Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Προκαταρκτικές θέσεις για την ανάγνωση του κοινωνικού πολέμου

…γι’ αυτά που δεν ξεχάσαμε από το σφο Τζιαντζή,


Το κεφάλαιο εξακολουθεί να θυμάται αυτό που γνωρίζανε κάποτε και οι προλετάριοι: H οικονομία είναι μια πολιτική

Χάνοντας στον Κοινωνικό Πόλεμο


Στο σχολείο μαθαίνουμε μία ιστορία, την ιστορία των κρατών. Υπάρχει όμως και μία άλλη ιστορία, η ιστορία των καταπιεσμένων. Στον κοινωνικό και ταξικό ανταγωνισμό, η αντίσταση των καταπιεσμένων είτε θα κερδίσει είτε θα εξελίξει την κρατική μηχανή. “Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτήν τη μηχανή αντί να την τσακίζουν. […] Τα κόμματα που αγωνίζονταν διαδοχικά για την εξουσία θεωρούσαν την κατάκτηση αυτού του τεράστιου κρατικού οικοδομήματος ως την κυριότερη λεία του νικητή”[1]. Γι’ αυτό η εξέλιξη της Κυριαρχίας βάζει όλο και πιο ψηλά τον πήχη που πρέπει να ξεπεραστεί, και οι καταπιεσμένοι/ες καλούνται διαρκώς να βρουν νέες ιδέε ς και νέα όπλα στον κοινωνικό πόλεμο. Από τις αγροτικές εξεγέρσεις του Μεσαίωνα μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, τις εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις του 1848, τις Κομμούνες, τα αντιαποικιοκρατικά-σοσιαλιστικά κινήματα και τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, σαν ανεστραμμένο είδωλο της εξέλιξης της κυριαρχίας υπάρχει και μια εξέλιξη στις μεθόδους και στον ορίζοντα των καταπιεσμένων.

Αλλά πάει και αντίστροφα. Καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει η επίσημη ιστορία του νεωτερικού Κράτους: «η μεγάλη δικαιϊκή αφήγηση της κυριαρχίας». Και υπάρχει και η αντι-ιστορία του, που είναι ιστορία της αδυνατότητάς του. Είναι η γραμμή που φαίνεται στο αυξανόμενο σύνολο των πρακτικών, των πρωτοκόλλων και των μηχανισμών που πρέπει να βρίσκει απέναντι στους καταπιεσμένους/ες. Το σύνολο αυτών των αποφάσεων δεν ήταν τίποτε άλλο από νέοι τρόποι αποκλεισμού και ενσωμάτωσης του προλεταριάτου, που αντικαθιστούσαν τους παλιούς που είχαν αποτύχει, απέναντι στα νέα επαναστατικά κινήματα. Αν θέλουμε να αναρωτηθούμε τι “δεν πέτυχε”, πρέπει να καταλάβουμε τι είναι αυτό που δεν ήρθε “φυσικά”, τί δεν ήταν “δεδομένο ότι θα συμβεί”. Ποια ήταν αυτά που αποτέλεσαν αντικείμενο απόφασης: των από πάνω (που αποφάσισαν) και των από κάτω (που αδράνησαν).

Οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις του 1970, εξέλιξαν ακόμα περισσότερο την καπιταλιστική κυριαρχία. Από το 1917 η ταξική Κυριαρχία εξελίχθηκε δύο φορές για να ενσωματώσει τις αντιστάσεις, με το Κράτος Πρόνοιας και με το Επιχειρηματικό Κράτος[2]. Η επανάληψη με πρότυπο το 1917 θα ήταν δυνατή, αν δεν είχε συμβεί αυτό το διπλό άλμα της Κυριαρχίας, το οποίο ξεπέρασε το σοβιετικό κεκτημένο και έβαλε τον πήχη για τις αντιστάσεις ακόμα ψηλότερα. Ενώ το 1917 ανέδειξε κάποιες διαχρονικές σταθερές της κρατικής και ταξικής εξουσίας, σήμερα θα πρέπει κανείς να πείσει πως και η μεταπολεμική Σουηδία και η σύγχρονη Γερμανία δεν αποτελούν εκείνες το πρότυπο και ανώτερο ταβάνι της κοινωνικής εξέλιξης. Επιπλέον, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους σύγχρονους μηχανισμούς ελέγχου και επιτήρησης του σώματος, της επιθυμίας μέσω της κατανάλωσης, των συναισθημάτων. Ο καπιταλισμός είτε ενσωμάτωσε τα Κομμουνιστικά Κόμματα στην στήριξη των αστικών κυβερνήσεων είτε τα περιθωριοποίησε ξεπερνώντας τα σε καινοτομία και αποτελεσματικότητα, στην εκπροσώπηση συμφερόντων. Η εμμονή στο φαντασιακό της ενότητας της τάξης και των ενιαίων συμφερόντων της, έχανε τον εσωτερικό πόλεμο και τους ανταγωνισμούς της τάξης που διεξάγονταν μπροστά στα μάτια τους. Τα απαξίωσε κοινωνικά και πολιτισμικά, αλλά και τα ίδια ξεπεράστηκαν από τις εξελίξεις στις νέες τεχνολογίες και επιθυμίες των εργατικών και καταναλωτικών υποκειμένων. Δεν υπάρχει επιστροφή πίσω από το 1970, την εποχή της πιο σκληρής ταξικής σύγκρουσης στην καρδιά του νέου σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, σε Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, ΗΠΑ και αλλού. Το 1917 παραμένει ως διαχρονικό μήνυμα απελευθέρωσης, όχι όμως ως επίκαιρο μήνυμα.

Ο καπιταλισμός έμαθε πώς να αντιμετωπίζει το μαρξισμό-λενινισμό, αρχικά στη Δύση και τελικά στην Ανατολή, και τον νίκησε παντού. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο, ούτε αποτέλεσμα προδοσιών, αλλά αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής υστέρησης ισχύος του κλασικού μαρξισμού απέναντι στον διαρκώς εξελισσόμενο καπιταλισμό, ως θεωρία και πρακτική. Ο ίδιος ο Λένιν, βέβαια, στα τελευταία γραπτά του δηλώνει ηττημένος από έναν πολύ πιο ανίσχυρο αντίπαλο: την τσαρική γραφειοκρατία. Ηττημένος εκεί που το κεφάλαιο και το κράτος ήταν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένα, σε σχέση με τη Δύση[3]. Η καθολική ιστορική αλήθεια, σε Ανατολή και Δύση, ήταν και είναι ο κοινωνικός πόλεμος. Η κρίσιμη κοινωνικο-ιστορική διαφορά, όμως, μεταξύ Λένιν και Γκράμσι, ήταν πως στη Δύση οι θεσμικοί μηχανισμοί ενσωμάτωσης της καπιταλιστικής ”κοινωνίας των ιδιωτών” ήταν και είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένοι, οπότε η σύγκρουση με την καπιταλιστική κυριαρχία δεν είναι ζήτημα απλά κινήσεων άμεσης επίθεσης απέναντι στο Κράτος-μηχανή (πράγμα που φυσικά δεν ίσχυε, σε τελική ανάλυση, ούτε στην περίπτωση της Ρωσίας), αλλά και ζήτημα επίμονης υπονόμευσης των μοριακών-υποκειμενικών και πολιτισμικών διαδικασιών της κοινωνικής ζωής που στηρίζουν την καπιταλιστική βιοπολιτική κυριαρχία. Είναι απαραίτητη η ηγεμονία σε όλα τα πεδία της ζωής, ώστε να μπορεί να χτυπηθεί η καπιταλιστική Κυριαρχία.

Ο Γκράμσι διέκρινε τον πόλεμο κατάληψης επιμέρους θέσεων προς περικύκλωση του αντίπαλου ”οχυρού”, τον πόλεμο πολιορκίας και υπονόμευσης των όρων ύπαρξης της καπιταλιστικής κυριαρχίας, από τον ”πόλεμο κινήσεων”, δηλαδή των κατά μέτωπο επιθέσεων. Με τον ”πόλεμο θέσεων”-”πόλεμο κινήσεων”, ο Γκράμσι ανέγνωσε, συχνά με αντιφατικό τρόπο, την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα με όρους πολέμου. Διεύρυνε την έννοια του πολέμου για να συλλάβει την ουσία της ταξικής πάλης. Το νήμα του κοινωνικού, πολύμορφου, υβριδικού πολέμου που συνέλαβαν ο Λένιν και κυρίως ο Γκράμσι, έπιασε ο “Ψυχρός Πόλεμος” ανάμεσα στη Δύση και στην ΕΣΣΔ. Ένας πόλεμος στρατιωτικής και πυρηνικής απειλής, αλλά κυρίως “διά αντιπροσώπων”, πολιτισμικός και ιδεολογικός, καταναλωτικός και τεχνολογικός, ψυχολογικός και καλλιτεχνικός. Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ο “υβριδικός πόλεμος” κωδικοποιήθηκε με όρους όπως “ασύμμετρες απειλές”, “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας”, “πόλεμος 4ης γενιάς”. Βρήκε μια πρώτη εφαρμογή στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος κυρίως με τον πόλεμο Ισραήλ-Χεζμπολάχ το 2006, με τον Δεκέμβρη του 2008 και με το Δόγμα Ελληνικού Στρατού Ξηράς στην Ελλάδα το 2014, από τα σύγχρονα πολεμικά δόγματα ΗΠΑ, Ε.Ε, ΝΑΤΟ αλλά και από τη Ρωσία και την Κίνα, με βασικά επιχειρησιακά πεδία αναφοράς την Ουκρανία και τη Συρία. Σε αυτό το σύγχρονο, υβριδικό πόλεμο, η ταξική ουσία του πολέμου παίρνει τη μορφή οργανικής ενότητας εμφυλίου-ιμπεριαλιστικού πολέμου και εσωτερικού-εξωτερικού εχθρού, αφού το εθνικό και διεθνικό πεδίο της κυριαρχίας του Κεφαλαίου στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό ενοποιούνται, άρα ενοποιείται η εθνική και διεθνής ταυτότητα του εχθρού.

Αν την εποχή του Λένιν το ζήτημα ήταν η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο και ταξικό πόλεμο, σήμερα ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος μετατρέπεται άμεσα σε εμφύλιο πόλεμο, και το αντίστροφο, από τις ίδιες της δυνάμεις της αστικής τάξης, σε μια προσπάθεια συνδυασμού άμεσων και έμμεσων τακτικών πολεμικής αντιμετώπισης κρατικών και μη κρατικών δρώντων, αφού σήμερα η τεχνολογική εξέλιξη και ο συσχετισμός δυνάμεων δεν επιτρέπει σε ένα κράτος του καπιταλιστικού κέντρου, των ολοκληρώσεων και διεθνοποιήσεων, να καταστρέψει ολοσχερώς ένα άλλο, και τα ωθούν να επιλέγουν πεδία αντιπαράθεσης στην περιφέρεια, τα λεγόμενα failed states. Επιπλέον, αν ο Λίμπνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ τόνιζαν ότι ο Εχθρός της εργατικής τάξης είναι εσωτερικός, εννοώντας την εθνική αστική τάξη στο εσωτερικό εθνικό πεδίο, σήμερα οι διακρατικές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, σε συνεργασία με τις εθνικές και διεθνοποιημένες μερίδες της αστικής τάξης, συγκροτούν έναν ταξικό εχθρό πιο διεθνοποιημένο παρά ποτέ.

Για το επαναστατικό κύμα των δεκαετιών 1910-1930, ο εμφύλιος αποτέλεσε το βασικό εργαλείο επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής. Η ανώτερη στιγμή του ήταν η διατύπωση του Λένιν για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. Σήμερα, το ίδιο πράγμα, ο εμφύλιος, αποτελεί ανώτερο εργαλείο του σύγχρονου ιμπεριαλισμού για την καταστροφή κάθε επαναστατικής δυναμικής κινημάτων αμφισβήτησης. Σε Λιβύη, Συρία, Ουκρανία κλπ, η “διαλεκτική” της δεκαετίας του ’10 και του ’20 είναι τέλεια αναποδογυρισμένη: Κινήματα ανατροπής οδηγούν σε εμφυλίους που γίνονται πεδία αντιπαράθεσης ιμπεριαλιστικών μπλοκ, αφού τα πολιτικά υποκείμενα που διαιρούνται εντός τους παίρνουν τελικά θέση με τη μία ή την άλλη μεριά του διεθνούς πλέγματος του κεφαλαίου (πχ ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ vs Ρωσία-Κίνα-Σανγκάη κλπ). Κι όταν δεν έχουμε αυτή τη διαλεκτική τότε καταλήγουμε σε κυβερνήσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ που γίνονται ανάδοχοι του διλήμματος “κι αν δεν έχουμε τελικά κυβέρνηση δε θα γίνουμε σαν τη Συρία;”.

Μπορούμε να δούμε τη μεγάλη μακροϊστορική αλλαγή της λογικής της κρατικής κυριαρχίας. Η παλιά φιλελεύθερη υπόθεση μιας διεθνικής ομαλής τάξης πραγμάτων κατέρρευσε το 1914-’18, πρώτα με το τέλος της “Εκατονταετούς Ειρήνης” και ύστερα με τη ρώσικη επανάσταση. Κάθε έθνος βρέθηκε διχοτομημένο στο εσωτερικό του από την παγκόσμια ταξική πάλη που μαινόταν. Όμως, αν το εργατικό κίνημα δεν κατάφερε ποτέ να υπερβεί τις αναλύσεις της Λούξεμπουργκ, του Λίμπνεχτ, του Λένιν και του Μπένγιαμιν, οι κρατικοί μηχανισμοί αντιλήφθηκαν κυριολεκτικά τις νέες μορφές του “παγκοσμίου εμφυλίου πολέμου”, που θα καθόριζε την “τάξη των πραγμάτων”: καμιά ουδετερότητα στο εσωτερικό τους, απέναντι στους καταπιεσμένους/ες. Η μόνη τάξη στις νέες συνθήκες, η μόνη ομαλότητα, θα ήταν, από δω και πέρα, υπερεθνική. Ιδού ένας ιμπεριαλισμός που αλλάζει και ένας αντιιμπεριαλισμός που μένει στάσιμος. Ο Τσε και η Άντζελα Ντέιβις είναι πια μειοψηφικά προτάγματα και αντικειμενοποιημένα σύμβολα. Το “αντάρτικο” του Μάο επέστρεψε μόνο στους υβριδικούς πολέμους των υπερσύγχρονων κυβερνητικών επιτελείων.

Πάνω από όλα, όμως, ο σύγχρονος πόλεμος, ως εμφύλιος, διακρατικός και σε τελική ανάλυση κοινωνικός, είναι πιο πολύ από ποτέ ζήτημα ενός πολέμου σε όλο το πεδίο της ζωής. Έτσι τον διεξάγει η κυρίαρχη τάξη, έτσι, μόνο, μπορούν να απαντήσουν οι καταπιεσμένοι/ες.


Γιατί οι μάζες επιθύμησαν τον ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού και του κράτους του, ο νεοφιλελευθερισμός, η νέα σοσιαλδημοκρατία (βαρουφακικός ΣΥΡΙΖΑ της διαπραγμάτευσης) και ο νεοσυντηρητισμός (από τον Τράμπ μέχρι τις ακροδεξιές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις), δεν μπορούν παρά να συγκυβερνούν, για να διαχειριστούν μια αντιφατική παγκόσμια καπιταλιστική πραγματικότητα. Οι διαφορές μεταξύ τους εξυπηρετούν, πρώτα απ’ όλα, την ηγεμονική ενσωμάτωση των καταπιεζόμενων με ευέλικτο τρόπο. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός είναι ένα νέο στάδιο ανάπτυξης και παρακμής του καπιταλισμού, για αυτό και συνοδεύεται από μια νέα κρατική μορφή, από ένα νέο πολιτικό σύστημα και από ένα νέο τρόπο διακυβέρνησης. Πάνω από όλα, συνοδεύεται από ένα νέο εργασιακό και καταναλωτικό υποκείμενο. Όλες αυτές οι νέες μορφές, διατηρούν τα σταθερά και διαχρονικά ταξικά χαρακτηριστικά τους. Όπως όμως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση εξέλιξης, έτσι και απέναντι στην εξελιγμένη Κυριαρχία οι καταπιεσμένοι/ες δεν μπορούν να σταθούν απλώς επισημαίνοντας τις χοντροκομμένες ομοιότητες με το παρελθόν, αλλά αναλύοντας και τονίζοντας το ποιοτικά νέο στοιχείο.

Το νέο μοντέλο διακυβέρνησης, στο Επιχειρηματικό κράτος Άμυνας/Ασφάλειας και στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της παρατεταμένης στασιμότητας-ύφεσης-κρίσης, μοιάζει να είναι ένας συνδυασμός των μοντέλων της Καταλονίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, σε σκληρότερες ή πιο light εκδοχές[4]. Τεχνοκράτες νεοφιλελεύθεροι ή νεο-σοσιαλδημοκράτες, μαζί με ακροδεξιούς-εθνικιστές-φασίστες, οι πρώτοι για την επιχειρηματικότητα, οι δεύτεροι για την Άμυνα/Ασφάλεια, οι πρώτοι για τον διεθνισμό του κεφαλαίου, οι δεύτεροι για την εθνική συγκρότησή του, οι πρώτοι για τη νέα εργατική και καταναλωτική βάρδια που καταλήγει στον τεχνοκρατισμό και στον κυνισμό του χρήματος και των πολλαπλών ταυτοτήτων απόλαυσης, οι δεύτεροι για την παρανοϊκή αναδίπλωση στις ηττημένες από την παγκοσμιοποίηση ηθικές και πολιτισμικές αξίες, την οικογένεια, το έθνος και το στρατό.

Η ευρωκομμουνιστική Αριστερά, αποτέλεσμα της οποίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΛΑΕ, ερμήνευσε τον γκραμσιανό “κοινωνικό πόλεμο” με μια ιδεολογική αντιστροφή. Αντί να δει στον ”πόλεμο θέσεων” τη σύλληψη της πολιτικής ως πολεμικής διαδικασίας χαμηλής έντασης στον ορίζοντα ενός κοινωνικού πολέμου υψηλής έντασης, ισχυρίστηκε πως η πολιτική της, η σταδιακή “κατάληψη θέσεων” πολιτικο-ιδεολογικής ηγεμονίας σε διάφορους θεσμικούς μηχανισμούς με σκοπό την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, είναι ήδη “πόλεμος θέσεων” και “πόλεμος κινήσεων”. Αντί να πολεμικοποιηθεί η κοινωνική-ταξική πολιτική, πολιτικοποιήθηκε ο κοινωνικο-ταξικός πόλεμος. Αντί να εξαγριωθεί η πολιτική στον ορίζοντα της πάλης των τάξεων, εξημερώθηκε στον ορίζοντα των αστικοδημοκρατικών εκλογών.

Η άνοδος στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (ως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) είναι ένα σύμπτωμα (και μάλιστα όχι μοναδικό, πάντως χαρακτηριστικό) ανάμεσα σε άλλα συμπτώματα μιας ιστορικής κίνησης. Η κίνηση αυτή σημαδεύτηκε τα τελευταία χρόνια από το κίνημα των Πλατειών και τη συνάντησή τους με το εργατικό κίνημα. Η Άμεση Δημοκρατία ως φαντασίωση της χαμένης ταυτότητας του Λαού ως Κυρίαρχου Λαού, ήταν το αίτημα που πολιτικά επικράτησε διεθνώς τα τελευταία χρόνια. Τα κινήματα της “άμεσης δημοκρατίας” των Πλατειών εμφανίστηκαν ως κριτική στο Κράτος αλλά και ως καθήλωση σε αυτό, ζητώντας έναν εκδημοκρατισμό του Κράτους ώστε να ταυτιστεί η κοινωνία με το άτομο στην ιδέα του δημοκρατικού Λαού. Όμως αυτός ο “Λαός” παραμένει μια αφαίρεση του καπιταλιστικού έθνους-κράτους, Δεν είναι πολυεθνικός, πρέπει να εργάζεται για το ομοέθνό του αφεντικό, πρέπει να υπακούει στο Κράτος που τον εκπροσωπεί.

Βλέποντας τη σημερινή έκβαση των κινημάτων αυτών, θα μπορούσαμε κωδικά να την ονομάσουμε «από τον Lenin στον Laclau». Από τον παραδοσιακό κομμουνισμό της εποχής του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, στον μεταμοντέρνο εθνολαικισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και της εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Αν ψάχνουμε κάπου να βρούμε τον σύγχρονο ρεφορμισμό και τις διαφορές του από τον παλιό (ζητήματα που μας ταλανίζουν έντονα σήμερα), μπροστά μας στέκει ένας μεταμοντέρνος ρεφορμισμός[5]: αυτός της σχετικοποίησης.

Παρόλα αυτά, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τμήματα των κινημάτων των πλατειών και του Occupy στην Αμερική συνέχισαν την πάλη με την στελέχωση των θεματικών κινημάτων, με τη συμμετοχή αντικαπιταλιστικών απελευθερωτικών δυνάμεων, όπως αυτά εκφράστηκαν στις διεκδικήσεις των φεμινισμών, του Βlack Lives Matter, του Nέου Εργατικού Κινήματος, βλ. την καμπάνια για 15 δολάρια την ώρα, του αντιφασισμού, στο κίνημα άρνησης πληρωμών και στον αγώνα ενάντια στους πλειστηριασμούς, στα περιβαλλοντικά κινήματα όπως οι Σκουριές. Πλευρές ενός πολύμορφου ταξικού κινήματος που αντιστάθηκε στην κρατική καταστολή και στην πολιτική ήττα της προηγούμενης περιόδου. Χωρίς να ορίζονται χωρικά, οι πλατείες είναι πια παρελθόν, συναντιούνται σήμερα πολιτικά στην προσπάθεια συγκρότησης της διαθεματικής πάλης, του νέου υποκειμένου των πολλαπλών καταπιέσεων. Η επιτυχημένη ακύρωση της τρανσφοβικής φασιστοσύναξης στο Σύνταγμα πριν ένα χρόνο σχεδόν ήταν η συνάντηση πολλών από τα παραπάνω.

Το σκάνδαλο στον 20ο αιώνα ενυπήρχε σε κάθε προκλητική άρνηση της ιστορικής βεβαιότητας για την εκπλήρωση του ρόλου της εργατικής τάξης. Σήμερα, αντεστραμμένο, υπάρχει σε κάθε βεβαιότητα για τη δυνατότητα επανάστασης. Απέναντι σε αυτές τις μειοψηφικές α-βεβαιότητες, η αβεβαιότητα του “όλοι/ες έχουμε μια άποψη σεβαστή ”, είναι ο ντετερμινισμός ενός απόλυτου ορίου: του κράτους απέναντι στο χάος, της υποταγής απέναντι στη χειραφέτηση.

Όλη η πορεία ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν ήταν παρά μια σειρά “πολεμικών θέσεων” του συστήματος εκμετάλλευσης στον κοινωνικό πόλεμο, και μια διαδικασία εξημέρωσης των αντιστάσεων σε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης των καταπιεσμένων, εντός των ορίων που θέτει η κρίση, το κεφάλαιο και το σύγχρονο κράτος. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια κίνηση ΜΑΤ σε μια κακοπαιγμένη παρτίδα, και η αστική τάξη, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε ένα πολύ ισχυρό πολεμικό χτύπημα αντιπροσωπεύοντας τον εαυτό της μέσα στο ίδιο το κίνημα, σπάζοντας τα αγωνιστικά μπλοκ σε κομμάτια, ενσωματώνοντας, χρηματίζοντας. Όπως έγραψε κάποτε ένας blogger, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με τη Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ, φάνταζε ένα πιο σύγχρονο και διαθεματικό πολυκατάστημα Mall απέναντι σε μια μια μονοθεματική επιχείρηση παλαιάς κοπής. Στο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να πιστέψει κανείς στη διαπραγμάτευση, στο σκισμένο Μνημόνιο, στο «Μνημόνιο αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή», στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και στο “Κράτος Πρόνοιας”, στον νεανικό δυναμισμό πέρα από το πελατειακό κράτος με σύμβολο τον Βαρουφάκη και τον Τσίπρα, στον εναλλακτισμό, στις οικολογικές ευαισθησίες και στις πλέον προωθημένες φεμινιστικές αναλύσεις, κ.ο.κ. Μπορούσε να βρει, επιπλέον, αναρχικά είδη, “έντεχνο”, pop culture, γνήσιο πατριωτισμό και κοσμοπολιτισμό, πράγματα που δεν μπορούσε να τα παρέχει η προηγούμενη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Ο Σύριζα αποδεικνύει τη σημασία της μαζικής ψυχολογίας και της επιθυμίας στην ταξική πολιτική, πέρα από την ορθολογική στάθμιση συμφερόντων, αφού κατασκεύασε μια εκπληκτική επιθυμητική μηχανή νομιμοποίησης της ταξικής εκμετάλλευσης και της ταξικής κυριαρχίας. Απέδειξε ότι η αδυνατότητα ενός νέου “Κράτους Πρόνοιας” σήμερα, δεν σημαίνει πως είναι αδύνατη η πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση, ακόμα και αν αυτή παραμένει διαρκώς ασταθής. Δεν φταίει, λοιπόν, απλώς ο “ΣΥΡΙΖΑ’’, τον οποίο μισούμε για όλα αυτά που συνέβησαν. Φταίνε οι κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια και τον ανέδειξαν. To Χρήμα-Κεφάλαιο, το Έθνος, η Οικογένεια, όλες αυτές οι κατεστημένες μορφές ζωής παρέμειναν επιθυμητές στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανανέωσε τη μορφή και τη νομιμοποίησή τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ στήθηκε, επίσης, πάνω στην ήττα και στο τέλμα της αστικής πολιτικής εκπροσώπευσης, πάνω στο όριο των εναλλακτικών εντός του συστήματος. Πάνω στην βαθιά επίγνωση ότι η ανατροπή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και η έξοδος από τις διεθνοποιημένες ολοκληρώσεις της θα σημάνει το χάος και το ενδεχόμενο μιας εμπόλεμης κατάστασης.

Άλλη μια ήττα προστέθηκε στις ήττες των τελευταίων δεκαετιών για τους καταπιεσμένους/ες. Μόνο που αυτή η ήττα ήταν σημαδιακή για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, ορίζοντας το τέλος της μεταπολίτευσης, σε καιρό δομικής καπιταλιστικής κρίσης. Μπορεί να κατανοούμε την ήττα του κύκλου των αγώνων 2007–2014 ως τακτική ήττα, πρέπει όμως να σκεφτούμε ότι το πραγματικό ερώτημα είναι αν αυτή είναι η τελευταία του στρατηγικού κύκλου που σημαδεύτηκε με την κατάρρευση του 1990, την “εθνική συμφιλίωση”, το πρώτο μοντέλο κυβερνητικής αριστεράς που τελειοποιείται ραγδαία σήμερα και με αλαζονεία δηλώνει: «η Ασφάλεια δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερή»[6]. Όμως, πιστεύουμε με βεβαιότητα πως, ανάμεσα στον εθνολαϊκισμό και στην κομμουνιστική επαναθεμελίωση, όλες οι ενδιάμεσες «δημοκρατικές» θέσεις είναι καταδικασμένες να τσακιστούν, ακριβώς εξαιτίας της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, στην οποία η de facto δικτατορία του κεφαλαίου, όσο πιο πολύ κλυδωνίζεται, τόσο πιο πολύ απογυμνώνεται από τη δημοκρατική της μορφή.

Η Κομμουνιστική Επαναθεμελίωση πρέπει επιτέλους να βάλει μπρος τις μηχανές, παίρνοντας θέση στον κοινωνικό πόλεμο του σήμερα. Ξεκινώντας από την τριπλέτα του επαναστατικού υποκειμένου, οργάνωση-μέτωπο-κίνημα. Αναγνωρίζοντας τη βιοπολιτική κυριαρχία και τον κοινωνικό πόλεμο του κεφαλαίου σήμερα, χτίζοντας μια απελευθερωτική βιοπολιτική των καταπιεσμένων.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Το «κόμμα» μετατράπηκε σε «Κόμμα», από τμήμα και μερικό όργανο των εργατικών και κοινωνικών αγώνων την εποχή των Μαρξ-Ένγκελς σε κομματικό εργοστάσιο και γραφειοκρατικό καταπιεστικό μηχανισμό, επικαλούμενο πάντα τη φαντασίωση της χαμένης ενότητας των ταξικών αγώνων. Έγινε ένας μηχανισμός νεοσυντηρητικής νοσταλγίας όλο και πιο κλειστών πολιτικών κοινοτήτων. Μια πρόχειρη γενεαλογία αυτής της διαδικασίας, θα πήγαινε ως εξής: Την εποχή του Μαρξ το κόμμα νοούνταν ως “σχίσμα”, ως “φράξια” του κοινωνικού, που περιελάμβανε το μαχητικό και επαναστατικό τμήμα του προλεταριάτου, αποτελώντας τον κρίσιμο κρίκο εμφάνισης στην άνοδο της ταξικής πάλης, της διαλεκτικής τριαδικής συγκρότησης οργάνωση-μέτωπο-κίνημα[7]. Στον καιρό του Λένιν, το κόμμα ήταν ο (αποσπασμένος) μηχανισμός που αποτύπωνε με “εξωτερικούς όρους” (λόγω των συνθηκών της εποχής) την “επαναστατική συνείδηση” της εργατικής τάξης. Και άρα, ως ένα διπλό “στοιχείο” (ας το πούμε “αλτουσεριανά”) της δομής: τόσο μέρος της τριάδας όσο και γενικό κριτήριο της συγκρότησής της[8]. Αυτή η διαδοχή των μορφών πέρασε από τη σταθεροποίηση των οργανωτικών μορφών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η μετατροπή αυτή του κόμματος “με την ευρεία, ιστορική έννοια”, όπως αναφέρει το Μανιφέστο, σε “Κόμμα,” συμβάδισε με την κρατικίστικη στροφή συνολικά του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής του. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να σημειώσουμε ως ερώτηση το γεγονός ότι ίσως δε θα μπορούσε να βρεθεί άλλη μορφή που να απαντά αποτελεσματικότερα στον καταμερισμό εργασίας και στις μορφές οργάνωσης του φορντικού καπιταλισμού εκείνων των δεκαετιών.

Η νέα εργατική βάρδια, αλλά και η παλιά, απαξίωσε τελικά την μορφή του Κόμματος, ως μία ακόμα μορφή πειθάρχησης της ζωής και της αναζήτησής της. Σαν μην έφτανε ένα αφεντικό τις ώρες δουλειάς, έρχεται τώρα άλλο ένα αφεντικό στον μη εργάσιμο χρόνο. Ο εργαζόμενος δεν έχει λόγο να το δεχτεί, ειδικά όταν ξέρει πως κάθε Κόμμα κατέληξε μια μικρή θρησκευτική αίρεση, με όλο και μικρότερη επαφή με το βίωμα της εκμετάλλευσής του. Γνωρίζει άλλωστε πως το στάνταρ πρότυπο κόμματος, λέει πως η ηγεσία που Ξέρει βγάζει τη γραμμή με βάση αφηρημένες συλλογικές αποφάσεις, και στη συνέχεια εφαρμόζεται ο κομματικός πειθαρχικός μηχανισμός εκτέλεσης των αποφάσεων σε αυτούς που δεν ξέρουν.

Είναι το Κόμμα απάντηση στον “κατακερματισμό της εργατικής τάξης”, ή μήπως όχι; Δεν «κατακερματίστηκε» η εργατική τάξη σε σχέση με κάποια προηγούμενη, φυσική της ολοκληρωμένη ενότητα. Αντίθετα, η εργατική τάξη γινόταν όλο και πιο πολυπληθής, σύνθετη και πολύπλοκη, σε έναν καταμερισμό εργασίας και κατανάλωσης που απαιτούσε τη συνεργασία παλιάς και νέας εργατικής βάρδιας, αλλά και των όλο και πιο υλικά διαφοροποιημένων ταυτοτήτων των καταπιεζόμενων, των ανταγωνισμών και των συγκρούσεων στο εσωτερικό της τάξης, εντός και εκτός της σφαίρας της παραγωγής. Πέρα από την “ταξική σύνθεση” υπάρχει και η “κοινωνική σύνθεση”. Εθνοτικές, πολιτισμικές, οικογενειακές, έμφυλες ταυτότητες διαπερνούν τα σώματα των καταπιεσμένων και δίνουν πεδίο για το βάθεμα της εκμετάλλευσης στην αστική τάξη. Παλιά και νέα εργατική βάρδια, προλεταριοποιούμενα μεσαία στρώματα, ντόπιοι και ξένοι εργαζόμενοι, άντρες και γυναίκες εργάτριες, άνεργοι/ες. Πέρα όμως και από όλα αυτά, υπάρχει μια διπλή, ουσιαστική αντίφαση στο εσωτερικό της ίδιας της εργατικής τάξης, ακόμη και αν αφαιρέσουμε όλες τις παραπάνω ταυτότητες. Από τη μια πλευρά, όπως τονίζει στο πρώτο συνέδριό του το ΝΑΡ, η εργατική τάξη διαπερνάται υλικά από μια τάση χειραφέτησης και μια τάση υποταγής, γιατί συγκροτείται εν μέρει από το ίδιο το κεφάλαιο και την αστική τάξη ως “εργατική τάξη” σε μια εκμεταλλευτική σχέση, επομένως τείνει στην υποταγή της. Από την άλλη μεριά, τα συμφέροντα της εργατικής τάξης είναι αντιφατικά και αντικρουόμενα, γεγονός που αποκαλύπτεται περισσότερο σε περιόδους κρίσης, και αυτό ανοίγει τον δρόμο σε μια τάση χειραφέτησης. Όμως, εκτός από αυτό, η εργατική τάξη διαπερνάται και από μια άλλη κεντρική αντίφαση, αυτή της παραγωγής και της κατανάλωσης. Σκοπός της εργασίας είναι η κατανάλωση, και αυτό οδηγεί την εργατική τάξη στο να υπομένει την υποταγή της προσδοκώντας μια αύξηση της αγοραστικής της δύναμης. Άλλωστε στο δυτικό κόσμο, κανείς δεν εργάζεται απλά για να εργαστεί, αντίθετα η εργασία αποτελεί όλο και περισσότερο απλά ένα μέσο για την ανάπτυξη μορφών κατανάλωσης και ύπαρξης έξω από τον εργάσιμο χρόνο. Για αυτό τον πολύ απλό λόγο η ποσοτική αύξηση της εργατικής τάξης στο σήμερα δεν αντιστοιχεί σε μια αυξημένη εργατική συνείδηση. Άρα πρέπει να επιμείνουμε περισσότερο στη σύγκρουση των τάσεων χειραφέτησης με τις τάσεις υποταγής και λιγότερο σε αριθμητικά κριτήρια. Γιατί αυτά όλο και λιγότερη σχέση έχουν με τη βιωμένη εμπειρία των ίδιων των υποκειμένων. Η ενότητα, αφενός της εργατικής τάξης και αφετέρου των καταπιεσμένων συνολικά, δεν είναι δεδομένη, αλλά μια συνισταμένη της πραγματικής κίνησης των αγώνων τους, όπως αυτή υλικά προσδιορίζεται με βάση τη δοσμένη ανάπτυξη και κρίση του καπιταλισμού. Οι “πολλαπλές πρωτοπορίες” και το στοίχημα της σύγκλισης και της συνισταμένης δύναμής τους είναι αναγκαίο αποτέλεσμα των εξελίξεων στον καταμερισμό εργασίας και κατανάλωσης.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η παραγωγή νέων τεχνολογιών και αγαθών, δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον ύπαρξης των καταπιεσμένων. Το Κόμμα αδυνατεί πλέον να υποστηρίξει το μονοπώλιο της γνώσης, της πληροφορίας, της αισθητικής, γιατί οι γνώσεις, οι πληροφορίες και οι αισθητικές πολλαπλασιάζονται και είναι περισσότερο προσβάσιμες στους ανθρώπους, σε βαθμό ευθέως ανάλογο με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, του μορφωτικού επιπέδου και φυσικά της ταξικής θέσης που έχει σε μια χώρα. Το μονοπώλιο αυτό δε μπορεί πια να το κατέχει το Κόμμα και για έναν άλλο λόγο. Οι καταπιεσμένοι/ες έχουν, πια, την ιστορική πείρα των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και του γραφειοκρατικοποιημένου συνδικαλισμού και γνωρίζουν, έστω και μέσω της κυρίαρχης ιδεολογίας, πως το Κόμμα όχι απλά δεν έχει το αλάθητο, αλλά και τείνει πάντα να αποσπαστεί από την αλήθεια, τη θέληση και τα υλικά συμφέροντα αυτών που ισχυρίζεται πως εκπροσωπεί.

Χρειάζεται συνειδητή επαναστατική οργάνωση και παρέμβαση στο «αυθόρμητο» των εκμεταλλευόμενων, που, όπως γνωρίζουμε, συχνά επιθύμησαν την υποταγή ή την αλληλοεξόντωσή τους. Είναι αναγκαία η δημοκρατική ενότητα δράσης που θα προκύπτει μέσα από την σύνθεση των αντιλήψεων στο εσωτερικό της οργάνωσης και θα εκφράζεται ενιαία στο κίνημα. Στην συζήτηση που έχει ανοίξει για τον κομμουνιστικό φορέα, ένα είναι το βέβαιο, δεν μας αντιστοιχεί στο σήμερα η ιστορικά καθορισμένη μορφή «Κόμμα Νέου Τύπου», γιατί πουθενά στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό δεν λειτούργησε και εξακολουθεί να μη λειτουργεί. Το «Κόμμα Νέου Τύπου» και οι παραλλαγές του θα παραμείνει ένα ξόρκι που θέλει να αποτρέψει ένα μέλλον που φαίνεται να έρχεται καλπάζοντας. Ένα μέλλον που μπορεί να είναι τόσο απελευθερωτικό, όσο και δυστοπικό, με υποκείμενα που σήμερα μπορούν να κατανοηθούν μόνο ως απείθαρχα, ασύντακτα και άτακτα, με διαλυμένες σωματειακές και συλλογικές μορφές, ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που ο Λένιν έβλεπε στους εργάτες της εποχής να τους καθιστά συμβατούς με εκείνη τη μορφή κομμουνιστικής οργάνωσης.

Θα πρέπει να κρατήσουμε τουλάχιστον τα εξής στοιχεία από την εμπειρία του «Κόμματος Νέου Τύπου» και την αντίληψη της επαναστατικής πρωτοπορίας: Α) Την εξάρτηση της οργανωτικής μορφής του Κόμματος από τις ιστορικές-υλικές συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης, την εξάρτησή του άρα από την ηγεμονία του αγροτο-βιομηχανικού υποκειμένου στην εποχή της στροφής στην κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση του καπιταλισμού Β) Την ανάγκη ωρίμανσης της αναγκαιότητας και των συνθηκών δημιουργίας της επαναστατικής πρωτοπορίας μέσα από τη θεωρητική και πρακτική τριβή με την κινηματική πραγματικότητα. Γ) Την ανάγκη μιας επιστημονικής-ερευνητικής, και μη φετιχοποιημένης-γραφειοκρατικής αντίληψης της γνώσης της επαναστατικής οργάνωσης. Δ) Την ανάγκη κριτικής, διαλεκτικής υπέρβασης του ουτοπικού σοσιαλισμού και αναρχισμού, με ενσωμάτωση των καλύτερων στοιχείων του. Ε) Την ανάγκη κατάκτησης μιας επαναστατικής αυτοπειθαρχίας, που θα προκύπτει από μια βαθύτερη, οργανική σχέση της επαναστατικής θεωρίας με τα πάθη, τις ανάγκες, τα υλικά συμφέροντα και τους αγώνες των εκμεταλλευόμενων. Θεωρούμε πως όλα τα παραπάνω στοιχεία και η επίγνωσή τους οριοθετούν την κομμουνιστική επαναθεμελίωση από το μαρξισμό-λενινισμό, αν και πολλά στοιχεία της πρώτης ενυπάρχουν στον δεύτερο, και μας οδηγούν σε μια κριτική της παραδοσιακής πολιτικής οργάνωσης με όρους κομματικής υπερ-εργασίας, που αργότερα μπορεί να μετατραπεί σε ένα παγιωμένο σύστημα κρατικής απόσπασης υπερεργασίας. Όμως, με τη στρατηγικά και δομικά αντιγραφειοκρατική κριτική του ΝΑΡ από τότε που γεννήθηκε, τη μελέτη των εμπειριών των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και την ανάλυση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και του σύγχρονου υποκειμένου, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο: η κομμουνιστική επαναθεμελίωση αποτελεί διακριτό ιστορικό ρεύμα χωρίς “Πατεράδες”.

Ο καπιταλισμός καταδικάζει την εξωτερική πειθαρχία ως υπερβολική, αλλά αναγκαία, διατηρεί τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του Κράτους και τελειοποιεί τον πολύμορφο έλεγχο των σωμάτων. Μετατοπίζει την ιδεολογική του έμφαση από την εξωτερική πειθαρχία στην αυτοπειθαρχία, την αυτοεντατικοποίηση, την αυτοπειθάρχηση, δηλαδή στην υποταγή στο Κράτος-Κεφάλαιο ως μορφή ζωής των ίδιων των υποκειμένων, σε μια εποχή όπου οι μεγάλες αφηγήσεις, οι μύθοι, η εναλλακτική μη καπιταλιστική ζωή, έχουν αποδομηθεί ή εμφανίζονται στο δημόσιο λόγο με τη μορφή των “τρομοκρατικών φονταμενταλισμών”. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ξανά η πειθαρχία στο Αλάθητο του Κόμματος. Θέλουμε μια δημιουργική αυτοπειθαρχία και δημιουργικότητα, γιατί ο καπιταλισμός κάνει καθημερινή βιοπολιτική της αυτοπειθαρχίας στους χώρους δουλειάς και στα εμπορεύματα κατανάλωσης, πριν καταστείλει και πειθαρχήσει με εξωτερικό μηχανικό τρόπο. Θέλουμε μια σύγχρονη μορφή κομμουνιστικής απελευθερωτικής οργάνωσης.

Στην προσπάθεια να περιγραφούν βασικά χαρακτηριστικά της οργάνωσης για την κομμουνιστική επαναθεμελίωση, θα θέλαμε να συμβάλουμε με τα παρακάτω:
Απομυθοποίηση του Κύριου Όνοματος, Μάρξ, Λένιν, Τρότσκυ, κ.ο.κ.
Το προσωπικό γίνεται πολιτικό και το πολιτικό γίνεται προσωπικό.
Δεν καθορίζεται από μια θεμελιακή φαντασίωση του παρελθόντος, αλλά αντλεί την ποίησή της από το μέλλον, ερευνώντας στη θεωρία και στην πράξη την κίνηση των αγώνων των καταπιεσμένων και συγκροτώντας μεθοδολογικά τα εργαλεία απάντησης.


Χωρίς Κύριο Όνομα, χωρίς Πατερούληδες και Παράγοντες

Ο Ένγκελς έγραψε για τον “επιστημονικό σοσιαλισμό”, όχι για τον μαρξισμό, ο Μαρξ χαρακτήριζε ως μοναδική επιστήμη την Ιστορία, τον ιστορικό υλισμό. Τα ερευνητικά προγράμματα που τρέχουν στην Φυσική, τη Χημεία, τη Βιολογία, τον Ιστορικό Υλισμό, την Φιλοσοφία, δεν μπορούν να προσκολλώνται σε ιερά κύρια ονόματα, γιατί κάτι τέτοιο είναι ανασταλτικό για την έρευνα και την αποτελεσματικότητα. Οι ταμπέλες σήμερα δεν εκπροσωπούν τίποτα. Σημασία δεν έχει αν “το είπε ο Μάρξ’’ ή αν “το είπε ο Λένιν’’, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια αποκατάστασης μιας θεολογικής ενότητας της κληρονομιάς τους, αλλά τί είναι αληθές και τί εσφαλμένο με βάση κριτήρια αλήθειας, εγκυρότητας, χρησιμότητας για τους εκμεταλλευόμενους/ες. Αυτή είναι η επιστημονική και επαναστατική αντίληψη, μόνο που δεν συζητούν οι μαρξιστικές ομάδες, πια, το πραγματικό και συγκεκριμένο περιεχόμενό της -την κριτική της πολιτικής οικονομίας, της κρατικής μορφής, του υποκειμένου, της Ιστορίας. Ο μαρξισμός είναι ένα μοντέλο, το καλύτερο διαθέσιμο μέχρι τώρα, δεν είναι κάτι στο οποίο οφείλουμε γενική πίστη ή γενική “επικαιροποίηση’’. Επιστήμη δεν είναι ούτε ο μαρξισμός-λενινισμός ούτε ‘’μαρξ-ισμός’’, όπως επιστήμη δεν είναι ο νευτωνισμός και ο αϊνσταϊνισμός. Συνεχίζουμε αυτή την παράδοση, για αυτό δεν είμαστε “μαρξιστές”. Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη, επαναστατική θεωρία όμως δεν σημαίνει ιδεολογία, “Πατερούληδες” και “Παράγοντες”, αλλά μεθοδική επίλυση θεωρητικών και πρακτικών προβλημάτων, που το κεκτημένο μοντέλο αποτυγχάνει διαρκώς να επιλύσει.


Προσωπικό-Πολιτικό, Διαθεματικότητα με προτεραιότητες

Η “υψηλή πολιτική”, αν δεν έχει ήδη τελειώσει, χαρακτηρίζει μόνο την πολιτική της αστικής τάξης, την οπτική της διακυβέρνησης των μαζών, τις συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, τους παραγοντισμούς, τις συνεντεύξεις τύπου μεγάλων προσωπικοτήτων. Στηρίζεται στη φιλελεύθερη αντίθεση ιδιωτικού-δημοσίου, στην οποία υπάρχει μια κοινωνία των ιδιωτών, χωρίς πολιτική, μια κοινωνία των καθημερινών εργασιών και συναλλαγών, και μία σφαίρα δημόσιας, πολιτικής δραστηριότητας. Η ριζοσπαστική αντίληψη λέει, όμως, πως, το προσωπικό γίνεται πολιτικό και το πολιτικό γίνεται προσωπικό. Το προσωπικό βίωμα καταπίεσης και η θέληση για καλύτερη ζωή, πρέπει γίνεται πολιτικό ζήτημα ως προς τους γενικούς όρους της κοινωνικής καταπίεσης και εξουσίας. Και αντίστροφα, η γενική πολιτική γίνεται προσωπικό βίωμα καταπίεσης. Ναι, μια πολιτική οργάνωση πρέπει να κάνει και «group therapy», ανοιχτή συζήτηση για το προσωπικό και το πολιτικό, με αλήθεια, ειλικρίνεια και πάθος. Άλλωστε αυτό προσπαθούν να κάνουν, ανεπιτυχώς, στα κάμπινγκ και στα φεστιβάλ τους οι πολιτικές οργανώσεις.

Επικαλούμαστε τις συντροφικές σχέσεις σαν να μην είναι κάτι απλώς πολιτικό, και έχουμε δίκιο. Και από την άλλη, χωρίς πολιτική ενότητα, μια οργάνωση μετατρέπεται σε άθροισμα φιλικών, ερωτικών, εν γένει κοινωνικών ανταγωνισμών, συμπαθειών και αντιπαθειών, εξαρτημένων αντανακλαστικών, φαινόμενα τα οποία βλέπουμε τόσο συχνά, που φοβόμαστε να το ομολογήσουμε και να τα θέσουμε και ως πολιτικά προβλήματα στο τραπέζι, δηλαδή προβλήματα εξουσίας. Η αγάπη, ο έρωτας και οι κοινωνικές, συντροφικές σχέσεις μέσα σε μια οργάνωση είναι ήδη ένα εργαστήρι βιοπολιτικής, ένα εργαστήρι της σχέσης προσωπικού και πολιτικού. Η διαπάλη για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, αποκάλυψε ότι τα πιο καυτά θέματα είναι εκείνα που δένουν το πολιτικό και το προσωπικό, για αυτό και συγκεντρώνουν το περισσότερο ενδιαφέρον. Το σώμα είναι αντικείμενο διακυβέρνησης, και βιώνει πολλαπλές καταπιέσεις. Η εργασιακή καταπίεση, ο κινητήρας του καπιταλιστικού κέρδους, είναι μια τραυματική εμπειρία, και πρέπει να συζητηθεί ως τέτοια. Όπως και η οικογενειακή καταπίεση, η θρησκευτική, η ηθικιστική, πλάι στην πατριαρχική καταπίεση. Δεν υπάρχει επαναστατική πολιτική που δεν διαπερνά όλο το πεδίο της ζωής, ειδικά σήμερα.

Η διαθεματική προσέγγιση των αγώνων, η σύνδεση των πολλαπλών μορφών καταπίεσης, βάζει έντονα το ερώτημα της ιεράρχησης, ή καλύτερα, των προτεραιοτήτων με μη “ιεραρχικό” τρόπο. Η εκδίωξη μιας συλλογικότητας gay αστυνομικών στο Pride της Αθήνας, καθώς και η εκδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ από την ίδια πορεία, ήταν μια τέτοια απόφαση προτεραιοτήτων. Ακόμη και αν για ένα χρονικό διάστημα τέθηκε υπό αμφισβήτηση η διεξαγωγή της πορείας, με την μαχητική παρέμβαση των συλλογικοτήτων που επεδίωκαν την αποπομπή των μπάτσων και των κυβερνητικών, δεν επικράτησε μια λογική ανοχής και ταξικής συμφιλίωσης προς τους καταπιεστές. Η διαθεματικότητα προϋποθέτει ότι η μία μορφή καταπίεσης δεν χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την ενίσχυση μιας άλλης μορφής καταπίεσης. Με αυτό το ενιαίο, διαθεματικό κριτήριο δεν χωρούν οι εκπρόσωποι αυτών που χτίζουν στρατόπεδα συγκέντρωσης σε πορείες υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μεταναστών. Πολλές φορές μαύροι άντρες καταπιέζουν τις γυναίκες τους, ή η γυναικεία ταυτότητα ενός αφεντικού ή ενός εκπροσώπου μιας επιθετικής αντιλαϊκής κρατικής πολιτικής χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τη προστασία της. Χρειάζεται μια βαθιά συζήτηση που θα αναγνωρίζει τη διαθεματικότητα σαν την πρώτη (εξωτερική και μηχανική) αναγκαία μορφή συμπερίληψης όσων οι μεγάλες αφηγήσεις απέκλεισαν στην ιστορική τους εξέλιξη, αλλά και τις γραμμές φυγής των “ανθρώπων” απ’ τα “συστήματα”. Αλλιώς, κάθε περιγραφή του “ανθρώπου του μέλλοντος” δεν θα είναι παρά μια χοντροκομμένη πειθαρχική φιγούρα του “μονοδιάστατου ανθρώπου”.


Μελλοντικό Project και όχι φαντασίωση του Παρελθόντος

Xωρίς κλειστό πολιτικο-ιδεολογικό σύστημα αλλά με πυρήνα στρατηγικών κριτηρίων, χωρίς Κύριο Όνομα αλλά με επί της ουσίας αναφορές στο κεκτημένο των καταπιεσμένων, μια κομμουνιστική οργάνωση σήμερα δεν μπορεί να έχει ένα απλώς εφαρμόσιμο, ήδη σχηματισμένο Πρόγραμμα, δεν μπορεί να φετιχοποιεί την ιστορία της, από την άλλη μεριά, όμως, δεν «σχετικοποιεί» τα πάντα, δεν τα θεωρεί όλα «ενδεχόμενα», ή «ανοιχτά» στην «πολιτική συγκυρία», γιατί έχει ενιαία κριτήρια, σαφήνεια και αυτοπειθαρχία που πηγάζει από μια οραματική, στρατηγική απόλαυση και από ένα αίσθημα δικαιοσύνης. Ποιά θα μπορούσαν να είναι τα κριτήρια αυτά; Ίσως, αντλώντας παράδειγμα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το meme Fully Automated Luxury Gay Space Communism συνοψίζει μερικά από αυτά. Ίσως τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνουν τη ριζική εναντίωση στο καπιταλιστικό σύστημα, στο κεφάλαιο και στο κράτος. Το κομμουνισμός ως πραγματική κίνηση προς τη κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων, τη ριζική μείωση μέχρι και εξάλειψη της εργασίας υπέρ της απόλαυσης του καθενός και της καθεμιάς που αναγνωρίζει την απόλαυση του άλλου και της άλλης, σε μια μη κρατική, θεσμική μορφή συνεργατικού ελέγχου της τεχνολογίας και της κατανάλωσης. Ένα σύγχρονο κομμουνιστικό project θα πρέπει να απαντήσει στο παραγωγικό, στο θεσμικό και στο ανθρωπολογικό πρόβλημα οργάνωσης μιας μη εκμεταλλευτικής και μη κυριαρχικής, αταξικής κοινωνίας[9].

Το σχέδιο θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από επιστημονικότητα, απλότητα και ελκυστικότητα, ταχύτητα, ευελιξία, καινοτομία και διαδραστικότητα, σε αντίθεση με κάθε φαντασίωση επανάληψης του χαμένου παρελθόντος. Με όρους κοινωνικού πολέμου, ήττας και νίκης, η ελκυστικότητα, η μαζική επιρροή, η διάχυση σε όλα τα πεδία καταπίεσης της κοινωνίας και τους εργασιακούς χώρους ειδικότερα, η υπονόμευση κράτους και κεφαλαίου όχι μόνο “κατά μέτωπο” αλλά και ως προς τους όρους ύπαρξής τους στην κοινωνική συνήθεια και καθημερινότητα.

Ποιό ακριβώς οργανωτικό μοντέλο αντιστοιχεί σε όλα τα παραπάνω, αναγκαία χαρακτηριστικά στο σήμερα; Μια συλλογικότητα που θα θελήσει πραγματικά να επιλύσει αυτό το πρόβλημα, θα συζητήσει, παρεμβαίνοντας μέσα στους σύγχρονους αγώνες, και θα το λύσει. Διαφορετικά, θα οπισθοχωρήσει, αντίθετα, στην αγκαλιά του ηττημένου, θυματοποιημένου και ηρωοποιημένου της παρελθόντος. Ξέρουμε, πάντως, ότι θα θέλαμε να είχαμε workshop της οργάνωσής μας κάθε βδομάδα χωρίς να φοβόμαστε τα θέματα που θα ανοίξουν και που θα ‘’ξεφύγουν’’. Θα θέλαμε να αντιπαρατεθούμε για τη Λατινική Αμερική, θα θέλαμε οι ΟΒες να είχαν κυρίως διαλογική μορφή και λιγότερο μορφή παράλληλων τοποθετήσεων. Θα πρέπει, επιπλέον, να παραδεχτούμε ότι σήμερα, οποιαδήποτε μορφή αντίστασης που καταφέρνει να γίνει γνωστή δίχως την εκπροσώπησή της στο κοινοβούλιο, έχει κάποια κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά στο πώς διεξάγει τον πόλεμο, όσο αντιδραστικό ή προοδευτικό περιεχόμενο και αν έχει. Από το Fight Club και τον Ρουβίκωνα μέχρι την “οικολογική” και “ισλαμική τρομοκρατία”, περιγράφονται δομές οργάνωσης που παρεμβαίνουν “μεταμοντέρνα” στα social media χωρίς να χάνουν τη σωματικότητα των ιδιαίτερων τους συγκρούσεων και τον ιδιόμορφο διεθνισμό τους, που τοπικοποιείται ανά χώρα και γειτονιά στη λογική “έχεις 10 βασικά κριτήρια-οργανώσου και κάντο μόνος σου”. Βέβαια, πέρα από το ζήτημα της μορφής, το ζήτημα του περιεχομένου καθορίζει τον ορισμό του Φίλου και Εχθρού και τους στόχους, επιδρώντας και στην μορφή την ίδια. Με ανάλογο τρόπο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο έθεσε τα βασικά κριτήρια εντός του κινήματος, που τοπικοποιήθηκαν και πήραν τις πλέον διαφορετικές οργανωτικές μορφές, έχοντας ένα κοινό ορισμό φίλων και εχθρών.


ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

Λέγεται συχνά, από τον αριστερό, τον αναρχικό και τον αυτόνομο χώρο, πως ο “αντικαπιταλισμός” είναι φετίχ. Υπάρχει πράγματι μια παράδοση φετιχοποιημένου αντικαπιταλισμού, από τη ρητορική των ναζιστών μέχρι τα κινήματα της αντι-παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, δεν καταλαβαίνουμε γιατί η ίδια η “Αριστερά”, η “Αναρχία” και η “Αυτονομία” έχουν καταλήξει σε όρους και σχέδια φετιχοποιημένα, ειδικά σε μια περίοδο που φαίνεται να μην έχουν τίποτα από την παλιά τους αίγλη και αποτελεσματικότητα. Μια άλλη συνήθης ένσταση, όσον αφορά τον αντικαπιταλισμό, σχετίζεται με την έλλειψη θετικού προτάγματος στο “αντί-”. Αυτό όμως δεν εμπόδισε ποτέ, για παράδειγμα, την αντι-φασιστική δράση από το να είναι χρήσιμη και αποτελεσματική. Θεωρούμε πως το πραγματικό φετίχ μας δεν είναι ο “αντικαπιταλισμός”, αλλά η “Αριστερά”. Όσες και όσοι ενοχλούνται από την έλλειψη θετικού προτάγματος στον αντικαπιταλισμό, δεν βλέπουν ότι το ίδιο συμβαίνει και με την Αριστερά. Δεν έχει κανένα θετικό πρόταγμα, γιατί από την αρχή ορίζεται ως μια αντι-δεξιά, δημοκρατική, εξισωτική τάση στο αστικο-δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. “Αριστερά” σήμαινε, από τη Γαλλική Επανάσταση, τα αριστερά έδρανα του κοινοβουλίου, ως τοποθέτηση στην πολιτική γεωγραφία που σηματοδοτούσε τη σύγκρουση με τη “Δεξιά” του Κυρίου και του Βασιλιά. Η Αριστερά έχει τον κοινοβουλευτισμό στο DNA της, στη στρατηγική και όχι στην τακτική της. Η ιστορία της “Αριστεράς” το επιβεβαιώνει. Γιατί να μην ενωθούν οριστικά οι “Αριστερές”, αντικαπιταλιστικές και μη δυνάμεις, αν κυρίαρχη ταυτότητα είναι η “Αριστερά”; Η “πραγματική Αριστερά” δεν υπάρχει, είναι μια ιδεαλιστική αυταπάτη, αντίθετα, η αντικαπιταλιστική αριστερά υπάρχει, όχι ως “η πιο πραγματική” από όλες τις εκδοχές της Αριστεράς, αλλά ως το μέρος εκείνων των αριστερών που στρέφονται ενάντια στον καπιταλισμό.

Από την Αριστερά της Γαλλικής Επανάστασης και του κοινοβουλίου, στην πιο βίαιη ή στην πιο ειρηνική εκδοχή της, το πέρασμα στους Μαρξ-Ένγκελς δεν ήταν μια “επανερμηνεία” της “πραγματικής Αριστεράς”. Η κοινωνική δημοκρατία (σοσιαλδημοκρατία) ως πρόταγμα, σε διάκριση από τη φιλελεύθερη δημοκρατία, επιδιώκει την επιβολή της δημοκρατίας όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Και μέσα στη σοσιαλδημοκρατία, ο κομμουνισμός έγινε μια τάση. Οι Μάρξ-Ένγκελς ποτέ δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως “αριστεροί” στο χώρο της πολιτικής, παρά μόνο ο νεαρός Μάρξ στο χώρο της φιλοσοφίας, ως “αριστερός εγελιανός”, πριν γίνει κομμουνιστής. Η υπόθεση Ντρέυφους στη Γαλλία ήταν που δημιούργησε μια συμμαχία Αριστεράς και υπόλοιπων φιλελεύθερων-δημοκρατών, μια “Δημοκρατική Άμυνα”. Αυτό το πολιτικό γεγονός, το οποίο αναλύει και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, νοηματοδότησε την “Αριστερά” ως ρεφορμιστική δύναμη, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Ο κομμουνισμός έσπασε από τη σοσιαλδημοκρατία, η Αριστερά συνδέθηκε με την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση και τον φιλελευθερισμό. Μεταπολεμικά, σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα με την ίδρυση της ΕΔΑ, η “ενότητα των Αριστερών” ήταν η απάντηση στον εμφύλιο, και οι “αριστερές κυβερνήσεις” -στην ευρωκομμουνιστική τους εκδοχή- η εγκατάλειψη του κομμουνισμού ως ριζοσπαστικής πραγματικής κίνησης. Έτσι λοιπόν, Γαλλική Επανάσταση, Υπόθεση Ντρέυφους και ευρωκομμουνιστική Αριστερά, αποτελούν τρία επεισόδια στη μετατροπή της Αριστεράς σε κυρίαρχη ιδεολογία, σε καθεστώς κεϋνσιανού “κοινωνικού συμβολαίου” και ταξικού συμβιβασμού.

Όταν μιλάμε σήμερα για την “Αριστερά” σκέτο, όλη αυτή την ιστορία εγκατάλειψης της κριτικής στον καπιταλισμό εννοούμε. Στην Ελλάδα, με το Πολυτεχνείο, τη μεταπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθήθηκε μια ιδιαίτερη δημοκρατική, φιλελεύθερη, “αντι-δεξιά” πορεία. Παρά τις μεγάλες ελληνικές ιδιαιτερότητες, αργά ή γρήγορα φάνηκε αυτό που έχει φανεί και στον υπόλοιπο δυτικό καπιταλιστικό κόσμο. Η “Αριστερά” είναι μια αντιπολίτευση που περιμένει να αναλάβει την διακυβέρνηση του καπιταλισμού με “ανθρώπινο πρόσωπο”[10].

Αντίθετα, ο χειραφετητικός, απελευθερωτικός αντικαπιταλισμός ορίζει τον εχθρό ξεκάθαρα. Δεν είναι η “Δεξιά”, είναι ο καπιταλισμός. Από μια άποψη, ο αντικαπιταλισμός είναι πιο μετωπικός και λιγότερο σεχταριστικός, από τις Αριστερές συναθροίσεις. Ένα αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο περιλαμβάνει εμάς, την αντικαπιταλιστική-εργατική αριστερά, την αντικαπιταλιστική κοινωνική αναρχία και την αντικαπιταλιστική αυτονομία. Περιλαμβάνει ακόμη τα ριζοσπαστικά φεμινιστικά, λοατκια+, αντιφασιστικά, περιβαλλοντικά κινήματα που αναγνωρίζουν τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος ως βασικό εμπόδιο για την πραγμάτωση των στόχων τους. Πρεσβεύει άραγε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έναν αντικαπιταλισμό με αριστερούς αλλά και με άλλους αντικαπιταλιστ(ρι)ές, αντί για μια μοναχά αριστερή ενότητα αντικαπιταλιστ(ρι)ών; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμπυκνώνει την αντίφαση του στόχου μιας πολιτικής ενότητας της Αριστεράς, με το στόχο μια πολιτική ενότητα των αντικαπιταλιστ(ρι)ών. Στα πρόσφατα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις διεθνείς κινητοποιήσεις του Αμβούργου, της Ιταλίας, των Βρυξελλών, της Μέσης Ανατολής των τελευταίων χρόνων, στις πλατείες και στις απεργίες της Ελλάδας και της Ισπανίας, στους εργασιακούς χώρους, σε αγώνες όπως η Κυριακάτικη Αργία και οι αντιφασιστικές δράσεις, στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις ενάντια στις στρατιωτικές βάσεις, στα φεμινιστικά κινήματα, έχει φανεί, πολλές φορές και ξεκάθαρα, πως είναι αναγκαίο ένα αντικαπιταλιστικό ξεκαθάρισμα. Αναρχικοί, Κομμουνιστ(ρι)ές, Αυτόνομοι και Αριστεροί/ές έρχονται σε νέες πολιτικές και αγωνιστικές σχέσεις, συγκρούονται με τους πρώην συμμάχους τους και ανακατεύονται μεταξύ τους. Όσον αφορά τις όποιες στρατηγικές διαφορές με τον εκτός αριστεράς αντικαπιταλιστικό χώρο, αναρωτιόμαστε αν ιστορικά υπήρξαν πάντα και σε κάθε περίπτωση σημαντικότερες από τις διαφορές μας με τον αριστερότερο ΣΥΡΙΖΑ, την ΑΡΑΣ και την ΑΡΑΝ. “Μα δε θα υπάρχουν και άνθρωποι, πλατιά ρεύματα, που σπάνε από τέτοιους κοινωνικοπολιτικούς χώρους -ή και άλλους- οι οποίοι αναζητούν νέες επαναστατικές απαντήσεις;” έχουμε αναρωτηθεί πολλές φορές. Τι είναι αυτό που εμποδίζει μια τέτοια διαλεκτική; Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η μία ή η άλλη πολιτική αντίληψη μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στα μέτωπα ή το κίνημα, ούτε ο ένας ή ο άλλος σύντροφος και η μία ή η άλλη συντρόφισσα. Το θεμελιακό πρόβλημα είναι να μην μπορεί να διακρίνει κανείς τις τάσεις χειραφέτησης και υποταγής που μας διαπερνούν εσωτερικά όλους και όλες.

Ίσως μία μόνο ριζοσπαστική Διεθνής μπορεί να μετρήσει βήματα με βάση το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, μια αντικαπιταλιστική Διεθνής. Το φαινομενικό μειονέκτημα του ΝΑΡ, να είναι ένα ιδιόρρυθμο κομμουνιστικό ρεύμα που δεν ανήκει ξεκάθαρα στην μαρξιστικο-λενινιστική, τροτσκιστική, μαοϊκή ή άλλη παράδοση, του έχει στερήσει την απόκτηση κάποιων δεδομένων διεθνών επαφών και συντονισμών, με βάση τις παραπάνω μαρξιστικές συγγένειες και ταξινομήσεις. Όμως το μειονέκτημα αυτό, μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα. Το ΝΑΡ, και άλλες τέτοιες κομμουνιστικές δυνάμεις αναζήτησης, οφείλουν να πρωτοστατήσουν στη συνένωση όλων των αντικαπιταλιστικών ρευμάτων, των διαφόρων αποχρώσεων και ρευμάτων, με κοινό έδαφος τη σύγκρουση με τον καπιταλισμό, και την αναζήτηση μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής. Ακριβώς επειδή το ΝΑΡ δεν περιλαμβάνεται σε κάποιο ιστορικά σφραγισμένο κομμουνιστικό ρεύμα, μπορεί να εκπροσωπήσει την ουσιώδη αφαίρεση του αντικαπιταλισμού, στην κομμουνιστική του εκδοχή, φέρνοντας σε επαφή και συμβάλλοντας στο συντονισμό μιας νέας Διεθνούς. Η 1η Διεθνής, κομμουνιστικών και αναρχικών, δεν ήταν λάθος. Ήταν ένα αναγκαίο βήμα για τη συνέχεια, που πέρασε από διασπάσεις και νέες συνθέσεις. Όποιος φοβάται να ξαναμπεί σε μια τέτοια διαδικασία, επικαλούμενος μάλιστα τις “πολύ διαφορετικές” ιστορικές συνθήκες, προσπαθεί να αποφύγει το σύγχρονο επαναστατικό καθήκον. Αυτή τη στιγμή, στο Δεν Υπάρχει Εναλλακτική του σύγχρονου, ολοκληρωτικού καπιταλισμού, είναι αναγκαία η μέγιστη συσπείρωση, διεθνώς και εγχώρια, σε ένα πολιτικό μέτωπο, των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.


ΚΙΝΗΜΑ

Οι προϋποθέσεις για το πέρασμα από το ανταγωνιστικό κίνημα σήμερα σε ένα απελευθερωτικό κίνημα απέναντι στο Κράτος και το Κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του, πρέπει κατά τη γνώμη μας να περιλαμβάνουν τρία σκέλη [11].


Αντιπολεμικό-Διεθνιστικό Κίνημα

Πολλοί/ές μιλούν για την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, κατ’ αναλογία των λειτουργιών του κεφαλαίου, και συχνά μπορεί να καταλήγουν στην ανάγκη συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης των οργανωτικών μορφών συγκρότησης του υποκειμένου: πειθαρχημένο κόμμα, οριοθετημένο μέτωπο, καταμερισμένο κίνημα. Είναι μια απάντηση, που πιθανότατα ταίριαζε (αλλά έχασε, πρέπει να πούμε κιόλας) σε παλαιότερες φάσεις της συγκρότησης του κράτους, της εργοδοσίας, της σχέσης του εξωτερικού πολέμου με τον εσωτερική αντιπαράθεση.

Πρέπει να δούμε, όμως, εδώ μια μετατόπιση, άρα και μια παραγνώριση, του τρόπου με τον οποίο υπάρχει αυτή η φοβερή συγκέντρωση μηχανισμών και “πυρός” από τη μεριά της κυριαρχίας. Το κράτος “έκτακτης ανάγκης” δεν είναι πια μια μορφή “εξαιρετικής κατάστασης”, που θα επιστρέψει στην “ομαλότητα” μόλις επιλυθούν ή ισορροπήσουν με κάποιο τρόπο η συγκρούσεις της “κρίσης”. Τo “ανώμαλο” χαρακτηριστικό της σημερινής ιστορικής φάσης είναι η μόνιμη “ομαλότητα” της κρίσης. Η γενίκευση της εξαίρεσης στη μορφή του κανόνα. Έτσι, το “αποκλίνον από τη μορφή του δικαίου” “Κράτος Έκτακτης Ανάγκης” κανονικοποιείται σαν “Κράτος Άμυνας-Ασφάλειας”.

Οι όροι συγκεντροποίησης της καταστολής, της πειθάρχησης, του ελέγχου τείνουν να γενικευτούν. Καθίστανται αόρατοι καθώς ο νόμος γίνεται νόρμα, ένα σύστημα διοικητικών και εκτελεστικών αποφάσεων “χωρίς (φανερό) υποκείμενο”, που εμφανίζεται σαν “φυσική κατάσταση πραγμάτων”. Τα στρατοδικεία, πχ, πριν το δίλημμα “αθώος ή ένοχος”, σε καιρούς πολεμικής σύρραξης, αναγνωρίζουν το δίπολο “εχθρός ή συνεργάτης”. Μια σιωπηλή διολίσθηση/μετάθεση μεταφέρει αυτό το δίπολο σε όλη τη βιομηχανία καταδικών, είτε μιλάμε για αγωνιστές/ριες του κινήματος, είτε μιλάμε για αμυντικούς εργατικούς αγώνες ή για περιστατικά ρατσιστικής, σεξιστικής, έμφυλης βίας, για περιπτώσεις τρομερής αναντιστοιχίας των ποινών με τα αδικήματα, στις περιπτώσεις “παραβατικότητας” των φτωχών και των αποκλεισμένων.

Καλύτερα, λοιπόν, θα περιγράφαμε τη συγκεντροποίηση της κρατικής κυριαρχίας και της νομικής-κατασταλτικής μηχανής με όρους διάχυσης και γενίκευσης. Οι μορφές του ελέγχου και του αποκλεισμού, η σύγκλιση των πολεμικών μορφών άμυνας με τις γενικευμένες τεχνικές ασφαλείας, η ταύτιση εσωτερικού εχθρού με εξωτερικό, τείνουν να αναδιαμορφώνουν την καθημερινότητα, δημιουργώντας ένα κατασταλτικό/δικαιωματικό πλέγμα: “ανάπτυξη για το κεφάλαιο, ασφάλεια για τους πολίτες”, όπου το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου. Απέναντι σε αυτό, δεν μπορούμε να περιγράψουμε μια αμυντική συγκεντρωτική λειτουργία ενός οργανωτικού μηχανισμού, όπως το παραδοσιακό Κόμμα ή η “συγκέντρωση δυνάμεων” στη λογική μιας αριστερής συσπείρωσης. Η μόνη συγκεντροποίηση για την οποία πρέπει να μιλάμε είναι η διαδικασία συγκέντρωσης των μορφών αντίστασης, των εμπειριών και των αυθόρμητων ή/και συνειδητών και οργανωμένων επεξεργασιών των καταπιεσμένων. Από τη μηχανιστική ενοποίηση των εκπροσωπήσεων των από κάτω να περάσουμε στην εμμενή ενοποίηση υποκειμένων και ολόκληρων κοινωνικών κατηγοριών που τώρα βρίσκονται διαχωρισμένες μέσα στο γενικό καταμερισμό εργασίας, στους συνεπαγόμενους μεταξύ τους ανταγωνισμούς και καταπιέσεις, και στην διαρκή κατασταλτική ταξινόμηση του κράτους.

Πρέπει να ενισχύσουμε τις τάσεις ενοποίησης της αντιπολεμικής, διεθνιστικής, αντιρατσιστικής-μεταναστευτικής και αντιφασιστικής παρέμβασης. Να σπάσουμε τον παθολογικό κατακερματισμό των παραπάνω πρωτοβουλιών και να τις συντονίσουμε με ουσιαστικό τρόπο. Να φτιάξουμε έναν κοινό αντιπολεμικό-διεθνιστικό συντονισμό που να μπορεί να αγκαλιάσει αυτά τα περιεχόμενα, η αποκοπή των οποίων σε διάφορες δράσεις που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους έχει οδηγήσει σε αδύναμη παρέμβασή μας σε όλα τα επίπεδα. Έναν αντιπολεμικό συντονισμό στον οποίο, ήδη, κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις αυτόνομων, αναρχοκομμουνιστών και αντικαπιταλιστών-αριστερών συμμετέχουν. Έναν αντιπολεμικό συντονισμό που θα μπλοκάρει την καταστολή και τον έλεγχο, που θα σπάσει τους εθνικούς διαχωρισμούς και θα διαμορφώσει πολυεθνικές κοινότητες αγώνα και έναν κοινό απελευθερωτικό τους πολιτισμό. Που θα ορίσει ως εχθρική την καπιταλιστική και κρατική κυριαρχία, ως συμμαχικές τις δυνάμεις των καταπιεσμένων. Απέναντι στο σύγχρονο κοινωνικό, πολύμορφο, υβριδικό πόλεμο που διεξάγεται η κυρίαρχη τάξη με στρατούς, αστυνομία, ΜΜΕ, εργοδοτικό και ψυχολογικό εκβιασμό και ρατσιστική, σεξιστική-πολιτισμική προπαγάνδα, μια απάντηση μπορεί να σταθεί μόνο αν συντονίζει, προσανατολίζεται και αποτελεί γέφυρα επικοινωνίας των αγωνιστών και των αγωνιστριών σε όλα αυτά τα κοινωνικά επίπεδα του ανταγωνισμού.


Αντιεργοδοτικός συντονισμός και Εργατικός/Κοινωνικός Έλεγχος

Η αποβιομηχάνιση του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, η αύξηση του τομέα των ανειδίκευτων και ειδικευμένων υπηρεσιών, η δομική-τεχνολογική ανεργία και η ελαστικοποίηση-επισφαλειοποίηση της εργασίας, καθιστούν όλο και πιο αναγκαίο το συντονισμό αντιεργοδοτικής παρέμβασης σωματειακού και μη τύπου. Μια τέτοια παρέμβαση θα έπρεπε να έχει ως βραχίονές της α) ένα παρατηρητήριο εργοδοτικής τρομοκρατίας και ένα δίκτυο αντιπληροφόρησης για τη δημοσίευση καταγγελιών β) μια πρωτοβουλία των πιο αγωνιστικών και μη γραφειοκρατικοποιημένων σωματείων, με στόχο την ίδρυση νέων σωματείων ιεραρχώντας τους τομείς κλειδιά, αλλά και με κριτήριο τακτικά βήματα ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων που επικρατεί σήμερα γ) ένα ταμείο οικονομικής αλληλεγγύης προς τους εργαζομένους/ες, απεργούς, διωκόμενους/ες κ.α δ) μια αντικατασταλτική ομάδα αυτοάμυνας-περιφρούρησης των εργατικών αγώνων ε) μια ομάδα νομικής βοήθειας επί των εργατικών διαφορών. Με στόχο τη σύνδεση όλων αυτών των εργαλείων σε μια αντιεργοδοτική συνέλευση, με τη συμμετοχή ατόμων, συλλογικοτήτων, πολιτικών οργανώσεων και σωματείων που θα παρενέβαιναν δυναμικά τόσο “απ’ έξω” όσο και “από μέσα”. Με στόχο να βρεθεί μια οργανωτική μορφή αντίστοιχη της διαλεκτικής σταθερότητας και νομαδισμού του σύγχρονου εργασιακού υποκειμένου, σε ένα νέο όχημα αντίστασης όλων των εργαζομένων των διαφορετικών ταχυτήτων.

Εκτός από τις παραπάνω πλευρές μπλοκαρίσματος της εργοδοσίας, κυρίαρχα στον ιδιωτικό αλλά και στο κρατικό τομέα, στόχος ενός νέου πολιτικού εργατικού κινήματος, πέρα από τον οικονομικό και πολιτικό ορισμό του εχθρού θα ήταν τόσο η γείωση του αντικαπιταλιστικού πολιτικού περιεχομένου όσο και η παραγωγή καταφάσεων μιας οργάνωσης “χωρίς αφεντικά”. Παραδείγματα εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, συνεταιρισμού και αυτοδιαχείρισης που ταλαντεύονται ανάμεσα στο θεσμικό και αντιθεσμικό, όπως διδάσκει η πλούσια εμπειρία της ταξικής πάλης, από την εποχή των Μαρξ-Ένγκελς μέχρι τη ΒΙΟΜΕ και το συνεταιριστικό κίνημα των κατειλημμένων εργοστασίων, με όλες τις αντιφάσεις του, στην Αργεντινή σήμερα. Μια σύγχρονη εργατική παρέμβαση οφείλει να τοποθετηθεί στο εσωτερικό του συνεταιριστικού κινήματος, ως η πιο ριζοσπαστική του πτέρυγα, δηλώνοντας, όπως η Ιδρυτική Διακήρυξη της Πρώτης Κομμουνιστικής Διεθνούς, ότι η πραγματική συνεταιριστική κοινωνία, ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός, μπορεί να επιβληθεί μόνο με τη βία και σε ανταγωνισμό με κεφάλαιο-κράτος.


Κοινότητες αγώνα και απόλαυσης

Η εμπειρία των Εργατικών Λεσχών έδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει αμιγώς “Εργατική Λέσχη”, χωρίς τη διοργάνωση άλλων δραστηριοτήτων απόλαυσης, ψυχαγωγικών, πολιτισμικών, ερευνητικών-επιστημονικών, που αγγίζουν πολύπλευρα τις πτυχές ύπαρξης του υποκειμένου. Οργάνωση, μέτωπο, κίνημα, πρέπει να διέπονται από μια κατεύθυνση απάντησης στην καπιταλιστική διαίρεση κάθε μορφής κοινοτήτων. Να αποτελούν πρότυπο της κοινωνίας που θέλουν να χτίσουν, όχι στα χαρτιά και τα λόγια αλλά στις πράξεις και τα έργα. Μια Συνέλευση Αγώνα όλων των κοινοτήτων και των κινημάτων, αντιεργοδοτικών, διεθνιστικών-αντιπολεμικών, φεμινιστικών και άλλων μορφών καταπίεσης, θα πρέπει να είναι ο μακρινός σήμερα, αλλά εφικτός ορίζοντας μιας συνεργατικής “τζάμπα” ή “φτηνής” και συλλογικής απόλαυσης χωρίς αφεντικά. Απέναντι στο σύγχρονο καπιταλιστικό μπλοκ εξουσίας δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί ένα απλώς “ανεξάρτητο εργατικό κέντρο αγώνα”, γιατί το καπιταλιστικό μπλοκ εξουσίας δεν είναι μόνο οι επιχειρήσεις, είναι η καπιταλιστική μορφή ζωής, και μόνο μια μορφή ζωής μπορεί να αντιπαρατεθεί μαζί του.

Από το μακρύ καλοκαίρι του 2015, που ακόμα δεν έχει εξηγηθεί στις συλλογικές μας επεξεργασίες και ακόμα αποτελεί συχνά -όλο και πιο “άχαρο”- μέτρο των διαφορών μας. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το ερώτημα που είχε τεθεί τότε σιωπηλά από την πλειοψηφία του κόσμου (σε μια πραγματική κατάσταση που τα ATM δεν θα βγάζουν τίποτα, και αυτό θα είναι μια κατάσταση εβδομάδων ποιό είναι το πλάνο;). Πρέπει πραγματικά να αναρωτηθούμε πόσο δέσμιοι και δέσμιες της καπιταλιστικής ομαλότητας είμαστε. Η υπαγωγή είναι κυρίως τυπική ή περισσότερο πραγματική; Αυτό που ακόμα δεν έχουμε απαντήσει στα χρόνια της κρίσης που έκαναν πολύ πραγματικό και -απελπιστικά κοντινό- αυτό το ερώτημα είναι: “τι θα κάνουμε ως κίνημα σε μια περίπτωση που το “χάος” θα ξεσπά στους δρόμους και θα ζυμώνεται από το καθεστώς και από τους απελπισμένους η επιστροφή στην τάξη και την ασφάλεια”. Μάλλον, λοιπόν, πρέπει έγκαιρα να αναθεωρήσουμε, ήδη από σήμερα, τον πρωταρχικό στόχο του “μεταβατικού” επαναστατικού υποκειμένου – την επιβίωση της τάξης χωρίς κράτος και κεφάλαιο, σε υβριδικές μορφές “κοινοτήτων αγώνα, ζωής και απόλαυσης”. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπό τις κανονικές συνθήκες, η ομαλή λειτουργία του κόσμου, προϋποθέτει και αποκρύπτει ταυτόχρονα την καταστροφική αποστέρησή μας. Για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής πλειοψηφίας εδώ, αυτό που βίωνε η κοινωνική πλειοψηφία στην Αίγυπτο, πχ, εδώ και δεκαετίες κατέστη σαφές με την διαχείριση των μεταρρυθμίσεων από το 2010 έως σήμερα. Πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο αυτό που αποκαλεί καταστροφή το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα του κεφαλαίου, δεν θα είναι μια γενική καταστροφή για την κοινωνία, αλλά η διακοπή αυτής της κατάστασης.

Η συνέλευση αγώνα πρέπει να είναι σημείο συνάντησης, ούτε απλώς “εργατικό” κέντρο ούτε απλώς υπερβατικό “κέντρο”. Οι σύγχρονοι αντιθεσμοί θα είναι τοπικοί, εργατικοί, πολιτισμικοί, πολυεθνικοί, επιστημονικοί, απολαυστικοί και δημιουργικοί. Διαφορετικά, θα απονεκρωθούν σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, και θα γίνουν ανίσχυροι, ηττημένοι από τις καπιταλιστικές μεθόδους προσέλκυσης του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων-καταναλωτών.


Γιατί οι καταπιεσμένοι/ες, θύματα του κοινωνικού και ταξικού πολέμου, συνήθως επιθυμούν και νομιμοποιούν την υποταγή τους; Μια δεύτερη γραμμή σκέψης και πράξης ξεκινάει από εδώ. Εκτός από τα ταξικά συμφέροντα, υπάρχει και η κυρίαρχη ιδεολογία. Εκτός από την κυρίαρχη ιδεολογία, υπάρχει και η επιθυμία.

Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε, εν συντομία, έναν “νόμο-τάση’’ του ιστορικού υλισμού, που εξηγεί σε σημαντικό βαθμό τη πραγματικότητα της ήττας μας και την αναντιστοιχία των πολιτικών μας θέσεων και αντιλήψεων με τον σύγχρονο κοινωνικό πόλεμο. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σημαίνει και αύξηση των καταναλωτικών αγαθών, μετατροπή των βιολογικών αναγκών σε κοινωνικά καθορισμένες και εξατομικευμένες επιθυμίες. Τα “αγαθά πολυτελείας” πολλαπλασιάζονται σε σχέση με τα “βασικά αγαθά” σε βαθμό ευθέως ανάλογο της ανάπτυξης μιας οικονομίας αγαθών και, όπως δείχνει η στατιστική, τα πρώτα καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης του εισοδήματος σε σχέση με τα δεύτερα, όσο περισσότερο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός. Επομένως, η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί και στην ανάπτυξη ενός καταπιεζόμενου υποκειμένου στο οποίο το κέντρο βάρους της συνείδησής του μετατοπίζεται σταδιακά από το βιολογικό στο κοινωνικό, και από την ανάγκη στην επιθυμία. Σε κάθε ταξικό σύστημα, όμως, η επιθυμία παραμένει δέσμια της ανάγκης, των εξωτερικών αναγκαιοτήτων. Έτσι λοιπόν, η σχετική προλεταριακή εξαθλίωση συνοδεύεται από μια ψυχική εξαθλίωση, αφού όσο πιο φτωχός είσαι τόσο λιγότερες επιθυμίες μπορείς να ικανοποιήσεις, γεγονός που συσσωρεύει ένα απωθημένο δυναμικό. Η ασυνείδητη απωθημένη επιθυμία, το προσυνειδητό ταξικό συμφέρον που μπορεί με προσπάθεια να συνειδητοποιηθεί, και η τελικά η συνισταμένη ασυνείδητης επιθυμίας-ταξικού συμφέροντος ως συνειδητή αποφασιστική θέληση, όλα αυτά τα επίπεδα αποτελούν επίπεδα του επαναστατικού υποκειμένου. Ο κλασικός μαρξισμός που συλλαμβάνει το επαναστατικό υποκείμενο ως μετάβαση από την ‘’τάξη καθ’εαυτή’’, την τάξη ως δομική αντικειμενικότητα της παραγωγής και ως δυνατότητα οργάνωσης, στην “τάξη δι’ εαυτή’’, την τάξη ως συνειδητοποιημένη και οργανωμένη πρωτοπορία, αδυνατεί να κατανοήσει το υποκείμενο και στα τρία επίπεδα, επιθυμία, ταξική θέση, θέληση ως συνισταμένη των προηγούμενων δύο. O εθνικισμός, ο φετιχισμός του εμπορεύματος και του χρήματος, η “προσωπολατρία” δεν μπορούν να εξηγηθούν χωρίς την παράμετρο της επιθυμίας, όπως αυτή γίνεται όργανο κοινωνικο-ταξικών συμφερόντων.

Μια άλλη επαναστατική γραμμή, που ξεκινά από τον κλασικό μαρξισμό αλλά πηγαίνει πέρα από αυτόν, πιο γυναικεία και μειονοτική, είναι η ιστορία επίγνωσης και αγώνα για την απελευθέρωση της επιθυμίας. Πηγαίνει πέρα, γιατί πηγαίνει “λοξά”. Αλλάζει την οπτική, από την πλευρά της ενιαίας καταπίεσης στην πολλαπλότητα των καταπιέσεων. Από τη συλλογική ήττα των απαντήσεων στη συλλογική απάντηση στην ήττα. Οι γυναίκες επαναστάτριες: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αλεξάνδρα Κολλοντάι, Άντζελα Ντείβις, η μπολσεβίκα ψυχαναλύτρια Τατιάνα Ρόζενταλ. Αλλά και ο Φανόν και ο παράφορος Βίλχεμ Ραίχ. Μειονοτικά γίγνεσθαι, γυναίκες, τρελοί, μαύρες.

Δεν είναι μια αισθητική ή αναγκαστική “επιλογή”. Για να δούμε ποια είναι τα στοιχεία του “νέου” -τις νέες μορφές πειθάρχησης, τις νέες μορφές πολέμου, τις νέες τεχνικές διακυβέρνησης, και τις νέες μορφές πολιτικής- πρέπει πρώτα να τα αναγνωρίσουμε- στα υποκείμενα που διαμορφώνονται σήμερα, στις γενιές που έρχονται. Πρέπει να δούμε τα σχήματα των πιέσεων και των καταναγκασμών, τις γραμμές φυγής και τις δυνατότητες χειραφέτησης, εκεί που βιώνεται η καταπίεση ωμή, όπως το γκλομπ του μπάτσου και το συσσίτιο των φυλακισμένων, το παραλήρημα των απελπισμένων και η κατάθλιψη των εγκλωβισμένων. Πρέπει να απαιτήσουμε να ακουστεί από τους καταπιεσμένους, τις γυναίκες-θύματα, τα αποκλεισμένα παιδιά των γκέτο και των φτωχογειτονιών “Σιωπή! Τώρα μιλάμε εμείς!”. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βρεθούν τα επαναστατικά τραγούδια των καιρών μας.

«Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, προκειμένου να επιβληθεί οριστικά η οικονομία και η ηθική της εργασίας και της φιλαργυρίας, χρειάστηκε να φυλακιστεί και να εξοντωθεί ολόκληρη η πανίδα των τεμπέληδων, των ζητιάνων, των μαγισσών, των τρελών, των φιλήδονων και όλων των άλλων φτωχών αλητών, μια ολόκληρη ανθρωπότητα η οποία, με την ίδια της την ύπαρξη, διέψευδε την τάξη πραγμάτων του κέρδους και της εγκράτειας». Πιστεύει κανείς ή καμία ότι το διαρκώς αναγγελόμενο χάος, για το οποίο ουρλιάζουν παντού, είναι κάτι διαφορετικό από μια παρόμοια επιχείρηση: επιλογής, διάκρισης, εξόντωσης και ενσωμάτωσης; Κανένα νέο ρωμαλέο μοντέλο ενός ακμάζοντος “καπιταλισμού” ή “μετακαπιταλισμού” δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς μια παρόμοια καταστροφή για την τάξη μας. “Όπου υπάρχει κίνδυνος, υπάρχει και ευκαιρία”, λέει μια πανάρχαια κινέζικη παροιμία. Το χάος αυτό είναι η ευκαιρία τους για την επιχείρησή τους. Άλλο τόσο, όμως, είναι η δική μας δυνατότητα για νίκη εναντίον των σχεδίων τους.

Ο πόλεμος κατά τις τρομοκρατίας μπορεί να ηττηθεί από ολόπλευρες και ευέλικτες “πολεμικές μηχανές” ενός διαρκώς διευρυνόμενου νομαδικού προλεταριάτου, που τείνει να γίνει “ιδεότυπος” για το προλεταριάτο όλου του πλανήτη, εξαπλωμένες και “άτακτες” που θα συνδέονται μεταξύ τους σαν κρίκοι ενός πολυμορφικού κινήματος και θα χτυπούν ταυτόχρονα σαν ιός που εξαπλώνεται. Συνηθίσαμε να βλέπουμε την κρατική στρατιωτική μηχανή να διαμορφώνει τα αστικά δίκτυα, να αποτελεί όλο και πιο πολύ το μέτρο της ομαλότητας της καθημερινής ζωής μας. Οι δικές μας “πολεμικές μηχανές” δεν θέλουν να κρατήσουν τη στιγμή της ένοπλης αντιπαράθεσης σαν “πρόγραμμα κατάληψης της εξουσίας” θέλουν να συγκροτούν τις κοινότητες που είχαμε ήδη χάσει από τη στιγμή της γέννησής μας μέσα σε κύβους από μπετόν. Όχι άλλα “ελεγχόμενα περιβάλλοντα”.

Η διαχείριση του χάους είναι μεγάλη υπόθεση. Τείνει να γίνει στρατηγική για το αστικό μπλοκ εξουσίας -διαμορφωμένη στους “πειραματικούς σωλήνες” του Ιράκ και της Ουκρανίας, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, μεταφερμένη σε πρωτόκολλα, τεχνικές και δόγματα ασφαλείας στις καπιταλιστικές μητροπόλεις- εκεί όπου τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα αποτυγχάνουν, ξανά και ξανά, ιστορικά. Να γιατί και οι φράξιες τους απέτυχαν…

Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, να απαντηθεί η αντεπανάσταση σήμερα, είναι η πυροδότηση μιας επαναστατικής διαδικασίας σε μικρή και μεγάλη κλίμακα, με πλειοψηφικούς όρους, πλειοψηφικούς όχι με εκλογικό και αριθμητικό αλλά με κοινωνικό και δυναμικό τρόπο. Μια επαναστατική διαδικασία η οποία θα έχει μια διαφορετική ισχύ, αυτή της μορφής του ιού που θα κατακλύσει από διαφορετικά μέτωπα το κράτος και το κεφάλαιο, το οποίο δεν θα ξέρει τί να πρωτοαντιμετωπίσει από όλο αυτό το πολύμορφο, ταξικό, ανταγωνιστικό, διεθνιστικό και διαθεματικό κίνημα.

Όπως περιέγραφε ο Ένγκελς τον οργανωμένο ιό της Παρισινής Κομμούνας, μια μεταδοτική ασθένεια που έφερε την αγωνία και το τρόμο στο Κράτος[12], με τον ίδιο τρόπο, η σύγχρονη καπιταλιστική βιο-πολιτική κυριαρχία μπορεί να ηττηθεί μόνο αν οι αντιστάσεις προσλάβουν αυτή την ποικιλόμορφη δυναμική ρήξεων στη σύγχρονη μορφή ζωής, στις δομές παραγωγής και αναπαραγωγής, στις εργασιακές και καταναλωτικές διαδικασίες, στις οικογένειες, στα σχολεία, στην τέχνη, στον εθνικό αθλητισμό.

Ας μην βιαστούν οι “κατήγοροί μας” να μιλήσουν για τον αριστερισμό και το φετίχ “της επανάστασης εδώ και τώρα”, “χωρίς σχέδιο”, “χωρίς αρχές”, “χωρίς προϋποθέσεις”.



“Το βασικό διακύβευμα της εποχής και ο κεντρικός πολιτικός στόχος που θα πρέπει να μας διακρίνει σε σχέση με την κυρίαρχη «Αριστερά», είναι η μετατροπή της εθνικής ενότητας εργοδοτών-εργαζομένων, κράτους-κοινωνίας και κυβέρνησης-λαού σε όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού και σε ταξικό εμφύλιο. Μιλώντας για ταξικό εμφύλιο, εννοούμε τη μακρά και επίπονη διαδικασία, κατά την οποία σπάει η εθνική συναίνεση, αναδεικνύονται ξεκάθαρα οι διαχωριστικές γραμμές των ταξικών συμφερόντων που διακυβεύονται, η λεγόμενη ανθρωπιστική κρίση θα μετακυλίεται στο απέναντι στρατόπεδο ως κρίση πια της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του πολιτικού συστήματος, αλλά και ως κλονισμός της δυνατότητας του αστικού κράτους να διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη. Μέσα από αυτή τη διαδικασία -θεωρούμε- θα δημιουργούνται πρωτοβουλίες, συντονισμοί, όργανα εργατικής πολιτικής, αντιθεσμικές μορφές κοινωνικής εξουσίας κι άρα θα οικοδομείται το υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής επανάστασης. Έτσι αντιλαμβανόμαστε τη «συσσώρευση» όρων, ως αναγκαία μεν συνθήκη για την ανατροπή, χωρίς να θεωρούμε δε ότι αυτή είναι πρωταρχική, ούτε χρονικά ούτε στο περιεχόμενο”[13].



Η βασική εσωτερική αντίφαση του σύγχρονου καταπιεζόμενου υποκειμένου, είναι αυτή ανάμεσα στην διαρκώς εντεινόμενη (εργασιακή) αυτοπειθαρχία του και την διαρκώς διευρυνόμενη (καταναλωτική) επιθυμία του. Δεν φτάνουν τα λεφτά, ο χρόνος τελειώνει. Η αυτοπειθαρχία, όμως, δεν είναι ακριβώς “αυτοπειθαρχία”, είναι βίαιη προσαρμογή σε ένα “έτσι είναι η ζωή”, σε μια πραγματικότητα “που δεν μπορεί να αλλάξει”. Πάνω σε αυτή τη σύγχρονη αντίφαση θα πρέπει να γυρίσει ο τροχός του κομμουνισμού ως πραγματικής κίνησης. Να γίνει ένα απλό και κατανοητό meme, μια ραγδαία εξαπλωνόμενη μίμηση ενός τρόπου αγώνα και ζωής, και να γίνει viral, ξεκινώντας από τις συγκρούσεις της ταξικής ζωής, περνώντας μέσα και από το διεθνή διαδικτυακό χώρο, μόνο και μόνο για να τροφοδοτήσει πάλι τον κοινωνικό πόλεμο των καταπιεσμένων στην καθημερινή τους ζωή.

Γιάννης Ευσταθίου, Ειρήνη Δαφέρμου, Κατερίνα Ζουρτσάνου, Χρήστος Μουλός, Γιάννης Φραγκούλης, Χαραλαμπόπουλος Νίκος



Παραπομπές-Υποσημειώσεις

[1] Καρλ Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.

[2] Για μια εισαγωγή και συλλογή κειμένων σχετικά, βλ. https://bestimmung.blogspot.gr/2015/08/blog-post_33.html

[3] “το να αρχίσεις την επανάσταση (σ.σ στη Ρωσία) ήταν τόσο εύκολο σαν να σηκώνεις ένα πούπουλο […] δεν μπορούσε παρά να είναι ξεκάθαρο ότι είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να αρχίσει στην Ευρώπη […] θα είναι πιο δύσκολο όμως εδώ να συνεχιστεί, απ’ ό,τι εκεί ”https://goo.gl/ZJNktE(Τετράδια Μαρξισμού, Για μια διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων, Γ. Ρούσης)

[4] Σαφές, επίσης, παράδειγμα τέτοιων προϋποθέσεών: η Ουγγαρία (https://www.rizospastis.gr/story.do?id=6417796). Δημοκρατία στην ΕΕ και στρατιωτική διαχείριση του προσφυγικού από ένα συνδυασμό φιλελεύθερων-ακροδεξιών, συνδυασμένη με μια “τεχνοκρατική συζήτηση” για το χρέος


[6] Γαβριήλ Σακελαρίδης, για να ενώσουμε και κάποιες τελίτσες ανάμεσα στον πρώτο κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ και την “αντιπολίτευσή” του: http://wp.me/p3poUN-5VV

[7] Αρκεί να διαβάσουμε αποσπάσματα από επιστολές και κείμενα του Μαρξ που αναφέρονται στο κόμμα. Ένας γρήγορος κι εύκολος τρόπος είναι από το βιβλίο του Ντ. Μπενσαίντ, Μαρξ: Τρόπος χρήσης, σελ. 117- 132.

[8] Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε μια τέτοια αναλογία και στο πέρασμα της έννοιας “κόμμα”, στις επεξεργασίες του ΝΑΡ, από το 1ο Συνέδριο (1997) ως σήμερα; Από κείμενο συμβολής στο 3ο Συνέδριο: “Από αυτή την άποψη, η κλασική τριπλέτα της συγκρότησης κόμματος, των κοινωνικών συμμαχιών του – πολιτικής του συμπόρευσης και του κινήματος που θα ξεπηδήσει ως μορφή, πέραν του ότι δεν αντιστοιχεί σε υπαρκτές ανάγκες σήμερα, αποτελεί μια μετέωρα «πρωτότυπη» ερμηνεία/τομή, αυτού που περιγραφόταν ως κόμμα στις πρώιμες αναλύσεις του ΝΑΡ (το κόμμα ως πρωταρχικός κρίκος στη διαλεκτική ενότητα της τριπλέτας «οργάνωση-μέτωπο-κίνημα»)” (https://goo.gl/wVgNg3)


[10] Σε παλιότερο κείμενο συμβολής (Απρίλης 2015, πανελλαδικό σώμα ΝΑΡ), γραφόταν: “Η απελπισμένη πολιτική άμυνα των καταπιεσμένων, που πολιορκούνται από τον σύγχρονο καπιταλισμό και τη Νέα, κυνική Δεξιά, είναι η επίκληση ενός παλιού, ιστορικά προοδευτικού καπιταλισμού και όχι αντεπίθεσή τους, η Αριστερά είναι πλέον δύναμη που αντλείται από το παρελθόν κι όχι από το μέλλον. Όσο το γεγονός αυτό συνειδητοποιείται, τόσο θα ελαχιστοποιείται η πολιτικοϊδεολογική διαφορά Αριστεράς-Δεξιάς, και η Αριστερά θα ξεπερνιέται από την ίδια τη διαρκή «κίνηση [που] καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων». Οι μόνοι «αριστεροί» που μπορούν να διασωθούν θα είναι οι ριζοσπάστες μιας Επαναστατικής Αριστεράς, ως μεταβατική μορφή και ανθρώπινη γέφυρα από το παλιό στο νέο. Και θα διασωθούν, ως κάτι άλλο από αυτό που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους σήμερα”.

[11]. Μια αποτύπωση μπορεί να βρεθεί και εδώ: https://goo.gl/oubhjo

[12]. “Οι γαιοκτήμονες βουλευτές ήξεραν – κι αυτός ήταν ό κύριος φόβος τους – ότι τρεις μήνες ελεύθερης επικοινωνίας της παρισινής Κομμούνας με τις επαρχίες, θα οδηγούσαν σε μια γενική αγροτική εξέγερση. Και γι’ αυτό βιάστηκαν να περιβάλουν το Παρίσι με έναν αστυνομικό αποκλεισμό και να παρεμποδίσουν το ξάπλωμα της πανούκλας”. (Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, σελ 88-89 – Διακήρυξη του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία το 1871). Βρίσκεται και εδώ: https://www.marxists.org/archive/marx/works/download/pdf/Manifesto.pdf

[13] Από το κείμενο συμβολής “14 συντρόφων/ισσών” στην πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΝΑΡ, Απρίλιος 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου