Ηταν σαν σήμερα 16 Αυγούστου 1969 όταν ο 40χρονος τότε γιατρός Βασίλης Τσιρώνης, έχοντας μαζί όλη την οικογένεια του, θα πραγματοποιήσει μια αεροπειρατεία σαν πράξη διαμαρτυρίας ενάντια στην χούντα των συνταγματαρχών.
Καταλαμβάνει το αεροπλάνο της Ολυμπιακής, που εκτελεί το δρομολόγιο Αθήνα - Αγρίνιο – Ιωάννινα και το οδηγεί στα Τίρανα της Αλβανίας, και από εκεί κατέληξε στην Σουηδία, όπου μαζί με άλλους αντιδικτατορικούς πολιτικούς πρόσφυγες συνεχίζει τον αγώνα του ενάντια στο καθεστώς του Παπαδόπουλου.
Ο Βασίλης Τσιρώνης, βρήκε τον θάνατο κάτω από αδιευκρίνιστες μέχρι τώρα συνθήκες στις 11 Ιούλη 1978, κατά τη διάρκεια νυχτερινής εισβολής των, νεοσύστατων τότε, Μονάδων Εθνικής Ασφάλειας στο σπίτι του.
Ένα μικρό χρονικό...
30 Νοέμβρη 1977: Συνεχίζεται η πολιορκία του σπιτιού του γιατρού Τσιρώνη. ΜΑΤ και ελεύθεροι σκοπευτές αποκλείουν την περιοχή όταν ο Τσιρώνης πυροβολεί εναντίον του πληρώματος περιπολικού που πάει να τον συλλάβει.
5 Φλεβάρη 1978: Ανεξάρτητο κράτος κηρύσσει το σπίτι του ο γιατρός Τσιρώνης.
11 Ιούλη 1978: Αστυνομικοί εισβάλλουν στο σπίτι του γιατρού Τσιρώνη στις 4 το πρωί, με δικαστική απόφαση και παρουσία εισαγγελέα. Ο διευθυντής της αστυνομίας Λεμονής έχει δώσει εντολή να μη πλησιάσει δημοσιογράφος σε μεγάλη ακτίνα από το σπίτι του γιατρού, ενώ ρόλο επόπτη στην οργάνωση της επιχείρησης έχει παίξει ο ίδιος ο υπουργός δημόσιας τάξης Μπάλκος. Ο γιατρός Τσιρώνης «αυτοκτονεί». Η επιχείρηση «επιτυγχάνει».
12 Ιούλη 1978: Συλλαμβάνονται 2 άτομα μέλη της οργάνωσης του γιατρού Τσιρώνη. Είναι οι Γ. Σκάνδαλης 26 χρόνων και Δ. Νικολούλης 21 χρόνων.
13 Ιούλη 1978: 1000 περίπου άτομα με συνθήματα κατά της αστυνομίας και του κράτους, κηδεύουν το γιατρό Τσιρώνη.
Από το βιβλίο: «Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται, δεν εξαγοράζονται, δεν δικαιώθηκαν», της Αυτόνομης Πρωτοβουλίας Πολιτών
Ο Β. Τσιρώνης δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο. Από τότε που ξεκίνησε την επαγγελματική του διαδρομή σαν γιατρός έχει κατηγορηθεί από τις κρατικές υπηρεσίες γιατί «η εν γένει συμπεριφορά του ανωτέρω ιατρού ήτο τοιαύτη, ώστε να δίδει την εντύπωσιν ότι είναι όργανο όχι της ιατρικής επιστήμης, αλλά της κομμουνιστικής ηγεσίας … Συγκεκριμένως εξέδιδε αθρόας γνωματεύσεις περί της ανάγκης επειγούσης δήθεν νοσηλείας εκτοπισμένων, ενώ ούτοι ήσαν υγιείς».
Περισσότερα για τον Β. Τσιρώνη πληροφορούμαστε από τον ιστότοπο του Ν. Σαραντάκου
Το 1958 διορίστηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό γιατρός των εξόριστων του Άη – Στράτη, τους οποίους παρά τις απαγορευτικές διαταγές βοήθησε ανοικτά και με αυταπάρνηση, αντιδρώντας στην πολιτική φυσικής τους εξόντωσης και καταγγέλλοντας την κυβέρνηση της Δεξιάς για «ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης» και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για «συνθηκολόγηση και υποταγή» με διοχέτευση στον ξένο Τύπο αρκετών εμπιστευτικών εγγράφων και απόρρητων οδηγιών του τότε υφυπουργείου Ασφαλείας που αποδείκνυαν τις καταγγελίες του.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν αρκετοί αγροτικοί γιατροί στην ύπαιθρο και ο Ερυθρός Σταυρός αναλάμβανε να καλύπτει τα κενά, έχοντας δικά του ιατρεία εκεί που δεν υπήρχε αγροτικός γιατρός, όπως στον Άγιο Ευστράτιο, ο οποίος βέβαια ήταν ειδική περίπτωση αφού εκτός από τους μόνιμους κατοίκους είχε και εκατοντάδες αριστερούς εξόριστους. Ο Τσιρώνης, προϊστάμενος του κλιμακίου, κατηγορήθηκε από τους παράγοντες του Υπουργείου Προνοίας και παύθηκε, επειδή «η εν γένει συμπεριφορά του ανωτέρω ιατρού ήτο τοιαύτη, ώστε να δίδει την εντύπωσιν ότι είναι όργανο όχι της ιατρικής επιστημης, αλλά της κομμουνιστικής ηγεσίας … Συγκεκριμένως εξέδιδε αθρόας γνωματεύσεις περί της ανάγκης επειγούσης δήθεν νοσηλείας εκτοπισμένων, ενώ ούτοι ήσαν υγιείς».
Ο Τσιρώνης δεν ήταν κομμουνιστής, απλώς τηρούσε τον όρκο του Ιπποκράτη. Μόλις παύθηκε, έκανε μήνυση στον παραπάνω υπηρεσιακό παράγοντα (Μαυρουλίδης το όνομά του), κέρδισε τη δίκη, και δικαστικά κέρδισε και την επαναφορά του, την οποία όμως το κράτος αρνήθηκε να υλοποιήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στα επόμενα χρόνια γνώρισε όλη την εκδικητική μανία του καραμανλικού κράτους. Όταν τον Αύγουστο του 1960 επισκέφτηκε τον Υφυπουργό Προνοίας Ψαρρέα για να διαμαρτυρηθεί για την καθυστέρηση της αποκατάστασής του, εκείνος τον αντιμετώπισε αρνητικά, και πάνω στη συζήτηση τον κατηγόρησε για εξύβριση, ότι τον είπε ανέντιμο (Ο Τσιρώνης είπε ότι είχε χαρακτηρίσει «ανέντιμη» την τακτική της κατασυκοφάντησης και δίωξής του).
Κλείστηκε στη φυλακή, όπου πρωτοστάτησε σε απεργία πείνας όσων ήταν κλεισμένοι μέσα για χρέη. Έγιναν και κάποια επεισόδια και κατηγορήθηκε για εξέγερση. Αποφυλακίστηκε, αλλά το κράτος του ζήτησε να πληρώσει τα δίδακτρα της φοίτησής του στη στρατιωτική σχολή, 66.000 δραχμές, σημαντικό ποσό για την εποχή -και βέβαια, ενώ σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις γινόταν διακανονισμός για πληρωμή με δόσεις, από τον Τσιρώνη τα ζήτησαν όλα μαζί (εδώ ένα άρθρο).
O διωγμός του Τσιρώνη έφτασε πολλές φορές στη Βουλή με επανειλημμένες επερωτήσεις βουλευτών από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά το κυνηγητό συνεχίστηκε. Στις αρχές του 1962 δικάστηκε για τα επεισόδια στις φυλακές, εξαγόρασε τη μικρή ποινή του, αλλά έμεινε υπόλοιπο ένα μικρό χρέος. Σε ένα χαρακτηριστικό μικροεπεισόδιο, η αστυνομία τον κάλεσε το μεσημέρι της 28ης Οκτωβρίου 1962 στο Τμήμα δήθεν για να υπογράψει ως ιατρός ένα πιστοποιητικό θανάτου, κι όταν αυτός πήγε εκεί, τον συνέλαβαν για το χρέος του το οποίο, λόγω της ημέρας, ήταν αδύνατο να τακτοποιήσει. Και βέβαια, όταν τους είπε ότι έτσι «γίνονται εκτελεστικά όργανα μιας πανελληνίως γνωστής εναντίον του εκστρατείας εμπαθείας και σκοπιμότητος», του έκατσαν και μια μήνυση για εξύβριση.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1962 ίδρυσε το «Κόμμα των Αδεσμεύτων», που όμως έμεινε ανενεργό μέσα στην τότε ανώμαλη πολιτικά εποχή και αργότερα μετονομάστηκε σε Ε.Α.Κ. (Εθνικό Αστικό Κόμμα). Έγινε ευρύτερα γνωστός από μια απεργία πείνας 50 ημερών που πραγματοποίησε επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου με αίτημα τον άμεσο επαναπατρισμό των αριστερών πολιτικών προσφύγων από τις χώρες του λεγόμενου «ανατολικού μπλοκ».
Η απεργία πράγματι διάρκεσε 50 ημέρες (από τέλη Απριλίου 1964 έως 15 Ιουνίου) αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι είχε αυτό το αίτημα. Με τις δικές μου πληροφορίες, αίτημα ήταν να πάψει ο εξαετής διωγμός του και να αποκατασταθεί. Φαίνεται ότι η νέα κυβέρνηση Παπανδρέου είχε ίσως διάθεση να τον αντιμετωπίσει ευμενώς, αλλά διαφώνησαν στον τρόπο. Η απεργία πάλι έφτασε στη Βουλή, έγινε μάλιστα και αφορμή να φιλονικήσουν από τις στήλες τους ο Δ. Ψαθάς (των Νέων) και ο Μποστ (της Αυγής) διότι ο Ψαθάς, με το χιούμορ του πολλαπλά χορτάτου, υπαινίχθηκε ότι ο γιατρός έτρωγε κρυφά. Ο Τσιρώνης έλυσε την απεργία χωρίς να δικαιωθεί, ίσως όμως κάποια αιτήματά του δικαιώθηκαν στη συνέχεια.
Το 1969 σε ηλικία 40 ετών και ενώ η απριλιανή δικτατορία (1967 – 1974) απολάμβανε την τρίτη της χρονιά, έκανε αεροπειρατεία έχοντας μαζί του όλη την οικογένειά του, και μέσω Αλβανίας διέφυγε στην Σουηδία, στην οποία ζούσαν τότε οι περισσότεροι αντιδικτατορικοί πολιτικοί πρόσφυγες.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974, λίγο μετά την μεταπολίτευση και ίδρυσε το «Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο» ή Ο.Ε.Μ., έκανε διάφορες «επαναστατικές» παρεμβάσεις (υβριστικά συνθήματα κατά του πρωθυπουργού Καραμανλή και κατά γνωστών μεγαλοϊδιοκτητών εφημερίδων, πυροβολισμοί με καραμπίνα κατά μιας γιγαντιαίας φωτογραφίας του Καραμανλή στην Αγορά της οδού Αθηνάς, κ.ά.) και στις εκλογές του 1977 έριξε το σύνθημα της λευκής ψήφου, με αποτέλεσμα να διεκδικήσει μία εβδομάδα αργότερα τα 251.000 λευκά ψηφοδέλτια της Β Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών, πράγμα που προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την απόπειρα της αστυνομίας να τον συλλάβει στην είσοδο του σπιτιού του στην οδό Άρεως 35 στο Παλαιό Φάληρο, μετά από ανακίνηση μίας παλαιάς καταδίκης του.
Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά τα λευκά ψηφοδέλτια στις εκλογές του 1977 δεν ήταν ούτε κατά διάνοια 250.000 στη Β’ Αθηνών. Σε όλη την επικράτεια, άκυρα μαζί και λευκά ήταν 64.000 κατά τη Βικιπαίδεια.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν μία τραγική τροπή: στις 30 Νοεμβρίου 1977 οι ειδικές αστυνομικές μονάδες και ελεύθεροι σκοπευτές απέκλεισαν την περιοχή γύρω από το σπίτι του Τσιρώνη, όταν εκείνος πυροβόλησε κατά των αστυνομικών που είχαν έλθει να τον συλλάβουν και άρχισε έτσι μία πολύμηνη και επεισοδιακή πολιορκία. Στις 5 Φεβρουαρίου 1978 ο Τσιρώνης κήρυξε το διαμέρισμά του «ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος» και κάθε ημέρα έβγαινε στο μπαλκόνι του και με μεγάφωνα ή με έναν φορητό τηλεβόα διάβαζε στο συγκεντρωμένο πλήθος τα «πολεμικά ανακοινωθέντα» του ενάντια στο «κράτος των μαύρων (εννοώντας των φασιστών)», ενώ κάποιες φορές οι ελεύθεροι σκοπευτές τού είχαν πυροβολήσει τα χωνιά των μεγαφώνων.
Επειδή ο Τσιρώνης έμενε στο Παλιό Φάληρο, στην οδόν Άρεως, δηλαδή τέσσερις δρόμους πιο πέρα από το σπίτι μου, περνούσα ταχτικά από το «ελεύθερο κράτος» του ΟΕΜ. Κάθε απόγευμα έβγαζε λόγο, 7 με 8 αν θυμάμαι καλά, τουλάχιστον εκείνο το καλοκαίρι του 1978 (το χειμώνα ίσως νωρίτερα). Καθώς το φθινόπωρο του 1978 θα γίνονταν δημοτικές εκλογές, ο Τσιρώνης είχε πάλι ρίξει σύνθημα για Άκυρο -και, θυμάμαι, έλεγε «Αν τα άκυρα στο Φάληρο φτάσουν σε ποσοστό 10% θα έχουμε πάρει περισσότερα από την ψευτοαριστερά. Αν πιάσουν το 25%, θα έχουμε πάρει περισσότερα από το ψευτοσοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ. Αν τα άκυρα ξεπερασουν το 43% θα έχουμε ξεπεράσει το μαύρο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας». Εννοούσε τα ποσοστά που είχαν πάρει τα κόμματα στις πρόσφατες εκλογές του 1977.
Στις αρχές Ιουλίου 1978, απ’ ό,τι θυμάμαι, έγινε ένα επεισόδιο που ίσως λειτούργησε σαν καταλύτης στις εξελίξεις. Ένα έφηβο κορίτσι της γειτονιάς ανέβηκε μαζί με άλλα παιδιά στο διαμέρισμα του Τσιρώνη. Η μάνα της έκανε μεγάλη φασαρία και, παρόλο που τότε δεν υπήρχε ο Σκάι, την άλλη μέρα έγινε πρωτοσέλιδο σε κάποια κίτρινη εφημερίδα, πιθανώς την Απογευματινή (αυτά όμως δεν τα έχω διασταυρώσει, μόνο τα θυμάμαι, οπότε ίσως να είναι πλάσματα της φαντασίας μου). Και τότε ανέλαβε το Βήμα.
Στις 7 Ιουλίου 1978 η καθημερινή εφημερίδα «Το Βήμα» εκτός από το πρωτοσέλιδο σχόλιό της με τον προκλητικό τίτλο «ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΡΑΤΟΣ;», εξέφραζε ανυπόγραφα την «ανησυχία» ότι δήθεν με το «αυτόνομο κράτος» του Τσιρώνη «υπονομευόταν η έννοια του κράτους» και αυτό «από το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στον ιδιότυπο αυτό γιατρό όχι μόνο να ζει υπό το κράτος ποινικής ασυλίας (αφού δικαστικές αποφάσεις σε βάρος του για αδικήματα του κοινού ποινικού νόμου παραμένουν ανεκτέλεστες), αλλά και να μεταβάλλεται σε ελευθέρως δρώντα, στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου ελεύθερο σκοπευτή. Ονόμασε το διαμέρισμά του Κράτος, έχει προσβάλει ή προσβάλλει καθημερινά δέσμη από άρθρα του ποινικού νόμου, αλλά… έχει εξασφαλίσει το ακαταδίωκτο».
Το σχόλιο τελείωνε ως εξής: «Ποιος κάποτε θα αποφασίσει να προστατεύσει το κύρος και την αξιοπιστία του Κράτους; Διότι και η υπόθεση Τσιρώνη υπογραμμίζει την ανυπαρξία Κράτους».
Αν θέλετε ολόκληρο το άρθρο του Βήματος, μπορείτε να το βρείτε εδώ.
Στις 4 το πρωϊ της 11ης Ιουλίου (της οποίας το τυπωμένο πολλές ώρες νωρίτερα φύλλο του «Βήματος» επανερχόταν με νέο πρωτοσέλιδο ανυπόγραφο άρθρο, που «διαπίστωνε» ότι δήθεν «χειρότερο κι από το ίδιο το γεγονός της διωκτικής απραξίας της αστυνομίας είναι η ατμόσφαιρα ανυπαρξίας του κράτους που δημιουργείται»), υπό την άμεση εποπτεία του τότε υπουργού Δημοσίας Τάξης Μπάλκου, 28 πάνοπλοι κομάντος της «Διμοιρίας Ειδικών Αποστολών» εισέβαλαν με βοήθεια δακρυγόνων στο διαμέρισμα μετά από δικαστική απόφαση και με παρουσία εισαγγελέα, ενώ ο τότε διευθυντής της αστυνομίας Λεμονής έχει δώσει εντολή να μη πλησιάσει δημοσιογράφος σε μεγάλη ακτίνα από την επιχείρηση. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ο Τσιρώνης έπεσε νεκρός, ενώ η σύζυγός του, που μετά την παράδοση των 3 παιδιών τους είχε μείνει μέχρι τέλους δίπλα του στο τελευταίο οχυρωμένο δωμάτιο, φώναζε δυνατά πως «οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο σπίτι του».
Κατά την εκδοχή της αστυνομίας είχε «αυτοκτονήσει». Την επόμενη ημέρα συνελήφθησαν ως «μέλη του Ο.Ε.Μ.» οι Γ. Σκάνδαλης και Δ. Νικολούλης, 26 και 21 χρόνων αντίστοιχα, ενώ την μεθεπόμενη (13 Ιουλίου) 1.000 περίπου άτομα από τον χώρο της Άκρας Αριστεράς διαδήλωσαν στην κηδεία του με συνθήματα κατά της κρατικής βίας και των δημοσιογράφων, τους οποίους κατήγγειλαν ως υποκινητές της εξόντωσης του γιατρού Τσιρώνη. Ωστόσο, στο πολιτικό μνημόσυνο που τού έκανε την επόμενη χρονιά η οικογένειά του δεν παρευρέθησαν περισσότερα από 40 – 50 άτομα.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ανακοίνωσε 2 ημέρες μετά τα γεγονότα, ότι «με τις αντικρατικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις του ήταν (ο Τσιρώνης) συνεχής απειλή και διαρκής κίνδυνος για τους αθώους πολίτες. Πολίτες κάθε κόμματος και εφημερίδες κάθε πολιτικής αποχρώσεως καλούσαν τις αρχές να θέσουν τέρμα στην επικίνδυνη δράση του Τσιρώνη».
Εδώ τελειώνει το άρθρο. Να προσθέσω ότι μια-δυο μέρες αργότερα, ο Γιάννης Ιωάννου, που τότε ήταν ο γελοιογράφος του Βήματος, δημοσίευσε (πιθανώς όμως όχι στο Βήμα αλλά στο Αντί) την εξής εξαιρετική γελοιογραφία που δεν ξέρω αν προσπαθούσε να αθωώσει την εφημερίδα, ούτε αν τα κατάφερνε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου