Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Η ενεργειακή διπλωματία της Ρωσίας στην Μέση Ανατολή Πώς το Κρεμλίνο ενίσχυσε την θέση του στην περιοχή

Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισαν τον Μάρτιο του 2014 να επιβάλουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας μετά την κρίση στην Ουκρανία, προσπάθησαν να στοχεύσουν σε μια κεντρική εξάρτηση της ρωσικής γεωπολιτικής επιρροής: Στον τομέα της ενέργειας. 
Μέρος του κτυπήματος των κυρώσεων προήλθε με το να γίνουν πιο περίπλοκες οι ρωσικές συμφωνίες χρηματοδότησης ενεργειακών έργων και με το να αυξηθούν τα επίπεδα ρίσκου που συνδέονται με το ρωσικό χρέος. Σε απάντηση, το Κρεμλίνο επιχείρησε να δημιουργήσει νέα κανάλια ενεργειακής χρηματοδότησης και εξαγωγικές αγορές. Η πρώτη της τάση ήταν να στραφεί στους ταχύτατα αναπτυσσόμενους καταναλωτές ενέργειας στην Ασία, με ιδιαίτερη έμφαση στην Κίνα. Εκτός από την διαπραγμάτευση της συμφωνίας του Μαΐου 2014 της ρωσικής εταιρείας Gazprom για την προμήθεια έως 38 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου στην China National Petroleum Corporation για 30 χρόνια, η Κίνα έγινε πηγή δανείων για έργα πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) που στοχεύουν στην αγορά της.


Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, καλωσορίζει τον αναπληρωτή διάδοχο και υπουργό Εθνικής Αμύνης της Σαουδικής Αραβίας, Mohammed bin Salman, σε συνάντηση στο Κρεμλίνο, τον Μάιο του 2017. PAVEL GOLOVKIN / REUTERS
-------------------------------------------------------------------------

Ωστόσο, η πρόοδος της ανατολικής στρατηγικής αερίου της Ρωσίας έκτοτε ήταν αργή, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης της Κίνας και της ικανότητάς της να εκμεταλλευτεί την ισχυρή διαπραγματευτική θέση της σε σχέση με την Ρωσία, της οποίας οι μονάδες υδρογονανθράκων στην ανατολή είναι παραμελημένες λόγω της έλλειψης διαθέσιμων αγορών. Ως αποτέλεσμα, το Κρεμλίνο έστρεψε την στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής του σε μια παλαιά σοβιετική πηγή γεωπολιτικής επιρροής -την Μέση Ανατολή. Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να εγκαταλείψουν τον ρόλο τους ως επικεφαλής περιφερειακός εγγυητής κατά την διάρκεια της δεύτερης προεδρικής θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, όπως αποδεικνύεται από μια σειρά αντιστροφών στην Συρία και την απόφαση να υποστηριχθεί έμμεσα μια περιφερειακή εξισορρόπηση ισχύος μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν μετά την άρση των πυρηνικών κυρώσεων το 2016, επέτρεψε στο Κρεμλίνο να διεκδικήσει συμμετοχή στα καυτά σημεία σύγκρουσης στην Μέση Ανατολή, καθώς και να εισαγάγει τον ενεργειακό της τομέα στην καρδιά των αγορών πετρελαίου και φυσικού αερίου της περιοχής.

ΕΝΑ ΚΥΜΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ

Η ανατροπή της συμφωνίας του Μαΐου του 2017 μεταξύ των χωρών του ΟΠΕΚ και των χωρών εκτός ΟΠΕΚ για τον περιορισμό της παραγωγής σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των τιμών του πετρελαίου οδήγησε την Ρωσία, ως τον μεγαλύτερο παραγωγό εκτός ΟΠΕΚ, να έρθει κοντά με την Σαουδική Αραβία ως τον κυρίαρχο εξαγωγέα πετρελαίου του ΟΠΕΚ. Και οι δύο χώρες χρειάζονται η τιμή του πετρελαίου να ξεπεράσει τα 50 δολάρια το βαρέλι, με την Ρωσία να επιθυμεί να υποστηρίξει τον προϋπολογισμό της πριν από τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 2018 και την Σαουδική Αραβία [να θέλει] απελπισμένα να χρηματοδοτήσει έναν δαπανηρό πόλεμο στην Υεμένη, να διατηρήσει τις κοινωνικές πρόνοιες για να αποφύγει εσωτερική αναταραχή και να υποστηρίξει την προγραμματισμένη αρχική δημόσια προσφορά της σημαντικότερης εταιρείας της, της Saudi Aramco. (Πράγματι, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Saudi Aramco στην υπέρβαση των εμποδίων γύρω από την μερική ιδιωτικοποίησή της θα μπορούσαν να αποτελέσουν βασικό μελλοντικό στόχο για τις εταιρείες της Ρωσίας).

Οι δύο μεγαλύτεροι εξαγωγείς πετρελαίου παγκοσμίως έχουν έρθει ιδιαίτερα κοντά από τον Νοέμβριο του 2016, όταν η Ρωσία αποφάσισε να μειώσει την παραγωγή κατά 300.000 βαρέλια ημερησίως -ουσιαστικά το ήμισυ της συνολικής μείωσης της προσφοράς από τον ΟΠΕΚ. Η Σαουδική Αραβία δήλωσε την επιθυμία της να θεσμοποιήσει την σχέση της Ρωσίας με τον ΟΠΕΚ. Τον Ιούνιο του 2017, ο διάδοχος πρίγκηπας Mohammed bin Salman, και ο υπουργός Ενέργειας, Khalid al-Falih, πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στην Αγία Πετρούπολη. Οι συναντήσεις τους με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, και τον υπουργό Ενέργειας, Αλεξάντερ Νόβακ, είχαν πολλά αμοιβαία συγχαρητήρια για την επιτυχημένη κοινή στρατηγική τους στην πετρελαϊκή αγορά καθώς και συνομιλίες για διμερή συνεργασία και κοινά έργα σε όλο το εύρος της βιομηχανίας πετρελαίου.

Ωστόσο, η Ρωσία δεν συμμαχεί μόνο με την Σαουδική Αραβία. Οι προσπάθειες της Μόσχας να εξαπλωθεί σε όλη την Μέση Ανατολή μπορούν να φανούν στις εταιρικές συμφωνίες που έχουν υπογραφεί τα τελευταία δύο χρόνια σε πολλές χώρες. Η ρωσική εταιρεία Lukoil, για παράδειγμα, εκμεταλλεύτηκε την παραγωγή πετρελαίου στο κοίτασμα West Qurna στο Ιράκ από το 2009, αλλά βρίσκεται σε διαπραγμάτευση για να επεκτείνει την παραγωγή της και να ξεκινήσει παραγωγή στο νεοανακαλυφθέν κοίτασμα Eridu. Και ο διευθύνων σύμβουλος της Lukoil, Vagit Alekperov, συναντήθηκε πρόσφατα με τον υπουργό Πετρελαίου του Ιράν, Bijan Zangeneh, για να συζητήσει τις επενδύσεις σε δύο χερσαία κοιτάσματα. Η Gazprom Neft, η θυγατρική εταιρεία του Ομίλου Gazprom, απέκτησε τρία «οικόπεδα» εξερεύνησης που της επιτρέπουν να κάνει γεωτρήσεις για υδρογονάνθρακες στο Κουρδιστάν ενώ παράλληλα λειτουργεί το κοίτασμα Badra στο νότιο Ιράκ. Η Rosneft, μια άλλη ρωσική πετρελαϊκή εταιρεία, έχει υπογράψει συμφωνίες συνεργασίας στο Κουρδιστάν και την Λιβύη και έχει αγοράσει ποσοστό 30% στον γιγαντιαίο αγωγό φυσικού αερίου Zohr της Αιγύπτου. Η νέα θυγατρική της, η Bashneft, ξεκίνησε γεωτρήσεις στο «οικόπεδο» 12 στο Ιράκ. Επιπλέον, τέσσερις ρωσικές εταιρείες πετρελαίου έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για ευκαιρίες στην Συρία, μια επιχείρηση που καθοδηγείται τόσο από την πολιτική όσο και από το εμπορικό ενδιαφέρον -αν και η πιθανότητα εξεύρεσης μεγάλων πετρελαϊκών κοιτασμάτων είναι σχετικά χαμηλή, οι επενδύσεις έχουν ξεκάθαρη συμβολική σημασία.

Στο Ιράν, η Gazprom διαπραγματεύεται με τις Αρχές για να επενδύσει στο κοίτασμα φυσικού αερίου North Pars (μια δυνητική ανάπτυξη LNG) και στο υπεράκτιο κοίτασμα φυσικού αερίου Farzad B, με την εξαγγελθείσα πρόθεση εξαγωγής φυσικού αερίου προς το Πακιστάν και την Ινδία, κάτι που θα προσφέρει ένα ακόμα πιθανό διπλωματικό διαπραγματευτικό εργαλείο στην Ρωσία. Επιπλέον, η Gazprom Neft υπέγραψε μνημόνιο συμφωνίας με την Εθνική Ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου (National Iranian Oil Company) για δύο πιθανές αναπτύξεις πετρελαϊκών κοιτασμάτων, ενώ οι εταιρείες Zarubezhneft και Tatneft υπέγραψαν επίσης δύο πετρελαϊκές συμφωνίες με την Τεχεράνη. Σε κυβερνητικό επίπεδο, το ρωσικό Υπουργείο Ενέργειας υπέγραψε συμφωνία πετρελαίου αντί αγαθών, με την οποία θα αγοράζει 100.000 βαρέλια ιρανικού αργού ημερησίως μέσω της εμπορικής εταιρείας Promsirieimport.

ΤΡΙΓΩΝΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ

Όλη αυτή η δραστηριότητα καθιστά σαφές ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί την ενεργειακή διπλωματία και τις ενεργειακές της εταιρείες για να διαδραματίσει τον ρόλο του διαπραγματευτή μεταξύ διαφόρων πλευρών, κυρίως μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Βεβαίως, η διαδικασία είχε ένα δύσκολο ξεκίνημα, με την αποτυχημένη συνάντηση του ΟΠΕΚ τον Απρίλιο του 2016 στη Ντόχα με την Ρωσία να κατηγορείται τουλάχιστον εν μέρει για την αδυναμία της να φέρει το Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Έκτοτε, όμως, το Κρεμλίνο πέτυχε μάλλον να διατηρήσει μια ισορροπία στις σχέσεις του με τα δύο μέρη. Παρ’ όλο που σίγουρα δεν έχει επιφέρει καμία προσέγγιση, ωστόσο έχει δείξει σχετική αμεροληψία. Αυτό του επέτρεψε να διαπραγματευθεί εμπορικές συμφωνίες και στις δύο χώρες, παρέχοντας παράλληλα στήριξη για συνεργασία στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ, κάτι που διαφορετικά δεν θα ήταν εφικτό, δεδομένης της αρχικής απροθυμίας του Ιράν να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε συμφωνία παραγωγής [πετρελαίου] έως ότου η δική του πετρελαϊκή παραγωγή φθάσει στα επίπεδα πριν από την επιβολή κυρώσεων. Ως αποτέλεσμα, κατάφερε να κερδίσει αξιοπιστία και στις δύο πλευρές και να ενισχύσει την θέση του στην περιοχή.

Τα οφέλη από την διεύρυνση της παρουσίας της Ρωσίας στην Μέση Ανατολή δεν είναι μόνο πολιτικά. Τα σημαντικότερα αποτελέσματα των κυρώσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ στην χώρα είναι οικονομικά. Με το να παρεμποδίσουν την πρόσβαση συγκεκριμένων ρωσικών εταιρειών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, δυσχεραίνουν την εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου χρέους. Σε απάντηση, η Ρωσία έχει αναζητήσει εναλλακτικές πηγές κεφαλαίων και μια προφανής διαδρομή ήταν μέσω ενεργειακών εμπορικών εταιρειών όπως η Glencore, η Vitol και η Trafigura, οι οποίες ήταν έτοιμες να προσφέρουν συμφωνίες επαναγοράς πετρελαίου, όπου οι εμπορικοί οίκοι παρέχουν συγκεκριμένες πληρωμές (lump sum) σε αντάλλαγμα για παραδόσεις αργού πετρελαίου. Δεδομένης της σημασίας της περιοχής για την αγορά πετρελαίου, αυτοί οι έμποροι έχουν φυσικά ισχυρούς δεσμούς στην Μέση Ανατολή και ως εκ τούτου παρέχουν έναν άλλο τρόπο για την αύξηση της εμπλοκής της Ρωσίας. Ρωσικές εταιρείες έχουν συμμετάσχει στο εμπόριο του κουρδικού αργού πετρελαίου (εκμεταλλευόμενες τις τιμές του που διαμορφώνονται κάτω από τις τιμές της αγοράς), με την Rosneft, για παράδειγμα, να προπληρώνει πετρέλαιο για τα ευρωπαϊκά διυλιστήριά της. Πιο σημαντικό, οι έμποροι πετρελαίου είχαν επίσης την δυνατότητα να εισάγουν τις ρωσικές εταιρείες σε νέες πηγές κεφαλαίων.

Το πιο εμφανές παράδειγμα είναι η επένδυση της Glencore και της Qatar Investment Authority στην πώληση του 19,5% της Rosneft τον Δεκέμβριο του 2016, η οποία συνέβαλε περαιτέρω στη παγίωση των ρωσικών ενεργειακών δεσμών με την Μέση Ανατολή, με το να υπογραμμίσουν ότι είναι ευπρόσδεκτες οι άμεσες επενδύσεις των επενδυτών της περιοχής στα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία. Ακουσίως, η συμφωνία αυτή μπορεί επίσης να τοποθετήσει το Κρεμλίνο στο κέντρο ενός άλλου περιφερειακού διπλωματικού τριγώνου, δεδομένης της πρόσφατης κίνησης της Σαουδικής Αραβίας και τριών άλλων χωρών του Κόλπου να διακόψουν τους δεσμούς τους με το Κατάρ. Θα είναι σαφώς μια πρόκληση για τις ρωσικές Αρχές να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις σε όλα τα μέτωπα.

Παρά τις επιτυχίες της Ρωσίας τα τελευταία δύο χρόνια, είναι αβέβαιο το πόσο καιρό η Μόσχα μπορεί να διατηρήσει τον τριγωνικό της ρόλο. Τόσο αυτή όσο και το Ριάντ φαίνεται να επιθυμούν να δημιουργήσουν μια μακροπρόθεσμη εταιρική σχέση, με συνομιλίες για την επισημοποίηση των σχέσεων και την προώθηση της διμερούς συνεργασίας. Επιπλέον, η επίσκεψη του διευθύνοντος συμβούλου της Rosneft, Igor Sechin, στο Ριάντ έχει εγείρει υπόνοιες στους κύκλους της πετρελαϊκής βιομηχανίας ότι η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία μπορεί να ετοιμάζονται να πραγματοποιήσουν ανταλλαγές πετρελαίου και ακόμη και να μοιράσουν την ασιατική αγορά για να αποφύγουν τον υπερβολικό ανταγωνισμό. Αυτή η θετική δυναμική, ωστόσο, φαίνεται να βασίζεται σε σχετικά αβέβαια θεμέλια. Τα κίνητρα των δύο χωρών γύρω από την συμφωνία του ΟΠΕΚ θα αλλάξουν καθώς η νέα ανανέωση της συμφωνίας λήγει τον Μάρτιο του 2018. Μέχρι τότε ο Πούτιν μάλλον θα έχει επανεκλεγεί, γεγονός που θα μειώσει την πίεση στην Ρωσία να διατηρήσει υψηλότερες τιμές πετρελαίου και να συνεχίσει οποιαδήποτε περαιτέρω συγκράτηση της παραγωγής, κάτι που τότε θα είναι περισσότερο αναγκαίο για την Σαουδική Αραβία.

Αν υπάρξει αλλαγή της ρωσικής στάσης απέναντι σε μια συμφωνία του ΟΠΕΚ, τότε θα μπορούσαν να προκύψουν άλλες πολιτικές εντάσεις μεταξύ Ιράν, Κατάρ και Συρίας, ίσως επιδεινούμενες από την πιθανή επιστροφή της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή, δεδομένης της πρόσφατης προσπάθειας του Αμερικανού προέδρου, Donald Trump, να αναζωογονήσει μια ισχυρή σχέση με την Σαουδική Αραβία (κάτι που βοηθιέται από την στάση του κατά του Ιράν). Η στρατηγική της Ρωσίας για την δημιουργία τριγώνων διπλωματίας τότε θα δοκιμαστεί σκληρά και οι εταιρικές συμφωνίες που πραγματοποιήθηκαν σε όλη την περιοχή θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα πιο σημαντικός μοχλός στην στρατηγική του Κρεμλίνου.

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου