Με τις ΗΠΑ να έχουν έλθει σε ρήξη με το Ιράν μετά την απόσυρσή τους από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα τής Τεχεράνης και την επιβολή νέων οικονομικών κυρώσεων, καθώς και με τις ευρωπαϊκές εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στο Ιράν να βρίσκονται στην πόρτα τής εξόδου, φοβούμενες αμερικανικά αντίποινα, ο δρόμος για την εμπλοκή άλλων παικτών στη χώρα είναι ορθάνοιχτος. Μεγαλύτερος κερδισμένος από αυτή την εξέλιξη, τόσο σε γεωπολιτικό όσο και οικονομικό επίπεδο, δεν είναι άλλος από το αντίπαλον δέος της Ουάσινγκτον, την Κίνα, η οποία είναι πρόθυμη να επωμισθεί τις όποιες συνέπειες τής συνεργασίας με το Ιράν.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η διμερής συνεργασία εντείνεται, με τα στρατηγικά συμφέροντα των δυο χωρών να συγκλίνουν περαιτέρω. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι δεσμοί δεν είναι καινοφανείς καθώς το Πεκίνο έχει σταθεί στο πλευρό τής Τεχεράνης σε δύσκολες εποχές. Απλώς, την τελευταία περίοδο η προσέγγιση είναι ιδιαζόντως διευρυνόμενη, εντασσόμενη στο πλαίσιο της ευρύτερης επέκτασης τής κινεζικής εξωτερικής πολιτικής.
Αν και βασική επιθυμία τού ιρανού προέδρου, Ρουχανί, ήταν ένα άνοιγμα στη Δύση και μια ισοβαρής πολιτική μεταξύ Ανατολής-Δύσης, δίνοντας ισχυρή τόνωση στην οικονομία και τη διεθνή θέση της χώρας του, τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν. Το Μάρτιο, ο θρησκευτικός ηγέτης, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, δήλωσε ότι η πρώτη προτεραιότητα στη εξωτερική πολιτική για το Ιράν σήμερα είναι η Ανατολή κι όχι η Δύση. Ως αποτέλεσμα, και υπό το πρίσμα του εμπορικού πολέμου των ΗΠΑ σε Ρωσία, Κίνα και Τουρκία, ίσως ο σχεδιασμός της Ουάσινγκτον για απομόνωση του Ιράν τής γυρίσει μπούμερανγκ καθώς εξυφαίνεται ένα αντιαμερικανικό μέτωπο, ευνοώντας κατά κύριο λόγο την επέλαση του Πεκίνου λόγω και των τεράστιων οικονομικών αποθεμάτων του.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, η Τεχεράνη διαθέτει κινεζικά όπλα, ενώ το Νοέμβριο τού 2016 υπεγράφη σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας, το οποίο περιλαμβάνει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, μεταφορά στρατιωτικής τεχνογνωσίας καθώς και κοινές αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις. Με τις δυτικές πόρτες κλειστές, η συνεργασία πιθανότατα θα ενταθεί (όπως και με τη Ρωσία).
Η εμβάθυνση των διμερών σχέσεων αναμένεται αξιοσημείωτη στον οικονομικό τομέα. Ένα μόλις μήνα μετά την άρση των κυρώσεων, το Φεβρουάριο του 2016, ανακοινώθηκε η εγκαθίδρυση διμερούς στρατηγικής συνεργασίας και υπεγράφησαν πλήθος συμφωνιών με αποκορύφωμα τη δέσμευση για αύξηση των εμπορικών συναλλαγών κατά $600 δις εντός της τρέχουσας δεκαετίας.
Το Ιράν είναι παρατηρητής στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης, που θεωρείται το όχημα της κινεζικής επέκτασης, ενώ μελετάται κι η ένταξή του ως μέλος. Επίσης, η Κίνα είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος τής Τεχεράνης εισάγοντας κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο (82% των ιρανικών εξαγωγών) ενώ το συνολικό διμερές εμπόριο άγγιξε τα $37,2 δις το 2017, αυξανόμενο κατά 19% σε σχέση με το 2016.
Λόγω της εξάρτησής της από το ιρανικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, η Κίνα τα τελευταία χρόνια κάνει επενδύσεις πολλών εκατομμυρίων στον εκσυγχρονισμό των ενεργειακών δικτύων κι εγκαταστάσεων του Ιράν προκειμένου να διασφαλίσει την απρόσκοπτη τροφοδότησή της. Κινεζικές εταιρίες έχουν αναλάβει τη δημιουργία ενός νέου τερματικού σταθμού πετρελαίου πάνω από τα Στενά του Ορμούζ καθώς και την κατασκευή υπερ-διυλιστηρίου στο Abadan. Τεχεράνη και Πεκίνο έχουν υπογράψει συμφωνία που εκχωρεί στο δεύτερο αποκλειστικά δικαιώματα καθώς και τη δυνατότητα κατασκευής υποδομών σε περιοχές με πλούσια ενεργειακά αποθέματα ως το 2024 (με δυνατότητα επέκτασης ως το 2029) και προβλέπει ακόμη και τη δυνατότητα μεταφοράς κινεζικών στρατευμάτων για την προστασία των περιοχών.
Επίσης, λόγω της ιδιαίτερης γεωστρατηγικής θέσης του, ο ρόλος του Ιράν στο νέο Δρόμο του Μεταξιού είναι κομβικός και η ανάγκη προσεταιρισμού του από την Κίνα επιτακτική. Στο project One Belt, One Road, περιλαμβάνεται και βρίσκεται σε εξέλιξη η ανάπτυξη σιδηροδρομικού δικτύου που ενώνει την Κίνα με την Τουρκία και την Ανατολική και, δυνητικά, την Κεντρική Ευρώπη μέσω Ιράν, καθιστώντας το, έτσι, καίριο διαμετακομιστικό κέντρο.
Στον αντίποδα, παρά την επιθυμία των ηγετών της Γηραιάς Ηπείρου να στηρίξουν τη συμφωνία με το Ιράν, η αποχώρηση των ευρωπαϊκών εταιριών έχει ήδη ξεκινήσει καθώς ο φόβος των αμερικανικών κυρώσεων υπερακοντίζει την επιθυμία επενδύσεων. Ήδη, η Total ανακοίνωσε την αποχώρησή της από το σχέδιο South Pars, με τη θέση της να καταλαμβάνει η κινεζική CNPC που ήδη συμμετέχει σε αυτό. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με το κενό που θα δημιουργηθεί από την απόσυρση άλλων ευρωπαϊκών εταιριών.
Η Ευρώπη έχει αναπτύξει κάποια αντιμέτρα (επικαιροποιημένη εκδοχή τού καθεστώτος Μπλοκαρίσματος, πιθανή χρήση άλλου νομίσματος, γαλλική πρόταση για δημιουργία ενιαίας πολιτικής) αλλά η ευόδωσή τους είναι αμφίβολη. Αντιθέτως, οι εξαγγελθείσες για το Νοέμβριο νέες κυρώσεις στις συναλλαγές πετρελαίου τού Ιράν δε φαίνεται να πτοούν την Κίνα, η οποία προσανατολίζεται στην επέκταση τής χρήσης του reminbi, που χρησιμοποιείται στις πετρελαϊκές συναλλαγές από το 2012, αντί του δολαρίου.
Τα απότοκα της κρίσης στην οποία έχει περιέλθει η ιρανική οικονομία έχουν αρχίσει να διαφαίνονται κλυδωνίζοντας την κυβέρνηση, με το Ρουχανί να καλείται από τη Βουλή να δώσει εξηγήσεις για το πρόγραμμα που ακολουθεί καθώς το οικονομικό άνοιγμα που ευαγγελιζόταν δεν έχει αποφέρει προσώρας τα κέρδη που είχε υποσχεθεί. Συνυπολογίζοντας και τις επερχόμενες κυρώσεις, ίσως η μόνη λύση για την Τεχεράνη είναι η περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών σε Κίνα κι άλλες ασιατικές χώρες. Βεβαίως, το Ιράν, για να προλάβει τις καταστάσεις, προειδοποιεί ότι αν απαγορευτούν οι πετρελαϊκές συναλλαγές του τότε θα σταματήσουν οι συναλλαγές και των υπολοίπων χωρών της περιοχής, απειλώντας ευθέως με αποκλεισμό των Στενών του Ορμούζ απ΄ όπου διέρχονται τα πλοία που μεταφέρουν πετρέλαιο από τις χώρες του Κόλπου, με την ελπίδα να αναγκαστούν οι ΗΠΑ να ανακρούσουν πρύμναν.
Εν κατακλείδι, η αμερικανική πολιτική έναντι του Ιράν αναμένεται να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην περιοχή, στις οποίες η Τεχεράνη οφείλει να αντιδράσει άμεσα. Πρέπει να αναζητήσει εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και νέους ισχυρούς εταίρους που θα αποτρέψουν τη διεθνή απομόνωσή της που είχε συμβεί στο παρελθόν, με την Κίνα να δράττεται ήδη τής ευκαιρίας. Οι εποχές έχουν αλλάξει, το μονοπολικό διεθνές σύστημα δεν υπάρχει πια. Η Κίνα, πέραν και λόγω των ιλιγγιωδών διαθέσιμων ποσών για επενδύσεις, έχει ισχυρή φωνή πια διεθνώς κι είναι ικανή να επιβάλλει τη θέλησή της σε σειρά διεθνών ζητημάτων. Συνεπώς, η συμπόρευση τής Τεχεράνης με αυτήν συνιστά μονόδρομο, πλήττοντας, κατ΄αυτό τον τρόπο, τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.
*Η Μαρίσα Μοτίκα είναι διεθνολόγος, μέλος της Ερευνητικής Ομάδας Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας & Ασφάλειας του Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου