Σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης και στον αμυντικό τομέα φιλοδοξεί να αποτελέσει η συμφωνία που υπέγραψαν 23 από τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, την Δευτέρα, στο πλαίσιο του συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών της ‘Ενωσης. Τα κράτη-μέλη που υπέγραψαν τη συμφωνία είναι τα εξής: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Κροατία, Κύπρος, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Ισπανία και Σουηδία. Άλλα κράτη-μέλη μπορούν να συμμετάσχουν σε μεταγενέστερο στάδιο.
Η συμφωνία αποτελεί το πρώτο επίσημο βήμα για τη δημιουργία της λεγόμενης «μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας» («permanent structured cooperation» - PESCO). Οι 23 χώρες συμφώνησαν στις αρχές της PESCO, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα το γεγονός ότι η «PESCO είναι ένα φιλόδοξο, δεσμευτικό και χωρίς αποκλεισμούς ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για επενδύσεις στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας του εδάφους της ΕΕ και των πολιτών της». Επίσης, προσυπέγραψαν τον κατάλογο των «φιλόδοξων και πιο δεσμευτικών κοινών υποχρεώσεων», τις οποίες συμφώνησαν να αναλάβουν τα κράτη -μέλη, συμπεριλαμβανομένων «των τακτικά αυξανόμενων προϋπολογισμών για την άμυνα σε πραγματικούς όρους, με σκοπό την επίτευξη συμφωνημένων στόχων».
Μια «προϊστορία»
Αν και η συμφωνία υπογράφτηκε μόλις τώρα, προβλέπεται ήδη από την Συνθήκη της Λισσαβόνας, το 2007. Σύμφωνα με την ΕΕ, η Συνθήκη «προέβλεψε τη δυνατότητα ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ ορισμένων χωρών της ΕΕ στο στρατιωτικό τομέα, δημιουργώντας τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία [άρθρο 42 παράγραφος 6 και άρθρο 46 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)]. Για τον σκοπό αυτό, οι ενδιαφερόμενες χώρες θα πρέπει να πληρούν δύο βασικές προϋποθέσεις, οι οποίες προβλέπονται από το πρωτόκολο αριθ. 10 που επισυνάπτεται στη Συνθήκη:
να προβούν σε εντατική ανάπτυξη αμυντικών δυνατοτήτων, μέσω της ανάπτυξης εθνικών συνεισφορών και της συμμετοχής τους σε πολυεθνικές δυνάμεις, στα κύρια ευρωπαϊκά προγράμματα εξοπλισμού και στις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας στον τομέα της ανάπτυξης αμυντικών δυνατοτήτων, της έρευνας, των προμηθειών και των εξοπλισμών∙
να έχουν τη δυνατότητα να παράσχουν, το αργότερο το 2010, μάχιμες μονάδες καθώς και την εφοδιαστική υποστήριξη για τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 43 της ΣΕΕ, εντός προθεσμίας 5 έως 30 ημερών σε περίπτωση ανάγκης, για περίοδο 30 έως 120 ημερών.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας αξιολογεί τακτικά τις συνεισφορές των συμμετεχόντων χωρών. Οι χώρες της ΕΕ που επιθυμούν να καθιερώσουν μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία πρέπει να γνωστοποιήσουν την πρόθεσή τους στο Συμβούλιο και στον ύπατο εκπρόσωπο της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Κατόπιν αυτής της γνωστοποίησης, το Συμβούλιο πρέπει να εκδίδει απόφαση, με ειδική πλειοψηφία, για την καθιέρωση της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας και για την κατάρτιση του καταλόγου των συμμετεχουσών χωρών. Το Συμβούλιο αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία των χωρών που συμμετέχουν στη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία, την προσχώρηση νέων χωρών ή την ανάκληση ορισμένων από αυτά. Οι αποφάσεις και οι συστάσεις στο πλαίσιο μίας τέτοιας συνεργασίας εκδίδονται με ομοφωνία των συμμετεχόντων μελών του Συμβουλίου».
Αυτό δεν σημαίνει ότι έκτοτε η ΕΕ παρέμεινε άπραγη σε αυτόν τον τομέα. Αν και είναι επίσης αλήθεια, ότι μέχρι και το 2007, η τελευταία φορά που η Δυτική Ευρώπη τόλμησε να σχεδιάσει ένα κοινό αμυντικό σχέδιο ήταν κατά το μακρινό 1950, με γαλλική πρόταση. Η αιτία και ο στόχος εκείνης της προσπάθειας είναι από πολλές πλευρές κοινός με την σημερινή συμφωνία: Ο σχηματισμός μίας πανευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης, ως εναλλακτικό σχέδιο στην πρόταση προσχώρησης της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, τότε, η οποία απέβλεπε στην αξιοποίηση του όποιου στρατιωτικού δυναμικού της Γερμανίας σε περίπτωση σύγκρουσης με την ΕΣΣΔ. Η ΕΑΚ θα περιελάμβανε τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Αν και μία πρώτη συνθήκη υπογράφτηκε στις 27 Μαΐου του 1952, το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αφού κατέρρευσε με την μη επικύρωσή του από την γαλλική βουλή. Οι γκολικοί, κυρίως, φοβήθηκαν, πως μία δομή σαν εκείνη θα αποδυνάμωνε την εθνική κυριαρχία της Γαλλίας, ενώ εκφράστηκαν και φόβοι για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας.
Αυτήν την φορά τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά. Στην ομιλία του για το μέλλον της Ευρώπης τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν είπε, ότι «στην αρχή της επόμενης δεκαετίας η Ευρώπη πρέπει να έχει κοινή δύναμη παρέμβασης, κοινό αμυντικό προϋπολογισμό και κοινό δόγμα δράσης». Δεν πρόκειται απλά για έναν έναν κατάλογο πολιτικών επιθυμιών και προθέσεων: Τόσο τα σχέδια χρηματοδότησης όσο και η θεσμική υποδομή για μια τέτοια ενοποίηση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής πολιτικής έχουν τεθεί σε εφαρμογή με εκπληκτική ταχύτητα. Δύο δισεκατομμύρια ευρώ έχουν τεθεί στο τραπέζι για την έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και την προμήθεια όπλων.
Τι άλλαξε;
Η επανένωση της Κριμαίας με την Ρωσία το 2014, διαδικασία που η ΕΕ εκλαμβάνει ως προσάρτηση και επιθετική πράξη εναντίον της Ουκρανίας και εν γενεί εναντίον της, ο ουκρανικός εμφύλιος πόλεμος, η προσφυγική κρίση, το Brexit και η άνοδος στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ είναι μερικοί από τους βασικούς λόγους που κατέστησαν ώριμες τις συνθήκες γι’ αυτό το βήμα.
«Ήταν περισσότερο το ξέσπασμα του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία και η παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας, σε συνδυασμό με τις τρομοκρατικές επιθέσεις που καθιστούσαν δυνατή αυτή τη νέα ανάπτυξη» δήλωσε η Bodil Valero, εκπρόσωπος της σουηδικής Ομάδας των Πρασίνων. Για τον Γάλλο υπουργός Εξωτερικών, Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν, η PESCO είναι μια «απάντηση στις επιθέσεις» του φθινοπώρου του 2015, αλλά και «στην κρίση στην Κριμαία». «Ήταν σημαντικό για εμάς, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Αμερικανού προέδρου (Ντόναλντ Τραμπ), να μπορέσουμε να οργανωθούμε ανεξάρτητα ως Ευρωπαίοι. [Η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας - CSP] είναι συμπληρωματική του ΝΑΤΟ αλλά βλέπουμε πως κανείς δεν μπορεί να επιλύσει αντί για εμάς τα προβλήματα ασφάλειας που έχει στη γειτονιά της η Ευρώπη», συμπλήρωσε η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Είχε προηγηθεί, τον Σεπτέμβριο του 2016, ο Επίτροπος Γιουνκέρ, ο οποίος μίλησε για τις απειλές που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός «τρόπος ζωής». Σε έναν εχθρικό κόσμο, είπε, η Ευρώπη θα πρέπει να προσαρμοστεί. Η χαλαρή ισχύς δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες απειλές: «Για να είναι ισχυρή η ευρωπαϊκή άμυνα, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία πρέπει να καινοτομήσει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα προτείνουμε πριν από το τέλος του έτους ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, το οποίο θα ενισχύσει την έρευνα και την καινοτομία». «Καλά νέα για την αμυντική βιομηχανία: νέο Ευρωπαϊκό Αμυντικό Ταμείο πριν από το τέλος του έτους!» πανηγύριζε η Ευρωπαία Επίτροπος Βιομηχανίας Elzbieta Bienkowska, το 2016.
Περίπου ενάμιση χρόνο νωρίτερα, τον Μάρτιο του 2015, η Bienkowska είχε ξεκινήσει μια ομάδα υψηλού επιπέδου προσωπικοτήτων με στόχο να συμβουλεύσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το πώς θα στηρίξει και θα προωθήσει την στρατιωτική έρευνα και την έρευνα στον τομέα της ασφάλειας. Η ομάδα περιλαμβάνει μεγάλα ονόματα από τους διαδρόμους της βιομηχανίας και της Επιτροπής. Οι σύμβουλοι μεγάλων ευρωπαϊκών στρατιωτικών αναδόχων, μεταξύ των οποίων η Indra, η Saab, ο όμιλος Airbus, η BAE Systems και η Finmeccanica, προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν μαζί με εκπροσώπους think-tank και βασικούς πολιτικούς παράγοντες όπως ο πρώην Σουηδός πρωθυπουργός Carl Bildt και ο Γερμανός βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Michael Gahler.
Η πρόταση της ομάδας, που υποβλήθηκε τον Φεβρουάριο του 2016 στο Ινστιτούτο Μελετών Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έθεσε τη βιομηχανία στο προσκήνιο της πολιτικής άμυνας της ΕΕ, συνιστώντας τη δημιουργία μιας νέας γραμμής στρατιωτικής έρευνας καθώς και μια ειδική συμβουλευτική ομάδα για την υποστήριξη ενός «οδικού χάρτη» μεταξύ του «κλάδου (του τελικού προμηθευτή) και των κρατών μελών (οι έμπιστοι πελάτες)». Η επιτροπή συνιστάται να συμβουλεύεται οργανισμούς «όπως η ASD Aerospace and Defense Industries Association» της Ευρώπης, η οποία «θα μπορούσε να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες για την επιλογή των εκπροσώπων των ενδιαφερόμενων μερών».
Η αλήθεια είναι ότι με την έλευση του 2017 τα πράγματα επιταχύνθηκαν σε ό,τι αφορά τον τομέα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Στα μέσα Μαΐου συνήλθε στις Βρυξέλλες το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (ΣΕΥ) της ΕΕ, με συμμετέχοντες τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών - μελών. Στην ατζέντα ήταν διαβόητη Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ σε θέματα Ασφάλειας και Αμυνας. Στο σχετικό ενημερωτικό αναφέρεται ότι το ΣΕΥ θα προβεί σε απολογισμό της εφαρμογής της στον τομέα της Ασφάλειας και της Αμυνας, ιδίως όσον αφορά τις «πολιτικές πτυχές» της, όπως παρουσιάζονται αποστολές και επιχειρήσεις της ΕΕ πέραν των συνόρων της, με κεκαλυμμένο στρατιωτικό χαρακτήρα, τύπου αστυνόμευσης ή εκπαίδευσης ντόπιων στρατιωτικών ή αστυνομικών δυνάμεων.
Το Συμβούλιο συζήτησε, επίσης, την κατάσταση στο Κέρας της Αφρικής, «μια περιοχή που αντιμετωπίζει αποσταθεροποίηση, ιδίως στη Σομαλία, στο Νότιο Σουδάν και το Σουδάν. Η συζήτηση αναμένεται να επικεντρωθεί στις πολιτικές προκλήσεις και τις προκλήσεις για την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της κατάστασης στην ευρύτερη περιοχή, στην Ερυθρά Θάλασσα», αναφέρεται από πλευράς ΕΕ, η οποία φαίνεται πως εστιάζει σε μια χερσαία περιοχή με μεγάλο ορυκτό πλούτο, όπως και σε ένα σημαντικότατο θαλάσσιο δίαυλο για την παγκόσμια διαμετακόμιση.
Λίγες μέρες μετά την παραπάνω συνάντηση συνεδρίασε στις Βρυξέλλες εκ νέου το ΣΕΥ, αλλά αυτήν τη φορά με μετέχοντες τους υπουργούς Αμυνας των κρατών - μελών. Και σε αυτήν τη Σύνοδο πρώτο θέμα στην ατζέντα ήταν η Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ σε θέματα Ασφάλειας και Αμυνας, αλλά αυτήν τη φορά από πιο στρατιωτική σκοπιά. ‘Ετσι, συζητήθηκε η «δυνατότητα Μόνιμης Διαρθρωμένης (σ.σ: στρατιωτικής) Συνεργασίας» («permanent structured cooperation» -PESCO ) και η δυνατότητα μιας συντονισμένης μεταξύ των κρατών - μελών ετήσιας επανεξέτασης των βημάτων που έχουν κάνει στο μεταξύ στην οικοδόμηση της ευρωενωσιακής άμυνας» («coordinated annual review on defence» - CARD).
Το τελευταίο θέμα απασχολεί σφόδρα την ΕΕ στον απόηχο και του «Brexit», με την αποχώρηση του βρετανικού στρατού από το «αμυντικό» σύστημα της ΕΕ, των πιέσεων που ασκεί η διακυβέρνηση Τραμπ, ώστε οι ευρωπαϊκές χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ να αναλάβουν μεγαλύτερα βάρη στη λειτουργία της συμμαχίας, και συζητήσεων στο εσωτερικό της ΕΕ για τη δυνατότητα «ανάληψης αυτοτελούς δράσης» σε περιπτώσεις που το ΝΑΤΟ δεν παίρνει απόφαση εμπλοκής. Συζητήθηκε επίσης η ενδυνάμωση των «εργαλείων ταχείας αντίδρασης» της ΕΕ («rapid response tools»), συμπεριλαμβανομένων των Σχηματισμών Μάχης της ΕΕ («EU battlegroups»).
Το Brexit πάντως δεν συνιστά αναγκαστικά απειλή για την κοινή αμυντική πολιτική της ΕΕ, αν και αποτελεί μια αποδυνάμωση. Ένας από τους στόχους της PESCO είναι επίσης να δίνεται η δυνατότητα άμεσης υλοποίησης των στρατιωτικών αποστολών της ΕΕ, δεδομένη της απροθυμίας των κρατών - μελών να διαθέσουν στρατιώτες. Η Βρετανία, πρώτη σε αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ, ήταν ανέκαθεν κάθετα αντίθετη στην έννοια του «ευρωπαϊκού στρατού», θεωρώντας ότι το ΝΑΤΟ αρκεί. Όμως, η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ «ξεμπλόκαρε» αυτήν την διαδικασία, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο και πάντα υπό την προϋπόθεση του τι θα συμβεί τελικά στην πράξη.
Το σίγουρο είναι, ότι η PESCO δεν προτίθεται, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο να λειτουργεί υπερσκελίζοντας το ΝΑΤΟ, αλλά σε συνεργασία με αυτό. Το συμβούλιο θα πρέπει τώρα να εκδώσει απόφαση για τη σύσταση της PESCO με ενισχυμένη ειδική πλειοψηφία. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί στην επόμενη σύνοδο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων (11 Δεκεμβρίου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου