Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Ο νέος κοινωνικός πόλεμος

Λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, ο Warren Buffet, ένας από τους πιο πλούσιους του κόσμου, έκανε δημόσια την παραδοχή ότι “ένας ταξικός πόλεμος εξελίσσεται τα τελευταία 20 χρόνια, και η τάξη μου τον έχει κερδίσει. Είμαστε εμείς εκείνοι που κατάφεραν να μειωθεί δραματικά η φορολογία τους”.
 Ο Buffet αναγνώριζε κάτι που η εργατική τάξη και τα κοινωνικά κινήματα τις περισσότερες φορές αρνήθηκαν πεισματικά να το αποδεχτούν. Τον εμπόλεμο ορίζοντα των κοινωνικών και πολιτικών διαπραγματεύσεων μέσα στον οποίο ξετυλίγονται οι αγώνες. Αποστρέφοντας το βλέμμα από τον πόλεμο, αναζητώντας “πολιτικές λύσεις”, δηλαδή πιο δημοκρατικές καπιταλιστικές κυβερνήσεις, οι αγώνες δεν άργησαν να αντιμετωπίσουν, με τη μία ή την άλλη μορφή, το ζήτημα του πολέμου.
Το 2018, 10 χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehmann Brothers, κατακτήθηκε πλέον από μεγάλα κομμάτια των πλεοναζόντων πληθυσμών και των καταπιεσμένων η επίγνωση, πως τα πράγματα είναι δύσκολα, ωμά, χωρίς επιστροφή. Τελικά, οι ένοπλες περιφράξεις της αστικής δημοκρατίας και του ανταγωνιστικού, επιχειρηματικού κράτους άμυνας/ασφάλειας αποκαλύφθηκαν όχι ως οι περιθωριακές, εξαιρετικές στιγμές μιας “έκτακτης ανάγκης”, αλλά ως ο κανόνας-όπως ακριβώς η δομική καπιταλιστική κρίση του 2008 έπαψε να είναι εξαίρεση, αλλά ο κανόνας μιας μόνιμης διαρθρωτικής στασιμότητας-ύφεσης, η οποία σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ έχει ήδη επικρατήσει στο ορατό μέλλον των επόμενων 50 χρόνων.






Σταδιακά, η παγκόσμια δομική καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2008, με ουσία της τoν κοινωνικο-ταξικό πόλεμο υπέρ της κερδοφορίας του κεφαλαίου, μετασχηματίστηκε από οικονομική σε στρατιωτική. Το 2015 ήταν σημείο καμπής. Οι στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως αυξήθηκαν, έπειτα από τέσσερα χρόνια μείωσης τους, λόγω του πολλαπλασιασμού των εντάσεων σε διεθνές επίπεδο, όπως επισημαίνει σε έκθεσή του το Διεθνές Ινστιτούτο Μελετών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Για το σύνολο της χρονιάς, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σε 1,676 τρισεκατομμύριο δολάρια, ή κατά 1% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Πέραν αυτής της παγκόσμιας αύξησης, που οφείλεται κυρίως σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, το ινστιτούτο μελετών διαπίστωσε ότι η τάση μείωσης των στρατιωτικών δαπανών στη Δύση αυτή τη χρονιά αποδυναμώθηκε. Μέσα σε μια περίοδο δέκα ετών (2006-2015), ενώ ο στρατιωτικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ μειώθηκε (-4%), αυτός της Κίνας σημείωσε τεράστια αύξηση (+132%), ενώ ταχύτατη άνοδο σημείωσαν επίσης οι στρατιωτικές δαπάνες της Σαουδικής Αραβίας (+97%) και της Ρωσίας (+91%). Η Γαλλία, οι στρατιωτικές δαπάνες της οποίας την έφερναν στην πέμπτη θέση του καταλόγου παγκοσμίως, έπεσε στην έβδομη θέση, πίσω από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδία. Στο σύνολο των κρατών της δυτικής Ευρώπης οι αμυντικοί προϋπολογισμοί συνεχίζουν να καταγράφουν πτώση, αλλά βραδύτερη. Στην Ασία, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Ινδονησίας, των Φιλιππίνων, αλλά και της Ιαπωνίας και του Βιετνάμ, αντανακλούν τις εντάσεις, που εκδηλώνονται περισσότερο ή λιγότερο ανοικτά, με την Κίνα και με τη Βόρεια Κορέα. Η άλλοτε φανατικά αντιμιλιταριστική -και δια του Συντάγματός της- Ιαπωνία, άλλαξε ρότα. 


Το 2016, σύμφωνα με έκθεση του ίδιου ινστιτούτου, αυξήθηκαν παγκοσμίως οι αμυντικές δαπάνες1. Συγκεκριμένα άγγιξαν τα 1,686 τρισ. δολάρια παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 0,4% σε σχέση με το 2015. Πρόκειται για την πρώτη συνεχόμενη ετήσια αύξηση από το 2011, όταν οι δαπάνες έφτασαν τα 1699 δισ. δολάρια, ενώ οι αμυντικές δαπάνες εμφανίζονται σύμφωνα με το SIPRI στο υψηλότερο σημείο τους από τα τέλη του Ψυχρού Πολέμου. Στη δυτική Ευρώπη οι δαπάνες αυξήθηκαν για δεύτερο συνεχόμενο έτος κατά 2,6%. Στην κεντρική Ευρώπη σημειώθηκε συνολική αύξηση 2,4%. Η πιο μεγάλη αύξηση στρατιωτικών δαπανών σημειώθηκε στην Ιταλία όπου και άγγιξε το 11%. Οι ΗΠΑ παραμένουν η χώρα με τις υψηλότερες ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο. Παρατηρήθηκε αύξηση 1,7% μεταξύ του 2015 και του 2016, στα 611 δισ. και με αυτή μπήκε τέλος σε μια τάση μείωσης που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια. Οι στρατιωτικές δαπάνες στην Κίνα, που ήταν στη δεύτερη θέση της κατάταξης για το 2016, αυξήθηκαν κατά 5,4% στα 215 δισ. Η Ρωσία αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες κατά 5,9% το 2016, στα 69,2 δισ., και βρίσκεται στην τρίτη θέση. Η Σαουδική Αραβία, που ήταν στην τρίτη θέση το 2015, βρέθηκε στην τέταρτη το 2016 καθώς οι δαπάνες της μειώθηκαν κατά 30% το 2016, στα 63 δισ. Από πλευράς δαπανών ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, το υψηλότερο σημειώθηκε στη Μέση Ανατολή - για τις χώρες που υπήρχαν δεδομένα - με το μέσο όρο να αγγίζει το 6%. Επίσης οι στρατιωτικές δαπάνες των χωρών στη βόρεια Αμερική είχαν την πρώτη τους αύξηση για πρώτη φορά από το 2010.

Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών φαντάζει αδικαιολόγητη από τη σκοπιά της κυρίαρχης ιδεολογίας, που υποστηρίζει ότι ο κόσμος οδηγείται στην παγκόσμια ειρήνη και πρόοδο με τη βοήθεια της παγκοσμιοποίησης. Πράγματι, αν υπολογίσει κανείς τους νεκρούς των στρατιωτικών πολέμων, φαίνεται τον τελευταίο αιώνα να παρατηρείται μια σημαντική μείωση στο στενά οριζόμενο πεδίο του πολέμου-όμως η αναλογία των νεκρών με ένοπλα μέσα αυξήθηκε σε βάρος των αμάχων. Σύμφωνα με ορισμένες (ενδεικτικές) εκτιμήσεις, στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαμε 8.400.000 νεκρούς στρατιώτες και μόνο 1 εκατομμύριο νεκρούς αμάχους, στο B’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαμε 25 εκατομμύρια νεκρούς στρατιώτες και 20 εκατομμύρια αμάχους, ενώ στους πολέμους μετά το 1945 οι νεκροί στα πεδία των μαχών ήταν 7,5 εκατομμύρια ενώ οι νεκροί άμαχοι από εκτελέσεις, βομβαρδισμούς, δολοφονίες κ.λπ φτάνουν στον αριθμό των 33-40 εκατομμυρίων. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι στην περίπτωση των ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των δολοφονημένων αμάχων από τις δυνάμεις καταστολής εντός της χώρας, ισοφαρίζει τον αριθμό των απωλειών κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό2. Οι καταστροφικές συνέπειες πάνω στον άμαχο πληθυσμού σε σχέση με τους στρατιώτες γίνεται κυρίαρχη τάση της νέας εποχής, με πολύ πιο φονικά χαρακτηριστικά. Όσον αφορά τα θύματα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” από τότε που κηρύχθηκε από την κυβέρνηση Μπους, τα θύματά του υπολογίζονται σε 6 με 8 εκατομμύρια3

Τα στοιχεία αυτά, μας προκαλούν να ξανασκεφτούμε πάνω στο ζήτημα του ορισμού του “πολέμου”. Στο πρώτο κεφάλαιο του Περί πολέμου, ο Κλαούζεβιτς δίνει τρεις διαφορετικούς ορισμούς του πολέμου. Ο πόλεμος περιγράφεται σαν τίποτα περισσότερο από μια “μεγάλης κλίμακας μονομαχία”, σαν “πράξη βίας για την επιβολή της θέλησής μας στον αντίπαλο” και σαν “συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα”. Επομένως, το Κράτος δεν αποτελεί αναγκαίο συστατικό του γενικού ορισμού του πολέμου, μολονότι η μετέπειτα περιγραφή του πολέμου από τον Κλαούζεβιτς ανταποκρίνεται στον διακρατικό πόλεμο. Επιπλέον, για τον Πρώσο στρατιωτικό, η θέση του ότι “η πόλεμος αποτελεί τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα” εννοεί τη συνέχιση της πολιτικής με την αριστοτελική έννοια του όρου. “Πολιτική” με αυτή την έννοια είναι ο πολιτικός δεσμός και η ενότητα φίλων έναντι των εχθρών. Ο τρόπος αυτός ορισμού του πολέμου αποσιωπά το γεγονός ότι η κρατική πολιτική ενότητα που απαιτείται για έναν διακρατικό πόλεμο, διασφαλίζεται με την επιβολή της θέλησης της κυρίαρχης τάξης πάνω στον “εσωτερικό εχθρό”, αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε “δικτατορία της κυρίαρχης τάξης”. Στον εμφύλιο πόλεμο αποκαλύπτεται ότι η όξυνση των εσωτερικών, ενδοκρατικών κοινωνικών αντιθέσεων παίρνει εμπόλεμο χαρακτήρα , και πως κάθε κράτος αμύνεται απέναντι στο ενδεχόμενο του εμφύλιου πολέμου, που έχει κοινωνική-ταξική βάση, ώστε να μπορεί να διεξάγει διακρατικό πόλεμο. Το καπιταλιστικό σύστημα, η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης, όπως όλα τα κοινωνικο-ταξικά συστήματα θεμελιώθηκε στη βάση ενός μακροχρόνιου νικηφόρου κοινωνικού-ταξικού πολέμου απέναντι στις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες και τον πληθυσμό, την ιστορική περίοδο της λεγόμενης “πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου”. Η μακρά ιστορική περίοδος της “πρωταρχικής συσσώρευσης” του καπιταλισμού δείχνει ότι η δικτατορία της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης δεν ήταν μια παραλλαγή της πολιτικής, αλλά ένα είδος κοινωνικο-ταξικού πολέμου. Από τότε, η αστική τάξη υπερασπίζεται ό,τι με βία και πόλεμο κατέκτησε, την κυριαρχία επί των βασικών όρων παραγωγής και αναπαραγωγής της ζωής απέναντι στους εκμεταλλευόμενους και τους καταπιεσμένους. Για εμάς, αυτή η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης δεν αποτελεί πρωταρχικά πολιτικό δεσμό, πολιτική ενότητα ή πολιτική σχέση, αλλά εσωτερικό κοινωνικό-ταξικό πόλεμο, με βάση τους ορισμούς του Κλαούζεβιτς, αφού πρόκειται για βίαιη επιβολή της θέλησης πάνω στον αντίπαλο, μεγάλης κλίμακας, για πολιτικούς σκοπούς και σε τελική ανάλυση ένοπλη. Σε κάθε καθημερινή ή ιστορική στροφή κρίσης ή αποσταθεροποίησης της κυριαρχίας της, η καπιταλιστική τάξη καλείται να επιβεβαιώνει την πολεμική θεμελίωσή της, διεξάγοντας πολύμορφο κοινωνικό πόλεμο. Η κοινωνικο-ταξική ουσία του πολέμου, κοινή για όλες τις περιόδους του καπιταλισμού, εμφανίζεται σε διαφορετική μορφή ανάλογα το στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του, την εποχή, την συγκυρία, τον συσχετισμό των δυνάμεων. 

Ο κοινωνικο-ταξικός πόλεμος είναι η επίθεση των συστημάτων κυριαρχίας και των φορέων τους απέναντι τους καταπιεσμένους, στο βαθμό που η μορφή ελεύθερης ζωής, που έχουν ανάγκη και ονειρεύονται οι καταπιεσμένοι, είναι εχθρική για την κυριαρχία και δεν χωράει στο πλαίσιο της. Ο κοινωνικός πόλεμος έχει δύο βασικές μορφές, τον εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο εμφανίζεται με τη μορφή οξυμμένης ενδοκρατικής κοινωνικής-πολεμικής σύγκρουσης, και τον ιμπεριαλιστικό, στον οποίο εμφανίζεται με τη μορφή της δια-κρατικής, επεκτατικής πολεμικής σύγκρουσης. Σήμερα, παρατηρούμε μια δομική τάση οργανικής και αντιφατικής ενότητας του εμφύλιου με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σύμφωνα με τον Patrick M.Regan και το βιβλίο του Εμφύλιοι Πόλεμοι και Ξένες Δυνάμεις (Civil Wars and Foreign Powers, 2000), περίπου τα 2/3 των 138 ενδοκρατικών συγκρούσεων ανάμεσα στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και το 2000, συνδυάστηκαν με διεθνή παρέμβαση, με τις ΗΠΑ να παρεμβαίνουν σε 35 από αυτές τις συγκρούσεις. Ανεξάρτητα από την αριθμητική ακρίβεια των στοιχείων, αυτή είναι η πραγματική τάση της οργανικής και αντιφατικής ενότητας εμφύλιου-ιμπεριαλιστικού πολέμου, η οποία μετά το 2000 και το 2008 οξύνθηκε κατακόρυφα, με κορυφαία πρόσφατα παραδείγματα την Ουκρανία και τη Συρία. 

Μια σειρά από τέτοιες συλλογιστικές, μπορούν να μας δείξουν ότι οι κλασσικοί ορισμοί σχετικά με το «αντάρτικο» ή την αντιμετώπισή του δεν επαρκούν. Ο D. Killculen, στο υποδειγματικό του βιβλίο “Counterinsurgency”, είναι σαφής ως προς τη σχέση πολέμου-αντιεξέγερσης: “Πραγματικά, για να παραφράσουμε τον Κλαούζεβιτς, για να διεξάγουμε πόλεμο αποτελεσματικά, πρέπει να καταλάβουμε την πραγματική φύση του […]να διακρίνουμε μεταξύ της Αλ-Κάιντα και των ευρύτερων αγωνιστικών κινημάτων που συμβολοποιεί -οντότητες που χρησιμοποιούν την τρομοκρατία- από τις τακτικές της τρομοκρατίας καθαυτής. Πρακτικά, όπως θα δείξω, ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» είναι ένας αμυντικός πόλεμος ενάντια στην παγκόσμια ισλαμιστική Τζιχάντ, μια ποικιλόμορφη συνομοσπονδία κινημάτων που χρησιμοποιεί την τρομοκρατία ως την κύρια -αλλά όχι τη μοναδική- τακτική της […] η παρούσα σύγκρουση είναι στην πραγματικότητα μια εκστρατεία για την αντιμετώπιση μιας παγκοσμιοποιημένης ισλαμικής εξέγερσης. Κατά συνέπεια, η θεωρία της καταστολής εξεγέρσεων είναι πιο σχετική σε αυτό τον πόλεμο απ’ ότι η παραδοσιακή αντιτρομοκρατία4 […] Όπως η αποκαλούμενη στρατηγική του περιορισμού ήταν κεντρική στον Ψυχρό Πόλεμο, έτσι αντίστοιχα και η στρατηγική του κατακερματισμού παρέχει μια ενοποιητική στρατηγική αντίληψη για τον τρέχοντα πόλεμο - κάτι που προς το παρόν του λείπει5”.
Η, υπόρρητη ή μη, θέση του αντι-μουσουλμανισμού, στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο, που αφορά την αντι-τρομοκρατία είναι ουσιωδώς «προσχηματική». Δε θα μπούμε σε μια λογική να προσπαθήσουμε να δείξουμε τη συνέχεια μεταξύ του τρόπου που ο αντισημιτισμός τροφοδότησε τις θεωρίες του «Ζωτικού Χώρου» στην αυγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του τρόπου που ο αντιμουσουλμανισμός τροφοδοτεί τον «Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» σήμερα. Κάτι τέτοιο θα ήθελε πολύ σοβαρότερη επεξεργασία μιας και αναφέρεται σε εντελώς διαφορετικά φαινόμενα, εκτός του γεγονότος ότι -σε καμιά περίπτωση- δε θα θέλαμε να προκαταβάλουμε την πιθανότητα μιας νέας «τελικής λύσης». Όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, στο βάθος του πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας αναδύεται μια νέα μορφή της ταυτοποίησης του «εχθρού» και του «φίλου». Σε αυτόν μπορεί να συνιστά κοινή λογική η πρόσφατη επικαιροποίηση του δόγματος του ΝΑΤΟ6, η πολεμική προετοιμασία του ελληνικού κράτους και η προσφυγική πολιτική της ΕΕ. Εδώ, τα παλιά δίπολα και οι παραλλαγές τους (είτε του Ψυχρού Πολέμου είτε τα μεταβατικά δόγματα που διαχειρίζονταν την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και την τεράστια περιοχή νέας αξιοποίησης που αναδυόταν) αντικαθίστανται από μια συνάρτηση «αντιτρομοκρατικού τύπου», όπου τα υποκείμενα «προς αντιμετώπιση» καθορίζονται από τον τρόπο που φράζουν την «αγωγιμότητα» της Αγοράς και του Κεφαλαίου, της «αξιοποίησης» στην καθαρότερη μορφή που έχει ποτέ εμφανιστεί, είτε πρόκειται για “failed states” είτε για μη-κρατικούς δρώντες.

Οι φιγούρες του μετανάστη, του μουτζαχεντίν, του αντάρτη των πόλεων, του απεργού, του διαδηλωτή και του ποινικού εγκληματία αναπαράγονται και ταυτίζονται από τον κυρίαρχο λόγο, εντός μιας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης, στην απροσδιόριστη εικόνα ενός αφηρημένου ανθρωπολογικού τύπου που απειλεί την ομαλότητα της περιφραγμένης ευημερίας των σύγχρονων δημοκρατιών, αντικαθιστώντας την έννοια του προλεταριάτου που ασφυκτιά κάτω από τη βαρβαρότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Τα δόγματα Άμυνας-Ασφάλειας θέτουν μια βασική προϋπόθεση, η οποία δεν έχει ακόμα αμφισβητηθεί με ταξικούς όρους: Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις χρειάζονται για την εγκαθίδρυση παγκόσμια της ομαλής ροής του κεφαλαίου, αναγκαίας για την κοινωνική ευημερία του πρώτου κόσμου των καπιταλιστικών μητροπόλεων, και η πολιτική της μηδενικής ανοχής χρειάζεται για την ομαλότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής αυτού του κόσμου έναντι ενός πλανητικού ωκεανού κοινωνικών υποκειμένων που αντιδρούν βίαια στις αναδιαρθρώσεις της παγκόσμιας αγοράς εργασίας, τη διάλυση κοινωνικών παροχών, την έκρηξη των περιφερειακών πολέμων. 

Μπορεί ο Kilcullen, για τους ιδιαίτερους σκοπούς της προτεινόμενης τακτικής, να οριοθετεί σχετικά αυστηρά τον εχθρό (με τακτικούς όρους), όμως η θεμελιώδης λογική που εκφράζεται είναι πολύ πιο συνολική. Το κλειδί για την κατανόησή του βρίσκεται σε ένα άλλο κείμενο που γράφτηκε την ίδια χρονιά: το ιδρυτικό κείμενο για την Ευρωπαϊκή Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας: “Με τις νέες απειλές που εμφανίζονται, η πρώτη γραμμή άμυνας θα είναι συχνά στο εξωτερικό […] καμία από τις νέες απειλές δεν είναι καθαρά στρατιωτική, ούτε μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν με αμιγώς στρατιωτικά μέσα. Κάθε μία χρειάζεται ένα μίγμα μέσων […] με ελέγχους των εξαγωγών και [… ] πολιτικές, οικονομικές κι άλλες πιέσεις. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μπορεί να απαιτήσει ένα μίγμα ικανοτήτων συλλογής πληροφοριών και αστυνομικών, δικαστικών, στρατιωτικών και άλλων μέσων. Το ζητούμενο είναι να συνδυάσουμε τα διάφορα μέσα και ικανότητες […] Όλα αυτά μπορούν να έχουν επίπτωση στην ασφάλειά μας και στην ασφάλεια των τρίτων χωρών. Η ασφάλεια είναι η πρώτη προϋπόθεση της ανάπτυξης”.

Ιδού, λοιπόν, σε απλά βήματα, πως ενοποιείται η κυριαρχία του κράτους με την πολεμική-στρατιωτική του λειτουργία, ή πως τα έθνη-κράτη υποτάσσονται στο γεω-πολιτικό καταμερισμό υπερεθνικών μηχανισμών αλλά ταυτόχρονα ισχυροποιείται η κυριαρχία των δομών τους επί των κοινωνικών σχηματισμών, παράγοντας ενότητα μεταξύ της ιμπεριαλιστικής λειτουργίας και της εσωτερικής ασφάλειας και ανάπτυξης. Η παλιά συζήτηση που ήθελε την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης να αναλύεται ως μια προσωρινή -εν είδει παθολογικού συμπτώματος- κατάσταση στον αντίποδα των ομαλών συνθηκών και σε διακριτότητα από αυτές, δείχνει πως έχει τελειώσει, αν όχι για τμήματα των καταπιεσμένων, του κινήματος και της αριστεράς, πάντως σίγουρα για την πραγματικότητα μεταξύ “κρατικών” και “μη-κρατικών” δρώντων.

Ο νέος μιλιταρισμός είναι ήδη μια νέου τύπου στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας (δίπλα στην καταστολή στους χώρους δουλειάς, την περιστολή των δικαιωμάτων, την καταπίεση των μειονοτήτων) που παράγει τη διπλή ταυτότητα του «πολίτη το κόσμου» δίπλα στην ταυτότητα του «εθνικά ανεξάρτητου λαού»: Από τη μια, ο πολίτης-καταναλωτής, διατεθειμένος να στηρίξει κάθε ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα με θεαματικούς όρους, σιωπηλά συνένοχος των κρατικών εγκλημάτων σε μετανάστες και αποκλεισμένους, υπάκουο μέλος του βιοπολιτικού σώματος που υπερασπίζεται τον «τρόπο ζωής» των «κοινωνικώς ενταγμένων» και ανά περιπτώσεις ανέχεται τον αισχρό «υπερεγωτικό πυρήνα» του φασισμού της νεωτερικής δημοκρατίας, αρκεί να μην έχει αυτόνομες πολιτικές βλέψεις. Από την άλλη, ο πολίτης-πολεμιστής, διαλεγμένος από την κάτω πλευρά του κοινωνικού τόξου, καλούμενος να υπηρετήσει τα υψηλά ιδανικά του εθνικού ιδεώδους, αν θέλει να ενταχθεί σε αυτό, ανάμεσα στην πλειοψηφία των κοινωνικών ομάδων που περισσεύουν. Αυτή ακριβώς η διαίρεση το σαφές όριο που πρέπει να υπερβεί η τρέχουσα μορφή του παγκόσμιου προλεταριάτου, αν θέλει να ανατρέψει τον πολιτισμό της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.

Έτσι, μπορούμε να επιστρέψουμε στον Kilcullen, επιχειρώντας μια ανώτερη σύνδεση μεταξύ της σύγχρονης μορφής του πολέμου και της αναδυόμενης μορφής της “αντιεξέγερσης”: «Ο σκοπός της αντιεξέγερσης είναι να επιστρέψει τη γονική κοινωνία σε μια σταθερή, ειρηνική κατάσταση αλληλεπίδρασης - με όρους κατάλληλους για την κυβέρνηση». Έτσι λοιπόν: αντί για καταστροφή του εχθρού, αποσύνδεσή του. Αντί για επέκταση της ειρήνης, διαχείριση του χάους. Αντί για επέκταση της πολεμικής εκστρατείας, κανονικοποίηση και επέκταση των περιφράξεων.

Τα δόγματα γενικευμένης άμυνας/ασφάλειας και αντιεξέγερσης, ο διακηρυγμένος “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” και ο “υβριδικός πολέμος”, γεφυρώνουν την απόσταση ανάμεσα στον εμφύλιο και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αποτελώντας το κοινό πλαίσιο επικοινωνίας τους. Διαβάζοντας κανείς τα σύγχρονα πολεμικά δόγματα των μεγάλων δυνάμεων, ΝΑΤΟ-Ε.Ε, ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας, Γερμανίας, Ελλάδας, ένα πράγμα συνειδητοποιεί κανείς. Οι κρατικές δυνάμεις διαφέρουν ποσοτικά, από κάποιες απόψεις και ποιοτικά, αλλά υπάρχει ένα κοινό Νέο Πολεμικό Δόγμα (στο εξής, ΝΠΔ)7, το οποίο αντικαθιστά το Κλασικό Πολεμικό Δόγμα (στο εξής ΚΠΔ), που μοντελοποίησε ο Κλαούζεβιτς και κυριαρχούσε σε όλες τις σημαντικές πολεμικές αναμετρήσεις, από τους ναπολεόντειους πολέμους μέχρι το πρώτο και δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κάθε κυρίαρχο μοντέλο πολέμου απαντά σε μερικά βασικά ερωτήματα8, όπως:

1.Υποκείμενα-Το ερώτημα των δρώντων του πολέμου: Ποιός πολεμάει ποιόν; 

2. Μέσα-Το ερώτημα των μέσων του πολέμου: Πώς διεξάγεται ο πόλεμος;

3. Σκοπός-Το ερώτημα των στόχων του πολέμου: Γιατί διεξάγεται ο πόλεμος;

4. Πεδίο-Το ερώτημα του πεδίου του πολέμου; Πού και πότε διεξάγεται ο πόλεμος;

1. Υποκείμενα

ΚΠΔ: Κράτος πολεμάει με κράτος.

ΝΠΔ: Κρατικοί και μη κρατικοί δρώντες συνεργάζονται στο πλαίσιο ενός κοινού πολεμικού σχεδιασμού, απέναντι σε κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες. 

2. Μέσα


ΚΠΔ: Τα μέσα του πολέμου είναι κυρίαρχα στρατιωτικά μέσα.

ΝΠΔ: Τα μέσα του πολέμου είναι ένας συστηματικός συνδυασμός συμβατικών στρατιωτικών μέσων και μη συμβατικών οικονομικών, πληροφοριακών, πολιτισμικών, ψυχολογικών μέσων.

3. Σκοπός

ΚΠΔ: Ο σκοπός του πολέμου είναι η οριστική στρατιωτική νίκη και επιβολή με κατάληψη του ζωτικού χώρου του αντιπάλου, και η πολιτική οργάνωση του κατειλημμένου εδάφους.

ΝΠΔ: Ο σκοπός του πολέμου δεν είναι η οριστική στρατιωτική συντριβή του αντιπάλου αλλά η δημιουργία στρατιωτικού, οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος υπονόμευσης, αποσταθεροποίησης και ένταξής του σε ένα αποτελεσματικό σύστημα πολιτικής διαχείρισης, παιδαγώγησης και ταξινόμησης αξιών, στόχων και κανόνων συμπεριφοράς.

4. Πεδίο

ΚΠΔ: Το πεδίο του πολέμου είναι σαφώς διακριτό από το πεδίο της ειρήνης, το πεδίο της μάχης είναι σαφώς καθορισμένο σε σχέση με το πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής και των αμάχων.

ΝΠΔ: Το δυνητικό πεδίο του πολέμου είναι όλο το φάσμα στο οποίο κυκλοφορεί “αξία”, πόλεμος είναι η διαρκής επιβολή της ειρήνης υπέρ της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η ειρήνη είναι η διαρκής διαπραγμάτευση των όρων του πολέμου υπέρ της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το φάσμα του πολέμου κυμαίνεται από τον “πόλεμο χαμηλής έντασης” στον “πόλεμο υψηλής έντασης” σε μια πυραμίδα άμυνας/ασφάλειας, από την ασφάλεια-έλεγχο στην καθημερινότητα, τα ιδιωτικά καταστήματα και τους δημόσιους χώρους, μέχρι την αστυνομία, τα ειδικά σώματα ασφαλείας και το στρατό, τα διακρατικά όργανα επιβολής της τάξης και του ελέγχου.


O σύγχρονος στρατός χαρακτηρίζεται σε μια σειρά από χώρες από την αλλαγή της σχέσης μεταξύ κληρωτών-μισθοφορικών τμημάτων με σαφή υπεροχή των δεύτερων (βασικά ποιοτική - δευτερευόντως και ανά περιπτώσεις ποσοτική), ενώ άλλες χώρες μειώνουν στο ελάχιστο ή και εντελώς την υποχρεωτική στράτευση. Έτσι οι αστικοί στρατοί είτε «εθνικοί» είτε «συμμαχικοί» προβάλλουν πιο ταξικοί από ποτέ (μισθοφόροι, δυνάμεις ταχείας αντίδρασης) όργανα ταξικής κυριαρχίας αποκομμένα από το λαϊκό σώμα. Ο σύγχρονος αστικός στρατός γίνεται ταχύτατα όλο και περισσότερο επιθετικός και κατοχικός στις λεγόμενες «ειρηνευτικές» αποστολές των ιμπεριαλιστικών οργανισμών στις οποίες συμμετέχει και η ελληνική αστική τάξη. Ο σύγχρονος αστικός στρατός εξοπλίζεται περισσότερο και ποιοτικότερα μέσω των εξοπλιστικών συμπαραγωγών που στήνει η ελληνική κυβέρνηση. Ο σύγχρονος στρατός βγαίνει και προς την κοινωνία, θέτει στόχους και αποστολές που παρεμβαίνουν άμεσα σε κοινωνικά ζητήματα και σ’ αυτό συμμετέχει και ο έφεδρος. Ο σύγχρονος στρατός αναδιοργανώνεται και αναδιοργανώνεται ριζικά με τρόπο που εκδηλώνεται τόσο στην αλλαγή διάρθρωσης τόσο των επιθέσεων όσο και στην οργάνωση του στρατεύματος. Ειδικές μονάδες κυβερνοπολέμου και διαχείρισης υβριδικών κρίσεων οργανώνονται σε κάθε στρατό (όπως η συγκρότηση της ΜΟΜΑ στην Ελλάδα που ουσιαστικά ανέλαβε τον πόλεμο ενάντια στους πρόσφυγες ή η αμερικανική

FEMA σε υβριδικές περιπτώσεις στρατιωτικής διαχείρισης όπως ο τυφώνας Κατρίνα) περισσότερα χτυπήματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, UAV9, κ.α. Νέες συνεργασίες στρατού-ιδιωτικών εταιρειών του πολέμου οδηγούν σε τεράστια ιδιωτικοποίηση των πολεμικών επιχειρήσεων και σε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση των πολεμικών ενεργειών από ιδιωτικά συμφέροντα10

Όμως, ακόμα και αυτές οι αλλαγές που περιγράψαμε είναι μεταβατικές, σε τάσεις όλο και περισσότερο υβριδικές, σε μίξεις των μοντέλων στρατών που γνωρίσαμε σε περασμένες περιόδους καπιταλιστικής συσσώρευσης, στην ανάδειξη νέων χαρακτηριστικών που υπερβαίνουν τις παλιές συνθέσεις. Οι ανάγκες διευρυμένης στρατιωτικής επέμβασης μέσα κι έξω, ωθούν στην υπέρβαση και ενοποίηση τόσο του μαζικού στρατού εφέδρων όσο και του ευέλικτου επαγγελματικού στρατού των «μονάδων ταχείας επέμβασης». Το νέο μοντέλο εργασίας των ατομικών συμβάσεων και της εκ-περιτροπής-εργασίας (χωρίς εργασιακά δικαιώματα) ανοίγει το δρόμο στις εφεδρικές δυνάμεις, έχοντας ως πρότυπα το Βρετανικό Στρατό, την επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας στη Νορβηγία, την αμερικανική εθνοφρουρά ή το πλέγμα εφεδρικών σχηματισμών στην Ελλάδα. Μετά τον φαντάρο-αναλώσιμο των «ψυχρών πολέμων» και τον μισθοφόρο-αναλώσιμο των «αστραπιαίων πολέμων», ο «πολίτης-πολεμιστής» θα είναι οργανωμένος, εξοπλισμένος, εκπαιδευμένος (και… στο σπίτι του), να περιμένει να τον φωνάξουν.

Ο μισθοφορικός στρατός δίνει τη θέση του σε σενάρια αύξησης θητείας, υποχρεωτική στράτευση στα 18, «ανώτερη εκπαίδευση»-ακόμα και σε ειδικές γεωπολιτικά περιπτώσεις, όπως η Ελλάδα, η όποια πρόταση για αύξηση της θητείας συνοδεύεται από την ακόμα μεγαλύτερη επαγγελματοποίηση της μηχανής του πολέμου, ως μόνο τρόπο να ανταποκριθεί στις σύγχρονες συνθήκες. Λέξη-κλειδί είναι η εφεδρεία, η σχέση των πολιτών με το στρατό δια βίου. Μοίρες καταδρομών-Λέσχες εφέδρων-Πολιτοφυλακές, συνιστούν ένα νέο πλέγμα, με ελάχιστα κρατικά έξοδα, δίπλα στον τακτικό στρατό (του οποίου ο πυρήνας θα είναι επαγγελματικός), με μεγαλύτερη «ευελιξία δράσης» ενάντια σε ασύμμετρες απειλές.

Εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός κυριαρχούν στο πλέγμα στρατιωτικών-αστυνομικών δυνάμεων, λειτουργώντας ως πολλαπλασιαστές ισχύος της κρατικής κυριαρχίας, τόσο στα «πεδία μάχης» όσο και στην κανονικότητα της καθημερινής ζωής. Κάπως έτσι οργανώνονται οι δυνάμεις ασφαλείας της δημοκρατίας «άμυνας-ασφάλειας», αλληλοσυμπληρώνονται κι εναλλάσσουν ρόλους. Αυτό είναι εξάλλου το νόημα μιας συνολικής λογικής κανονικοποίησης των «εξαιρετικών» (έκτακτων) λειτουργιών της κρατικής ομαλότητας: Ο πόλεμος εισάγεται στην καθημερινότητα σαν μια «φυσιολογική» επιχείρηση επιβολής ομαλότητας, ενώ η ίδια η καθημερινότητα ενσωματώνει σαν «φυσιολογικές» διαδικασίες τις ένοπλες επιχειρήσεις «ασφαλείας» και ελέγχου των περιφράξεων που αναδύονται στις καπιταλιστικές μητροπόλεις σε ανατολή και δύση. Οι περιπολίες στρατιωτικών τμημάτων σε κεντρικούς δημόσιους χώρους (στο Παρίσι, τη Ν. Ορλεάνη, το Κίεβο, τις πόλεις του ιταλικού νότου κλπ) δεν είναι, πλέον, παρά η συμμετρική και συμπληρωματική όψη, των βομβαρδισμών σε Ράκκα, Αλέππο, Τικρίτ, Αφρίν, Μιζράτα κλπ ή της δράσης μισθοφορικών ειδικών δυνάμεων στη Λωρίδα της Γάζας, στην Υεμένη, στη Λιβύη Και αλλού. Είναι τόσο δυσδιάκριτη η διαφορά μεταξύ της αντιτρομοκρατικής δράσης του στρατού στις Φιλιππίνες και των συνδυασμένων επιχειρήσεων διάσωσης της Frontex, των εθνικών ακτοφυλακών και των πολεμικών ναυτικών (Ιταλίας, Ελλάδας, Τουρκίας, Ισπανίας, Γαλλίας κλπ), με την εποπτεία των μηχανισμών του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ, όπου πραγματικά -με τα σημερινά εργαλεία ανάλυσης- δεν μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης.

Οι αναδιαρθρώσεις φέρνουν ριζικές αλλαγές στη ζωή των φαντάρων, κληρωτών ή μη: Η θητεία «συμπυκνώνεται». Αγγαρείες και εκπαίδευση γίνονται περισσότερες και πιο ουσιαστικές. Εκμετάλλευση και απλήρωτη εργασία εκλογικεύονται και βαθαίνουν. Εξαπολύεται, με νέα ένταση, εθνικιστική-ρατσιστική προπαγάνδα και αναπτύσσεται νέα για τον «εχθρό-λαό». Η στρατιωτική θητεία, όπου υπάρχει (και ενισχύεται) επιχειρείται να μετατραπεί σε εργαστήρι υποταγής της νεολαίας στην εξαθλίωση και εμπέδωσης νέων καταστροφικών «εθνικών οραμάτων», μοχλός για την εφαρμογή του ρόλου του στρατού ως δύναμη κατοχής εντός κι εκτός συνόρων.

Το πέρασμα από το Κλασικό στο Νέο Πολεμικό Δόγμα του καπιταλισμού συντελέστηκε σε διαχρονικές ιστορικές φάσεις, με σημαδιακούς σταθμούς δομικές οικονομικές κρίσεις, συγκρούσεις κατά τις οποίες αναπτύχθηκαν η τέχνη του πολέμου και οι επιχειρήσεις άσκησής της. Το Νέο Πολεμικό Δόγμα υπερκαθορίστηκε από τις σύγχρονες κοινωνικο-ταξικές αντιστάσεις, ταραχές, εξεγέρσεις, από την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, της τεχνολογίας, της επικοινωνίας. Ο στρατός, η οικονομία, η κρατική διοίκηση, η κοινωνία αναδιοργανώνονται ριζικά με το πέρασμα στο τρίτο κύμα επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων με την εποχή των υπηρεσιών και της πληροφορίας, που ακολούθησε την αγροτική και τη βιομηχανική επανάσταση, και βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη χωρίς να μπορεί να ολοκληρωθεί στο πλαίσιο του καπιταλισμού, που ιστορικά γεννήθηκε στη βάση του βιομηχανικού κεφαλαίου και της βιομηχανοκεντρικής οργάνωσης της κοινωνίας.

Αρχικά, κάποιες όψεις του παραπάνω σύγχρονου πολεμικού δόγματος κωδικοποιήθηκαν υπό το γενικό τίτλο ''επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις'' (RMA).

“Η συζήτηση για την Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις (Revolution in Military Affairs, εφεξής RMA) στις ΗΠΑ ξεκίνησε ήδη κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, συστηματοποιήθηκε σε ένα βαθμό μετά τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ το 1975, διευρύνθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ξαναβρέθηκε στο προσκήνιο με διαφορετικές αυτή τη φορά ιδεολογικές αφετηρίες μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001. Μέλημα της RMA σε όλες τις φάσεις της είναι η βέλτιστη χρήση των τεχνολογιών πολέμου με σκοπό τα πλήγματα ακριβείας (precision warfare) και την ελαχιστοποίηση των θυμάτων του επιτιθέμενου στρατού (risk free warfare). Συσσωματώνει, παράλληλα, ένα ευρύ σύνολο τεχνικών, αντιλήψεων και στρατηγικών σχετικά με τον εκσυγχρονισμό του στρατού, την επαγγελματοποίηση και την προσαρμογή του μέσα από τη χρήση υψηλών τεχνολογιών σε νέες μορφές πολεμικών «ευέλικτων», «στοχευμένων» και «δικτυακών» επιχειρήσεων, στον «ασύμμετρο» και τον «προληπτικό πόλεμο», αλλά κατ’ επέκταση και στο αντάρτικο πόλεων κι ευρύτερα στην επιτήρηση του αστεακού χώρου [...] Μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ και κατά τη δεκαετία του 1980 - ’90, εισήχθησαν μια σειρά στρατιωτικών προγραμμάτων «προσανατολισμένων στην αποτελεσματικότητα», όπως το πρόγραμμα «Μηδενικών Απωλειών» (Zero Defects), το «Μάνατζμεντ μέσα από το Στόχο» (Management by Objective), το «Πρόγραμμα Παραγωγικότητας» (Productivity Program) και τα «Επαγγελματικά Αποτελέσματα στις καθημερινές Επιχειρήσεις» (Professional Results in Daily Efforts), προγράμματα που στόχευαν στον εκσυγχρονισμό και την αποσυμφόρηση της στρατιωτικής γραφειοκρατίας.”11

Έπειτα από μια μακρά πορεία κατανόησης του RMA στο πλαίσιο διαφορετικών ορισμών του πολέμου (“πόλεμος 4ης Γενιάς”, “πόλεμος ασύμμετρων απειλών” κ.α), πλέον, το σύγχρονο πολεμικό δόγμα περιγράφεται όλο και πιο συχνά στα επίσημα στρατιωτικά έγγραφα ως υβριδικός πόλεμος. Ως υβριδικός πόλεμος ορίζεται ένας συγκερασμός μεταξύ επιχειρήσεων ανταρτών (guerillas operations) και συμβατικού πολέμου (conventional war) και υιοθετεί τακτικές οι οποίες προκαλούν μεγάλες απώλειες στον αντίπαλο με το μικρότερο κόστος. Ο σύγχρονος κοινωνικο-ταξικός πόλεμος συνδυάζει συστηματικά τη δράση κρατικών και μη κρατικών δρώντων, πολύμορφων στρατιωτικών, οικονομικών, πολιτισμικών, πληροφοριακών, ψυχολογικών μέσων και επιχειρήσεων, καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια ειρήνης και πολέμου, εξαπλώνεται σε κάθε πεδίο στο οποίο κυκλοφορεί «αξία», σε «γη, θάλασσα, αέρα», «στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, το χρόνο, τη πληροφορία», ενοποιεί την αντιμετώπιση εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού, ορίζει ως εχθρό ό,τι αποκλίνει από τα εθνικά και καπιταλιστικά συμφέροντα, “τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής, λαθρομετανάστευση, εθνικός, θρησκευτικός φονταμενταλισμός”, φυσικές καταστροφές, απεργίες, άτομα και πολιτικές οργανώσεις. Εχθρός είναι κάθε συντελεστής αποσταθεροποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Η ασαφής, περιπλανώμενη φιγούρα του “τρομοκράτη” όπως κηρύχθηκε στον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, καθιερώνει έναν λειτουργικό ορισμό του εχθρού, όπως τον ορίζουν όλα τα καπιταλιστικά κράτη, πέρα και από τις επιμέρους ιδεολογικές και συγκυριακές εκδοχές του. Τέλος, ο σύγχρονος πόλεμος πραγματώνει την αντιφατική ενότητα εμφύλιου,ιμπεριαλιστικού και παγκόσμιου πολέμου. Μία πολεμική απειλή στην κλιμάκωσή της, μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα αντικείμενο αντιμετώπισης και δικαιοδοσίας ενός κυρίαρχου καπιταλιστικού κράτους (εθνική άμυνα/ασφάλεια), ενός ιμπεριαλιστικού διακρατικού ανταγωνισμού (“πόλεμος διά αντιπροσώπων”), και ενός παγκόσμιου περιβάλλοντος ασφαλείας των ροών κεφαλαίου (“δικαίωμα επέμβασης υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της παγκόσμιας τάξης”). Καθώς η αντιμετώπιση των ανωμαλιών στη φύση και την κοινωνία οδηγεί στην ανάπτυξη των επιστημών διακυβέρνησης, η ανώμαλη σχέση οικουμενικών-ανθρώπινων και και εθνικών-πολιτικών δικαιωμάτων οδήγησε σε μια νέα μέθοδο “ανθρωπιστικής” ιμπεριαλιστικής επέμβασης στον εμφύλιο.

Όμως γιατί άλλαξε, σύμφωνα με τις καπιταλιστικές μεγάλες δυνάμεις, ο τρόπος και η μορφή διεξαγωγής του πολέμου;

Η μετάβαση στο νέο πολεμικό δόγμα είχε ως υλική βάση οικονομικές, τεχνολογικές και κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αναπτύχθηκαν τις δεκαετίες του 1960-1970 ως απάντηση στον κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισμό, και κλιμακώθηκαν μετά τη πτώση της ΕΣΣΔ και τη πληροφοριακή επανάσταση του 1990. Η εξέλιξη της πολεμικής μηχανής ακολούθησε το δίδαγμα της εξέλιξης της κρατικής μηχανής. Στον κοινωνικό και ταξικό ανταγωνισμό, η αντίσταση των καταπιεσμένων είτε θα κερδίζει, είτε θα εξελίσσει την κρατική μηχανή12. Από τον πόλεμο της Αλγερίας και του Βιετνάμ μέχρι τις αντιτρομοκρατικές εκστρατείες στην Ιταλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο των οδοφραγμάτων, από τα δόγματα άμυνας/ασφάλειας που επιβλήθηκαν στη Γαλλία μετά τον εξεγερσιακό Μάη μέχρι τον “Πόλεμο των 6 Ημερών”, ως απάντηση στο ριζοσπαστικά, εργατικά, κοινωνικά και διαθεματικά κινήματα, η πολεμική μηχανή έπρεπε να γίνει πιο αποδοτική, πιο έξυπνη, πιο ευέλικτη, μειώνοντας το οικονομικό και πάνω από όλα τα “ανθρώπινο κόστος” που τις προκαλούσε σαμποτάζ. Όπως στο πεδίο της παραγωγής το κεφάλαιο έπρεπε να εκτοπίσει μεγάλη μάζα της ζωντανής εργασίας απαντώντας με ένα τεχνολογικό άλμα στις αντιστάσεις, έτσι και η μηχανή του πολέμου έπρεπε να απαντήσει με ένα τεχνολογικό άλμα κυριαρχίας στους Βιετκόνγκ, τους κουβανούς επαναστάτες, τους εργατιστές και τους τρομοκράτες, τους ίδιους τους πολίτες-στρατιώτες που ήταν ενάντια στον πόλεμο.

Σε συνθήκες ολοκληρωτικού καπιταλισμού, βίαιης παγκοσμιοποίησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των εμπορικών, παραγωγικών, χρηματο-οικονομικών σχέσεων εκτός “Δύσης” προς την “Ανατολή”, συγκρότησης των διακρατικών οικονομικών και στρατιωτικών ολοκληρώσεων (ΠΟΕ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε, BRICS κ.α), ανάπτυξης και διάχυσης τεχνολογικών μέσων επικοινωνίας, πληροφόρησης και όπλων μαζικής καταστροφής, μια νέα ταξική και διακρατική ισορροπία δυνάμεων δεν επιτρέπει πλέον τον κανόνα του ολοκληρωτικού πολέμου. 

Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεγάλες δυνάμεις έμπαιναν σε πολεμικές συγκρούσεις αξιοποιώντας το μέγιστο των πολεμικών τους ικανοτήτων, στον ορίζοντα του ολοκληρωτικού πολέμου της καταστροφής του αντιπάλου. Σήμερα, οι καπιταλιστικές δυνάμεις πρέπει, από τη μία, να διεξάγουν πόλεμο για να αντιμετωπίσουν τη κρίση κερδοφορίας και τον διεθνοποιημένο καπιταλιστικό ανταγωνισμό, δεν μπορούν, από την άλλη, να διεξάγουν πόλεμο όπως παλιά. Εξαιτίας των δομικών μεταβολών που έχουν επέλθει στο διεθνές σύστημα, επιβάλλεται η ανάπτυξη νέων πολεμικών μεθόδων με ενσωμάτωση της εμπειρίας όλων των προηγούμενων χρόνων. Ο υβριδικός πόλεμος είναι ακριβώς μια προσπάθεια υπέρβασης αυτού του πολεμικού αδιεξόδου, ένας πόλεμος που δεν είναι κανονικός πόλεμος, ένας ακήρυκτος, πλάγιος και ευθύς, έμμεσος και άμεσος πόλεμος, με την ελάχιστη δυνατή έκθεση και κόστος, με τον ελάχιστο δυνατό κίνδυνο επιζήμιων, ανεξέλεγκτων πολεμικών αποτελεσμάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο “ολοκληρωτικός πόλεμος” δεν υπάρχει ως ενδεχόμενο. Υπάρχει ως έσχατο ενδεχόμενο μιας τερατώδους Αποκάλυψης, ορίζοντας του πυρηνικού Ολοκαυτώματος που όσο προσεγγίζεται τόσο απωθείται και μετατοπίζεται. Ο πολεμικός σχεδιασμός προσπαθεί να αποτρέπει διαρκώς αυτό το ενδεχόμενο, ενώ δεν παύει να το λαμβάνει υπόψη. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι δεν θα έρθει η ολοκληρωτική καταστροφή. Ίσα ίσα, όσο προσεγγίζονται τα όρια του ανταγωνισμού, τόσο πιο πιθανό αυτό γίνεται. Ωστόσο, ένας τακτικός πόλεμος σήμερα υπολογίζεται παίρνοντας ως δεδομένα τα αμοιβαία αναγνωρισμένα όρια της πολεμικής σύγκρουσης, μέχρι αποδείξεως του εναντίου. 

Αυτή η αποτροπή του πολεμικού ολοκαυτώματος, ονομάστηκε παραδοσιακά “Πυρηνική Αποτροπή”, και στο Ψυχρό Πόλεμο με την κωδική ονομασία MAD (Mutual Assured Destruction, Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή). Πολλοί νόμισαν ότι η Πυρηνική Αποτροπή θα εξασφάλιζε την καντιανή Αιώνια Ειρήνη, αφού ο πόλεμος ήταν πλέον αποφευκτέος, γιατί είχε ανυπολόγιστο καταστροφικό κόστος. Το ψυχροπολεμικό διπολικό σύστημα, και κυρίως η απουσία κάποιας μείζονος καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, έδινε τη ψευδαίσθηση ότι οι εχθροπραξίες θα μπορούν ριζικά να περιοριστούν. Στη πραγματικότητα, όπως αποδείχτηκε και όλη την ιστορική περίοδο κυρίως μετά το 1990, ο πόλεμος δεν είχε σταματήσει και η ειρήνη δεν είχε επικρατήσει, αντίθετα, ο πόλεμος είχε αλλάξει μορφή τόσο που να μοιάζει με εξασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης. 

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η χρήση των πυρηνικών, υπό ορισμένους περιορισμούς, έχει νομιμοποιηθεί και από τις ΗΠΑ και από άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις. Ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει ένα είδος Αποτροπής του ολοκληρωτικού πολέμου, που τον μετατρέπει από κανόνα σε εξαιρετικό, έσχατο σενάριο καταστροφής. Αυτή η Αποτροπή δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τα πυρηνικά όπλα, παρά μόνο με βάση τους δομικούς περιορισμούς και τη νέα ισορροπία δυνάμεων που αναφέραμε ήδη, η οποία καθορίζει τη μορφή του πολέμου. Μπορούμε να διακρίνουμε τρία τέτοια είδη Αποτροπής. 

-Ταξική Αποτροπή

Η Ταξική Αποτροπή αποτρέπει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων με την επίγνωση της βαθύτερης ταξικής συνεργασίας τους ενάντια στην εργατική τάξη και τους άλλους κοινωνικο-ταξικούς εχθρούς. Στο τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ενάντια στους ναζί στράφηκαν τελικά οι ‘’συμμαχικές δυνάμεις, η ΕΣΣΔ, Η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ, παρά τη βαθιά ταξική αντίθεση που πρέσβευε η Οκτωβριανή Επανάσταση απέναντι στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο. Η κουβανική και η κινεζική επανάσταση, τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα και τα κινήματα στην καρδιά του πρώτου καπιταλιστικού κόσμου της δεκαετίες του 1960 και του 1970, βάθυναν την επίγνωση της ταξικής συνεργασίας των κυρίαρχων τάξεων ενάντια στις δυνάμεις αποσταθεροποίησης και “τρομοκρατίας”. Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, το 1990, το Δόγμα του ΝΑΤΟ αλλά και των μη νατοϊκών δυνάμεων προσανατολίστηκε ακριβώς στην αντιμετώπιση αυτού του κοινού εχθρού της καπιταλιστικής άμυνας/ασφάλειας, κηρύσσοντας τον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”. Ταξική Αποτροπή σημαίνει ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις αποφεύγουν να οδηγηθεί η μεταξύ τους σύγκρουση πέρα από το όριο που επιβάλλει η διασφάλιση των κοινών, διεθνοποιημένων και διακρατικών όρων κερδοφορίας και κυκλοφορίας του κεφαλαίου.

Η ίδια η αντίδραση της διεθνούς καπιταλιστικής τάξης απέναντι στη δομική κρίση του 2008, ήταν πολύ διαφορετική από την αντίδρασή της σε όλες τις προηγούμενες δομικές κρίσεις-επικράτησε γενικά ο ορθολογισμός των κοινών γενικών συμφερόντων των διαφορετικών ισχυρών εθνικών καπιταλιστικών οικονομιών, παρά τους ανταγωνισμούς τους, που άρχισαν να εκδηλώνονται κυρίως μετά τον πρώτο κύκλο συντονισμού ενάντια στη χρηματοπιστωτική αστάθεια και τους διεθνοποιημένους κοινωνικο-ταξικούς αγώνες. Οι αστικές τάξεις δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν ξανά αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική επανάσταση λόγω των μεταξύ τους διαιρέσεων και αντιθέσεων, τις οποίες στο παρελθόν εκμεταλλεύτηκαν τα ριζοσπαστικά κινήματα. Τα στρατιωτικά δόγματα της Αντι-εξέγερσης και της Αντι-τρομοκρατίας εσωτερικεύουν στην καπιταλιστική πολεμική μηχανή τα πολύτιμα ταξικά διδάγματα των προηγούμενων κύκλου αντιστάσεων και κυριαρχίας. 

-Οικονομική Αποτροπή

Αν η φιλελεύθερη αυταπάτη έλεγε όπως η εμπορική αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών θα φέρει τη μεταξύ τους αποφυγή του πολέμου και την ειρήνη, είναι αλήθεια πως η διευρυνόμενη και εντεινόμενη εμπορική, παραγωγική, χρηματο-οικονομική αλληλεξάρτηση στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της υπαγωγής των εθνών-κράτων στις περιφερειακές, διακρατικές δομές οικονομικής ολοκλήρωσης, δεν έφερε το τέλος του πολέμου, αλλά την Οικονομική Αποτροπή του ολοκληρωτικού πολέμου ως διακρατική, καπιταλιστική επιδίωξη, και άρα την αλλαγή της κανονικής μορφής του πολέμου. Έτσι κανείς δεν μπορεί να οργανώσει σήμερα έναν ρεαλιστικό ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ, λ.χ, των ΗΠΑ και της Κίνας ή των ΗΠΑ και της Ρωσίας, λόγω του υψηλού άμεσου και παράπλευρου οικονομικού κόστους. Τα οικονομικά συμφέροντα των βασικών αμερικανικών, γερμανικών, κινεζικών, ρωσικών και άλλων πολυεθνικών επιχειρήσεων διαπλέκονται σε τέτοιο βαθμό σήμερα, που ενώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά σε έναν “οικονομικό πόλεμο”, ταυτόχρονα οριοθετούν τον πόλεμο που έχει ολοένα και αυξανόμενο οικονομικό κόστος για μια καπιταλιστική δύναμη. Το Κεφάλαιο πρέπει να ρέει ομαλά, και οι επενδυτικές ευκαιρίες ανοικοδόμησης κατεστραμμένων χωρών δεν μπορούν να υπερσκελίσουν την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που θα σηματοδοτούσε ένας ολοκληρωτικός πόλεμος μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστών.

-Στρατιωτική Αποτροπή

Τη σημερινή εποχή, ακόμη και μια δύναμη μικρής ή μεσαίας εμβέλειας μπορεί να προμηθευτεί στρατιωτικά μέσα που προκαλούν ασύμμετρα μεγάλο πλήγμα σε κάθε μεγάλη δύναμη που θα επιχειρήσει να τις επιτεθεί. Η στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων, είτε μέσω των όπλων μαζικής καταστροφής, είτε μέσω των συμβατικών όπλων, είτε μέσω διαφόρων “έξυπνων” στρατιωτικών τακτικών, προκαλεί ένα “αμοιβαίο μπλοκάρισμα” των εμπλεκόμενων στη χρήση του μέγιστου των πολεμικών ικανοτήτων που διαθέτουν. Αν στο οικονομικό επίπεδο η σύγκρουση ΗΠΑ, Γερμανίας, Γαλλίας Ρωσίας, Κίνας και άλλων δυνάμεων μοιάζει αδιανόητη από τη σκοπιά του οικονομικού κόστους, από στρατιωτική σκοπιά η σύγκρουση αυτή φαντάζει καθαρή τρέλα για τους διοικούντες, πόσο μάλλον όταν τα καπιταλιστικά έθνη-κράτη εντάσσονται σε περιφερειακές, διακρατικές στρατιωτικές ολοκληρώσεις και συνεργασίες. Η στρατιωτική “ήττα” ή το μπλοκάρισμα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, η απροσδόκητα ισχυρή αποτρεπτική, υβριδική δύναμη των αντιπάλων των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία, με τη σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων στο εσωτερικό τους, δείχνουν πως η μόνη πραγματική κατίσχυση μιας μεγάλης δύναμης στο πεδίο του πολέμου είναι η συνδυασμένη χρήση μη στρατιωτικών ψυχολογικών, πολιτισμικών, οικονομικών, πολιτικών και άλλων μέσων. Λίγα χρόνια μετά την εισβολή στο Βιετνάμ, η νέα σοσιαλιστική εθνική ενότητα που αναδύθηκε στα συντρίμμια του πολέμου ανάμεσα στο Βόρειο και το Νότιο Βιετνάμ έφερε αργά ή γρήγορα το “άνοιγμα της αγοράς” και την ενσωμάτωση του Βιετνάμ στη παγκοσμιοποιημένη κεφαλαιαγορά με τον ερχομό του ΔΝΤ. Αν μικρομεσαίες καπιταλιστικές δυνάμεις κατάφεραν να προκαλέσουν τεράστιες και πολύπλευρες απώλειες στις ΗΠΑ, αυτό σημαίνει πως η ευθεία στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και η ευθεία στρατιωτική νίκη της μίας πλευράς έναντι της άλλης δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά δυνατή.
Η Ταξική, η Οικονομική και η Στρατιωτική Αποτροπή οριοθετούν το πεδίο της α-δυνατότητας του ολοκληρωτικού πολέμου, πολλαπλασιάζοντας το πραγματικό και δυνητικό κόστος του, οριοθετούν και τη πραγματικότητα του σύγχρονου πολέμου ως υβριδικού πολέμου, πολλαπλασιάζοντας την επιχειρησιακή χρησιμότητά του στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού. Και αν αυτή η ισορροπία μπορεί ανά πάσα στιγμή να διασαλευτεί, όλες οι πολεμικές επιχειρήσεις σήμερα σχεδιάζονται και εκτελούνται με δεδομένη αυτή τη τριπλή αποτροπή. Οι αντικειμενικές σχέσεις μεταξύ των ισχυρότερων κρατών και κεφαλαίων στον παγκόσμιο καπιταλισμό σήμερα, μειώνουν τη ριζική εχθρότητα και μετατρέπουν τους ολοκληρωτικούς εχθρούς, μέσα σε αυτό το δομικό πλαίσιο συσχετισμού ταξικών, οικονομικών και στρατιωτικών δυνάμεων, σε αντιπάλους και ανταγωνιστές, που προσπαθούν να σύρουν ο ένας τον άλλο σε ένοπλες διαπραγματεύσεις. 

3. Η οικουμενικότητα του σύγχρονου “υβριδικού πολέμου” 

Μετά το 1990, πραγματοποιήθηκε μια έκρηξη των ασύμμετρων, υβριδικών μορφών πολέμου με την εμπλοκή κρατικών και μη κρατικών δρώντων. Μεταξύ δεκάδων εχθροπραξιών, είδαμε αυτά τα χαρακτηριστικά το 1990-1991 στον Πόλεμο του Κόλπου, το 1998-1999 στο Κόσοβο και τη Γιουγκοσλαβία, το 2001 στο Αφγανιστάν, το 2003 στο Ιράκ, το 2006 στη σύγκρουση Ισραήλ-Χεζμπολάχ στο Λίβανο, το 2008 στη Γάζα και την ίδια χρονιά στον Πόλεμο της Νότιας Οσετίας, από το 2009 στην Υεμένη, το 2011 στη Λιβύη, από το 2011 στη Συρία, το 2012 στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το 2014 στην Ανατολική Ουκρανία. 

Τα τελευταία χρόνια, σε Συρία, Ουκρανία και Λατινική Αμερική (Βενεζουέλα, Κούβα, Αργεντινή, Βραζιλία), είδαμε τις προσπάθειες για “πορτοκαλί επαναστάσεις” των ΗΠΑ, όπως τις κωδικοποιεί η Ρωσική πλευρά, και των “πόλεμο διά αντιπροσώπων” (proxy war). Χαρακτηριστικό αυτών των συγκρούσεων είναι η επιχείρηση καναλιζαρίσματος των προπαγανδιστικών μέσων, της μαζικής ψυχολογίας, ΜΚΟ και κινημάτων δημοκρατισμού με σκοπό την ανατροπή αντιδυτικών κυβερνήσεων από κινήματα τα οποία ενισχύουν οι ΗΠΑ. Αντίστροφα, οι ΗΠΑ εντοπίζουν στο ρωσικό κράτος πρακτικές “υβριδικού πολέμου” στη Νότια Οσετία απέναντι στη Γεωργία , στη Συρία και στην Ουκρανία. Οι μεγάλες δυνάμεις αναγνωρίζουν η μία στην άλλη την τομή την τομή του υβριδικού πολέμου, αρνούμενες ότι χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους, ανταγωνιζόμενες για τις πραγματικές περιπτώσεις της “τρομοκρατίας” και συμφωνώντας για την καταπολέμησή της, με κορυφαίο παράδειγμα τoν ISIS και τις ασύμμετρες τακτικές του, αν και χρησιμοποιούν περιστασιακά “τρομοκρατικές ομάδες” στις επιχειρησιακές στρατηγικές τους. 

Όλες οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις έχουν βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ συναποτελούν τη μεγάλη πολεμική μηχανή που έχει δει η ανθρωπότητα. Η παρακμή του δυτικοκεντρικού καπιταλισμού οδηγεί αυτές τις δυνάμεις σε μία αύξηση της επιθετικότητάς τους απέναντι στα παρεκκλίνοντα κρατικά και μη κρατικά σχέδια, ενώ εμφανίζονται ως αποκλειστικοί εκπρόσωποι των παγκόσμιων ροών κεφαλαίου και της διεθνούς ειρήνης, άμυνας/ασφάλειας και εγγύησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό υποδεικνύει η ιστορία της Μέσης Ανατολής, όπου οι ΗΠΑ έχουν τη μεγαλύτερη παρέμβαση από όλα τα καπιταλιστικά κράτη την τελευταία τριακονταετία. Το καπιταλιστικό στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ είναι μακράν το μεγαλύτερο στη γη, δημιουργώντας αντικειμενικά υλικά συμφέροντα διαιώνισης της πολεμικής απειλής και του πολέμου. Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω πίνακας πώλησης όπλων για το 2016. 

Στον πίνακα αυτό βλέπουμε ότι πάνω από το 50% παγκόσμιας πώλησης όπλων κατέχουν οι ΗΠΑ, ενώ ακολουθούν η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία, η Γαλλία. Επιπλέον, ΗΠΑ και Ρωσία βρίσκονται μακράν στη πρώτη θέση των πυρηνικών κεφαλών13. Από την άλλη μεριά, η συμμαχία των BRICKS, στην οποία ηγούνται η Κίνα και η Ρωσία, προσπαθεί να συγκροτήσει έναν περιφερειακό και παγκόσμιο πόλο που θα αυτονομείται από τους δυτικοκεντρικούς σχεδιασμούς και θα διαπραγματευτεί μια καλύτερη θέση στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων και του θεσμικό του εποικοδόμημα, που τώρα βρίσκει την κορυφαία του έκφραση στο Συμβούλιο της Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η BRICKS προβάλλει ένα φιλειρηνικό προσωπείο απέναντι στις ΗΠΑ, εξασφαλίζοντας ζωτικό χώρο και χρόνο για την οικονομική και στρατιωτική της ανάπτυξη, και την περιφερειακή της συνεργασία και ολοκλήρωση, ώστε να καλύψει το χάσμα με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Επομένως, η εκτίμησή μας είναι ότι η επιθετικότητα του δυτικοκεντρικού συστήματος, όπως εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό στη Μέση Ανατολή, συνεπάγεται μια μεγαλύτερη πρωτοβουλία κινήσεων απέναντι στους ανταγωνιστικούς καπιταλισμούς, ενώ η συμμαχία των BRICKS, και ειδικά η Κίνα, εκφράζουν την επιθετικότητά τους με ένα φαινομενικά “αμυντικό τρόπο”, όσο όμως συνεχίζεται η μετατροπή των οικονομικών τους πλεονασμάτων σε στρατιωτική ισχύ, τόσο περισσότερο θα οργανώνεται μια “αντεπίθεση”. Ο επεκτατισμός και ο ιμπεριαλισμός των μεγάλων μονοπωλιακών και πολυεθνικών ομίλων της Ρωσίας και της Κίνας είναι αναμφισβήτητος, και προσπαθεί να εξασφαλίσει τους καλύτερους δυνατούς όρους για να εκφραστεί στη πληρότητά του. Στα κείμενα της μπροσούρας περιλαμβάνεται μια ανάλυση του στρατιωτικού δόγματος της Ρωσίας σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, και εδώ θα αναφερθούμε ενδεικτικά στην Κίνα. 

Η Κίνα πρόκειται για τη μάλλον πιο ραγδαία αναπτυσσόμενη στρατιωτική δύναμη, για την οποία όμως δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία14. Το 2009 οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας αυξήθηκαν κατά 14,9 % σε σχέση με το 2008. Το 2010 αυξήθηκαν κατά 7,5% σε σχέση με 2009. Τα τρία επόμενα έτη η αύξηση ήταν 14,9%, 17,6% και 17,8% αντίστοιχα. Όσον αφορά τον αμυντικό προϋπολογισμό, το 2011 αυξήθηκε κατά 12,7% σε σχέση με το 2010, το 2012 σε 11,2% σε σχέση με το 2011. Οι δαπάνες ασφάλειας της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας και των κυβερνοπολεμιστών, αυξήθηκαν το 2012 11,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στην Κίνα υπάρχουν 30-40.000 άνθρωποι ικανοί να διεξάγουν επιχειρήσεις κυβερνοπολέμου υψηλών απαιτήσεων, ενώ αντίστοιχα στις ΗΠΑ είναι περίπου 1.000. “Τα αυξανόμενα αυτά ποσά δεν αποσκοπούν μόνο στην κατασκευή οπλικών συστημάτων αλλά και στην επίτευξη ευρύτερων σκοπών. Ο κυρίαρχος εξ αυτών είναι η ανάπτυξη μιας “μεταβιομηχανικής” πολεμικής μηχανής, που θα βασίζεται σε πληροφοριοκεντρική (infocentric) επιχειρησιακή φιλοσοφία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το κείμενο της κινεζικής Αμυντικής Βίβλου του 2010, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 31 Μαρτίου 2011. Η Αμυντική Βίβλος ήταν ξεκάθαρη για τα τεχνολογικά ορόσημα (‘’breakthroughs’’) που η Κίνα επιδιώκει να επιτύχει, δίνοντας έμφαση σε αυτό που σε προηγούμενες Βίβλους αναφέρεται ως ‘’πληροφοριοποίηση’’ (‘’informationisation”). H έμφαση δίνεται, επίσης, στην ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας. Ακόμη, επιδιώκεται η σύζευξη των πολιτικών και στρατιωτικών βιομηχανιών (‘’civil-military integration and industrial consolidation’’), δηλαδή ο συνδυασμός, συντονισμός και εν πολλοίς η συγχώνευση αμυντικών και πολιτικών βιομηχανιών, έτσι ώστε ο ένας κλάδος να στηρίζει τον άλλο με κονδύλια αλλά και τεχνολογίες διπλού ρόλου”. Όσον αφορά τη γεωστρατηγική αντίληψη της Κίνας, πρόκειται για μια σύγχρονη αντίληψη των ασύμμετρων απειλών που κωδικοποιείται συχνά ως High End Asymmetrical Threats (HEAT), και συνδυάζει τις πλούσιες κινέζικες παραδόσεις της τέχνης του πολέμου με τη σύγχρονη αντίληψη του υβριδικού πολέμου. 

Έτσι λοιπόν, το Νέο Πολεμικό Δόγμα του υβριδικού πολέμου δεν αποτελεί υπόθεση απλώς της “Δύσης”. Αντανακλά βαθύτερες, παγκόσμιες δομικές καπιταλιστικές τάσεις. Το ίδιο και ο διεθνής “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας”, όπως εσωτερικεύεται στις κρατικές αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες και όπως πρακτικά διεξάγεται τα τελευταία τουλάχιστον 40 χρόνια. Πρόκειται για νέες πολεμικές στρατηγικές αντιμετώπισης των εχθρών-λαών. Σε αυτό το σύνθετο, σύγχρονο περιβάλλον, σε αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο, σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον, καλούμαστε να πάρουμε θέση. Όσο περισσότερο διεθνοποιείται ο ταξικός πόλεμος, όσο περισσότερο ενοποιείται ο εσωτερικός και ο εξωτερικός εχθρός των καπιταλιστικών κρατών, τόσο περισσότερο διεθνοποιείται και το δικαίωμα αντίστασης απέναντι στην εσωτερική και εξωτερική, ενιαία καπιταλιστική πολεμική μηχανή. 




4. Εδώ, νοούνται οι κλασσικές θεωρίες αντάρτικου / αντι-αντάρτικου του 20ο αιώνα (Μάο, Γκεβάρα, Τάμπερ, Σμιτ). Προφανώς, επίσης, εννοεί ότι είναι πια ξεπερασμένη, π.χ., η πρακτική του βρετανικού στρατού στη Β. Ιρλανδία κατά τη δεκαετία του ’70.

5. Το συγκεκριμένο πρωτογράφτηκε το 2003. Αν έχει σημασία να παραθέσουμε αποσπάσματα από το συγγραφέα, είναι γιατί υπήρξε κεντρικός σύμβουλος για τον αμερικάνικο στρατό σε μεγάλες συγκρούσεις του 21ου αιώνα (Αφγανιστάν, Ιράκ κλπ), ενώ σε πολλά κείμενα του βασίζονται οι ριζικές αλλαγές στα δόγματα των μεγάλων στρατών της Δύσης.

6. Όπου οι απειλές, κατά σειρά, ορίζονται: Τρομοκρατία, Ρωσία, Προσφυγικό

7. Από φιλοδυτική σκοπιά, τις εξελίξεις αυτές περιγράφουν, μεταξύ άλλων, οι Van Creveld-The Transformation of War, Kaldor-New and Old Wars, Killculen-Counterinsurgency. Από φιλορωσική σκοπιά, μεταξύ άλλων, Korybko-Hybrid Wars.

8. Βλ. την ημερίδα για τον Υβριδικό Πόλεμο που διοργάνωσε το New York College και το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, http://www.nyc.gr/hybrid-war-seminar




12. “Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτήν τη μηχανή αντί να την τσακίζουν. […] Τα κόμματα που αγωνίζονταν διαδοχικά για την εξουσία θεωρούσαν την κατάκτηση αυτού του τεράστιου κρατικού οικοδομήματος ως την κυριότερη λεία του νικητή” έγραφε ο Καρλ Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.

13. Βλ. το κείμενο για τα δόγματα άμυνας/ασφάλειας ΗΠΑ και Ρωσίας που περιλαμβάνεται στη μπροσούρα. 

14. Όσα ακολουθούν αντλούνται από το βιβλίο του Γρίβα, Η στρατιωτική άνοδος της Κίνας, εκδ. Λιβάνη, σ. 193 και επ. σ. 220.



ANTIΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου