρείται άμοιρη ευθυνών για τα τραγικά συμβάντα που έλαβαν χώρα στο νησί από τη δεκαετία του ’60 και εντεύθεν. Η γνώση της ιστορικής αλήθειας επιβάλλεται όχι για να βουλιάξουμε αυτομαστιγούμενοι σε ενοχικά σύνδρομα, ούτε για να φορτωθούμε, συλλογικά, την «ηθική» ευθύνη για τον ολέθριο και ανόητο «μεγαλοϊδεατισμό» της πολιτικής μας ηγεσίας. Και ούτε, ασφαλώς, για να νομιμοποιηθούν απαράδεκτες «ιδέες» στο ζήτημα των εγγυήσεων. Είναι επιβεβλημένη διότι, μεταξύ άλλων, η επίγνωση των αιτιών που συνέβαλαν στη δημιουργία του κυπριακού ζητήματος θα επιτρέψει την κατανόηση – και όχι την αποδοχή– των τ/κ αντιλήψεων και θέσεων έναντι πτυχών της, υπό εξέλιξη, διαπραγματευτικής διαδικασίας.
Τα επώδυνα βιώματα
Η εμμονή των Τουρκοκυπρίων, για παράδειγμα, στη διαιώνιση των τουρκικών εγγυήσεων και τη μόνιμη παρουσία τουρκικών στρατευμάτων προκύπτει από τα βιώματα και τις επώδυνες μνήμες της περιόδου 1963-74. Η «επώδυνη δεκαετία» έχει σημαδέψει ανεξίτηλα την τ/κ συλλογική μνήμη και, ως εκ τούτου, οι Τουρκοκύπριοι θεωρούν αδιανόητη την πλήρη κατάργηση του εγγυητικού ρόλου της Τουρκίας στην Κύπρο. Όπως η ε/κ κοινότητα δεν ξεχνά τα δεινά που υπέστη συνεπεία της τουρκικής εισβολής του 1974 και, ορθώς, διεκδικεί την κατάργηση των τουρκικών εγγυήσεων, κατ’ αντίστοιχο τρόπο ούτε και η τ/κ κοινότητα ξεχνά όσα συντελέστηκαν την περίοδο 1963 -1974. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που η θέση για διαιώνιση των τουρκικών εγγυήσεων αποτελεί διεκδίκηση που αντλεί νομιμοποίηση από γεγονότα της εν λόγω ιστορικής περιόδου.
Εν πρώτοις, από την ενορχηστρωμένη προσπάθεια της ε/κ κοινότητας να ακυρώσει, την περίοδο 1963-1968, τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου είτε διά της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είτε διά της μετατροπής της Κυπριακής Δημοκρατίας από δικοινοτικό σε ε/κ κράτος. Όσο και αν αυτή η παράμετρος έχει «αποσιωπηθεί» από το ε/κ αφήγημα, παραμένει αποδεδειγμένο γεγονός ότι, τον Ιούλιο του 1965, η κυβέρνηση Μακαρίου επιχείρησε ένα πολιτικό πραξικόπημα όταν επιδίωξε μονομερώς την αποψίλωση των προνομίων και δικαιωμάτων της τ/κ κοινότητας ανακοινώνοντας την ψήφιση της «Χάρτας Μειονοτικών Δικαιωμάτων». Τότε που με ασύγγνωστη ελαφρότητα και αμετροέπεια διακήρυττε πως «Ουδεμία Συμφωνία ή Συνθήκη Ισχύει». Απαύγασμα της ε/κ αμετροέπειας υπήρξε το ομόφωνο ψήφισμα της κυπριακής Βουλής, τον Ιούνιο του 1967, το οποίο καθόριζε πως «ο αγών αυτός (θα) ευοδωθεί διά της άνευ ενδιαμέσου σταθμού Ενώσεως ενιαίας και ολοκλήρου της Κύπρου μετά της Μητρός Ελλάδος».
Η δεύτερη παράμετρος, που ενεργοποιεί τις τ/κ φοβίες και ανασφάλειες, σχετίζεται με την ένοπλη δράση διαφόρων ε/κ παραστρατιωτικών ομάδων, καθώς και παραγόντων της κυπριακής κυβέρνησης, την περίοδο 1963-1967, ως αποτέλεσμα της οποίας τετρακόσιοι περίπου Τουρκοκύπριοι είτε δολοφονήθηκαν είτε παραμένουν μέχρι σήμερα αγνοούμενοι. Ανάμεσα σε αυτούς, ένας Τ/Κ βουλευτής της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και οι Τ/Κ ασθενείς που «εγκλωβίστηκαν», στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1963, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Και η τρίτη παράμετρος αφορά, ασφαλώς, την επιχειρούμενη κατάλυση της συνταγματικής τάξης, τον Ιούλιο του 1974, με το πραξικόπημα της ελλαδικής χούντας και της ε/κ ΕΟΚΑ Β.
Μόνιμες εγγυήσεις και αναχρονισμός
Η ιστορική αναδρομή δεικνύει ότι οι τ/κ φοβίες και ανησυχίες δεν είναι, εντελώς, αναίτιες. Τούτων λεχθέντων, ασφαλώς, δεν υπονοείται ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί η τ/κ συλλογιστική περί διαιώνισης του ισχύοντος συστήματος εγγυήσεων. Οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας οφείλουν να αναγνωρίσουν πως οι Ελληνοκύπριοι «κουβαλούν» επώδυνες μνήμες, και εντονότερα τραύματα, συνεπεία της τουρκικής εισβολής του 1974. Και, κατ’ επέκταση, οφείλουν να αποδεχτούν ότι οι ρυθμίσεις που θα συμφωνηθούν θα ανταποκρίνονται στις εκατέρωθεν ανησυχίες και θα μεγιστοποιούν το αίσθημα ασφάλειας και στις δύο κοινότητες. Κυρίως, οφείλουν να αναγνωρίσουν τις διαφορετικές συνθήκες που διαμορφώνει, πλέον, η ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους μέλους της ΕΕ. Ότι οι ανησυχίες τους για ενδεχόμενη παραβίαση της συνταγματικής τάξης μπορούν να αντιμετωπιστούν, με την έμπρακτη συνδρομή της ΕΕ, μέσω της υιοθέτησης ρυθμίσεων για επιβολή οικονομικών και πολιτικών κυρώσεων στην κοινότητα που θα φέρει την ευθύνη για παραβίαση των συμφωνηθέντων. Η επίκληση της απειλής από ακραίες και εξτρεμιστικές ε/κ ομάδες μπορεί να αντιμετωπιστεί με την εισαγωγή ρυθμίσεων οι οποίες θα προνοούν την επιβολή εξοντωτικών ποινών για αδικήματα που θα εδράζονται στο εθνοτικό μίσος. Ούτως ή άλλως οι Τουρκοκύπριοι οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι, εν αντιθέσει με την πληθυσμιακά ανάμεικτη Κύπρο της δεκαετίας του ’60, το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας έχει διαφορετική διάσταση στο πλαίσιο μιας διζωνικής ομοσπονδίας. Έχει ήδη συμφωνηθεί, άλλωστε, πως η ασφάλεια, εντός κάθε πολιτείας, θα διασφαλίζεται από την ύπαρξη πολιτειακής αστυνομίας. Είναι προφανές ότι οι τ/κ ανησυχίες μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς τη διαιώνιση των μονομερών επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας και χωρίς τη μόνιμη παρουσία στρατευμάτων. Ενδεχόμενη εμμονή των Τουρκοκυπρίων σε τέτοιες ρυθμίσεις θα οδηγήσει σε αδιέξοδο. Αφενός διότι ενδεχόμενη αποδοχή τους θα διαιώνιζε το αίσθημα ανασφάλειας της ε/κ κοινότητας, αφετέρου επειδή συνιστά αποικιοκρατικό κατάλοιπο και αναχρονισμό ο οποίος υπονομεύει την κυριαρχία του κυπριακού κράτους.
Ελληνοκύπριοι διαδηλώνουν την 11η Απριλίου 1964 έξω από τη Σεβέρειο Βιβλιοθήκη στην πλατεία Αρχιεπισκοπής υπέρ της Ένωσης (Φωτό αρχείο Μπάμπης Αβδελόπουλος).
Σώτος Κτωρής, Δρ Τουρκικών Σπουδών.
Πηγή: http://politis.com.cy/article/giati-i-tourkokiprii-theloun-engiisis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου