Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

«Ηθικό κύρος» στον γύψο

 Η 21η Απριλίου 1967 στο αθηναϊκό κέντρο, από την οπτική γωνία της καφετέριας του «Χίλτον» | ASSOCIATED PRESS 
Συντάκτης: Τζένη Λιαλιούτη* , Χρίστος Μάης** 
«Το πλήρωμα του “Απόλλων 13” αισθάνεται ιδιαίτερη χαρά και υπερηφάνεια που μας υποδέχεται ο λαός της χώρας όπου γεννήθηκε η δημοκρατία» 
Τζέιμς Λόβελ, Αμερικανός αστροναύτης, προς τον υπουργό Προεδρίας Δ. Τσάκωνα (8/10/1970) 
Την άνοιξη του 1975, προγραμματισμένη εκδήλωση προς τιμήν του συγγραφέα Κώστα Μουρσελά στην Ελληνοαμερικανική Ενωση, η οποία αποτελούσε από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 βασικό πυλώνα της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας στην Ελλάδα, ματαιώνεται μετά από άρνηση τόσο του συγγραφέα όσο και επιφανών προσκεκλημένων να συμμετάσχουν επικαλούμενοι «πολιτικούς λόγους». 

Η κίνηση αυτή, η οποία δεν ήταν μεμονωμένη για τους ελληνικούς πνευματικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους, μπορεί να ιδωθεί και ως μια οριακή στιγμή για την αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα· συνέπεια του γενικευμένου αντιαμερικανισμού των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, αλλά και ειδικότερα του ρήγματος μεταξύ του φιλοαμερικανισμού και της προοδευτικής ταυτότητας. 

Από τη σκοπιά αυτή, η περίοδος της δικτατορίας (1967-1974) μπορεί να θεωρηθεί και ως μια αποτυχία της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας. 

Για την τελευταία, το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 συνιστά μια ρήξη με την προδικτατορική περίοδο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναζητούνταν και στοιχεία συνέχειας από την αμερικανική πλευρά προκειμένου να προωθηθούν στόχοι της εξωτερικής πολιτικής γενικά, και της πολιτιστικής διπλωματίας ειδικότερα, με κατεξοχήν φορέα υλοποίησης των σχετικών δράσεων την United States Information Service (USIS). 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η δικτατορία αποτελούσε μια σοβαρότατη πρόκληση για τους σχεδιασμούς της USIS, που μπορεί να συνοψιστεί σε δύο βασικές διαστάσεις. 

Η πρώτη διάσταση αφορούσε τον πολιτισμικό συντηρητισμό του καθεστώτος, ο οποίος, κατά την εκτίμηση των Αμερικανών ιθυνόντων, δημιουργούσε εμπόδια στη διάδοση ορισμένων αμερικανικών πολιτιστικών προϊόντων. 

Η δεύτερη διάσταση αφορούσε τις επιπτώσεις που είχε στην εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών, τόσο σε γενικότερο επίπεδο όσο και ειδικότερα, το απριλιανό πραξικόπημα. 
Ενας «ερασιτέχνης φιλόσοφος» 


Εκπρόσωπο της «πεφωτισμένης» και «προοδευτικής» πτέρυγας της ελληνικής Εκκλησίας θεωρούσαν τον Ιερώνυμο οι αμερικανικές υπηρεσίες. Εδώ, σε χαρακτηριστικό στιγμιότυπο με τον Αντώνιο Σκαρμαλιωράκη, ηγετικό στέλεχος της χούντας | Α. ΣΚΑΡΜΑΛΙΩΡΑΚΗΣ, «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ» (Αθήνα 2001) 

Η αποτύπωση της ιδεολογικής ταυτότητας του καθεστώτος απασχολούσε ιδιαίτερα το επιτελείο του Αμερικανού προέδρου και τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. 

Στις αναλύσεις τους εξέφραζαν τον σκεπτικισμό τους για τον «υπερ-συντηρητισμό», τον απολυταρχισμό και τον σοβινισμό των πραξικοπηματιών, αυτών των «εθνικιστών ακτιβιστών» όπως τους αποκαλούσαν¹, καθώς και για το «ηθικολογικό» πνεύμα και τον αντιελιτίστικο «αναμορφωτικό» ζήλο, που τους διακατείχε². 

Θετικά αξιολογούνταν το γεγονός ότι η χούντα ήταν ευνοϊκά διακείμενη προς την ιδιωτική επιχειρηματικότητα και τις ξένες επενδύσεις, καθώς και η διάθεση αναμόρφωσης, που επεδείκνυε, δύο «συντηρητικών» θεσμών, της Εκκλησίας και του σχολικού συστήματος. 

Ιδιαίτερα επαινέθηκε η τοποθέτηση του Ιερωνύμου στη θέση του Αρχιεπισκόπου τον Μάιο του 1967. 

Ο Ιερώνυμος θεωρήθηκε ότι συνιστούσε περίπτωση «πεφωτισμένης» και περισσότερο «προοδευτικής» ηγεσίας στην ελληνική Εκκλησία³. 

Στις αρχές του 1968, ακόμα, σχολιάζοντας ομιλία του δικτάτορα Παπαδόπουλου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η Αμερικανική Πρεσβεία τον περιέγραφε ως «ερασιτέχνη κοινωνικό φιλόσοφο που στοχεύει στο να αναμορφώσει τις αδυναμίες της ελληνικής κοινωνίας» ⁴. 

Επιχειρώντας να συνοψίσει την ταυτότητα και το ιδεολογικό στίγμα του καθεστώτος, κατά τον δεύτερο χρόνο της δικτατορίας, η πρεσβεία έκανε λόγο για ένα «ασαφές μίγμα δημόσιων έργων, διοικητικών μεταρρυθμίσεων, εκστρατειών κατά της διαφθοράς, μέτρων ασφαλείας ενός αστυνομικού κράτους, λογοκρισίας του Τύπου και πολιτισμικής “κάθαρσης”»⁵. 


Αμφιλεγόμενη πολιτιστική διπλωματία: οι τρεις αστροναύτες του διαστημοπλοίου «Απόλλων 13» ισοφαρίζουν την αποτυχημένη αποστολή τους στη Σελήνη με μια κατάθεση στεφάνου στον Αγνωστο και επίσημη συνομιλία με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο (9/10/1970) | ASSOCIATED PRESS 

Στο γενικότερο επίπεδο, η αμερικανική κυβέρνηση εμφανιζόταν προβληματισμένη για τον αντίκτυπο της δικτατορίας στο «ηθικό κύρος» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και της Ατλαντικής Συμμαχίας⁶. 

Ειδικότερα, η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα εξέφραζε την ανησυχία της για τη συσχέτιση των Ηνωμένων Πολιτειών, από προοδευτικούς κύκλους της Ελλάδας, με το πραξικόπημα και την επιβολή της δικτατορίας. 

Κατά συνέπεια, η αμερικανική προπαγάνδα θα έπρεπε να προσπαθήσει να αμβλύνει τις αρνητικές συνέπειες στην εικόνα της Αμερικής⁷. 

Μετά από μια αρχική περίοδο επιφυλακτικότητας απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς, που εμπεριείχε και στοιχεία στήριξης προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο έναντι των συνταγματαρχών, η αμερικανική κυβέρνηση από τον Ιούλιο του 1967 αναθεώρησε τη στάση της επιλέγοντας να αναγνωρίσει τη νέα κατάσταση που είχε δημιουργήσει το πραξικόπημα και να εδραιώσει μια ομαλή συνεργασία με το δικτατορικό καθεστώς. 

Η επίσκεψη που πραγματοποίησε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος στο αμερικανικό αεροπλανοφόρο «Franklin D. Roosevelt», το οποίο βρισκόταν στον Φαληρικό κόλπο, μετά από επίσημη πρόσκληση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, επικύρωσε συμβολικά, για την ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη, αυτή τη νέα φάση στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την ελληνική χούντα⁸. 

Καθοριστικά προς αυτήν την εξέλιξη βάρυνε ο Πόλεμος των Εξι Ημερών του 1967 σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι πραξικοπηματίες είχαν καταφέρει να εδραιώσουν τον έλεγχό τους στο σύνολο της χώρας, αλλά και το αποτυχημένο βασιλικό αντιπραξικόπημα τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους⁹. 

Ιδιαίτερα, ο Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος αναδείκνυε για την αμερικανική πλευρά τη σπουδαιότητα της δυνατότητας χρήσης του ελληνικού εναέριου χώρου και των στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο ελληνικό έδαφος. 

Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε υπόμνημα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών: 

«Η πρόσφατη κρίση στη Μέση Ανατολή, στη διάρκεια της οποίας η ελληνική κυβέρνηση μας προσέφερε πλήρη συνεργασία, δραματοποίησε για μια ακόμη φορά πόσο σημαντικό είναι για τις ΗΠΑ να διατηρούν καλές σχέσεις με την κυβέρνηση που ελέγχει αυτόν τον ζωτικής σημασίας χερσαίο, θαλάσσιο και εναέριο χώρο»¹⁰. 
Υποτροφίες με προβλήματα 

Οσον αφορά τους γενικότερους στόχους της αμερικανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα της δικτατορίας, η USIS τούς συνόψιζε στους ακόλουθους άξονες. 

Πρώτον, στην προβολή των Ηνωμένων Πολιτειών ως «ισχυρού και αξιόπιστου» εταίρου στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας και, συνακόλουθα, στην αποδοχή από την ελληνική κοινή γνώμη της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο ελληνικό έδαφος, και ιδιαίτερα της παρουσίας του Εκτου Στόλου. 

Δεύτερον, στην προώθηση στην ελληνική κοινή γνώμη της αντίληψης ότι η αμερικανική κοινωνία, καθώς και η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτηρίζοταν από ιδιαίτερο δυναμισμό και προοδευτικό πνεύμα. 

Τρίτον, στην εμπέδωση της αντίληψης ότι η ελληνική πορεία προς τον εκσυγχρονισμό μπορούσε να έχει ως πρότυπο τους αμερικανικούς θεσμούς και τα αμερικανικά επιτεύγματα στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική και εκπαιδευτική σφαίρα. 

Σε αυτό το πλαίσιο, η αμερικανική πλευρά ένιωθε την ανάγκη να κινηθεί με προσοχή στο πεδίο της πολιτιστικής διπλωματίας, επιδιώκοντας αφενός να «ενθαρρύνει την αλλαγή» στο πνευματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο και αφετέρου να διασφαλίσει εκείνο το επίπεδο καλής σχέσης με το καθεστώς και την ελληνική διοίκηση που θα της επέτρεπαν να φέρει σε πέρας τις δραστηριότητές της. 

Ηλπιζε επίσης ότι τα προγράμματα πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ανταλλαγών θα μπορούσαν να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας των ΗΠΑ με τους αντιδικτατορικούς κύκλους και να προσφέρουν στους τελευταίους εκείνη την προετοιμασία,που θα τους επέτρεπε να συμβάλουν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. 

Εκφραζόταν ακόμη η εκτίμηση ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία δεν θα «έμπαιναν σε κίνδυνο» οι καλές σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τους «μελλοντικούς ηγέτες» της μεταδικτατορικής Ελλάδας. 

Ειδικά, σε ό,τι αφορούσε τα προγράμματα ανταλλαγών, και ιδιαίτερα το πρόγραμμα των Ξένων Ηγετών που είχε μετονομαστεί σε πρόγραμμα Διεθνών Επισκεπτών, η αμερικανική πλευρά διαπίστωνε ότι η δικτατορία είχε, μεταξύ άλλων, αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητά του λόγω της αδυναμίας να συμπεριληφθούν σε αυτά μία σειρά ανθρώπων οι οποίοι, αν και παρουσίαζαν ενδιαφέρον από την αμερικανική σκοπιά, ωστόσο αντιμετωπίζονταν ως εχθροί από την ελληνική χούντα. 

Η λύση που προκρινόταν από την αμερικανική πλευρά ήταν να αναζητηθούν «μη αμφιλεγόμενες» προσωπικότητες από τα λεγόμενα «εκσυγχρονιστικά» πεδία επαγγελματικής δραστηριότητας και να αποφεύγονται πρόσωπα από τον χώρο της πολιτικής ή της δημοσιογραφίας¹¹. 

Από την άλλη πλευρά, γινόταν σαφές ότι η υλοποίηση των διμερών εκπαιδευτικών ανταλλαγών είχε επηρεαστεί από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Χαρακτηριστική περίπτωση δυσλειτουργίας καταγράφηκε στο πρόγραμμα υποτρόφων του 1968, με έναν σημαίνοντα εκπρόσωπο του συνδικαλιστικού χώρου. 

Ενώ η Πρεσβεία είχε κάθε λόγο να προσδοκά ότι η υποτροφία αυτή θα εξελισσόταν ικανοποιητικά, με βάση τους σχεδιασμούς της, με απογοήτευση διαπίστωσε ότι το εν λόγω άτομο από τη στιγμή της άφιξής του στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισε να συμπεριφέρεται όχι σαν να ήταν ένας «ελεύθερος δρων, αλλά σαν να ήταν υπό τις διαταγές των εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης στη Νέα Υόρκη ή στην Ουάσινγκτον»¹². 

Την ίδια περίοδο, πολλοί πρώην υπότροφοι επισκέπτονταν τα γραφεία της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και τον Πειραιά προκειμένου να συζητήσουν με τους αξιωματούχους τους τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στην επαγγελματική τους ζωή συνεπεία της δικτατορίας, το ενδεχόμενο της μετανάστευσης και τυχόν άλλες επιλογές για τη συνέχιση της σταδιοδρομίας τους¹³. 

Επίσης, η Πρεσβεία ανέφερε πως δεχόταν επισκέψεις από πολλούς νέους, «σε αναζήτηση μιας διεξόδου από το παρόν πολιτικό και εκπαιδευτικό σύστημα», τους οποίους επιχειρούσε να συμβουλεύσει και να καθοδηγήσει προς την κατεύθυνση αυτή. 

Παράλληλα, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι πίστευαν πως η προώθηση έργων από τη σύγχρονη αμερικανική πολιτιστική παραγωγή θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες, προκειμένου να εμπεδωθεί μια θετική εικόνα της Αμερικής μεταξύ των προοδευτικών στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας. 

Ωστόσο, αναγνωριζόταν ρητά ότι οι όποιες τέτοιες πρωτοβουλίες θα έπρεπε να κινηθούν εντός ορίων, προκειμένου να μη θιγεί η σχέση «καλής συνεργασίας» με τη χούντα και με τη γραφειοκρατία της¹⁴. 
Πανεπιστήμια, ετεροδικία και σίριαλ 


Λεπτομερής χαρτογράφηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος από την Πρεσβεία των ΗΠΑ | «ΕΛΛΑΔΑ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» (1982) 

Στη διάρκεια της δικτατορίας ο χώρος της εκπαίδευσης, και ιδίως της τριτοβάθμιας, αποτέλεσε ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την αμερικανική πολιτιστική διπλωματία. 

Τόσο η Πρεσβεία στην Αθήνα όσο και το Προξενείο της Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την USIS, ενημέρωναν με συστηματικότητα, σε αναλυτικές εκθέσεις και τηλεγραφήματα, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις εξελίξεις στα ελληνικά πανεπιστήμια, για τις επιχειρούμενες από το χουντικό καθεστώς αλλαγές, τις εκκαθαρίσεις σε βάρος πανεπιστημιακών, τις διώξεις φοιτητών με αντιστασιακή δράση και τις εκφάνσεις του ελληνικού φοιτητικού κινήματος. Από τις καταγραφές αυτές προκύπτει μια αρχική στάση αναμονής απέναντι στις διακηρύξεις της χούντας περί αναμόρφωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και μια αμφιθυμία απέναντι στις εκκαθαρίσεις ακαδημαϊκών. 

Η αμφιθυμία αυτή συνδέεται με την εξαιρετικά αρνητική αντίληψη των Αμερικανών αξιωματούχων για την κατάσταση που επικρατούσε στα ελληνικά πανεπιστήμια και πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. 

Θεωρούσαν συνολικά τη λειτουργία των ελληνικών πανεπιστημίων αναχρονιστική, επισημαίνοντας τη σημαντική έλλειψη πόρων, τη δυσανάλογη αύξηση των φοιτητών σε σχέση με το διδακτικό προσωπικό και τις υποδομές των πανεπιστημίων, την έλλειψη εκσυγχρονισμού στα προγράμματα σπουδών, την κακή ποιότητα σημαντικού μέρους του διδακτικού προσωπικού (της λεγόμενης «διεφθαρμένης παλιάς φρουράς») ¹⁵. 

Τουλάχιστον για το διάστημα των πρώτων δύο χρόνων του καθεστώτος (1967-1969), μαζί με τις όποιες επιφυλάξεις για επιμέρους χειρισμούς των συνταγματαρχών στον χώρο της εκπαίδευσης, υπήρχε η προσδοκία ενός μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος αυταρχικής κοπής, το οποίο όμως κρινόταν επιθυμητό σε σχέση με τα μέχρι τότε ισχύοντα. 

Στα θετικά σημάδια για την «εκσυγχρονιστική» δυναμική του καθεστώτος συγκαταλέγονταν, σύμφωνα με την αμερικανική οπτική, το «ισχυρό ενδιαφέρον» για την τεχνική εκπαίδευση (ιδίως στην περιφέρεια) και η πρόθεση της χουντικής κυβέρνησης να αναγνωρίσει την ισοτιμία των ξένων πανεπιστημιακών τίτλων¹⁶. 

Σημαντικό κομμάτι της προσπάθειας της USIS να βελτιωθεί η εικόνα των ΗΠΑ στην Ελλάδα επικεντρώθηκε στο ζήτημα της ετεροδικίας, το οποίο η αμερικανική πλευρά αξιολογούσε ως κομβικό στοιχείο του αντιαμερικανικού λόγου στον ελληνικό Τύπο. 

Γι’ αυτό, η USIS συνιστούσε στα μέλη της Αμερικανικής Αποστολής να επιλέγουν την οδό της ελληνικής Δικαιοσύνης από το να διακινδυνεύουν μια «εικόνα “αμερικανικής κατοχής”». 


Η «Αμερικανική Βιβλιοθήκη» της USIΑ στην Αθήνα, στόχος της αντιδικτατορικής αντίστασης | «ΤΑ ΝΕΑ», 14/7/1971 - «ΤΟ ΒΗΜΑ», 14/7/1971 

Αξιολογώντας τα μέσα που χρησιμοποίησε, η USIS κατέληγε ότι οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές παραγωγές της, που φιλοξενήθηκαν σε σημαντικό βαθμό στα ελληνικά κρατικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα, «υπήρξαν μακράν το πιο αποτελεσματικό της εργαλείο προκειμένου να διοχετευτεί στο ελληνικό κοινό η άποψη των ΗΠΑ για ζητήματα άμυνας, ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής». 

Οσον αφορά τις προοπτικές της μελλοντικής της συνεργασίας με την ελληνική τηλεόραση, η USIS θεωρούσε πως η δική της συνεισφορά σε υλικό δεν θα μπορούσε να αυξηθεί ιδιαίτερα – αφενός, λόγω της πρόθεσης της χούντας να «εξελληνίσει» το τηλεοπτικό πρόγραμμα και, αφετέρου, επειδή η παραγωγή της USIS είχε ήδη αγγίξει το μέγιστο επιθυμητό επίπεδο. 
Επαφές και αντιαμερικανισμός 

Δευτερευόντως, η USIS αξιολογούσε ως σχετικά επιτυχημένες τις προσωπικές επαφές των στελεχών της με προσωπικότητες από τον χώρο της πολιτικής και του Τύπου (εκδότες, δημοσιογράφους κ.λπ.), πολλοί εκ των οποίων είχαν απολέσει τους παλιούς τους ρόλους λόγω της αλλαγής καθεστώτος. 

Παρότι η υπηρεσία αναγνώριζε ότι δεν υπήρχε ένας «αντικειμενικός τρόπος να μετρηθεί ο αντίκτυπος μιας τέτοιας ένας προς έναν συνομιλία», εν τούτοις εκτιμούσε πως είχαν συμβάλει στη «σχετικά ομαλή» αποδοχή της παρουσίας του Εκτου Στόλου στην Ελλάδα¹⁷. 

Επιπλέον, δεν μπορούσε παρά να διαπιστώσει ότι τα μέλη της ελληνικής πνευματικής ελίτ απέφευγαν τις προσωπικές επαφές με Αμερικανούς αξιωματούχους, όπως και τη συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις υπό την αμερικανική αιγίδα, «ως μορφή διαμαρτυρίας γι’ αυτό που ερμηνεύεται ως υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ προς το ελληνικό καθεστώς». 

Το φαινόμενο αυτό ήταν εντονότερο στις τάξεις των νέων και ιδίως των φοιτητών, οι οποίοι αποτελούσαν διαχρονικά ένα σημαντικό κοινό-στόχο για την αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα, με την USIS να διαπιστώνει πως «μεγάλο μέρος του δυνητικού μας κοινού εφαρμόζει ένα πραγματικό μποϊκοτάζ στις δραστηριότητές μας». 

Ενδεικτική της αδυναμίας να κατανοηθεί ο ελληνικός αντιαμερικανισμός στις πραγματικές του διαστάσεις, από την αμερικανική πλευρά, είναι η κατηγορηματική άρνηση της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα ότι οι πρώτες κινητοποιήσεις των φοιτητών του Πολυτεχνείου, στις αρχές του 1973, είχαν και αντιαμερικανικό περιεχόμενο, ενώ ερμήνευε τα αρνητικά δημοσιεύματα κατά της παρουσίας του Εκτου Στόλου στην Ελλάδα ως αντικαθεστωτικά και όχι ως αντιαμερικανικά. 

Πέραν αυτής της αστοχίας στο να αποτιμηθεί εγκαίρως ο αντίκτυπος στην ελληνική κοινή γνώμη της αμφιλεγόμενης σχέσης των ΗΠΑ με την ελληνική χούντα, είναι σαφές ότι, στη διάρκεια της επταετίας, οξύνονται οι αντιφάσεις που χαρακτήριζαν την αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο. 

(Προδημοσίευση από το βιβλίο «Προπαγάνδα, Δίκτυα Επιρροής και Πολιτισμός: Η Αμερικανική Πολιτιστική Διπλωματία στην Ελλάδα 1953-1973», που θα κυκλοφορήσει από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) 

*Διδάσκουσα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου 
(1) Greece National Intelligence Estimate, 29.1-68 «The Outlook for Greece», 11/4/1968. 
(2) CIA, Intelligence Memorandum: Orientation of the New Greek Government, 25/4/1967. LBJ Papers, Report «Short-Term Prospects for Greece», 8/9/1967. 
(3) CIA, Intelligence Memorandum: The Greek Junta. Its Problems and Prospects, 19/1/1968. 
(4) American Embassy Athens to Secretary of State, 12/2/1968. 
(5) Educational and Cultural Exchange: Annual Report for fiscal year 1968-1969, A-337, 26/8/1969. 
(6) NEA, Intelligence Memorandum: Visit of King Constantine of Greece, 11/9/1967. 
(7) Educational and Cultural Exchange: Annual Report for fiscal year 1968-1969, A-337, 26/8/1969. 
(8) Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «Δικτατορία και Μεταπολίτευση», Αθήνα 2017, σ. 130-157. 
(9) Σωτήρης Ριζάς, «Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δικτατορία των Συνταγματαρχών και το κυπριακό ζήτημα 1967-1974», Αθήνα 2002, σ. 29-30. 
(10) NEA, Intelligence Memorandum: Visit of King Constantine of Greece, 11/9/1967. 
(11) Educational and Cultural Exchange: Annual Report for fiscal year 1968-1969, A-337, 26/8/1969. 
(12) Ο.π. 
(13) Educational and Cultural Exchange: Returnees Follow-up Project Report for FY-1968, A-760, 21/8/1968. 
(14) Educational and Cultural Exchange: Annual Report for fiscal year 1968-1969, 26/8/1969. 
(15) Amconsul Thessaloniki to Department of State «University Reform: Faculty Dismissals», 6/3/1968. Βλ. επίσης Κριμπάς 1999, σ. 135-152. 
(16) American Embassy Athens to Department of State, «Education and the Arts in Greece under Military Rule», 3/8/1967. 
(17) USIS Athens to USIA Washington, Assessment Report, 19/7/1973. 
«Σφαίρες από ζάχαρη»: το Ιδρυμα Φορντ και η ελληνική διανόηση 
Του Χρίστου Μάη** 


Πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στη δημόσια διαμάχη για τις υποτροφίες του Ιδρύματος Φορντ. Αριστερά η Λ. Ζωγράφου και από επάνω δεξιά:Β. Ραφαηλίδης, Λ. Χρηστάκης και Δ. Ν. Μαρωνίτης. | 

Το Ιδρυμα Φορντ αποτελεί αμερικανικό κοινωφελές ίδρυμα της ομώνυμης οικογενείας και ομίλου επιχειρήσεων. 

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου θα έχει (όπως και άλλα αντίστοιχα ιδρύματα, λ.χ. το Ιδρυμα Ροκφέλερ) ενεργό συμμετοχή στον πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο. 

Ιδρύματα όπως το Φορντ χρησιμοποιούνται είτε ως ιμάντας χρηματοδότησης από τη CIA προς διανοούμενους και προγράμματα, είτε ως φορέας εκπόνησης προγραμμάτων τα οποία εκπορεύονται από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. 

Αυτά τα ιδρύματα αποτελούν τμήμα ενός ανεπίσημου δικτύου με στόχο την εξυπηρέτηση της αμερικανικής ψυχροπολεμικής πολιτικής. 

Στόχος των διαφόρων προγραμμάτων είναι η άμβλυνση του αντιαμερικανισμού και ο εξωραϊσμός των ΗΠΑ μέσω προπαγανδιστικού υλικού, ταινιών, βιβλίων και περιοδικού Τύπου ή με υποτροφίες που προορίζονται κυρίως για άτομα τα οποία θεωρείται πως θα παίξουν ενεργό ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της εκάστοτε χώρας. 

Το Ιδρυμα Φορντ δραστηριοποιείται στην Ελλάδα από το 1958 και κατά την πρώτη δεκαετία της δράσης του δεν χρηματοδοτεί παρά κρατικά ιδρύματα και άλλους «νομιμόφρονες» φορείς, όπως το Βασιλικό Ιδρυμα Ερευνών και τον Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ομιλο του Κων/νου Δοξιάδη. Επίσης κατά την περίοδο αυτή δεν συναντάμε ατομικές χορηγίες. 

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το Ιδρυμα αρχίζει να χρηματοδοτεί πρόσωπα και συσσωματώσεις που ανήκουν στην Αριστερά και στον ευρύτερο αντιδικτατορικό χώρο, όπως οι Στρατής Τσίρκας, Γιώργος Σκούρτης, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Παντελής Βούλγαρης, Θόδωρος Μαραγκός, Μανόλης Αναγνωστάκης (που επέστρεψε τη χορηγία), Δημήτρης Μαρωνίτης, εταιρεία Σύγχρονος Κινηματογράφος κ.ά. 

Η χρηματοδότηση γίνεται μεν κατόπιν αίτησης των ενδιαφερομένων, παρ' όλα αυτά υπάρχει σειρά αναφορών για προτροπές του Ιδρύματος προς διανοουμένους προκειμένου να ζητήσουν χορηγία. 

Η γνωστοποίηση των ονομάτων των χορηγουμένων δημιούργησε έντονες συζητήσεις και συγκρούσεις ανάμεσα σε φίλους, συνεργάτες και συντρόφους σε σχέση με την ηθική και πολιτική διάσταση της αποδοχής των χορηγιών του Φορντ. 

Στη δημόσια σφαίρα ελάχιστοι συμμετείχαν στην ομολογουμένως έντονη πολεμική. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κατά βάση σιωπή των αριστερών διανοουμένων που έλαβαν τη χορηγία· εξαιρέσεις υπήρξαν οι Δ. Ν. Μαρωνίτης και Βασίλης Ραφαηλίδης (μέσω της εφημερίδας «Το Βήμα») και, εμμέσως, ο Μανόλης Αναγνωστάκης με τη δήλωσή του περί επιστροφής της χορηγίας. 

Από την άλλη πλευρά, το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης έλαβε χώρα από τους Γιώργο Μιχαηλίδη και Γιώργο Χατζόπουλο (μέσω του περιοδικού «Ανοιχτό Θέατρο»), Θύμιο Παπανικολάου (μέσω του περιοδικού «Νέοι Στόχοι»), Λιλή Ζωγράφου και Λεωνίδα Χρηστάκη (μέσω των περιοδικών «Κούρος» και «Panderma»). 

Τα επιχειρήματα των δυο πλευρών μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: για τους μεν, δεν υπάρχουν βρόμικα λεφτά και άρα πρέπει να κρίνεται το έργο και όχι η πηγή της χρηματοδότησης, και δεν υπάρχει καμιά παρέμβαση ή άλλη δέσμευση έναντι του Ιδρύματος Φορντ. 

Από την άλλη, οι πολέμιοι του Ιδρύματος Φορντ αναπαράγουν εν πολλοίς τα σχήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας όπως οι δεσμοί των ιδρυμάτων με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και ο ρόλος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού εν γένει. 

Οι τελευταίοι θέτουν το ερώτημα κατά πόσο είναι ηθικά σωστό να λαμβάνει κάποιος χρηματοδότηση από αμερικανικό ίδρυμα το οποίο είναι διαπλεκόμενο με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, εν μέσω μιας δικτατορίας με αντίστοιχη διαπλοκή με τις ίδιες υπηρεσίες. 

Ουδέποτε τέθηκε ζήτημα ποιότητας του έργου, ούτε υπονοήθηκε ότι οι χορηγούμενοι «άλλαξαν στρατόπεδο», παρότι τέθηκαν ερωτήματα ως προς την πιθανή αυτολογοκρισία των παραγωγών των πιθανών πολιτικών προεκτάσεων του παραγόμενου έργου. 

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας διεξήχθη μια ηθικού τύπου αντιπαράθεση γύρω από ένα πολιτικό ζήτημα, μια συζήτηση που έγινε με όρους εκατέρωθεν λιβελλογραφημάτων και δεν υπήρξε ουσιαστική.


Το όλο ζήτημα των χορηγιών δεν μπορεί να ιδωθεί εκτός του ιστορικού πλαισίου, της ύπαρξης δηλαδή της δικτατορίας. 

Επιπροσθέτως, δεν μπορεί να εξεταστεί ολικά εάν παραγνωριστεί η πρόσληψη του καθεστώτος ως αμερικανοκίνητου και αμερικανοστήριχτου από το σύνολο του αντιδικτατορικού κόσμου, κάτι που διαφαίνεται ακόμη κι από τις συνεντεύξεις που έχουν δώσει ακόμη και αντιχουντικοί στρατιωτικοί. 


Εντυπα που πρωταγωνίστησαν στη δημόσια διαμάχη για τις υποτροφίες του Ιδρύματος Φορντ. | 

Ο «αμερικανικός παράγων» κι ο αντιαμερικανισμός τον οποίο προκαλούσε δεν θα μπορούσε να μη συνδεθεί στη συνείδηση μεγάλου τμήματος της διανόησης και ακολούθως στις συζητήσεις σε σχέση με τις χορηγίες ενός αμερικανικού ιδρύματος, για το οποίο υπήρχαν δημοσιευμένα άρθρα -και στα ελληνικά- για τις σχέσεις του με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. 

Πέραν του ιστορικού πλαισίου, οι χορηγίες είχαν αποτέλεσμα τη διάρρηξη διαπροσωπικών σχέσεων και συνεργασιών, ενίοτε οριστικά. 

Κι αυτό σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία έχουμε τη συγκρότηση πολιτισμικών συσσωματώσεων με εν δυνάμει αντιδικτατορικό χαρακτήρα, όπως πολιτιστικοί όμιλοι ή συλλογικά εκδοτικά εγχειρήματα. 

Εχουμε τη δημιουργία κλίματος μη εμπιστοσύνης ανάμεσα σε όσους έτυχαν της χορηγίας και όσους απέρριψαν αυτό το ενδεχόμενο. 

Μάλιστα, η όλη συζήτηση για τη λήψη ή μη της χορηγίας δημιούργησε συγκρουσιακό κλίμα και εντός συλλογικοτήτων όπως σε αυτή του «Ελεύθερου Θεάτρου» και του «Σύγχρονου Κινηματογράφου». 

Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε πως υπήρξαν και προτάσεις για ατομικές χορηγίες σε άτομα που ήδη συμμετείχαν σε συλλογικότητες και που πιθανές θετικές απαντήσεις θα οδηγούσαν σε αποψίλωσή τους· τέτοιες προτάσεις έγιναν λ.χ. στον Γιώργο Κοτανίδη και τον Βασίλη Ραφαηλίδη. 

Η προβολή και ενίσχυση της ατομικής διάνοιας έναντι της μέχρι τότε συλλογικής λειτουργίας (σε χώρους όπως οι εκδόσεις, ο κινηματογράφος και φυσικά το θέατρο) υπήρξε και απόρροια των χορηγιών. 

Δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς ότι σε μεγάλο βαθμό οι αριστεροί λήπτες ανήκουν στη γενιά της ήττας, στους διανοούμενους της περιβόητης «σιωπής», ενώ αντιθέτως οι επικριτές τους στη νεότερη γενιά, η οποία ήδη από την προδικτατορική περίοδο ασκούσε μια αριστερή κριτική στην προηγούμενη και που από την έναρξη της δικτατορίας δραστηριοποιήθηκε πολιτισμικά και πολιτικά. 

Δεν πρέπει επίσης να αποκλείσει κανείς την πιθανότητα ορισμένοι συντελεστές του Ιδρύματος Φορντ με ευαισθησίες να επιχείρησαν να ενισχύσουν διωκόμενους διανοουμένους. 

Η Ιστορία όμως δεν μπορεί να γράφεται ως δίκη προθέσεων. 

Η εισροή χορηγιών από αμερικανικό ίδρυμα -εν μέσω της δικτατορίας- στις τάξεις της αριστερής διανόησης δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στη σύγκρουση που οδήγησε. 

Κι αυτό δεν ήταν άγνωστο ούτε στους εγχώριους συντελεστές του Ιδρύματος, ούτε στους λήπτες: ούτε οι μεν ούτε οι δε στερούνταν ευφυΐας και αναλυτικής σκέψης. 

Η σύγκρουση αυτή τραυμάτισε ανεπανόρθωτα συνεργασίες και συμμαχίες, σε μια περίοδο που το αντιδικτατορικό κίνημα και οι πολιτισμικές αντιστάσεις βρίσκονται σε ανάπτυξη, αντιστρέφοντας μια ήδη διαμορφούμενη πορεία «από το εγώ στο εμείς». 

**Ιστορικός 
Διαβάστε 

● Ζηνοβία Λιαλιούτη, Ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα 1947-1989 (Αθήνα 2016, εκδ. Ασίνη). Ανατομία του πολιτικού και ιδεολογικού φαινομένου που σημάδεψε τις μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα, με παράλληλη ανάλυση της έννοιας του «αμερικανισμού» στον δημόσιο λόγο πριν και μετά τη Μεταπολίτευση. 

● Frances Stonor Saunders, The Cultural Cold War. The CIA and the World of Arts and Letters (Ν. Υόρκη 1999, εκδ. The New Press). Το κλασικό, πλέον, έργο για την αφανή διαπλοκή μυστικών υπηρεσιών και πολιτιστικής διπλωματίας στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. 

● Inderjeet Parmar, Foundations of the American Century: The Ford, Carnegie, and Rockfeller Foundations in the Rise of American Power (Ν. Υόρκη 2012, εκδ. Columbia University Press). Η καθοριστική συμβολή των μεγάλων ιδιωτικών ιδρυμάτων στην προώθηση των βασικών στόχων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. 

● Στρατής Μπουρνάζος, «Το κράτος των εθνικοφρόνων: Αντικομμουνιστικός λόγος και πρακτικές» (σε Χρήστος Χατζηιωσήφ [επιμ.], Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Δ2, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 9-49). Επισκόπηση του ελληνικού αντικομμουνισμού του Εμφυλίου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων. Ειδική αναφορά στην παρουσία της USIS, αλλά και στις διαθέσιμες μέχρι στιγμής πληροφορίες για τη διαπλοκή του φαινομένου με τα πολιτιστικά παραρτήματα της CIA. 

● «Το Ιδρυμα Φορντ στην Ελλάδα» (περ. Αρδην, τ. 56 [10-11/2005], σ. 21-60). Εκτενές αφιέρωμα με επιλογή τεκμηρίων από τη σχετική δημόσια συζήτηση της δεκαετίας του 1970.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου