Με την Τουρκία στον προθάλαμο της Ευρώπης, θυμηθήκαμε και πάλι τη «σύγκρουση των πολιτισμών». Ομως ο κύριος Χάντιγκτον έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα κι άλλες ιδέες αντιδραστικές.
Κάτι οι διαδοχικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κάτι οι περιπέτειες του τουρκικού αιτήματος για ένταξη στην Ε.Ε., η συζήτηση γύρω από την περίφημη «σύγκρουση των πολιτισμών» δίνει σταθερά τον τόνο στις προσπάθειες ερμηνείας των σύγχρονων πολιτικών εξελίξεων.
Δώδεκα χρόνια μετά το πανηγυρικό λανσάρισμά της από τον καθηγητή Σάμιουελ Χάντιγκτον, η θεωρία ότι ο κόσμος χωρίζεται σε συμπαγή «πολιτισμικά» μπλοκ, προορισμένα είτε να ζουν χωριστά είτε να εμπλακούν σ' έναν αδυσώπητο αγώνα ζωής και θανάτου, αποτελεί πια το λάβαρο της νέας δεξιάς σ' Ανατολή και Δύση. Το γεγονός και μόνο ότι, από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και μετά, κάθε δημόσια συζήτηση για στρατηγικά ζητήματα είναι υποχρεωμένη να τοποθετηθεί -θετικά ή αρνητικά- απέναντι στο συγκεκριμένο σχήμα, αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται να απαλλαγούμε σύντομα από το (οφθαλμοφανώς ρατσιστικό και βαθιά αντιδραστικό) αυτό ιδεολόγημα.
Η θεωρία της «σύγκρουσης πολιτισμών» μπορεί να καταγγελθεί «ηθικά», με βάση μια ανθρωπιστική, αντιρατσιστική και φιλελεύθερη κοσμοθεώρηση. Ακόμη περισσότερο, όμως, αξίζει να μελετηθεί για όσα υποκρύπτει. Την προσπάθεια του δημιουργού και των προωθητών της, να δώσουν ένα «ιδεολογικό» -και κατά πρώτο λόγο θρησκευτικό- επίχρισμα στις σύγχρονες ιμπεριαλιστικές διαμάχες για τον έλεγχο αγορών και πρώτων υλών.
Ο μεγάλος εμπνευστής
Ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με το σχήμα της «σύγκρουσης πολιτισμών» δεν είναι κάποιος τυχαίος πανεπιστημιακός, αλλά ένα ηγετικό στέλεχος του ηγετικού ιδεολογικού επιτελείου των ΗΠΑ. Γεννημένος το 1927, ο Σάμιουελ Χάντιγκτον δεν περιορίστηκε σε καθαρά ακαδημαϊκά καθήκοντα ως καθηγητής πολιτικής επιστήμης του Χάρβαρντ, αλλά συνέβαλε όσο λίγοι στη χάραξη μιας σειράς στρατηγικών επιλογών της επίσημης Ουάσιγκτον - είτε ως προεδρικός συντονιστής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (1977-78) είτε, συχνότερα, ως μέλος επίσημων επιτροπών και ομάδων εργασίας.
Ταυτόχρονα, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαπλοκή του μεγάλου κεφαλαίου με το πανεπιστημιακό κατεστημένο των ΗΠΑ. Υπήρξε ιδρυτής (1989), πρόεδρος (1989-2000) και παραμένει ο ιθύνων νους του «Ιδρύματος Ολιν», μέσω του οποίου ο ομώνυμος κολοσσός της χημικής βιομηχανίας χρηματοδοτεί και οργανώνει τη διάδοση των «σωστών» αναλύσεων στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας και των ΜΜΕ, με καταστατικό σκοπό «την ενίσχυση των οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών θεσμών πάνω στους οποίους στηρίζεται η ατομική πρωτοβουλία».
Για το πολιτικό και ιδεολογικό του στίγμα, το βιογραφικό του είναι κάτι παραπάνω από εύγλωττο:
*Το 1957, με το βιβλίο «Ο στρατιώτης και το κράτος» υποστήριξε τη γενικευμένη υιοθεσία μιλιταριστικών αξιών από τις δυτικές κοινωνίες, ως μόνη απάντηση στον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
*Το 1968, με άρθρο του στο περιοδικό «Foreign Affairs» ανέλαβε να υπερασπίσει τους τυφλούς βομβαρδισμούς και τις αγριότητες εναντίον αμάχων στο Βιετνάμ. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, η συστηματική καταστροφή της βιετναμικής υπαίθρου από τον αμερικανικό στρατό και η βίαιη προσφυγοποίηση του πληθυσμού υπήρξε η δέουσα (και μόνη δυνατή) αντιμετώπιση ενός νικηφόρου, πλειοψηφικού απελευθερωτικού κινήματος: «Αν η άμεση άσκηση μηχανικής και συμβατικής δύναμης λάβει χώρα σε τόσο μαζική κλίμακα, ώστε να παραγάγει μαζική μετανάστευση από την ύπαιθρο προς την πόλη», γράφει, «οι βασικές προϋποθέσεις του μαοϊκού δόγματος του επαναστατικού πολέμου δεν λειτουργούν πλέον. Η μαοϊκής έμπνευσης αγροτική επανάσταση υποσκάπτεται από την επαναστατική αστικοποίηση που πατρονάρουν οι Αμερικανοί». Δεν διστάζει, μάλιστα, να προβλέψει ότι «χωρίς να το έχουν σκεφτεί, οι ΗΠΑ μπορεί να βρήκαν στο Βιετνάμ την απάντηση στους "πολέμους εθνικής απελευθέρωσης"».
*Το 1968 πάλι, με το βιβλίο του «Πολιτική τάξη σε κοινωνίες που αλλάζουν» θεωρητικοποίησε την «ανάγκη» της επιβολής δικτατορικών καθεστώτων στον Τρίτο Κόσμο, ισχυριζόμενος ότι η δημοκρατία αποτελεί όχι μόνο πολυτέλεια αλλά και εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξή τους.
*Η πρότασή του βρήκε ενδιαφέροντες αγοραστές και το 1972 προσελήφθη ως σύμβουλος από τη στρατιωτική χούντα της Βραζιλίας, για να βοηθήσει την ελεγχόμενη «πολιτικοποίησή» της. Προϊόν αυτής της συνεργασίας θα είναι η μελέτη του «Προσεγγίσεις στην πολιτική αποσυμπίεση» (1973). Εκεί, προειδοποιεί τους πελάτες του (και τους μελλοντικούς μιμητές τους) ότι «η χαλάρωση των μηχανισμών ελέγχου από οποιοδήποτε αυταρχικό καθεστώς μπορεί να έχει εκρηκτικά αποτελέσματα, έτσι ώστε η όλη διαδικασία να ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο αυτού που την ξεκίνησε» -και, συνεπώς, ο όποιος «εκδημοκρατισμός» πρέπει ν' αποφύγει κάθε πραγματική παραχώρηση ελευθεριών στα λαϊκά στρώματα. Ως ιδανικά μοντέλα υποδεικνύει το Μεξικό και την Τουρκία.
*Η πολλή δημοκρατία δεν βλάπτει όμως μόνο τους «υπανάπτυκτους». Το 1975, ο Χάντιγκτον είναι ο βασικός συντάκτης της έκθεσης «Η κρίση της δημοκρατίας» που υπογράφεται από την περίφημη «Τριαδική Επιτροπή» (Trilateral Commisssion) -ένα επιτελείο ηγετικών στελεχών των ΗΠΑ, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας, συγκροτημένο το 1973 για τη χάραξη μιας στρατηγικής εξόδου του αναπτυγμένου καπιταλισμού από την κρίση. Συμπέρασμά του, που προκάλεσε σοκ στην τότε κοινή γνώμη, είναι πως η «θεαματική ανανέωση του δημοκρατικού πνεύματος» κατά τη δεκαετία του '60 υπήρξε όχι θετική αλλά αρνητική εξέλιξη -καθώς, μεταξύ άλλων, προκάλεσε «υπερφόρτωση των αιτημάτων που απευθύνονται προς την κυβέρνηση», επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό κι αυξάνοντας τη φορολογία των κυρίαρχων τάξεων.
Το διά ταύτα της έκθεσης αφοπλιστικό: «Η αποτελεσματική λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος προϋποθέτει συνήθως ένα βαθμό απάθειας και μη ανάμειξης εκ μέρους ορισμένων ατόμων και ομάδων. Αυτή καθ' εαυτή, η περιθωριακότητα κάποιων ομάδων είναι εγγενώς αντιδημοκρατική, υπήρξε όμως ένας από τους παράγοντες που επέτρεψαν στη δημοκρατία να λειτουργεί αποτελεσματικά» (σ. 114).
Οσο για την προτεινόμενη μέθοδο επανεπιβολής αυτής της «πολιτικής απάθειας», ο Χάντιγκτον είναι εξίσου σαφής, αναφερόμενος ειδικά στο αντιρατσιστικό κίνημα: «μια εξασθένιση» των μεταρρυθμίσεων υπέρ των εγχρώμων (κατάργηση του σχολικού φυλετικού διαχωρισμού, προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, εκδημοκρατισμός της αστυνόμευσης), προβλέπει, «από κάποιο σημείο και μετά θα συνοδευθεί από μια μείωση της συλλογικής τους συνείδησης και ως εκ τούτου της πολιτικής συμμετοχής τους» (σ. 111). Για να συντριβεί ένα κοινωνικό κίνημα, πρέπει πρώτα να πειστούν τα μέλη του για το μάταιο των διεκδικήσεών τους...
*Το 1988, ως μέλος της «Επιτροπής για μια Μακροπρόθεσμη Συνολική Στρατηγική» του Πενταγώνου (μαζί με τους Κίσινγκερ, Μπρεζίνσκι κ.ά.), εισηγείται το δόγμα της «Επιλεκτικής Αποτροπής», μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους των αμερικανικών σχεδιασμών από την φθίνουσα πλέον αμερικανοσοβιετική διαμάχη στις περιφερειακές κρίσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενόψει των μετέπειτα εξελίξεων, παρουσιάζει η εκτίμηση ότι, «κατά τις προσεχείς δεκαετίες», Ιαπωνία και Κίνα θα εξελιχθούν πιθανότατα σε περιφερειακές υπερδυνάμεις εις βάρος της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ.
*Το 1993, τέλος, λανσάρει τη θεωρία της «Σύγκρουσης των Πολιτισμών» -αρχικά συνοπτικά στην «International Herald Tribune» (8.6.93) και, αμέσως μετά, εκτενέστερα στο περιοδικό «Foreign Affairs». Θα ακολουθήσει, το 1996, η ανάπτυξη της ίδιας θεωρίας σε βιβλίο. Με περισσότερη πραγματολογική σάλτσα, αλλά χωρίς κάποια ουσιαστική εμβάθυνση.
Ο πρωτοπόρος
Ο όρος «σύγκρουση των πολιτισμών» δεν είναι καθόλου καινούριος. Διατυπώθηκε πρώτη φορά πριν από τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες, το 1964, από το συντηρητικότατο βρετανό πανεπιστημιακό Μπέρναρντ Λιούις. Αντικείμενο της ανάλυσής του δεν ήταν κάποιο φονταμενταλιστικό κίνημα, αλλά το (άκρως νεωτερικό) αντιαποικιακό κι αντιμπεριαλιστικό ξέσπασμα των λαών της Μέσης Ανατολής κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Για προφανείς λόγους, η εν λόγω προσέγγιση πέρασε τότε εντελώς απαρατήρητη. Ωσπου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και, το Σεπτέμβριο του 1990, ο Λιούις (καθηγητής του Πρίνστον πια, διάσημος «τουρκολόγος» -γνωστός για την συμβολή του στην αμφισβήτηση της γενοκτονίας των Αρμενίων- και κολλητός των υπερατλαντικών «γερακιών» του Πολ Γούλφοβιτς) ξαναρίχνει την ιδέα στο τραπέζι μ' ένα άρθρο στο «Atlantic Monthly», που τιτλοφορείται «Οι ρίζες της μουσουλμανικής οργής». Κατά το συγγραφέα, που δεν κρύβει τη νοσταλγία του για τις μακρινές εκείνες εποχές, όταν «ο πλούτος, η δύναμη και η επιτυχία δεν θεωρούνταν αμαρτία ή αδίκημα», ο αντιαμερικανισμός κι αντιευρωπαϊσμός των αραβικών μαζών δεν πρέπει επ' ουδενί ν' αποδοθεί στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τις μνήμες της αποικιοκρατίας ή τη στήριξη αντιλαϊκών καθεστώτων από τη Δύση. Αντίθετα, ο Τρίτος Κόσμος οφείλει μάλλον ευγνωμοσύνη στο «δυτικό πολιτισμό» που «αναγνώρισε, κατονόμασε και δοκίμασε, όχι πάντοτε χωρίς επιτυχία, να θεραπεύσει αυτές τις ιστορικές ασθένειες»! Η ρίζα του «κακού» πρέπει αντίθετα να αναζητηθεί στη χιλιόχρονη αντιπαράθεση Χριστιανοσύνης και Ισλάμ, που ξεκίνησε -με μουσουλμανική πρωτοβουλία- τον έβδομο αιώνα και συνεχίζεται ώς τις μέρες μας.
Ενδιαφέρουσα στην προσέγγιση του Λιούις είναι κυρίως η εικόνα του «εχθρού»: ενός Ισλάμ όχι μόνο γεωπολιτικά ενιαίου κι αναλλοίωτου στο πέρασμα του χρόνου, αλλά κυριολεκτικά προσωποποιημένου, το οποίο αντιδρά ως ανθρώπινος οργανισμός, όχι μόνο στην «υπονόμευση της εξουσίας του στην ίδια του τη χώρα» από την «εισβολή ξένων ιδεών και νόμων και τρόπων ζωής, ενίοτε και ξένων ηγεμόνων και εποίκων», αλλά ακόμη και στην «αμφισβήτηση της κυριαρχίας του στο ίδιο του το σπίτι, από χειραφετημένες γυναίκες κι εξεγερμένα παιδιά» - αντίδραση την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας διακριτικά επικροτεί, ως «ξέσπασμα οργής εναντίον αυτών των ξένων, άπιστων κι ακατανόητων δυνάμεων που υπονόμευσαν την κυριαρχία του, αναστάτωσαν την κοινωνία και τελικά παραβίασαν το άσυλο της οικίας του» (σ. 19).
Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι οι επιστημονικές ακροβασίες του εμπνευστή της «σύγκρουσης των πολιτισμών», όταν αποφασίζει να περάσει από την αφηρημένη μακροϊστορία και τα νεοαποικιακά στερεότυπα στην ανάλυση συγκεκριμένων σύγχρονων συγκρούσεων. Η άρνηση του Ισλάμ να δεχθεί «τη διακυβέρνηση πιστών από απίστους», ισχυρίζεται, «μας βοηθά να κατανοήσουμε τρέχουσες φασαρίες σε τόσο διαφορετικά μέρη όπως η αιθιοπική Ερυθραία, το ινδικό Κασμίρ, το κινεζικό Σινκιάνγκ και το γιουγκοσλαβικό Κόσοβο, όπου μουσουλμανική πληθυσμοί διοικούνται από μη μουσουλμανικές κυβερνήσεις» (σ. 23).
Τι κι αν οι αποσχιστικές οργανώσεις των Κοσοβάρων εμπνέονταν από τον εθνικισμό της Αλβανίας του Χότζα, διεκδικώντας την ένωσή τους μ? ένα κράτος όπου κάθε θρησκεία ήταν επισήμως απαγορευμένη; Τι κι αν το (σοσιαλιστικών προδιαγραφών) αντάρτικο της «μουσουλμανικής» Ερυθραίας ήταν σαφώς εκσυγχρονιστικότερο (και «δυτικότερο») από το καθεστώς και την κοινωνία της «χριστιανικής» Αιθιοπίας; Η μόνη εξαίρεση που ο Μπέρναρντ Λιούις επιφύλαξε στο σχήμα του των αέναων θρησκευτικών πολέμων, αφορούσε την (γεωπολιτικά συμπαθή) περίπτωση των εθνικιστών του (ακόμη σοβιετικού) Αζερμπαϊτζάν: «Το Ισλάμ είναι εμφανώς ένα σημαντικό και δυνητικά αυξανόμενο στοιχείο της αζέρικης ταυτότητας», αναγνωρίζει, όμως «το κίνημα των Αζερμπαϊτζανών έχει περισσότερα κοινά με το φιλελεύθερο πατριωτισμό της Ευρώπης παρά με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό» (σ. 23). Προφανώς, τα πετρέλαια της Κασπίας και οι διασυνδέσεις της Αγκυρας είχαν την ικανότητα να μετατρέπουν τους μουσουλμάνους Αζέρους σε θρησκευτικά άχρωμους οπαδούς του Ανταμ Σμιθ...
Παρά τα κραυγαλέα προβλήματά της, η παρέμβαση του βρετανού καθηγητή αυτή τη φορά έπιασε τόπο. Το διαπιστώνουμε ξεφυλλίζοντας το διεθνή (αλλά και τον ελληνικό) τύπο των ημερών, όπου η πρόσφατη (τότε) εισβολή του Σαντάμ στο Κουβέιτ ερμηνεύεται συχνά όχι ως εκδήλωση ενός τυπικού κρατικού εθνικισμού αλλά σαν έκφανση της «ισλαμικής αναβίωσης». Το έδαφος για την πανηγυρική έλευση του επίσημου προφήτη είχε πια επαρκώς καλλιεργηθεί και ο Χάντιγκτον μπορούσε να πάρει τη σκυτάλη.
Το «Ισλαμο-Κομφουκιανό» Τόξο
Τι ακριβώς κηρύσσει, ο Χάντιγκτον; Η βάση της συλλογιστικής του, όπως αναπτύσσεται ήδη από την πρώτη σελίδα του άρθρου του στο «Foreign Affairs», έχει γίνει παγκοσμίως διάσημη:
«Η θεμελιώδης πηγή συγκρούσεων σ' αυτό τον καινούριο (δηλ. τον μεταψυχροπολεμικό) κόσμο δεν θα είναι πρωταρχικά ούτε ιδεολογική ούτε οικονομική. Οι μεγάλοι διαχωρισμοί στο εσωτερικό της ανθρωπότητας και η κυρίαρχη πηγή συγκρούσεων θα είναι πολιτισμικοί. Τα εθνικά κράτη θα παραμείνουν οι ισχυρότεροι παίκτες στις διεθνείς υποθέσεις, οι κυριότερες όμως συγκρούσεις στην παγκόσμια πολιτική θα προκύψουν ανάμεσα σε έθνη και ομάδες διαφορετικών πολιτισμών. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πολιτισμών θα είναι τα πολεμικά μέτωπα του μέλλοντος» (σ. 22).
Σε ποια βάση συγκροτούνται αυτοί οι διαφορετικοί «πολιτισμοί» που θ' αποτελέσουν στο εξής τα κεντρικά συλλογικά υποκείμενα της διεθνούς πολιτικής; Μην περιμένετε καμιά βαθυστόχαστη ή καινοτόμο ανάλυση. Ο καθηγητής του Χάρβαρντ απλώς αντιγράφει τον (άκρως παραδοσιακό) ορισμό του έθνους: «Οι πολιτισμοί διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά την ιστορία, τη γλώσσα, την παράδοση και -το κυριότερο- τη θρησκεία» (σ. 25).
Ακολουθεί (ή μάλλον προηγείται) η απαρίθμηση των «επτά ή οκτώ» τέτοιων «πολιτισμών», στους οποίους κατανέμεται η ανθρωπότητα: «Δυτικός, Κομφουκιανός, Ιαπωνικός, Ισλαμικός, Σλάβο-ορθόδοξος, Λατινοαμερικανικός κι ενδεχομένως Αφρικανικός» (σ. 25). Το 1996 θα θυμηθεί έναν ακόμα, τον «Βουδιστικό», ενώ ο «Κομφουκιανός» μετονομάζεται σε «Σινικό» (σ. 30-1).
Μια επιφανειακή ανάγνωση των κειμένων του Χάντιγκτον μπορεί να αφήσει την εντύπωση μιας προχειρογραμμένης κι όχι ιδιαίτερα διεισδυτικής ανάλυσης, που ξεχειλίζει από χοντροκομμένες ανακρίβειες. Πόσο σοβαρά μπορεί λ.χ. να πάρει κανείς τον ισχυρισμό ότι «η Δύση αρχίζει να αναπτύσσει την ιδέα του κράτους δικαίου» ήδη από τον 4ο αι. μ.Χ. («Ε» 12.6.98) ή ότι η μεσαιωνική φεουδαρχία δεν ήταν παρά το πρόπλασμα της σημερινής «κοινωνίας των πολιτών» (1996, σ. 93); Για να αφήσουμε κατά μέρος την ανακάλυψη ότι η Ελλάδα του Μητσοτάκη και του Σημίτη «μπορεί να θεωρηθεί εξίσου σύμμαχος της Ρωσίας όσο και του ΝΑΤΟ»...
Λίγους μήνες πριν από τον πρώτο και μοναδικό πόλεμο που διεξήγαγε μέχρι σήμερα η Συμμαχία, ο Χάντιγκτον αποφαινόταν τελεσίδικα ότι «το ΝΑΤΟ δεν παίζει κανένα ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο» («Ε» 12.6.98). Μία δεκαετία μετά, μόνο χαμόγελα προκαλεί η εμμονή του να αναγορεύει σε εκπρόσωπο της «ισλαμικής επιθετικότητας» το συνταγματάρχη Καντάφι, ενώ ανεξήγητη παραμένει η ταξινόμηση του Βιετνάμ στο «σινικό» πολιτισμό κι όχι στο «βουδιστικό», όπως θα περίμενε κανείς με βάση την εκεί επικρατούσα θρησκεία (1996, σ. 30-1). Δύσκολα, τέλος, μπορούμε να πειστούμε για το «πολιτισμικό» υπόβαθρο που ο συγγραφέας διακρίνει στις εμπορικές διαμάχες ΗΠΑ-Ιαπωνίας (1996, σ. 307-9).
Αυτά όσον αφορά την πραγματολογική τεκμηρίωση της «Σύγκρουσης Πολιτισμών». Εντελώς διαφορετική είναι όμως η εικόνα που προκύπτει, αν στο όλο πόνημα δούμε όχι την ανάλυση αλλά την προσπάθεια ιδεολογικής νομιμοποίησης των (υλικότατων και κάθε άλλο παρά «πολιτισμικών») αντιθέσεων που διαπερνούν το σύγχρονο κόσμο.
Οταν ο Χάντιγκτον αποφαίνεται λ.χ. πως «το Ισλάμ έχει ματωμένα σύνορα» (1993, σ. 35), ξεχνώντας σταυροφορίες κι αποικιακές εξορμήσεις, απλώς εκσυγχρονίζει το παλιό καλό φόβητρο της «ερυθράς τρομοκρατίας», εναρμονίζοντάς το με την εποχή των πολέμων για τον έλεγχο των πετρελαϊκών αποθεμάτων.
Εκεί που αυτή η ιδεολογική λειτουργία καθίσταται εξαιρετικά σαφής, είναι όταν ο θεωρητικός της «σύγκρουσης των πολιτισμών» επιχειρεί να σκιαγραφήσει τα κεντρικά μέτωπα του μέλλοντος: από τη μια η «Δύση», συνεπικουρούμενη ενδεχομένως από Λατινοαμερικανούς ή/και «Σλαβο-ορθόδοξους», από την άλλη η «Ισλαμο-Κομφουκιανή Σύζευξη» (1993, σ. 45). Μην μπείτε στο μάταιο κόπο ν' αναζητήσετε κοινά σημεία στις κοσμοθεωρίες Ισλάμ και Κομφουκιανισμού -παρόλο που, σύμφωνα με τον Χάντιγκτον, η πολιτισμική εγγύτητα είναι αυτή που καθορίζει τις συμμαχίες κι αντιπαραθέσεις της νέας εποχής. Το απειλητικό διαπολιτισμικό «τόξο» που επικαλείται ο συγγραφέας δεν είναι παρά η μεταμφίεση μιας ενδεχόμενης συμμαχίας ανάμεσα στον (διψασμένο για πετρέλαιο) ανερχόμενο κινέζικο καπιταλισμό και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μ. Ανατολής, εις βάρος της σημερινής μονομερούς κυριαρχίας των ΗΠΑ στην περιοχή.
Παρά τις αντιμουσουλμανικές κορόνες του, το βιβλίο του Χάντιγκτον αφήνει άλλωστε σαφώς να διαφανεί ότι θεωρεί την Κίνα -«έναν πολιτισμό που παριστάνει το κράτος» (σ. 24)- ως τον κατεξοχήν μελλοντικό αντίπαλο. Χαρακτηριστική η προβολή (και υιοθέτηση) της εκτίμησης ανώνυμων «αναλυτών» ότι η Κίνα πρόκειται ν' αναδειχθεί σε «νέα Γερμανία» (σ. 319), κι ακόμη πιο αποκαλυπτική η εξέταση δύο εναλλακτικών σεναρίων για την ανάσχεσή της: Το πρώτο προβλέπει τον εφοδιασμό της Ιαπωνίας με πυρηνικά όπλα (σ. 326 & 331-3), το δεύτερο τη μετατροπή της Ινδονησίας και του Βιετνάμ σε αντικινεζικά αναχώματα (σ. 329-31). Και στις δύο περιπτώσεις, το ιδεολόγημα των «πολιτισμικών» διαχωριστικών γραμμών πάει περίπατο... Ενα δεύτερο πολιτικό πρόταγμα του Χάντιγκτον είναι η αναδίπλωση στις παραδοσιακές αξίες, το κλείσιμο των συνόρων και η επιστροφή στην κουλτούρα της «πατρίδας εν πολιορκία» - έστω κι αν αυτή η τελευταία δεν στεγάζει πια όχι το «έθνος» αλλά τον «πολιτισμό».
Εδώ, ο συγγραφέας συνοψίζει όλη την παλιότερη διαδρομή του: λατρεία του μιλιταρισμού, θεοποίηση της «τάξης», ρατσισμός κι απέχθεια για τη δημοκρατία. Ξεφυλλίζοντας τη «Σύγκρουση των Πολιτισμών», δεν μπορεί κανείς παρά να εντυπωσιαστεί με τον οφθαλμοφανή ενθουσιασμό του για τα ευρωπαϊκά νεοφασιστικά, ξενόφοβα και ρατσιστικά κινήματα.
Ο «εχθρός» που παρελαύνει στο τελευταίο του βιβλίο («Ποιοι είμαστε;», 2004) δεν είναι, άλλωστε, οι μακρινοί «σχιστομάτηδες» ή οι τρομοκράτες της Αλ Κάιντα, αλλά οι ταλαίπωροι μεξικανοί μετανάστες της διπλανής πόρτας, που απειλούν με μπαστάρδεμα την καθαγιασμένη «πολιτιστική ταυτότητα» της λευκής Αμερικής...
Ο Χάντιγκτον και τα βελανίδια
Η ανακάλυψη από τον Χάντιγκτον της «σύγκρουσης των πολιτισμών», το μακρινό εκείνο καλοκαίρι του 1993, προκάλεσε πραγματικό σοκ στην ελληνική κοινή γνώμη. Η τελευταία ήταν βέβαια από καιρό ζυμωμένη στην ιδέα μιας αντιμουσουλμανικής σταυροφορίας: ήδη από το φθινόπωρο του 1990, η εικόνα ενός «μουσουλμανικού τόξου» (που κατά περίπτωση περιλαμβάνει και κάποιους ορθόδοξους γείτονές μας, αλλά όχι τους μουσουλμάνους κούρδους «αδελφούς μας») κυριαρχεί στις γεωπολιτικές αναλύσεις του αθηναϊκού τύπου. Αυτό που κανείς δεν περίμενε, ωστόσο, ήταν ότι η ρατσιστική προσέγγιση του συγγραφέα θα έφτανε μέχρι του σημείου να εξοβελίσει την Ελλάδα από το «δυτικό πολιτισμό», εντάσσοντάς την σε ένα ενιαίο «σλαβο-ορθόδοξο» μπλοκ με τους ηττημένους του ψυχρού πολέμου.
Οι αντιδράσεις των φιλοδυτικών εκσυγχρονιστών ήταν, φυσικά, λίγο πολύ αναμενόμενες: απόρριψη του όλου σχήματος, με τονισμό των ανακριβειών, υπερβολών κι αυθαιρεσιών που χαρακτηρίζουν τον τεμαχισμό του σύγχρονου κόσμου σε συμπαγείς κι αντιπαρατιθέμενους «πολιτισμούς».
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, ωστόσο, οι αντιδράσεις των συμπατριωτών μας εκείνων που ασπάζονται ενθουσιωδώς την ιδέα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» και εκ των πραγμάτων καλούνται να τοποθετηθούν ως προς τη μεταχείριση που ο δημιουργός της επιφύλαξε στο ελληνικό έθνος.
Μια μερίδα εθνικιστών έσπευσε να καταγγείλει τον Χάντιγκτον, διαμαρτυρόμενη που κοτζάμ καθηγητής δεν αναγνωρίζει τον ιστορικό μας ρόλο ως προστατών της Ευρώπης από την ασιατική βαρβαρότητα:
«Ο -σεβαστός κατά τα άλλα- διανοούμενος», διαβάζουμε σ' ένα τυπικό ανώνυμο δημοσίευμα της καρατζαφερικής «Α1» (22.6.02), «δεν τρέφει καμία εκτίμηση για την πανανθρώπινη και οικουμενική αξία του Ελληνισμού. Για τον κύριο καθηγητή η Ελλάς ποτέ δεν στάθηκε εμπόδιο στην πρώτη προσπάθεια επιβολής της Ασίας στην Ευρώπη. Δεν υπήρξε ναυμαχία της Σαλαμίνας, μάχη των Θερμοπυλών ή του Μαραθώνα. Αποσιωπούνται προκλητικά από τον εκ Χάρβαρντ ορμώμενο οκτακόσια χρόνια αντιστάσεως της Ελληνορθοδόξου Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εναντίον του φανατισμένου και μισαλλόδοξου Ισλάμ των Αράβων και των Τουρκομογγόλων».
Παρά την εθνική ταπείνωση, πάντως, μάλλον μικρό είναι το κακό: «Ο ζωντανός οργανισμός που λέγεται Ιστορία έχει διδάξει, έχει αποδείξει περίτρανα ότι ο Ελληνας είναι ακατάλυτος. Είναι εφοδιασμένος με το γονίδιο εκείνο του πολιτισμού που είναι κυριολεκτικά αναφαίρετο. Θα σβύσει μόνο όταν εξαφανισθεί και ο τελευταίος του Γένους. Εφόσον γεννήσαμε μια φορά πολιτισμό μπορούμε να το κάνουμε και μια και δυο και δέκα φορές κύριε Χάντινγκτον».
Σ' εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος θα κινηθούν οι νεορθόδοξοι και λοιποί λάτρεις της καθ' ημάς Ανατολής. «Θα έλεγα ότι η πρόταση του Χάντιγκτον έχει κάτι το ιδιοφυές», εξηγεί χαρακτηριστικά ο Χρήστος Γιανναράς σε συνέδριο που οργανώθηκε το 1997 γι' αυτό το θέμα. «Εμείς οι Ελληνες, οι σημερινοί, θα έπρεπε να είμαστε βαθύτατα ευγνώμονες στον Χάντιγκτον. Διανοείσθε την έκπληξη της ελληνικής προοδευτικής διανόησης, εννοώ αυτής που αρχίζει από τον Κοραή και κυριαρχεί μέχρι σήμερα στη δημόσια ζωή μας, όταν εμφανίζεται κάποιος τόσο διάσημος και με τέτοια εμβέλεια λόγου να πει ότι το χαρακτηριστικό μας στοιχείο είναι η ορθοδοξία και αυτή ως πολιτιστικό στοιχείο καθορίζει την πολιτική μας θέση και τη θέση μας στο διεθνή χώρο!» («Η σύγκρουση Ανατολής-Δύσης και η πρόκληση Χάντινγκτον», σ. 165 και 166).
Κι ο Κώστας Ζουράρις συμπληρώνει, στο ίδιο πάντα συνέδριο: «Το γεγονός πως πρέπει να μας διώξουν από το ΝΑΤΟ και εμάς και την Τουρκία, γιατί η Ελλάδα δεν μετέχει του δυτικού (πολιτισμού), εγώ τα γράφω πριν από 30 χρόνια. Συμφωνώ πλήρως με τον Χάντιγκτον. Μόνο οι καθηγητές των ενθάδε πανεπιστημίων δεν τα ξέρουν αυτά. Ενας σοβαρός άνθρωπος όπως ο Χάντιγκτον το ξέρει πάρα πολύ καλά, είναι ολοφάνερο. Δεν έχουμε καμιά σχέση με τη Δύση» (όπ.π., σ. 161-2).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Samuel Ρ. Huntington
«The Clash of Civilizations?» (περ. Foreign Affairs, Summer 1993).
Το αρχικό κείμενο του Χάντιγκτον περί «σύγκρουσης πολιτισμών».
Samuel Ρ. Huntington
κ.ά., «Η σύγκρουση Ανατολής-Δύσης και η πρόκληση Χάντινγκτον» (Αθήνα 2001, «Εναλλακτικές Εκδόσεις»).
Ελληνική μετάφραση του παραπάνω κειμένου και ενθουσιώδης υποδοχή του από τους Χρήστο Γιανναρά, Κώστα Ζουράρι, Γιώργο Καραμπελιά κ.ά.
Σάμιουελ Π. Χάντιγκτον
«Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης» (Αθήνα 1998, εκδ. «Terzo Books»).
Μεταγενέστερη εκδοχή του ίδιου σεναρίου, εμπλουτισμένη με πραγματολογικό υλικό και σχόλια που καθιστούν ακόμη σαφέστερη τη βαθιά αντιδραστική κοσμοαντίληψη του δημιουργού του.
Samuel Ρ. Huntington
«Ποιοι είμαστε; Η αμερικανική ταυτότητα στην εποχή μας» (Αθήνα 2005, εκδ. «Α.Α. Λιβάνη»).
Το τελευταίο πόνημα του Χάντιγκτον, με τους μεξικανούς μετανάστες (λαθραίους και νόμιμους) στο ρόλο του υπ' αριθμόν ένα «εθνικού κινδύνου» για τη λευκή Αμερική.
Noam Chomsky
«Guerre en Asie» (Παρίσι 1971, εκδ. «Hachette»).
Ανάλυση της αμερικανικής επέμβασης στην Ινδοκίνα από τον γνωστό αιρετικό διανοούμενο. Ειδικό κεφάλαιο για τις θεωρητικές επεξεργασίες του Χάντιγκτον, για καταστολή της «μαοϊκής αγροτικής επανάστασης» των Βιετκόγκ διά της «επαναστατικής αστικοποίησης» (δηλ. της βίαιης προσφυγοποίησης) των βιετναμέζων χωρικών.
Susan George
«Comment la pensee devint unique» («Le Monde Diplomatique» 8.1996).
Η χρηματοδότηση των αμερικανικών ΑΕΙ από το Ιδρυμα Ολιν, κοινή οικονομική βάση των θεωριών τόσο του «Τέλους της Ιστορίας» όσο και της «Σύγκρουσης των Πολιτισμών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου