Το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών έγινε αποδέκτης της καταγγελίας Σύρου πρόσφυγα που απελάθηκε παράτυπα με την οικογένεια του στην Τουρκία. Η καταγγελία συμπίπτει ως προς το χρόνο και τον τόπο σύλληψης με άλλες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες (βλ. καταγγελίες ΕΕΔΑ 29/5 και 6/6/2017) και έρχεται να προστεθεί σε αυτές, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη στον Έβρο ενός παράλληλου συστήματος κράτησης και απέλασης, εκτός νόμου και εκτός δικαίου.
Αναφέρονται συλλήψεις και κράτηση χωρίς τις νόμιμες διαδικασίες καταγραφής, χρησιμοποίηση ειδικού χώρου για την κράτηση των προς “επαναπροώθηση” προσφύγων στην περιοχή του Διδυμότειχου, συνεργασία αστυνομικών με ειδική ένοπλη “ομάδα απελάσεων” με κουκούλες και χωρίς διακριτικά, συστηματική καταστροφή στοιχείων αποδεικτικών της παραμονής των προσφύγων στην Ελλάδα, καθώς επίσης και πρακτικών τρομοκράτησης, άσκησης βίας και έκθεσης σε κίνδυνο των προς “επαναπροώθηση” προσφύγων.
Αναφέρονται συλλήψεις και κράτηση χωρίς τις νόμιμες διαδικασίες καταγραφής, χρησιμοποίηση ειδικού χώρου για την κράτηση των προς “επαναπροώθηση” προσφύγων στην περιοχή του Διδυμότειχου, συνεργασία αστυνομικών με ειδική ένοπλη “ομάδα απελάσεων” με κουκούλες και χωρίς διακριτικά, συστηματική καταστροφή στοιχείων αποδεικτικών της παραμονής των προσφύγων στην Ελλάδα, καθώς επίσης και πρακτικών τρομοκράτησης, άσκησης βίας και έκθεσης σε κίνδυνο των προς “επαναπροώθηση” προσφύγων.
Tο πρωί της Παρασκευής 26 Μαΐου 2017 ο Ι.Α., αναγνωρισμένος πρόσφυγας στη Γερμανία, απευθύνθηκε τηλεφωνικά στο Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών ενημερώνοντάς μας για τη σύλληψη της οικογένειάς του (η σύζυγος και 4 παιδιά, ηλικίας από 3 έως 10 χρονών), και της πενταμελούς οικογένειας του κουνιάδου του Μ.Σ. στο Διδυμότειχο. Ο Ι.Α. ζήτησε να επικοινωνήσουμε με την αστυνομία, γνωστοποιώντας στις αρχές την πρόθεση των 2 οικογενειών να υποβάλουν αίτημα ασύλου στην Ελλάδα ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία οικογενειακής επανένωσης. Μέλος του Δικτύου επικοινώνησε άμεσα με την Αστυνομική Διεύθυνση Διδυμότειχου, από όπου τον παρέπεμψαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Ορεστιάδας και τον Υπασπιστή κ. Πιτίδη. Στις 15:22 στάλθηκε φαξ από το Δίκτυο στην Δ.Α. Ορεστιάδας με τα πλήρη στοιχεία των κρατούμενων, ώστε να γίνει αναζήτηση στο αρχείο συλληφθέντων. Την επόμενη, Σάββατο 27 Μαΐου, στις 11.00 ο Υπασπιστής μας ενημέρωσε ότι δεν έχει καταγραφεί σύλληψη με τα στοιχεία κανενός από τους αναφερόμενους. Λίγο αργότερα μας έγινε γνωστό από τον Ι.Α. ότι οι 2 οικογένειες είχαν ήδη επαναπροωθηθεί παράνομα στην Τουρκία.
Η παρακάτω μαρτυρία ανήκει στον Μ.Σ., ο οποίος μετά την επαναπροώθηση της οικογένειάς του διαμένει στην Τουρκία. Επίσης, στη διάθεσή μας βρίσκονται γραπτά και ηχητικά μηνύματα καθώς και φωτογραφίες που αντάλλαξαν πριν από τη σύλληψη με τον Ι.Α. και τα οποία πιστοποιούν ότι οι δύο οικογένειες βρίσκονταν κατά τη σύλληψή τους στην πόλη του Διδυμότειχου. Σύμφωνα με τον Μ.Σ., οι δύο οικογένειες, συνολικά δέκα άτομα, πέρασαν σε ελληνικό έδαφος από το ποτάμι του Έβρου τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής 26/5/2017. Κινήθηκαν πεζή προς το Διδυμότειχο όπου έφτασαν τα ξημερώματα. Παρέμειναν για μερικές ώρες στην πίσω αυλή ενός ξενοδοχείου και μετά τις 8.00 κατευθύνθηκαν όλοι μαζί προς το σταθμό υπεραστικών λεωφορείων. Στη διαδρομή ο Μ.Σ. ενημέρωσε τον Ι.Α. με ηχογραφημένο μήνυμα ότι έγιναν αντιληπτοί από αστυνομικούς. Αμέσως μετά διακόπηκε κάθε επικοινωνία και όλα τα κινητά απενεργοποιήθηκαν. Ο Ι.Α. θα λάβει νέα τους μόνο το πρωί της επόμενης ημέρας, όταν είχαν ήδη επαναπροωθηθεί στην Τουρκία.
Σχετικά με τον αστυνομικό έλεγχο ο Μ.Σ. αναφέρει ότι η πρώτη εντολή των αστυνομικών ήταν να κλείσουν όλα τα κινητά τηλέφωνα και να αφαιρεθούν οι μπαταρίες. Παρότι οι πρόσφυγες δήλωσαν αμέσως ότι επιθυμούν να υποβάλουν αίτημα ασύλου δεν έλαβαν συγκεκριμένη απάντηση. Στη συνέχεια τους επιβίβασαν σε οχήματα της αστυνομίας και τους οδήγησαν σε έναν χώρο κράτησης εντός της πόλης, σε απόσταση 10 λεπτών οδήγησης από το σημείο της σύλληψης. Ο Μ.Σ. δεν πρόσεξε κάποια επιγραφή, σημαία ή εξωτερική φύλαξη που να παραπέμπει σε αστυνομικό τμήμα. Το κτήριο ήταν παλιό αλλά είχε ανακαινιστεί και χωριστεί σε θαλάμους (σε μια επιγραφή ο Μ.Σ. διάβασε έτος 2013). Εντός του βρίσκονταν κατά την εκτίμησή του περίπου 200 άτομα από διαφορετικές εθνικότητες, ανάμεσά τους πολλές οικογένειες με μικρά παιδιά και έγκυες γυναίκες, και φυλάσσονταν από άντρες και γυναίκες αστυνομικούς. Κατά τις επόμενες ώρες στο χώρο μεταφέρθηκαν και άλλοι κρατούμενοι, χωρίς ωστόσο να αποχωρήσει κανένας από εκεί. Ολόκληρη την ημέρα δεν τους προσφέρθηκε γεύμα, παρά μόνον κάποια στιγμή οι αστυνομικοί πήραν παραγγελίες για σάντουιτς προς 2.50 ευρώ το ένα. Ανάμεσα στους κρατούμενους επικρατούσε έντονη ανησυχία και φήμες ότι θα επαναπροωθηθούν στην Τουρκία.
Στο κρατητήριο έμειναν περίπου 11-12 ώρες. Όταν είχε βραδιάσει αστυνομικοί τους διέταξαν να βγουν έξω μαζί με άλλους, συνολικά μια ομάδα 60 με 70 ατόμων. Στο προαύλιο περίμενε ένα φορτηγό πράσινου χρώματος χωρίς διακριτικά. Υποχρεώθηκαν να επιβιβαστούν και όσοι αντέδρασαν επιβιβάστηκαν με τη βία. Χαρακτηριστικά ο Μ. ανέφερε τη βίαιη αντιμετώπιση μιας εγκύου γυναίκας που καθυστερούσε, καθώς και μερικών ατόμων που διαμαρτύρονταν φωνάζοντας και βγάζοντας τα ρούχα τους. Στο φορτηγό, που ήταν κλειστού τύπου και διέθετε τρύπες για τον εξαερισμό, ταξίδεψαν καθιστοί στο πάτωμα και ορισμένοι όρθιοι. Μετά από λίγα λεπτά οδήγησης το φορτηγό σταμάτησε για 10 λεπτά σε έναν χώρο, χωρίς οι πρόσφυγες να αποβιβαστούν, που από όσα ο Μ. κατάφερε να διακρίνει του θύμισε στρατόπεδο. Στη συνέχεια, έπειτα από διαδρομή περίπου μιας ώρας, έφτασαν στον Έβρο όπου τους αποβίβασαν. Στο ποτάμι ανέμενε ήδη μια ομάδα ανδρών με στολές παραλλαγής, ιδιαίτερα σωματώδεις, με όπλο στη ζώνη και με κουκούλες που απέκρυπταν πλήρως τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Στην κοίτη υπήρχε μια φουσκωτή βάρκα μεσαίου μεγέθους. Οι ένστολοι παρέταξαν τους πρόσφυγες σε δυάδες και πήραν διαφορετικές θέσεις: ένας έμεινε πίσω για να ελέγχει το χώρο, ένας επόπτευε με κυάλια την απέναντι κοίτη και οι υπόλοιποι παρέμειναν γύρω από την ομάδα των προσφύγων. Όπως σε όλη τη διαδρομή, οι αστυνομικοί δεν μιλούσαν, παρά μόνο διέταζαν ησυχία. Το κλίμα τρομοκράτησης εντάθηκε μετά την αποβίβαση, με τους μασκοφόρους να απειλούν ότι θα πυροβολήσουν όποιον ανάψει τσιγάρο, φωνάξει ή αποπειραθεί να φύγει. Ένας άντρας μάζεψε όλα τα έγγραφα και κινητά τηλέφωνα των προσφύγων και τα κατέστρεψε πετώντας τα στο νερό. Χώρισαν την πρώτη ομάδα 15 ατόμων και δυο ένστολοι επιβιβάστηκαν μαζί τους στη βάρκα. Με αυτό τον τρόπο, και με διαδοχικές διαδρομές, μετέφεραν ολόκληρη την ομάδα στην τουρκική πλευρά. Η ομάδα των προσφύγων άρχισε να περπατά προς την ενδοχώρα και συνελήφθη από την τουρκική αστυνομία 2 ώρες αργότερα.
Το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών ζητά την άμεση διερεύνηση της υπόθεσης και την απόδοση των ευθυνών στους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς των παράνομων και εγκληματικών αυτών πρακτικών. Απαιτεί να σταματήσουν αμέσως οι επαναπροωθήσεις στον Έβρο και όπου αλλού, να δοθεί τέλος στην αυθαιρεσία και τις πολιτικές εξαίρεσης των δικαιωμάτων των προσφύγων. Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου