Του Γιώργου Κ. Καββαδία
Η πρεμιέρα των Πανελλαδικών εξετάσεων με το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας χαρακτηρίστηκε από αστοχίες στη διατύπωση των θεμάτων και πωτοφανείς οδηγίες - «άξονες για την αξιολόγηση του περιεχομένου» στην παραγωγή κειμένου από τους μαθητές.
Για άλλη μια φορά το ιδιαίτερα «ευαίσθητο» εξεταστικά και ιδεολογικά μάθημα σύρεται στην κλίνη του Προκρούστη των γραφειοκρατών του Υπουργείου Παιδείας.
Πρώτα από όλα η επιλογή, για την ακρίβεια η διασκευή, το κόψε – ράψε των μελών της επιτροπής σε δυο επιφυλλίδες του Δ.Ν. Μαρωνίτη - δημοσιεύθηκαν στις 1 και 8 Μαρτίου του 2009, στην στήλη του Απολίτιστα Μονοτονικά, με τίτλο Παιδεία και Εκπαίδευση στο «Βήμα της Κυριακής» που ανήκε στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη και ο διευθυντής του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού, Θ. Καρτερός, είχε χαρακτηρίσει «σκουπιδότοπο» - αποτελεί ύβριν για τον πανεπιστημιακό δάσκαλο και διανοούμενο που απεβίωσε το 2016. Και αυτό γιατί οι εντεταλμένοι λογοκριτές του Υπουργείου Παιδείας έκαναν … χειρουργείο αλλοιώνοντας το περιεχόμενο και προσθέτοντας δυσκολίες και εμπόδια στη σύνταξη της περίληψης από τους υποψηφίους.
Οι μαθητευόμενοι μάγοι της Κεντρικής Επιτροπής Πανελλαδικών Εξετάσεων εξαφάνισαν σημεία κριτικής του ΔΝ Μαρωνίτη για την κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση. Αναφερόταν χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων στο κείμενο: «Η εκπαίδευση προγραμματίζεται και περιορίζεται, κάποτε σε εκβιαστικό βαθμό, από τις μεταβαλλόμενες συχνά προθέσεις και ορέξεις της κυβερνητικής εξουσίας και του αρμόδιου υπουργείου, το οποίο επιμένει να ονομάζεται στη χώρα μας «Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων». Και σε άλλο σημείο «στην πράξη γίνονται πολλές και αυθαίρετες επιμειξίες (μιλώ περισσότερο για τα καθ΄ ημάς, αλλά όχι μόνον) με μεταφορά αμαρτωλών προτύπων της εκπαίδευσης στον χώρο της ανώτατης (και ανώτερης πρόσφατα) παιδείας, αλλά και αντιστρόφως· χωρίς μάλιστα να προκαλούνται οι αναμενόμενες αντιδράσεις της πανεπιστημιακής ή εκπαιδευτικής κοινότητας, αντιστοίχως.»
Το πιο μεγάλο πρόβλημα για τους υποψηφίους είναι η σύγχυση που προκάλεσε η … κοπτοραπτική των «σοφών» της Κεντρικής Επιτροπής στη χρήση των όρων «παιδείας» και «εκπαίδευσης». Για να γίνει κπατανοητό παραθέτω απλά ένα από τα λογοκριμένα αποσπάσματα: «η λέξη εκπαίδευση έχει χρόνια τώρα εγκατασταθεί στη σχολική πρακτική, με ή χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, για να δηλώσει κυρίως τις δύο πρώτες βαθμίδες της. Στις μέρες μας επικράτησαν οι όροι πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε αντικατάσταση της στοιχειώδους και μέσης, που συνολικά ορίζονται ως Γενική Εκπαίδευση. Σε αντιδιαστολή προφανώς ο όρος παιδεία επιφυλάσσεται τιμητικά για την πανεπιστημιακού τύπου ανώτατη (πρόσφατα και ανώτερη)βαθμίδα». Ενδεικτικό είναι ότι ακόμα και η συντηρητική και ήπια στις κρίσεις Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων σημειώνει ότι «συνέπτυξαν σε κάποια σημεία τον λόγο του συγγραφέα με αποτέλεσμα να μη δίνεται πάντα πλήρης εικόνα των απόψεών του»!
Πέρα από το κείμενο η Β1 ερώτηση τύπου Σωστό – Λάθος που επιλέγεται τα τελευταία χρόνια αντικαθιστώντας την ερώτηση ανάπτυξης ή σχολιασμού αποτελεί κλασικό δείγμα εκπαιδευτικού λαϊκισμού που βοηθάει στο «εύκολο 10ρι» και στην δήθεν «αντικειμενική αξιολόγηση», αλλά όχι στην ανάδειξη της πνευματικής ικανότητας των μαθητών. Φαίνεται ότι εντάσσεται στη γενικότερη πολιτική απομόρφωσης της νέας γενιάς.
Στην ερώτηση Β2β οι ενδεικτικές απαντήσεις για τη συνδετική λέξη «προκειμένου» αναφέρουν ως σωστή απάντηση τον σκοπό. Και όχι το αποτέλεσμα που είναι και αυτό σωστό. Αν διαβάσει κανείς το κείμενο θα διαπιστώσει ότι η αιτία είναι ο «νηφάλιος έλεγχος» και αποτέλεσμα η πρόταση «προκειμένου να διαφανούν τόσο τα κοινά, όσο και τα διαφορετικά τους σημεία …».
Η διατύπωση της ερώτησης Β4β είναι λανθασμένη και αποδεικνύει μπόλικη αγραμματοσύνη. Πρώτα από όλα αυτά που ζητά από τους υποψηφίους η Κεντρική Επιτροπή των Εξετάσεων και όπως αναφέρεται στις ενδεικτικές απαντήσεις «… ακαδημαϊκός / επιστημονικός / δοκιμιακός λόγος» και «απρόσωπο / αποστασιοποιημένο ύφος’ δεν υπάρχουν στα βιβλία Έκφρασης – Έκθεσης του Λυκείου. Όσο για τους όρους που χρησιμοποιούν «απόκρυψη του υποκειμένου» και πολύ περισσότερο «αποστασιοποιημένο ύφος» τι να πει κανείς; Η επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια. Ακόμα περισσότερο η διατύπωση της ερώτησης «πώς λειτουργεί η παθητική φωνή στη διαμόρφωση του ύφους» είναι λανθασμένη.
Το θέμα που δόθηκε για παραγωγή λόγου στους υποψηφίους χαρακτηρίζεται από πολιτική υποκρισία και προσπάθεια ιδεολογικής χειραγώγησης υποψηφίων και βαθμολογητών. Εν συντομία χρειάζεται να αναφερθεί ότι όσον αφορά τον «παιδευτικό ρόλο» του σχολείου διαστρεβλώνεται εντελώς το περιεχόμενό του, όπως παρατίθεται στο κείμενο από τους εντεταλμένυςι του Υπουργείου Παιδείας στην Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων. Μεγαλύτερη μαρτυρία της επιδίωξης για ιδεολογική χειραγώγηση και των βαθμολογητών είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά εδώ και πάρα πολλά χρόνια η Επιτροπή δημοσιεύει στις ενδεικτικές απαντήσεις «άξονες για την αξιολόγηση του περιεχομένου»!
Έτσι επιδιώκουν να προκαταλάβουν τους βαθμολογητές να διορθώσουν με βάση την επίσημη γραμμή του Υπουργείου Παιδείας για τον ρόλο του σχολείου και για τους τρόπους που οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί συμβάλλουν στην «ενίσχυση του παιδευτικού ρόλου του σχολείου».
Είναι προφανές ότι το θέμα και ειδικότερα το β ζητούμενο χαρακτηρίζεται από ιδεολογική μονομέρεια. Ο «παιδευτικό ρόλος» του σχολείου για τους «σοφούς» της επιτροπής, εξαρτάται από τα ζωντανά στοιχεία του και μόνο, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς. Το κράτος αποσύρεται, σύμφωνα και με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Δεν έχει υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα όλων στην εκπαίδευση. Καθηγητές και μαθητές με τους γονείς του είναι υποχρεωμένοι να διαφυλάξουν τον «παιδευτικό ρόλο» του σχολείου.
Τα θέματα της Νεοελληνικής Γλώσσας αποτελούν το Βατερλώ των εκλεκτών του Υπουργείου Παιδείας που συγκροτούν την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων. Αλλεπάλληλα λάθη και άστοχες επιλογές - απόρροια μιας συντηρητικής, ιδεολογικά μονομερούς και επιστημονικά ξεπερασμένης αντίληψης – που προκαλούν σωρεία προβλημάτων στη βαθμολόγηση του μαθήματος που θα κρίνει την εισαγωγή των υποψηφίων σε ΑΕΙ – ΤΕΙ.
Όλα αυτά δε σημαίνουν βέβαια ότι θα προκαλέσουν και «εξεταστική σφαγή των υποψηφίων. Είναι, όμως, βέβαιο ότι προκαλούν πολλά προβλήματα στο ίδιο το μάθημα της Νεοελληνική Γλώσσας και στους βαθμολογητές που καλούνται σε συνθήκες τριτοκοσμικές να βαθμολογήσουν με πενιχρές, εξευτελιστικές αμοιβές και απαξιωμένοι από έναν διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης που διαρκώς τους υποβαθμίζει και τους ευτελίζει. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους σιτιζόμενους στην αυλή ενός Υπουργείου που συγκροτεί τις επιτροπές από την Κεντρική μέχρι την τελευταία σε όποιο εξεταστικό κέντρο κυρίως με κριτήρια κομματικά και προσωπικά για να διασφαλιστεί το «αδιάβλητο» των εξετάσεων.
* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου