18.06.2016,
Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
«Η φωλεά των ληστών, το κέντρον των κομιτατζήδων, η καρδιά των κανιβάλων, η πατρίς του Δάνεφ, το Κιλκίς, εξέλιπεν»
Ημερολόγιον του ελληνοβουλγαρικού πολέμου (Αθήναι 1913), σ.13.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ο Δήμος Κιλκίς γιορτάζει την επέτειο της πολύνεκρης τριήμερης μάχης του Β' Βαλκανικού Πολέμου (19-21/6/1913), η νικηφόρα για τον ελληνικό στρατό έκβαση της οποίας επέτρεψε την ενσωμάτωση της πόλης στην ελληνική επικράτεια.
Οι επετειακές εκδηλώσεις, που παλιότερα είχαν έντονα μιλιταριστικό χαρακτήρα αλλά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν μετεξελιχθεί σε πολυήμερο φεστιβάλ με πολιτιστικά και αθλητικά δρώμενα, φέρουν παραδοσιακά τον τίτλο «Ελευθέρια»· παραπέμπουν, δηλαδή, σε απελευθέρωση από κάποια ξένη κυριαρχία.
Σε αντίθεση όμως με τους περισσότερους παρεμφερείς εορτασμούς της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, ο ερευνητής διαπιστώνει εδώ μια αξιοσημείωτη αντίφαση: τον Ιούνιο του 1913, στην τότε πόλη του Κιλκίς (Κιλκίτς, Κούκους ή Κουκούσι) και τη γύρω περιοχή, τον καζά του Αβρέτ Ισάρ σύμφωνα με την οθωμανική διοικητική ορολογία, δεν υπήρχε ελληνικός πληθυσμός που περίμενε ν’ απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό.
Στο σημείο αυτό συμφωνούν, χωρίς την παραμικρή διαφοροποίηση, όλες οι διαθέσιμες στατιστικές της εποχής –ελληνικές και βουλγαρικές, προπαγανδιστικές και υπηρεσιακές.
Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο την ανυπαρξία ελληνόφωνου χριστιανικού πληθυσμού αλλά και τη σχεδόν πλήρη απουσία «πατριαρχικής μερίδας» ή «ελληνικού κόμματος» μεταξύ του (αποκλειστικά σλαβόφωνου) τοπικού χριστιανικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με την προπαγανδιστική στατιστική του διπλωμάτη Αθανασίου Χαλκιόπουλου (1910), στην πόλη του Κιλκίς κατοικούσαν μόλις 30 ελληνίζοντες πατριαρχικοί σε σύνολο 5.730 κατοίκων, έναντι 4.500 «Βουλγάρων» και 1.100 περίπου μουσουλμάνων.
Η μόνη ελληνική υπηρεσιακή (δηλαδή απόρρητη) στατιστική που έχω εντοπίσει στο Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ για τον πληθυσμό της πόλης συντάχθηκε το 1895 και περιορίζει τον αριθμό των «βουλγαρόφωνων Ελλήνων» κατοίκων της σε μόλις 15, έναντι 6.000 «Βουλγάρων» κι 800 «Τούρκων».
Οι βουλγαρικές τέλος στατιστικές, τόσο η προπαγανδιστική του Brancoff που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1905 όσο και η αδημοσίευτη απόρρητη καταγραφή της Εξαρχίας που συντάχθηκε στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων (Αύγουστος 1912), δεν μνημονεύουν την ύπαρξη κανενός απολύτως «Ελληνα» ή -έστω- «γρεκομάνου» στην πόλη.
Ακρως περιορισμένη ήταν η παρουσία Ελληνορθόδοξων πατριαρχικών και στη γύρω περιοχή.
Η ελληνική υπηρεσιακή στατιστική του 1906 αναφέρει μόλις 625 «Ελληνες» (30 ελληνόφωνους και 595 σλαβόφωνους) σε σύνολο 38.000 κατοίκων του καζά, ενώ η αντίστοιχη της Εξαρχίας το 1912 κατέγραψε 290 σλαβόφωνους «γρεκομάνους» κι 60 Βλάχους σε συνολικό πληθυσμό 36.372 κατοίκων.
Ο κύριος όγκος του πληθυσμού μοιραζόταν σε δυο μεγάλα και λίγο πολύ ισοδύναμα σύνολα μουσουλμάνων και (εξαρχικών ή ουνιτών) «Βουλγάρων», με μια ελαφρά αριθμητική υπεροχή των πρώτων.
Την αίσθηση του γκροτέσκου που αναδίδουν οι παραπάνω αριθμοί έρχονται να συμπληρώσουν τα ίδια τα γεγονότα: την «απελευθέρωση» του Κιλκίς ακολούθησε, μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η ολοσχερής σχεδόν καταστροφή του από τη φωτιά, κάτω από συνθήκες που θα εξετάσουμε παρακάτω.
Η εθνική προϊστορία
Για την κατανόηση αυτής της εξέλιξης, απαραίτητη είναι μια ματιά στην «εθνική» προϊστορία της πόλης και της ενδοχώρας της κατά τα τελευταία 50 χρόνια πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Αντίθετα από τη Θεσσαλονίκη, με τον πολυάριθμο εβραϊκό πληθυσμό της, ή τα ως επί το πλείστον ελληνικά αστικά κέντρα των Σερρών, της Καστοριάς, της Νάουσας και του Μελένικου, το Κιλκίς δεν διέφερε γλωσσοπολιτισμικά από την ενδοχώρα του.
Επιπλέον, η κοινωνική αντίθεση υπαίθρου-πόλης δεν παρήγαγε εδώ κάποιο πολιτικό ανταγωνισμό εκφρασμένο με εθνικούς όρους, όπως συνέβη σε διάφορα άλλα σημεία της οθωμανικής Μακεδονίας.
Απεναντίας, αυτό που παρατηρούμε κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας είναι η ανάδυση σχέσεων εκπροσώπησης που συνέδεσαν την αγροτιά των πέριξ (ως επί το πλείστον κολίγους κι αγρεργάτες) με την πολιτική ηγεσία των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης –τεχνίτες, μικρομεσαίους εμπόρους και διανοουμένους που αναζητούσαν δουλειά ως δάσκαλοι στην ίδια αυτή περιοχή.
Η εκπροσώπηση αυτή εξηγείται με βάση κυρίως την ταξική διάρθρωση της υπαίθρου: η συντριπτική πλειονότητα των χωριών ήταν τσιφλίκια, με ιδιοκτήτες που κατοικούσαν όχι στο Κιλκίς αλλά στη γειτονική Θεσσαλονίκη.
Ως επί το πλείστον μουσουλμάνους, αλλά και Εβραίους, Ελληνες ή «ελληνίζοντες» πατριαρχικούς.
Στο Κιλκίς το εθνικό βουλγαρικό κίνημα έκανε την πρώτη του εμφάνιση αρκετά νωρίτερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Μακεδονία, ήδη κατά τη δεκαετία του 1850.
Ξεκίνησε ως λαϊκή αντίδραση απέναντι στον αρπακτικό Ελληνα επίσκοπο Πολυανής Μελέτιο, έδρα του οποίου ήταν η γειτονική πόλη της Δοϊράνης· ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους σλαβόφωνους προύχοντες των δυο αστικών κέντρων διαδραμάτισε οπωσδήποτε κάποιο ρόλο στην ανάδειξή του σε προπύργιο του «σλαβοβουλγαρισμού», στον ίδιο ενδεχομένως βαθμό με την παρουσία εκεί ως δασκάλων των Σλάβων «εθναποστόλων» Ντίμιταρ Μιλαντίνοφ και Ξενοφώντος (αργότερα Ράικο) Ζινζίβοφ.
Ενας ντόπιος έμπορος υφασμάτων και σησαμελαίου, ο Νάκο Στανίσεφ, κατόρθωσε να κινητοποιήσει τόσο τους κατοίκους της πόλης όσο και τους χωρικούς, συνδέοντας τα παράπονά τους με το ευρύτερο διεκδικητικό κίνημα της περιόδου για εσωτερική αυτονομία των «Βουλγάρων» (δηλαδή των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της νότιας Βαλκανικής) στο εσωτερικό της ελληνορθόδοξης κοινότητας του Πατριαρχείου.
Εν έτει 1859 η κοινότητα του Κιλκίς θα διαπραγματευτεί μάλιστα με τον Πάπα την προσχώρησή της στην Ουνία, ως μέσο εκβιασμού του Πατριαρχείου και της ρωσικής διπλωματίας, προκειμένου το Φανάρι να διορίσει «Βούλγαρο» επιχώριο μητροπολίτη.
Το 1875, κατά το δημοψήφισμα που προέβλεπε το σουλτανικό φιρμάνι του 1870 για τον διαχωρισμό των ποιμνίων των δυο ορθόδοξων εκκλησιών, τα 4/5 του πληθυσμού της επαρχίας Πολυανής ψήφισαν υπέρ της υπαγωγής τους στη Βουλγαρική Εξαρχία· το ξέσπασμα όμως της μεγάλης Ανατολικής Κρίσης του 1876-78 ματαίωσε οριστικά την υλοποίηση αυτής της επιλογής από την Υψηλή Πύλη.
Επί τρεις ολόκληρες δεκαετίες, το Κιλκίς και η ενδοχώρα του εκπροσωπούνταν έτσι απέναντι στην οθωμανική εξουσία όχι από κάποιον «εθνάρχη» αρχιερέα, αλλά από την εξαρχική κοινότητα (община) της πόλης, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ένας κληρικός διορισμένος από την Εξαρχία.
Μετά τη νεοτουρκική επανάσταση του 1908, η κοινότητα αυτή περιήλθε ημιεπίσημα στην άτυπη εξαρχική μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Μια αξιόλογη μειοψηφία του χριστιανικού πληθυσμού (το 1/11 της πόλης και το 1/6 του καζά) παρέμεινε πάντως μέχρι τέλους πιστή στην Ουνία, απολαμβάνοντας σε κάποιο βαθμό την προστασία της γαλλικής και αυστριακής διπλωματίας και λογιζόμενη απ’ όλες τις πλευρές ως εναλλακτική μορφή βουλγαρικής κοινότητας.
Ως απόρροια της μετανάστευσης και της πολιτικής προσφυγιάς, αρκετοί γόνοι της πόλης σταδιοδρόμησαν επίσης όλα αυτά τα χρόνια στη Βουλγαρική Ηγεμονία –με σημαντικότερον, αν πιστέψουμε τις ελληνικές πηγές της εποχής, τον ίδιο τον πρωθυπουργό του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, Στογιάν Ντάνεφ.
Οι προσπάθειες αντίθετα του ελληνικού μηχανισμού για τη σύσταση «ελληνικού κόμματος» μέσω της εμφύτευσης ενός πυρήνα εισαγόμενων προπαγανδιστών κατέληξαν σε αλλεπάλληλες αποτυχίες.
Καθόλου περίεργο, συνεπώς, που τον Οκτώβριο του 1912 οι χριστιανοί της πόλης επιφύλαξαν πανηγυρική υποδοχή στον προελαύνοντα βουλγαρικό στρατό, με αμιγώς εθνικιστικές εκδηλώσεις.
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1912 το Κιλκίς ορίστηκε πρωτεύουσα της «επαρχίας Θεσσαλονίκης» της νεοσύστατης Βουλγαρικής Στρατιωτικής Διοίκησης Μακεδονίας και περισσότεροι από 1.500 χριστιανοί της ευρύτερης περιοχής στρατολογήθηκαν στον βουλγαρικό στρατό.
Φυσικά δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι ευχαριστημένοι με τη νέα κατάσταση.
Ιδίως κατά το πρώτο δίμηνο της βουλγαρικής κυριαρχίας, όταν η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των παραστρατιωτικών κομιτατζήδων, η μουσουλμανική κοινότητα της πόλης πλήρωσε βαρύ φόρο σε χρήμα και αίμα, με τη μορφή είτε εξωδικαστικών εκτελέσεων είτε συνοπτικών διαδικασιών ενός αυτοσχέδιου λαϊκού δικαστηρίου.
Ακόμη αγριότερα εξελίχθηκαν τα πράγματα σε μια σειρά γειτονικούς μουσουλμανικούς οικισμούς, ο πληθυσμός των οποίων εξολοθρεύτηκε διά πυρός και σιδήρου από τους κομιτατζήδες.
Από τις 300 μουσουλμανικές οικογένειες της πόλης μόνο 22 παρέμεναν το 1913 στις εστίες τους, καθώς οι περισσότεροι επιζήσαντες είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη.
Η καταστροφή
Στις λαϊκές λιθογραφίες της εποχής, η πυρπόληση της «φωλεάς των ληστών» τοποθετείται -λανθασμένα- στη διάρκεια της μάχης | «Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ελληνική Λαϊκή Εικονογραφία» (Αθήνα 1999)
Αυτά όσον αφορά το παρελθόν. Αντικείμενό μας είναι όμως η καταστροφή του Κιλκίς το απόγευμα της 21ης Ιουνίου 1913, αμέσως μετά την τριήμερη πολύνεκρη μάχη που δόθηκε στα πρόθυρά του.
Ο αριθμός των θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού της πόλης υπήρξε σχετικά περιορισμένος (λιγότεροι από 100 νεκροί), καθώς το μεγαλύτερο μέρος του την είχε ήδη εγκαταλείψει πριν από την υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού, το πρωί της ίδιας μέρας.
Κατά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων, δεν απέμεναν εκεί παρά περίπου 400 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στο καθολικό ορφανοτροφείο υπό την προστασία της γαλλικής σημαίας.
Σχεδόν ολοκληρωτική υπήρξε, αντίθετα, η έκταση της υλικής καταστροφής.
Μ’ εξαίρεση λιγοστά κτίρια του «φραγκομαχαλά» και της μουσουλμανικής συνοικίας, το μεγαλύτερο μέρος του Κιλκίς μετατράπηκε σε καπνίζοντα ερείπια.
Η επίσημη εκδοχή της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας για την καταστροφή της πόλης αποτυπώθηκε σε τέσσερα διαδοχικά ανακοινωθέντα, όχι πλήρως συμβατά μεταξύ τους.
Το πρώτο εκδόθηκε από το Γραφείο Τύπου της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύτηκε στον αθηναϊκό Τύπο της επομένης κι εξηγούσε πως το «Κιλκίσιον καίεται εκ βομβαρδισμού πυροβολικού», αφήνοντας τα υπόλοιπα στη φαντασία του αναγνώστη.
Την επομένη, ένα δεύτερο λακωνικό τηλεγράφημα του Γραφείου Τύπου εστιάστηκε κυρίως στην προσπάθεια απαλλαγής του ελληνικού στρατού από κάθε ευθύνη:
«Πάντες οι κάτοικοι είχον αναχωρήσει τη προτεραίαν. Η πόλις εκάη. Ο φρούραρχος κ. Μαζαράκης έσωσε την Σχολήν και το Ορφανοτροφείον. Ουδεμία αταξία εκ μέρους του στρατού εγένετο».
Ο,τι απέμεινε από το Κιλκίς | ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ / ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΕΦ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Στις 24 Ιουνίου, τρεις μέρες μετά την καταστροφή, δυο ακόμη επίσημες ανακοινώσεις κάνουν την εμφάνισή τους στις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων.
Η πρώτη υπογραφόταν από τον ταγματάρχη Ξενοφώντα Στρατηγό, είχε εκδοθεί τα ξημερώματα της προηγουμένης εν ονόματι του Γενικού Επιτελείου και υποστήριζε πως «η πόλις του Κιλκίς εγένετο παρανάλωμα του πυρός είτε ένεκα των εκρηκτικών οβίδων είτε καείσα υπ’ αυτών των κατοίκων, των μόνων Βουλγάρων ως γνωστόν εν όλη τη περιφερεία, οίτινες πανοικεί εγκατέλειψαν αυτήν».
Λιγότερο ταλαντευόμενη, η δεύτερη ανακοίνωση της ημέρας δόθηκε στη δημοσιότητα το μεσημέρι από το Γραφείο Στρατιωτικών Πληροφοριών και προσπάθησε να τεκμηριώσει την τελευταία αυτή εκδοχή, περί εμπρησμού της πόλης από τους ίδιους τους κατοίκους της:
«Ωρας τινάς πριν εγκαταλείψουν οι Βούλγαροι το Κιλκίς», διαβάζουμε, «έθεσαν πυρ εις διάφορα σημεία της πόλεως, όπερ εξήπλωσεν ο πνέων σφοδρός άνεμος. Βούλγαροι στρατιώται αιχμαλωτισθέντες παρά το Σαριγκιόλ, εβεβαίωσαν ότι απόφασις πυρπολήσεως Κιλκίς είχε ληφθή από προηγουμένης νυκτός. Προς πυρπόλησιν εχύθη άφθονον πετρέλαιον, πληροί δε ακόμη την ατμόσφαιραν η οσμή του».
Μια δυαδική βερσιόν, σύμφωνα με την οποία η πόλη καταστράφηκε ταυτόχρονα από «τους Βουλγάρους» κι από τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού, μεταδόθηκε τις ίδιες μέρες από τους ξένους ανταποκριτές που ήταν ενσωματωμένοι στο επιτελείο του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Η βουλγαρική εκδοχή των γεγονότων υπήρξε φυσικά ριζικά διαφορετική, επισκιάστηκε όμως ολοκληρωτικά από την εντύπωση που προκάλεσαν οι (ακόμη αγριότερες) βιαιότητες του βουλγαρικού στρατού σε βάρος ελληνικών αστικών κέντρων της Ανατολικής Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Βούλγαρου επάρχου Βλαντίμιρ Καραμάνοφ, το Κιλκίς εκκενώθηκε το πρωί της 21ης Ιουνίου σχεδόν άθικτο, μ’ εξαίρεση κάποιες μικροκαταστροφές που είχαν προκληθεί την προηγουμένη από το ελληνικό πυροβολικό στο τοπικό στρατιωτικό νοσοκομείο και σε μια δεκαριά καταστήματα.
Албум-Алманах «Македония» (Σόφια 1931) /F. BOISSONNAS, «Η Δυτική Μακεδονία» (Κατερίνη 1996)
Μόλις στις 8 το βράδυ, αρκετές ώρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού, οι φλόγες που τύλιγαν την πόλη έγιναν αντιληπτές από τις χιλιάδες των προσφύγων που είχαν καταφύγει στα γειτονικά Κρούσια (Караманов 1929, σ.65-6 & 71-2).
Παρόμοιες περιγραφές, προερχόμενες τόσο από χριστιανούς όσο κι από μουσουλμάνους κατοίκους, δημοσιεύτηκαν την επόμενη χρονιά και στην έκθεση του Ιδρύματος Κάρνεγκι για τις ωμότητες των Βαλκανικών Πολέμων (Dotation Carnegie 1914, σ.269).
Η επίσημη ελληνική εκδοχή των ημερών δεν υπονομεύεται όμως μόνο από τις αντιφάσεις της.
Ανατρέπεται ρητά από μια ανεπίσημη μεν, αλλά πολύ πιο φερέγγυα πηγή: τα προσωπικά γραπτά (ημερολόγια, επιστολές κι απομνημονεύματα) Ελλήνων πολεμιστών που έζησαν τη μάχη και την τελική κατάληξή της.
Γράφοντας λ.χ. στη γυναίκα του από το κοντινό χωριό Σνέφτσι στις 23 Ιουνίου, ο επιτελικός αξιωματικός Ιπποκράτης Παπαβασιλείου την ενημερώνει ότι «το Κιλκίς ήτο η φωλεά και η ιερά πόλις των Βουλγάρων και των Κομιτατζήδων»· «μετά την μάχην την επυρπόλησαν», προσθέτει, αφήνοντας διακριτικά ασαφή την ταυτότητα των αυτουργών, διευκρινίζει όμως ότι «το θέαμα ήτο μεγαλοπρεπέστατον» κι ότι «έκαιε επί δύο ημέρας», ενώ «οι κάτοικοι, όλοι Βούλγαροι, είχον φύγει από πριν» (Τρίχα 1993, σ.318).
Ο Ελληνοαμερικανός τραυματιοφορέας Ιωάννης Γκιοτσαλίδης περιγράφει στο αδημοσίευτο ημερολόγιό του πώς ο ίδιος μ’ έναν σύντροφό του λεηλάτησαν ένα (άθικτο) πλουσιόσπιτο στο κέντρο της πόλης, σκοτώνοντας εν ψυχρώ την ηλικιωμένη κυρία που είχε παραμείνει εκεί και προσπάθησε ν’ αμυνθεί.
Ο Κύπριος εθελοντής Αργυρός Δρουσιώτης αναφέρει πάλι πως η μονάδα του μπήκε και ξεκουράστηκε στην πόλη, αλλά αργότερα διατάχθηκε ν’ αποχωρήσει επειδή έπεφταν σποραδικές οβίδες· «μετά ολίγας ώρας», καταλήγει, «το Κιλκίς γίνεται παρανάλωμα του πυρός και αι φλόγες των καιομένων μεγαλοπρεπών οικιών, που κατασκεύασαν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες ληστεύοντες την Μακεδονίαν, ανεβαίνουν προς τον ουρανόν διά της νυκτός» (Πέτρος Παπαπολυβίου [επιμ.], «Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων», Λευκωσία 1999, σ.69).
Σαφέστερος απ’ όλους είναι ο δεκανέας Μανόλης Σοφούλης, ένας από τους πρώτους Ελληνες φαντάρους που μπήκαν στην πόλη.
Στο δημοσιευμένο ημερολόγιό του δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για παρερμηνείες: «Στο βουλγαρικό στρατηγείο βρήκα τραπέζι με ζεστό φαΐ στρωμένο απάνω. Στα καφενεία τα μπρίκια του καφέ στη φωτιά και τους φούρνους γεμάτους ψωμιά. Ολα έδειχναν πως οι Βούλγαροι ποτέ δεν πιστεύαν πως δεν θα νικούσαν και πως εμείς θα μπαίναμε στο Κιλκίς. Σε λίγο μπήκαν και άλλα τμήματα και περί το βραδινό του βάλαν φωτιά απ’ όλες τις μεριές και κάηκε σχεδόν όλο» (Σοφούλης 2007, σ.77).
Η πυρπόληση του Κιλκίς δεν προέκυψε, δηλαδή, ως παράπλευρη συνέπεια της φονικής μάχης που διεξήχθη στα πρόθυρά του, αλλά διαπράχθηκε εσκεμμένα αρκετές ώρες αφού είχαν σιγήσει τα όπλα.
Είναι επίσης προφανές ότι μια καταστροφή τέτοιας κλίμακας δεν ήταν δυνατό να διενεργηθεί αυθόρμητα από κάποια κατώτερα όργανα, αλλά μόνο βάσει διαταγής ανώτερου κλιμακίου.
Επιπλέον, η περίπτωση του Κιλκίς κάθε άλλο παρά μεμονωμένη υπήρξε: δεκάδες σλαβόφωνα χωριά είχαν την ίδια ακριβώς τύχη κατά μήκος της προέλασης του ελληνικού στρατού, από τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης μέχρι τα παλιά βουλγαρικά σύνορα.
Η εμπεριστατωμένη έκθεση του Ιδρύματος Κάρνεγκι απαριθμεί 137 τέτοιους οικισμούς κατεστραμμένους από τον ελληνικό στρατό, 39 από τους οποίους στα περίχωρα του Κιλκίς.
Μολονότι ορισμένα χωριά ενδεχομένως καταστράφηκαν ως παράπλευρη συνέπεια των πολεμικών επιχειρήσεων, οι διαθέσιμες μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι τα περισσότερα πυρπολήθηκαν συστηματικά, ως «εχθρικοί» οικισμοί.
Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία προσπάθησε φυσικά, από ένα σημείο και μετά, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.
Στις 12 Ιουλίου 1913 ο επιτελάρχης του Κωνσταντίνου, συνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης, κατήγγειλε με επίσημο ανακοινωθέν την πρόσφατη πυρπόληση δυο χωριών του Πιρίν (της Ντομπρίνιστα και του Ομπιντιμ) σαν έργο των Βουλγάρων με σκοπό «να δυσφημίσουν τον ελληνικόν στρατόν».
Κατά διαβολική ωστόσο σύμπτωση, υπάρχουν τρεις δημοσιευμένες μαρτυρίες Ελλήνων φαντάρων που πιστοποιούν ότι το ένα τουλάχιστον απ’ αυτά τα χωριά (η Ντομπρίνιστα) πυρπολήθηκε από συναδέλφους τους.
Η εθνοκάθαρση
Πού οφειλόταν αυτή η πολιτική; Το εθνικιστικό μίσος, καλλιεργημένο στο έπακρο στις τάξεις του ελληνικού στρατού, με αποκορύφωμα τον ημιεπίσημο αυτοχαρακτηρισμό του στρατηλάτη βασιλιά Κωνσταντίνου ως «Βουλγαροκτόνου» δεν αρκεί ως ερμηνεία της συστηματικής καταστροφής δεκάδων οικισμών.
Υπάρχουν αντίθετα κάποιες ενδείξεις προσχεδιασμένης εφαρμογής αυτού που σήμερα ονομάζουμε «εθνοκάθαρση».
Βίαιης δηλαδή εκδίωξης ενός αλλοεθνούς πληθυσμού από τις εστίες του, με σκοπό την ευκολότερη αφομοίωση της περιοχής από τον νικητή.
Το πιο ενδιαφέρον σχετικό έγγραφο είναι μια υπηρεσιακή χαρτογράφηση του πληθυσμού της ζώνης των πολεμικών επιχειρήσεων από τον μακεδονομάχο ταγματάρχη Κωνσταντίνο Μαζαράκη, επικεφαλής των άτακτων παραστρατιωτικών «προσκόπων» που δρούσαν στο πλευρό των τακτικών μονάδων του ελληνικού στρατού.
Πρόκειται για έναν οδηγό πλεύσης της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, όπου υποδεικνύονται:
(α) οι γενικές τάσεις και διαθέσεις των διαφόρων χριστιανικών ομάδων και του μουσουλμανικού πληθυσμού κάθε επιμέρους υποπεριοχής του θεάτρου των επιχειρήσεων,
(β) συγκεκριμένοι οικισμοί που διακρίνονταν για τη στράτευσή τους στην ελληνική ή τη βουλγαρική αντίστοιχα υπόθεση, και
(γ) η ύπαρξη μεμονωμένων «ελληνιζουσών» κοινοτήτων στο εσωτερικό της «εχθρικής» επικράτειας, κοινοτήτων δηλαδή που έπρεπε πάση θυσία να προστατευτούν, ό,τι κι αν συνέβαινε στον ευρύτερο περίγυρό τους.
Τρία ελληνόκτητα τσιφλίκια, κατοικούμενα από σλαβόφωνους κολίγους αλλά με «εμπίστους Ελληνας επιστάτας», εντάσσονται επίσης σ’ αυτή την κατηγορία.
Μολονότι το ντοκουμέντο δεν περιέχει κάποια ρητή υπόδειξη, είναι εμφανές ότι χρησιμοποιήθηκε ως οδηγός για την επιχειρηθείσα εθνοκάθαρση: όλα τα χωριά που χαρακτηρίζονται εκεί ως «βουλγαρικά προπύργια» καταστράφηκαν εκ θεμελίων, ενώ όσα υποσημειώνονται ως εστίες φιλελληνικών διαθέσεων προστατεύτηκαν αποτελεσματικά.
Η πόλη του Κιλκίς μνημονεύεται δυο φορές, ως «φανατικόν κέντρον βουλγαρισμού» και ως «κέντρον βουλγαρισμού και οργανώσεως των βουλγαρικών ενεργειών», η επίδραση του οποίου καθιστούσε τα γύρω χωριά «φανατικώς βουλγαρίζοντα» ή έστω «υπόπτου φρονήματος».
Σε κάθε περίπτωση, βέβαιο είναι πως η παραπάνω ταξινόμηση δεν αποτελούσε πρωτότυπη εκτίμηση.
Η ύπαρξη ενός βουλγαρικού προπυργίου δίπλα στη Θεσσαλονίκη αντιμετωπιζόταν από τα επιτελικά στελέχη του ελληνικού αλυτρωτισμού σαν ένας άκρως ενοχλητικός γεωπολιτικός φραγμός, ήδη από τη δεκαετία του 1880.
Εν έτει 1905, ένα τοπικό στέλεχος του Μακεδονικού Αγώνα κατέληξε μάλιστα στο συμπέρασμα πως, «εάν δεν δυνηθώμεν να υπερισχύσωμεν του Κιλκισίου διά της προσηλυτιστικής ημών εργασίας, επιβάλλεται η δι’ οιωνδήποτε μέσων διαγραφή αυτού από του χάρτου» (Καράβας 2014, σ.319).
Η χαρμόσυνη είδηση («Εμπρός», 22/6/1913) |
Εξίσου αποκαλυπτικός είναι ο ενθουσιασμός για την καταστροφή της πόλης που αποτυπώνεται σε κάθε λογής μαρτυρίες.
«Η χαρά μας ήτο μεγάλη όχι μόνον διά την νίκην αλλά και διότι το Κιλκίς» (που «κατεκαίετο») «εθεωρείτο από πολλών ετών η φανατικωτέρα βουλγαρική πόλις», εξηγεί χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του ο Αλέξανδρος Μαζαράκης, ο αξιωματικός στον οποίο το Γραφείο Τύπου της Θεσσαλονίκης απέδωσε προσωπικά τη «σωτηρία» της (γαλλικής) σχολής και του ορφανοτροφείου της πόλης –αδερφός, επιπλέον, του συντάκτη της προαναφερθείσης χαρτογράφησης.
Η χαρά αυτή δεν εκδηλωνόταν μόνο ιδιωτικά αλλά και δημόσια, με πανηγυρικό τρόπο.
«Η φωλεά των ληστών, το κέντρον των κομιτατζήδων, η καρδιά των κανιβάλων, η πατρίς του Δάνεφ, το Κιλκίς, εξέλιπεν», διαβάζουμε σε εκλαϊκευμένη εξιστόρηση του πολέμου που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τα γεγονότα, ενώ ο στρατιωτικός ιερέας της 5ης μεραρχίας περιγράφει με λυρισμό στο δικό του βιβλίο την «νερώνειον ηδονήν» που απολάμβανε καθώς «αι άγριαι φλόγες κατέπινον την πόλιν των αμαρτωλών» (Δ. Καλλίμαχος, «Από το στρατόπεδον», Κάιρον 1914, σ.157).
Η λήθη
Δημοφιλής λιθογραφία των ημερών. Τελικά, σ' άλλους είχε βγει το όνομα των «κανιβάλων» κι άλλοι διεκδικούσαν τη χάρη... | «Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ελληνική Λαϊκή Εικονογραφία» (Αθήνα 1999)
Ακρως διαφωτιστική είναι, τέλος, η καταθλιπτική σιωπή που σκεπάζει την εξάλειψη του παλιού Κιλκίς, ταυτόχρονα με την «απελευθέρωσή» του, στη μεταγενέστερη ελληνική ιστοριογραφία και τις σχετικές επετειακές αφηγήσεις.
Η επίσημη ιστορία του ΓΕΣ που κυκλοφόρησε το 1932 περιέχει την τελευταία αναφορά στην καταστροφή της πόλης που συναντάμε σε κάποια επίσημη, ημιεπίσημη ή εθνικά ορθή έκδοση.
Εκτοτε η τύχη του Κιλκίς απλώς αποσιωπάται, σε αντίθεση με τις λιγότερο ή περισσότερο γλαφυρές περιγραφές των ωμοτήτων του βουλγαρικού στρατού στις Σέρρες, τη Νιγρίτα, το Δοξάτο και αλλού.
Η σιωπή αυτή διευκολύνθηκε, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό από τις κατακλυσμιαίες πληθυσμιακές μεταβολές της δεκαετίας που ακολούθησε: την ελληνοβουλγαρική κι ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών και τον συνακόλουθο εποικισμό της περιοχής με Ποντίους, Μικρασιάτες και Θρακιώτες πρόσφυγες.
Καθώς από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ελάχιστοι κάτοικοι της επαρχίας Κιλκίς έλκουν την καταγωγή τους από τους ανθρώπους που κατοικούσαν εκεί το 1913, η κατασκευή αυτής της συλλογικής αμνησίας δεν ανταγωνίζεται κάποια παράλληλη, υπόγεια συλλογική μνήμη, όπως συμβαίνει αλλού.
Η εικόνα του παρελθόντος φιλοτεχνείται αντίθετα εν κενώ, απευθείας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και τα συμπληρωματικά προς αυτούς γρανάζια της κοινωνίας των πολιτών.
Η κοντινότερη ίσως αναλογία που μπορεί να εντοπίσει κανείς σ’ αυτή την εθνικά επωφελή αμνησία, παρά την καταφανώς διαφορετική κλίμακα της αιματοχυσίας, είναι η μνημονική διαχείριση που επιφύλαξε ο κεμαλικός εθνικισμός στην καταστροφή της Σμύρνης.
Κι εκεί, όπως κι εδώ, η επίσημη εκδοχή θέλει την «απελευθερωμένη» πόλη να πυρπολείται από τους «αλλοεθνείς» κατοίκους της, που την εγκατέλειψαν για να καταφύγουν ως πρόσφυγες στο εθνικό τους κέντρο. Ενοχλητικές λεπτομέρειες όπως η πληθυσμιακή σύνθεση της παλιάς πόλης, η μεταχείριση των κατοίκων της από τους «απελευθερωτές» και, πάνω απ’ όλα, η αληθινή ταυτότητα των εμπρηστών της σκεπάστηκαν από τον ήχο των νικηφόρων εμβατηρίων.
Οπως όμως εύστοχα επισημαίνει για την περίπτωση της Σμύρνης ένας σημερινός, μη εθνικιστής Τούρκος ιστορικός, «ο τρόπος με τον οποίο η πυρκαγιά παρακάμπτεται συνειδητά υπονοεί την ύπαρξη αδικήματος, βίας, η συντονισμένη δε προσπάθεια να ξεχαστεί, προδίδει μιαν απόπειρα αμνήστευσης» (Biray Kolluoğlu Kırlı, «Forgetting the Smyrna Fire», History Workshop Journal, 60 [2005], σ.41).
Διαβάστε
► Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-1922 (εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007).
Η εκκαθάριση των εθνικών επικρατειών της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από ανεπιθύμητους «αλλογενείς» πληθυσμούς.
► Σπύρος Καράβας, Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας (εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2014).
Συλλογή εξαιρετικά τεκμηριωμένων αναλύσεων, από έναν πανεπιστημιακό ιστορικό, για τις πτυχές της νεότερης μακεδονικής Ιστορίας που παραποιεί ή αγνοεί συστηματικά η εθνικά ορθή ιστοριογραφία.
Ειδικό κεφάλαιο για τις άκαρπες προσπάθειες οικοδόμησης «ελληνικής κοινότητος εν Κιλκίς» κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα.
► Μανώλης Σοφούλης, Ημερολόγιο πολέμου, 1906-1941 (εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007).
Η σαφέστερη δημοσιευμένη μαρτυρία Ελληνα πολεμιστή για την ταυτότητα των εμπρηστών του Κιλκίς. Ο συγγραφέας υπήρξε αργότερα βουλευτής Σάμου και υπουργός.
► Λύντια Τρίχα (επιμ.), Ημερολόγια και γράμματα από το μέτωπο. Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 (εκδ. ΕΛΙΑ, Αθήνα 1993).
Συλλογή πρωτογενών μαρτυριών, αποκαλυπτική -μεταξύ άλλων- για το άκρως ανθρωποφαγικό κλίμα μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η καταστροφή της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου