Είναι επιτακτική η ανάγκη οριοθέτησης της έννοιας ασφάλεια προκειμένου τα κράτη, να διαμορφώσουν συνεκτικά πλαίσια δράσης για την διατήρηση της διεθνούς ασφάλειας απέναντι στο αναπάντεχο και συνάμα δύσβατο αύριο.
Η έννοια της ασφάλειας (Security) στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί ένα από τα πλέον μεταβαλλόμενα εννοιολογικά εργαλεία, που χρησιμοποιούν τα κράτη ώστε να ενισχύσουν την ευελιξία τους στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Η έννοια αυτή, περιλαμβάνει δύο διαστάσεις: την θετική που στοχεύει στην οικοδόμηση της ειρήνης, όταν ένα κράτος αυξάνει την δυνατότητα αποτροπής και αποφυγής άμεσων κίνδυνων μέσω της ενίσχυσης των αμυντικών δυνατότητων του και την αρνητική, όταν ένα κράτος στοχεύει στην αποτροπή πολέμου μέσω της εξάλειψης μιας απειλής μέσω πολιτικό-στρατιωτικών και οικονομικών μέσων.
Στον 21ο αιώνα και ειδικότερα με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η άνωθεν έννοια έχει εισχωρήσει πλήρως στις κρατικές πολιτικές. Προκειμένου να κατανοηθεί η χρήση της από ένα κράτος, είναι σκόπιμο να εξεταστεί η θεωρία της Σχολής της Κοπεγχάγης για ζητήματα ασφαλείας, διαμέσου της διαδικασίας της Ασφαλειοποίησης (Securitization). Η τελευταία αναπτύχθηκε από τον Ole Wæver, και εξετάζει την διαδικασία μέσα από την οποία ένα ζήτημα που αποτελεί κρίσιμο διακύβευμα για μια χώρα, ανάγεται σε ζήτημα ασφαλείας, δηλαδή υπαρκτό πρόβλημα που απειλεί άμεσα την εκάστοτε χώρα και το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερα αντίμετρα. Η ασφαλειοποίηση ζητημάτων αποτελεί στην σημερινή εποχή, κοινή πρακτική με πιο εύγλωττο παράδειγμα αυτό της ανάδειξης της διεθνούς τρομοκρατίας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές ζήτημα, από το σύνολο των κρατών του κόσμου.
Είναι κρίσιμο να τονιστεί, πως ο όρος ασφάλεια δεν διαθέτει, λόγω των συνεχών μεταβολών του έναν, κοινό και αποδεκτό από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας, ορισμό. Διαμέσου της ασάφειας αυτής, διακρίνονται δύο διαφορετικές θέσεις που επιχειρούν να χρωματίσουν την έννοια αυτή, η ψυχροπολεμική και η μεταψυχροπολεμική. Η ψυχροπολεμική αντίληψη, η οποία αναπτύχθηκε στον 20ο αιώνα, αποτελεί την παραδοσιακή θεώρηση περί ασφάλειας συμπίπτοντας παράλληλα με την άποψη των ρεαλιστών, σύμφωνα με την οποία σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα, σημεία αναφοράς αποτελούν τα κράτη τα οποία επιχειρούν να επιβιώσουν διατηρώντας την εθνική τους κυριαρχία ή επεκτείνοντας την μέσω της διαρκούς συσσώρευσης της ισχύος. Η τάση αυτή κορυφώθηκε μέσω της απειλής της διεξαγωγής πυρηνικού πολέμου μεταξύ Η.ΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης και της έντονης σύγκρουσης δύο κοσμοθεωριών, του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση, προσέδωσε στον όρο ασφάλεια αμιγώς μιλιταριστικό πρόσημο σύμφωνα με τον διεθνολόγο Barry Buzan.
Ωστόσο, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε σε επαναξιολόγηση των πολιτικών νορμών της εποχής, καθώς αρκετοί αμφισβήτησαν την φύση των διεθνών απειλών, υποστηρίζοντας ότι η ασφάλεια ως έννοια, έπρεπε να αναδιατυπωθεί για να αντικατοπτρίζει την μεταβαλλόμενη φύση των συγκρούσεων. Η μεταψυχροπολεμική, λοιπόν, θεώρηση περί ασφάλειας, αναγνωρίζει πως η τελευταία μπορεί σήμερα να επηρεαστεί τόσο από κράτη, όσο και από μη-κρατικούς δρώντες, στις οποίες μεταξύ άλλων βρίσκονται, εθνικιστικές ομάδες και τρομοκρατικές οργανώσεις. Βασικοί υποστηρικτές της άποψης αυτής είναι οι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίοι ενστερνίζονται επίσης πως το πλαίσιο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, δύναται να επηρεάσει ή ακόμα και να δημιουργήσει ζητήματα ασφαλείας.
Η νέα μορφή που έχει λάβει η διεθνής ασφάλεια αξιολογώντας πλέον ένα διεθνές ζήτημα από την παγκόσμια έκταση του, περιλαμβάνει πλέον και απειλές που ξεπερνούν τα σύνορα, όπως ο υπέρ-πληθυσμός, οι επιδημίες, οι μεταναστευτικές ροές καθώς και περιβαλλοντικά ζητήματα παγκόσμιας κλίμακας, όπως η κλιματική αλλαγή και η αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Φυσικά, οι υπέρμαχοι της παραδοσιακής θεώρησης εκτιμούν πως η βασική μορφή απειλής είναι κυρίως στρατιωτική, σε αντίθεση με ζητήματα χαμηλής πολιτικής, όπως αυτά που σχετίζονται με το περιβάλλον και την οικονομία που εκτιμούνται ως αίτια δευτερευούσης φύσεως της ανασφάλειας (Insecurity), αλλά όχι ως καθεαυτό ένα ζήτημα παγκόσμιας ασφάλειας.
Προκειμένου να μετουσιωθούν σε πρακτικό επίπεδο οι μεταβολές αυτές στο επίπεδο της ασφάλειας, θα πρέπει να εξετασθούν δύο σημεία τομής στον 21ο αιώνα που επιβεβαιώνουν την διάσταση μεταξύ των δύο προαναφερθέντων θεωρήσεων. Η πρώτη τομή, είναι το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Η.Π.Α, η οποία οδήγησε στην άμεση επικαιροποίηση των κρατικών πολιτικών σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Η μεταστροφή χρήσης της ασφάλειας από τους κρατικούς δρώντες επανάκτησε στρατιωτικό περιεχόμενο, μετά από κομβικά διεθνή γεγονότα, όπως ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν, αλλά και η Αμερικάνικη εισβολή στον Ιράκ το 2003. Το τρομοκρατικό χτύπημα του 2001, οδήγησε ταυτόχρονα στην υιοθέτηση αυστηρών αντιμέτρων, ενισχύοντας την κρατική παρακολούθηση και την αισθητή ενίσχυση των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων, προσδίδοντας ξανά ακραιφνώς μιλιταριστικό περιεχόμενο στην έννοια οξύνοντας την ήδη υπάρχουσα διάσταση μεταξύ των δύο απόψεων.
Την δεύτερη τομή συνιστά ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Η.Π.Α και Κίνας, επιβεβαιώνοντας πως οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ δύο υπερδυνάμεων του 21ου αιώνα, δύνανται να επηρεάσουν την διεθνή ασφάλεια αλλά και να πλήξουν την εμπιστοσύνη δύο κρατών· Στην περίπτωση αυτή, η όξυνση των σχέσεων οδηγεί στην δημιουργία ενός Σινό-Αμερικάνικου διλλήματος ασφαλείας, ικανού να λάβει και στρατιωτική διάσταση[7]. Η μετεξέλιξη ενός ζητήματος οικονομικής ασφάλειας σε ένα ζήτημα στρατιωτικής ασφάλειας, όπως υποστηρίζεται από το ρεύμα της Σχολής της Κοπεγχάγης (Copenhagen School of Security Studies), σηματοδοτεί μια διεύρυνση της έννοιας της «ασφάλειας», πέραν της στρατιωτικής φύσεως.
Όσον αφορά τις μελλοντικές πηγές διεθνούς αν-ασφάλειας θα αναφερθούν ενδεικτικά στην παρακάτω τριαξονική ανασκόπηση:
Ο πρώτος άξονας είναι αναμφίβολα η κλιματική αλλαγή, η οποία προβλέπεται να έχει δριμύτατες επιδράσεις για τις περιοχές εκείνες του κόσμου που χαρακτηρίζονται από τροπικό κλίμα, οδηγώντας σε μαζική αποψίλωση ευφόρων περιοχών, ομού με την έλλειψη των τροφικών αποθεμάτων, προκαλώντας λιμούς κυρίως στην Αφρικανική Ήπειρο.
Ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με τον μελλοντικό ανταγωνισμό κρατικών αλλά και μη κρατικών δρώντων για την απόκτηση ενεργειακών κοιτασμάτων, αλλά και πρώτων υλών.
Ο τρίτος άξονας, είναι βασισμένος στην εξάπλωση των στρατιωτικών τεχνολογιών από τα κράτη αλλά και τρίτα μέρη, συνεπαγόμενο την εξέλιξη των Όπλων Μαζικής Καταστροφής (Weapons of Mass-Destruction) ή εν συντομία ΟΜΚ, των οποίων η χρήση περιλαμβάνει οδυνηρές συνέπειες για την ίδια την ανθρωπότητα όσο και για τα κράτη, αλλάζοντας πλήρως τον τρόπο συμπεριφοράς και αποτροπής απέναντι σε συνεχώς αναδυόμενες ασύμμετρες απειλές, όπως της διεθνούς τρομοκρατίας, του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και της διασποράς και της χρήσης των ΟΜΚ από κράτη-δρώντες ή μη-κρατικούς δρώντες.
Συμπερασματικά, ευκόλως αντιληπτή είναι η ανάγκη οριοθέτησης της έννοιας ασφάλεια προκειμένου τα κράτη, αρχικά σε μονομερή βάση μέσω της υιοθέτησης εθνικών στρατηγικών, αλλά και μέσω πολυμερών βάσεων συνεργασίας (πχ. στα διεθνή φόρα) να διαμορφώσουν συνεκτικά πλαίσια δράσης για την διατήρηση της διεθνούς ασφάλειας απέναντι στο αναπάντεχο και συνάμα δύσβατο αύριο.
Πηγή: ΚΕΔΙΣΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου