Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Τα ξεχασμένα τανκς

Μπολόνια, 13 Μαρτίου 1977. Αρμα μάχης των καραμπινιέρων μπροστά στο ανακατειλημμένο πανεπιστήμιο
Συντάκτης: 
«Κινδυνεύουμε να κάψουμε τους κομμουνιστές, προτού μας δοθεί ευκαιρία να τους χρησιμοποιήσουμε»
Τζιάνι Ανιέλι, πρόεδρος της FIAT, προς τον Αμερικανό πρόξενο στο Μιλάνο (15/3/1977)
Σαράντα ακριβώς χρόνια έχουν περάσει από τότε.
Το μεσημέρι της 11ης Μαρτίου 1977, μια μικροσυμπλοκή στο κατειλημμένο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια μεταξύ αριστερών φοιτητών και φιλοκυβερνητικών ακροδεξιών της οργάνωσης «Θεία Κοινωνία και Απελευθέρωση» (Communione e Liberazione) μετατράπηκε σε τραγωδία μετά την επέμβαση της αστυνομίας στο πλευρό των δεύτερων.

Στα επεισόδια που ακολούθησαν στους γύρω δρόμους, ένας καραμπινιέρος πυροβόλησε και σκότωσε τον 25χρονο Φραντσέσκο Λορούσο, φοιτητή της Ιατρικής και μέλος της αριστερής οργάνωσης «Διαρκής Πάλη» (Lotta Continua).

Ακολούθησε ένα θυελλώδες τριήμερο, που από τις ελληνικές εφημερίδες των ημερών τιτλοφορήθηκε πρωτοσέλιδα «φοιτητική επανάσταση» (“Τα Νέα”) και «εικόνα εμφυλίου» (“Ελευθεροτυπία”).

Με τα ιταλικά ΑΕΙ κατειλημμένα ήδη από τις αρχές Φεβρουαρίου ως απάντηση σ’ ένα νομοσχέδιο που επιχειρούσε να ανατρέψει τις θεσμικές κατακτήσεις του 1968, και την ιταλική κοινωνία σε σημείο βρασμού μετά την επιβολή από τη δεξιά κυβέρνηση Αντρεότι ενός προγράμματος αντιλαϊκών μέτρων «λιτότητας» υπαγορευμένων από το ΔΝΤ με τη συμπαράσταση του Ιταλικού Κ.Κ., δεκάδες χιλιάδες νέοι βγήκαν στους δρόμους ως η μόνη έκφραση κοινωνικής αντιπολίτευσης.

Οι μαζικές διαδηλώσεις τους συνοδεύτηκαν από άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία· στη Ρώμη, εκτός από πέτρες και μολότοφ, διαδηλωτές της «Οργανωμένης Αυτονομίας» χρησιμοποίησαν ακόμη και πιστόλια.

Στην Μπολόνια, τον «κόκκινο δήμο»-πρότυπο του ΙΚΚ, η κατάληψη του πανεπιστημίου τερματίστηκε με επέμβαση των τανκς.

Δεν ήταν παρά η ξαφνική κορύφωση ενός αυθεντικού νεανικού ξεσπάσματος που κράτησε μήνες, η τελευταία πράξη μιας δεκαετίας αλλεπάλληλων εξεγέρσεων που έμειναν στην Ιστορία ως «ο έρπων ιταλικός Μάης» (1968-1977).

Μια δεκαετία νικηφόρων αγώνων που καθιστούσε αδιανόητη για χιλιάδες ανθρώπους τη συνθηκολόγηση απέναντι στην αντεπίθεση κράτους κι εργοδοσίας.

Σαράντα χρόνια μετά, το ιταλικό ’77 παραμένει ιστοριογραφικά φτωχός συγγενής του γαλλικού και πανευρωπαϊκού ’68.

Ενδεχομένως αυτό οφείλεται στο πολιτικό μήνυμά του: εξίσου ουτοπικό αλλά λιγότερο αισιόδοξο από το ’68, δίχως θεσμικές κατακτήσεις και, κυρίως, δίχως την κατοπινή αναγόρευση του γαλλικού Μάη σε πολιτισμικό γεγονός.

Ισως πάλι οφείλεται στην τελική συντριβή του στη μέγκενη της ανελέητης κρατικής καταστολής, από τη μια, και της διαρροής μιας πτέρυγάς του στο «διάχυτο αντάρτικο» των ένοπλων οργανώσεων, από την άλλη.

Στη ίδια την Ιταλία, όπου όλα συλλήβδην τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του ’70 λοιδορούνταν μέχρι πρόσφατα σαν απλές πτυχές της «τυφλής τρομοκρατίας» των «μολυβένιων χρόνων», μόλις τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια θετική επανανοηματοδότησή του, μέσω της υπενθύμισης των δημιουργικών πλευρών του αλλά και της επισήμανσης του «προφητικού» χαρακτήρα του: αν μη τι άλλο, υπήρξε η πρώτη μαζική αντίδραση στο μοντέλο καπιταλισμού που επικράτησε διεθνώς το επόμενο διάστημα.
Κοινωνικό προλεταριάτο


Φοιτητική συνέλευση στην Μπολόνια (3/3/1977). | 

Σε αντίθεση με το μακρινό 1968, οι φοιτητές του οποίου προέρχονταν από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ή το απεργιακό «θερμό φθινόπωρο» του 1969, όπου πρωταγωνίστησε η νέα γενιά βιομηχανικών εργατών του Βορρά, τούτη τη φορά το συλλογικό υποκείμενο της εξέγερσης υπήρξε εξαιρετικά πολύμορφο: φοιτητές λαϊκής καταγωγής, εγκλωβισμένοι σ’ ένα μαζικοποιημένο πανεπιστήμιο δίχως ορατό μέλλον στην αγορά εργασίας· επισφαλώς εργαζόμενοι και άνεργοι· εργάτες σε μικρές επιχειρήσεις, που στερούνταν όσα οι συνδικαλισμένοι συνάδελφοί τους των μεγάλων μονάδων είχαν κερδίσει με τους αγώνες τους το προηγούμενο διάστημα· γυναίκες μιας άκρως ανδροκρατικής κοινωνίας, που για πρώτη φορά συγκροτούνταν μέσω του φεμινιστικού κινήματος ως διακριτό συλλογικό υποκείμενο.

Ο νεανικός και συνάμα βίαιος χαρακτήρας του «’77» καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές αλλαγές των προηγούμενων χρόνων, μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1973.

Οπως επισημαίνει ένας από τους πρώτους ιστορικούς της επίμαχης δεκαετίας,«νεολαία σήμαινε πια στα μέσα της δεκαετίας του ’70 κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι στα τέλη εκείνης του ’60. Πρώτον, η διάκριση ανάμεσα στον “ενήλικο” κόσμο της τακτικά αμειβόμενης εργασίας και τη μεταβατική κατάσταση των νέων είχε οξυνθεί·η απουσία δουλειάς (ή δουλειάς που να αντιστοιχεί στις δεξιότητες) και η παράταση της εκπαιδευτικής διαδικασίας επέκτειναν χρονικά τη νεανική υπόσταση, εξ ανάγκης μάλλον παρά από επιλογή» (Lumley 1990, σ.298).


Τα δάχτυλα σε σχήμα πιστολιού, αντανάκλαση της γοητείας του ένοπλου αγώνα στις τάξεις των (άοπλων) διαδηλωτών. | 

Μέσα στο κλίμα της εποχής, και τη στρατηγική αισιοδοξία που είχαν καλλιεργήσει οι πρόσφατοι νικηφόροι αγώνες, μια μερίδα της νεολαίας θα μετατρέψει την αθέλητη περιθωριοποίησή της σε συνειδητή επιλογή περιθωριακότητας, επινοώντας στρατηγικές συλλογικής επιβίωσης μέσω δυναμικών μορφών αλληλεγγύης:καταλήψεις κτιρίων για αυτοστέγαση ή μετατροπή τους σε κοινωνικά κέντρα·ομαδική «αυτομείωση» των εισιτηρίων στις μεταφορές και τα δημόσια θεάματα· αναγόρευση της ευκαιριακής απασχόλησης σε κουλτούρα «άρνησης της εργασίας», που αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου παρά στην επαγγελματική ασφάλεια – αλλά και πρακτικές διάχυτης παραβατικότητας, από την οργανωμένη «απαλλοτρίωση» αγαθών μέχρι βιαιότερες αντεκδικήσεις.

Η δυναμική αυτή ομαδικότητα θα θεωρητικοποιηθεί τελικά από το ρεύμα της Εργατικής Αυτονομίας σαν έκφραση του νέου «κοινωνικού εργάτη», διαδόχου του παραδοσιακού βιομηχανικού προλεταριάτου σε συνθήκες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

Εκτός από έκφραση κοινωνικής αντιπολίτευσης στη συνθηκολόγηση της μείζονος Αριστεράς με τη δεξιά κι εργοδοτική αντεπίθεση, το κίνημα του 1977 θα βιωθεί έτσι και ως μετωπική σύγκρουση δυο διαφορετικών κοινωνιών στους κόλπους των λαϊκών στρωμάτων.
Μαθήματα της Χιλής


Μπολόνια, 28/4/1977. Καραμπινιέροι καραδοκούν για τη διάλυση του βέβηλου χάπενινγκ «Σήμερα παντρεύονται». | 

Το δεύτερο δεδομένο που καθόρισε τη νεανική έκρηξη ήταν ο «ιστορικός συμβιβασμός» του ΙΚΚ, αξιωματικής αντιπολίτευσης από το 1947 και κόμματος που στις εκλογές του 1976 είχε αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος των νεανικών ψήφων, με την αυταρχική και βαθιά διεφθαρμένη Χριστιανοδημοκρατία που κυβερνούσε την Ιταλία από το 1945.

Η συνθηκολόγηση αυτή, τη στιγμή μάλιστα που οι χριστιανοδημοκράτες δρομολογούσαν μια πολιτική μονόπλευρης λιτότητας με στόχο την ανάκληση των εργατικών κατακτήσεων της προηγούμενης δεκαετίας, υπαγορεύτηκε από τον φόβο της κομμουνιστικής ηγεσίας για δικτατορική εκτροπή ανάλογη μ’ εκείνη του 1973 στη Χιλή.

Ο φόβος αυτός δεν ήταν καθόλου παράλογος, με δεδομένη τη «στρατηγική της έντασης» που το βαθύ κράτος των μυστικών υπηρεσιών και των φασιστικών παραφυάδων τους είχε υιοθετήσει από το 1969 (πολύνεκρες τυφλές βομβιστικές ενέργειες και μια τουλάχιστον απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος), αλλά και τις δημόσιες «προειδοποιήσεις» των ΗΠΑ, το 1975-76, ότι δεν πρόκειται να δεχτούν εκλογική επικράτηση των κομμουνιστών σε χώρα του ΝΑΤΟ.

Η επιλογή όμως της σύμπραξης με τον πολιτικό εκφραστή αυτού του ίδιου βαθέος κράτους, μέσω της διακριτικής κοινοβουλευτικής στήριξης μιας (αμιγώς δεξιάς) «κυβέρνησης εθνικής αλληλεγγύης», επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Αφαίρεσε από το ΙΚΚ το ηθικό πλεονέκτημα που διέθετε μέχρι τότε και τραυμάτισε βαριά τις σχέσεις του με τις νεότερες ιδίως ηλικίες των λαϊκών στρωμάτων.

Ενα άλλο (μειοψηφικό αλλά αρκετά μαζικό) τμήμα της ιταλικής Αριστεράς είχε βγάλει πάλι τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα από την τραγωδία της Χιλής: την ανάγκη όχι εφησυχασμού στις εγγυήσεις της αστικής νομιμότητας, αλλά προετοιμασίας σε όλα τα επίπεδα για μια ενδεχόμενη μελλοντική δυναμική αναμέτρηση.

Οι πιο πολιτικές εκδοχές αυτού του ρεύματος, που προέρχονταν από τα κινήματα του 1968-69 κι είχαν επενδύσει στην προοπτική μιας πλουραλιστικής κυβέρνησης της Αριστεράς, υπέστησαν κι αυτές τις παράπλευρες συνέπειες της συνθηκολόγησης του ΙΚΚ –με καταστροφικότερα, λόγω διαφορετικών μεγεθών, αποτελέσματα.

Το κενό που προκάλεσε η κρίση των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, απόρροια των παραπάνω αλλά και δικών τους εγγενών αντιφάσεων, καλύφθηκε αρχικά από τον χώρο της Αυτονομίας, ένα πλέγμα ομάδων και συλλογικοτήτων εχθρικών προς το ΙΚΚ και τα συνδικάτα, και κατόπιν από τις μιλιταριστικές συνιστώσες του, που προβόκαραν συνειδητά τις μαζικές κινητοποιήσεις με δυναμικές ενέργειες στο όνομα της γενίκευσης του «διάχυτου αντάρτικου».

Η στρατιωτικοποίηση αυτή διευκολύνθηκε από ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, όπως η τραυματική ανάμνηση της κατάθεσης των όπλων από την ιταλική Αριστερά το 1945 ή οι συμβολικές αναφορές των κυριότερων εξωκοινοβουλευτικών σχηματισμών στο όραμα ενός μαχόμενου «ένοπλου λαού».



↳ Η ιστορική στιγμή που το «διάχυτο αντάρτικο» επιβάλλεται πραξικοπηματικά στο κοινωνικό κίνημα. Μιλάνο 14/5/1977: στη διάρκεια διαδήλωσης για το αιματοκύλισμα του ειρηνικού συλλαλητηρίου της Ρώμης και τον φόνο της δεκαεννιάχρονης Τζορτζιάνα Μάσι από τους καραμπινιέρους, μια ομάδα αυτόνομων στρέφει τα όπλα προς τα καραδοκούντα ΜΑΤ, σκοτώνοντας τον 25χρονο αστυνομικό Αντόνιο Κουστρά. Ο κουκουλοφόρος της φωτογραφίας, ονόματι Τζουζέπε Μεμέο, πέρασε κατόπιν από την Αυτονομία στην ένοπλη γκρούπα «Ενοπλοι Προλετάριοι για τον Κομμουνισμό» (PAC), συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 14 χρόνια για ηθική αυτουργία στον φόνο του Κουστρά και άλλα 30 για τον φόνο ενός κοσμηματοπώλη που τα ΜΜΕ είχαν ανακηρύξει ήρωα όταν σκότωσε με πιστόλι κάποιο ληστή. Ο φωτορεπόρτερ Πάολο Πετριτσέτι, που απαθανάτισε τη σκηνή, σκοτώθηκε το 2013 σ’ ένα άδοξο οικιακό ατύχημα, σε ηλικία 66 ετών.
Η «λιτότητα» ως αρετή



Για την αυτοπαγίδευση του ΙΚΚ μέσω του «ιστορικού συμβιβασμού», εξαιρετικά εύγλωττα είναι τα αποχαρακτηρισμένα διπλωματικά αρχεία των ΗΠΑ.

Προτού καν αναλάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ο Τζούλιο Αντρεότι εξηγούσε στον ανήσυχο Αμερικανό πρέσβη (8/7/1976) ότι σκόπευε να παραχωρήσει στο ΙΚΚ μόνο τη διακοσμητική προεδρία της Βουλής, προκειμένου να διασφαλίσει τη συναίνεσή του για τα αντεργατικά μέτρα «σταθεροποίησης» της οικονομίας.

Μια εξαιρετικά εύστοχη ταξική ανάλυση του «διλήμματος του ΙΚΚ» αποτυπώνεται λίγο αργότερα σε απόρρητη έκθεση της πρεσβείας (15/10/76).

Τα προηγούμενα χρόνια, διαβάζουμε, το κόμμα διεύρυνε μεν την απήχησή του στα μεσαία στρώματα, «ατύχησε όμως μια κρίσιμη φάση της στρατηγικής του να συμπέσει με μια οικονομική κρίση και την ανάγκη για σκληρά μέτρα λιτότητας, εξαιρετικά ανεπιθύμητα στα συνδικάτα, αλλά αποδεκτά ως τουλάχιστον αναγκαία από τη μεσαία τάξη».

Στο εξής, «είτε θα στηρίξει τον Αντρεότι και θα διατηρήσει τη φερεγγυότητά του στη μεσαία τάξη διακινδυνεύοντας να χάσει την εργατική, είτε θα επιστρέψει στην αρχική του βάση, θ’ αντιταχθεί στο Σχέδιο Αντρεότι και, προς το παρόν τουλάχιστον, θα εγκαταλείψει τις προσπάθειες να κυβερνήσει με την υποστήριξη της μεσαίας τάξης».

Για τις προθέσεις της διορατικότερης μερίδας των μεγαλοαστών, αποκαλυπτική είναι τέλος η στιχομυθία του Τζιάνι Ανιέλι, προέδρου της FIAT και καθοδηγητή του ιταλικού ΣΕΒ, με τον πρόξενο των ΗΠΑ στη Γένοβα (15/3/1977).

Στην παρατήρηση του συνομιλητή του, ότι «τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν πως οι κομμουνιστές είναι ανίκανοι ή απρόθυμοι να “δώσουν” σ’ εκείνα ακριβώς τα ζητήματα και τους χώρους, όπως η φοιτητική εξέγερση ή τα εργατικά προβλήματα, όπου πιστεύεται πως έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή», ο Ανιέλι «απάντησε συνθηματικά:“Οντως, κινδυνεύουμε να κάψουμε τους κομμουνιστές προτού μας δοθεί ευκαιρία να τους χρησιμοποιήσουμε”, παραδεχόμενος πάραυτα πως η “εικόνα” των κομμουνιστών έχει άσχημα αμαυρωθεί τελευταία».


Ο «γάμος» του «βλάκα» Μπερλίνγκουερ με τον «δήμιο» Αντρεότι (Μπολόνια 28/4/1977). | 



Αποκορύφωμα της στροφής του ΙΚΚ αποτέλεσε η εξιδανικευτική θεωρητικοποίηση από τον (αριστοκράτη) γ.γ. του κόμματος, Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, της λιτότητας ως κοινού οράματος χριστιανών και κομμουνιστών και «ευκαιρία για ανανέωση και μετασχηματισμό της Ιταλίας»:

«Λιτότητα σημαίνει αυστηρότητα, αποτελεσματικότητα, σοβαρότητα και, εν τέλει, δικαιοσύνη· το αντίθετο δηλαδή όλων όσων έχουμε γνωρίσει και πληρώσει μέχρι τώρα, και το οποίο μας οδήγησε σε βαρύτατη κρίση» (15/1/1977).

Ολα αυτά, τη στιγμή που η κυβέρνηση Αντρεότι μετέθετε το βάρος της κρίσης στα λαϊκά στρώματα, προς όφελος μιας συμμαχίας διαπλεκόμενων τραπεζιτών, βιομηχάνων και μαφιόζων, τα κατορθώματα των οποίων θα έρχονταν γρήγορα στο φως.

«Καμιά απολύτως σημαντική μεταρρύθμιση δεν προέκυψε από μια συνεννόηση όπου, όπως ευρύτατα παρατηρούνταν, ο καταμερισμός εργασίας ήταν υπερβολικά σαφής: οι χριστιανοδημοκράτες έγραφαν την Ιστορία κι οι κομμουνιστές έκαναν το συμβιβασμό», συνοψίζει ένας από τους πιο εύστοχους αναλυτές αυτών των επιλογών, καθηγητής Ιστορίας σήμερα σε βρετανικό πανεπιστήμιο.

«Οι πολιτικές συνέπειες ήταν καταστροφικές για τη χώρα: ένας φαύλος κύκλος βίας και καταστολής που έκλεισε με την παράνοια της τρομοκρατίας» (Abse 1985, σ.28).
Το δόντια της μυλόπετρας

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, το ιδρυτικό γεγονός του «ιταλικού ’77» επισημοποίησε τη ρήξη ανάμεσα στο ΙΚΚ και το φοιτητικό κίνημα.

Οταν στις 17 Φεβρουαρίου ο κομμουνιστής γ.γ. της εργατικής συνομοσπονδίας CGIL, Λουτσιάνο Λάμα, προσπάθησε ν’ ανακτήσει με την κομματική περιφρούρηση την ήδη κατειλημμένη Φιλοσοφική Σχολή της Ρώμης, έγινε δεκτός με ειρωνικά συνθήματα («Θυσίες! Θυσίες! Θέλουμε θυσίες!», «Χτίστε εκκλησίες, όχι σπίτια!») από την πιο ευφάνταστη συνιστώσα του κινήματος, που αυτοαποκαλούνταν «Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι», προτού πεταχτεί κλοτσηδόν έξω από τους Αυτόνομους και τα ΜΑΤ κληθούν από τον πρύτανη (του ΙΚΚ) να εκκενώσουν το πανεπιστήμιο.



Οπως πληροφορούμαστε από εμπιστευτική ενημέρωση της υπουργού Εργασίας προς την αμερικανική πρεσβεία, ο Λάμα έσπευσε να ζητήσει από τις άλλες δυο συνομοσπονδίες την κήρυξη τετράωρης γενικής απεργίας (όχι για τα μέτρα λιτότητας αλλά) προς αποδοκιμασία των καταληψιών.

Χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες απέρριψαν ωστόσο το αίτημά του, καλωσορίζοντάς τον χαιρέκακα στο «κλαμπ» των εργατοπατέρων που καταβάλλουν το τίμημα της συμβολής τους στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης.


Σύνθημα σε τοίχο του ίδιου ιδρύματος: «Κάτω όλοι οι βαρόνοι, κόκκινοι, άσπροι, μαύροι και πιτσιλωτοί». | 

Στις επόμενες εβδομάδες το φοιτητικό κίνημα βγήκε από τις σχολές στους δρόμους, οδηγήθηκε σε ώσμωση με την «άγρια νεολαία» κι ήρθε αντιμέτωπο με μια αμείλικτη κρατική και παρακρατική καταστολή, με τις δολοφονικές επιθέσεις φασιστικών συμμοριών να συμπληρώνουν τις εφόδους των καραμπινιέρων και τις δικαστικές διώξεις.

Η εμπειρία αυτή, σε συνδυασμό με την εχθρική αντιμετώπιση των ΜΜΕ και την καταθλιπτική ομοφωνία του πολιτικού κόσμου, έμελλε να καθορίσει και τους εσωτερικούς συσχετισμούς του κινήματος: η «δημιουργική τάση» του τελευταίου χάνει σταθερά έδαφος προς όφελος των «στρατιωτικών» πρακτικών, οι διαδηλώσεις αποψιλώνονται, προβοκάρονται ή απαγορεύονται και μια μερίδα του πιο αποφασισμένου δυναμικού περνά σταδιακά στην ένοπλη παρανομία.


Μπολόνια 25/9/1977. Ο θεατρικός συγγραφέας Ντάριο Φο μιλά στη «συνάντηση» του κινήματος ενάντια στην καταστολή | 

Χρόνια μετά, ο τότε υπουργός Εσωτερικών Φραντσέσκο Κοσίγκα θ’ αναλύσει στους επιγόνους του τη συνταγή αποδόμησης μιας μαχητικής κοινωνικής αντιπολίτευσης:

«Στην ελάχιστη χειρονομία βίας η αστυνομία αποσύρεται», αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για όσο το δυνατόν αντικοινωνικότερες εκδηλώσεις, για να επιστρέψει αμείλικτη επί δικαίους και αδίκους μόλις η κατάσταση εκτραχυνθεί στον επιθυμητό βαθμό· «μια αποτελεσματική πολιτική επιβολής της τάξης», εξηγεί, «πρέπει να βασίζεται σε ευρεία λαϊκή συναίνεση βασισμένη στον φόβο, φόβο όχι για την αστυνομία αλλά για τους διαδηλωτές» (La Repubblica 8/11/2008).


Η ύστατη μαζική εμφάνιση του κινήματος (Μπολόνια 25/9/1977), με το σουρεαλιστικό ομοίωμα της κρατικής βίας να ανοίγει την πομπή | 

Κύκνειο άσμα του κινήματος του ’77 αποτέλεσε η τριήμερη «συνάντηση ενάντια στην καταστολή» που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο στην Μπολόνια, με συμμετοχή 70.000 νέων και τη δύσθυμη ανοχή του κομμουνιστικού δήμου, δίχως ν’ ανοίξει μύτη.

Για τελευταία φορά οι δρόμοι γέμισαν από ένα πολύχρωμο, αγανακτισμένο αλλά όχι βίαιο πλήθος.

Η επιβολή ενός κράτους έκτακτης ανάγκης θα γίνει τα επόμενα χρόνια το όχημα για την αλλαγή των συσχετισμών σε ολόκληρη την κοινωνία και την αναίρεση των κοινωνικών κατακτήσεων της προηγούμενης περιόδου.

Η αυλαία θα πέσει το φθινόπωρο του 1980, με την ομαδική αλλά στοχευμένη απόλυση 23.000 εργατών της FIAT –αφετηρία μιας γενικευμένης εκκαθάρισης των εργασιακών χώρων από τα μαχητικά κατάλοιπα του θερμού φθινοπώρου.


Η «πορεία των 40.000» στελεχών και υπαλλήλων της FIAT υπέρ της απόλυσης 14.000 συναδέλφων τους, σημείο τομής της εργοδοτικής αντεπίθεσης και ταφόπλακα στον δεκάχρονο «έρποντα ιταλικό Μάη». | 

Αυτοεγκλωβισμένο στη στρατηγική της «εθνικής αλληλεγγύης», το ΙΚΚ στήριξε με την ψήφο του στη Βουλή και τις καμπάνιες του στην κοινωνία την επιβολή μιας δρακόντειας κατασταλτικής νομοθεσίας (με αποκορύφωμα τη χρονική επέκταση της προφυλάκισης δίχως δίκη σε περίπου 12 χρόνια!), ολοκληρώνοντας τη διάρρηξη των σχέσεών του με τις εργατικές πρωτοπορίες και τη νεολαία.

Το τίμημα που κλήθηκε να πληρώσει δεν ήταν μόνο εκλογικό, αλλά και βαθιά πολιτικό.
Διαβάστε

► Νάνι Μπαλεστρίνι, Οι αόρατοι (Αθήνα 2005, εκδ. Βιβλιοπέλαγος, μτφ. Δημήτρης Δεληολάνης, εισαγωγή Αχιλλέας Καλαμάρας). Το κλασικό μυθιστόρημα-σταθμός για το κίνημα του ’77, δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που ξεκινά με το θερμό φθινόπωρο του Τορίνο (Τα θέλουμε όλα, Αθήνα 1989, εκδ. Στοχαστής) κι ολοκληρώνεται μ’ έναν αναστοχασμό πάνω στα πρώτα βήματα των ένοπλων ομάδων (Ο εκδότης, Αθήνα 1991, εκδ. Γνώση). Εξαιρετικά γλαφυρή περιγραφή των πρακτικών της «μαζικής παρανομίας», των εσωτερικών ζυμώσεων και τριβών που το σημάδεψαν, αλλά και της τελικής αποσύνθεσης των πρωτογενών δεσμών αλληλεγγύης που το συνείχαν, κάτω από την αμείλικτη κρατική καταστολή.

► Italy 1977-8. «Living with an Earthquake» (Λονδίνο 1978, εκδ. Red Notes). Συλλογή κειμένων, ενημερωτικού κυρίως χαρακτήρα, σύγχρονη λίγο-πολύ με τα γεγονότα. Εκτενή αφιερώματα στα γεγονότα της άνοιξης του 1977 στην Μπολόνια και τη Ρώμη για το φεμινιστικό κίνημα και την κρίση της Lotta Continua.

► Autonomia. Απόψεις, αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων 1970-1980 (Αθήνα 2010, εκδ. Λέσχη Κατασκόπων 21ου αιώνα). Συλλογή κειμένων από τον ευρύτερο χώρο της Αυτονομίας, αποκαλυπτική του εύρους των δραστηριοτήτων και προβληματισμών του ιταλικού ’77. Το αγγλόγλωσσο πρωτότυπο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1980, όταν η συντριβή του κινήματος επέβαλλε την ανάγκη ενός πρώτου απολογισμού.

► Robert Lumley, States of Emergency. Cultures of Revolt in Italy from 1968 to 1978 (Λονδίνο 1990, εκδ. Verso). Διδακτορική διατριβή για τον έρποντα ιταλικό Μάη και τα πολιτισμικά συμφραζόμενά του. Το 1977 ως ακροτελεύτιο «έτος 9» μιας δεκάχρονης εμπειρίας που παροχετεύτηκε σε κατευθύνσεις τόσο διαφορετικές, όπως το φεμινιστικό κίνημα ή το «ένοπλο κόμμα».

► Tobias Abse, «Judging the PCI» (New Left Review, 153 [9-10/1985], σ.5-40). Εμπεριστατωμένη κριτική παρουσίαση των πολιτικών επιλογών και της στάσης του Κ.Κ. Ιταλίας απέναντι στα κοινωνικά κινήματα της περιόδου.

► Paul Ginsborg, A History of Contemporary Italy. Society and Politics, 1943-1988 (Λονδίνο 1990, εκδ. Penguin). Η μεταπολεμική Ιστορία της Ιταλίας ως αλληλεπίδραση των κοινωνικών διεργασιών και κινημάτων με την κεντρική πολιτική σκηνή. Διαφωτιστικό για τη γενεαλογία και τις συνθήκες που παρήγαγαν την έκρηξη του 1977.
http://www.efsyn.gr/arthro/ta-xehasmena-tanks

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου