Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ψυχές για εθνική «μεταφύτευση»

Βρετανικά στρατεύματα στην προκυμαία του Μπατούμ (1919). Η «μεταφύτευση» των ομογενών διεκπεραιώθηκε με συμμαχική προστασία

Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
«Το καθαρό, λαμπρό σπάνιο μυαλό το Κρητικό, μπορεί και διατυπώνει
αυτά τα απλούστατα πράγματα που πελαγώνουν οι Ελληνες»
Νίκος Καζαντζάκης προς Γιάννη Σταυριδάκη, 15/28 Αυγούστου 1919
Το ντοκουμέντο που φέρνουμε σήμερα στη δημοσιότητα συντάχθηκε πριν από 99 ακριβώς χρόνια και αποκαθιστά στις πραγματικές της διαστάσεις μια κομβική στιγμή της νεοελληνικής Ιστορίας: την οργανωμένη μεταφορά των πρώτων Ποντίων προσφύγων από τον Καύκασο στη Βόρεια Ελλάδα, δυόμισι χρόνια πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.

Πρόκειται για τη σχετική έκθεση που συνέταξε στις 10 Νοεμβρίου 1919 ο Νίκος Καζαντζάκης, γενικός γραμματέας τότε του υπουργείου Περιθάλψεως, με τυπικό αποδέκτη τον προϊστάμενό του υπουργό Σπυρίδωνα Σίμο και τελικό τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο (που την παρέλαβε στις 21/11).

Ο Καζαντζάκης είχε ήδη συναντηθεί με τον Βενιζέλο και τον υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη στο Παρίσι, στα τέλη Αυγούστου, υποβάλλοντας διά ζώσης τις προτάσεις του. Αυτοί τον παρέπεμψαν μεν στον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο, στον οποίο είχαν αναθέσει εν λευκώ τη διαχείριση του Ποντιακού· ο Βενιζέλος έδωσε ωστόσο εντολή στην Αθήνα να ξεκινήσουν οι σχετικές προπαρασκευές.

Η έκθεση της 10/11, με την τελική εισήγηση του Καζαντζάκη για το ζήτημα, εντοπίστηκε στον Φ. 222 του Πολιτικού Γραφείου του πρωθυπουργού, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Το δε περιεχόμενό της τροποποιεί σε μεγάλο βαθμό την εικόνα που έχουμε για το όλο ζήτημα.
Ο αυτοβιογραφικός μύθος

Στο ευρύ κοινό (αλλά και στην πλειονότητα των ιστορικών, αν κρίνουμε από τις διάσπαρτες σχετικές αναφορές) η υπόθεση αυτή είναι γνωστή κυρίως μέσα από τη δημοφιλή μυθιστορηματική αυτοβιογραφία που ο Καζαντζάκης κατέστρωσε λίγο πριν από τον θάνατό του το 1957 («Αναφορά στον Γκρέκο», Αθήνα 1965, σ. 510-23).

Η αντιπαραβολή της με τα πραγματικά τεκμήρια αποκαλύπτει, ωστόσο, πως η καλογραμμένη αυτή αφήγηση δεν εξωραΐζει απλά τη δράση του συντάκτη της, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με παρόμοια κείμενα, αλλά κατασκευάζει μιαν εντελώς παραπειστική εικόνα για πρόσωπα και πράγματα.

Και όσον αφορά μεν τον ίδιο τον Καζαντζάκη, το έργο και την προσωπικότητά του, μικρό το κακό από την όποια παραχάραξη. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τη διαστρέβλωση του μείζονος ιστορικού γεγονότος: της πρώιμης ποντιακής προσφυγιάς του 1919-1920, της υπόθαλψης και της υποδοχής της από το εθνικό κέντρο.

Η εικόνα που επεξεργάστηκε ο Καζαντζάκης είναι αυτή ενός προσωπικού άθλου που διέσωσε 100.000 ομογενείς από θανάσιμο κίνδυνο:

«Βρισκόμουν ακόμα στην Ιταλία, όταν έλαβα από την Αθήνα, από τον Υπουργό της Κοινωνικής Προνοίας, τηλεγράφημα αν δέχουμαι ν’ αναλάβω τη Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου με ειδική εντολή να πάω στον Καύκασο, όπου κιντύνευαν πάνω από εκατό χιλιάδες Ελληνες και να προσπαθήσω να βρω τρόπο να μετακομιστούν στην Ελλάδα, να σωθούν. [...] Πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου, που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καύκασου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο [...] και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν. Ετσι, ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα. Εφυγα από την Ιταλία, πέρασα από την Αθήνα, πήρα μαζί μου μια δεκαριά διαλεχτούς συνεργάτες, τους περισσότερους Κρητικούς, κι έφυγα για τον Καύκασο, να δω από κοντά πώς θα μπορέσουν να σωθούν οι χιλιάδες αυτές ψυχές» (σ. 510-1).

Μέχρις εδώ, η λιγότερο σημαντική απόκλιση αφορά τη μυθιστορηματική σύντμηση του ιστορικού χρόνου. Ο Καζαντζάκης διορίστηκε γενικός γραμματέας στις 8/5/1919 και την επομένη υπέβαλε έκθεση με θέμα (α) τον «αποικισμόν» της ελληνικής Μακεδονίας με 100.000 Ελληνες γεωργούς του Καρς και «όσον το δυνατόν περισσότερους» Ελληνες της Ρωσίας, «εκδιωκομένους νυν, ως εκ της επελθούσης πολιτικής αναταραχής», και (β) τον απεγκλωβισμό «ελληνικών εμπορευμάτων» αξίας 800.000.000 δρχ. που βρίσκονταν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, μέσω διαπραγματεύσεων με τα εκεί σοβιέτ (Χειμαριός 1979, σ. 872-3).

Το επόμενο δίμηνο υπέβαλε δύο ακόμη εκθέσεις με σχέδια εποικισμού της Μ. Ασίας. Το πρώτο (2/6/1919) έχει δημοσιευθεί αυτούσιο σε προηγούμενο αφιέρωμά μας (2/6/2018), ενώ το δεύτερο (17/6/1919) ασχολούνταν κυρίως με τις οικονομικές πτυχές αυτής της εγκατάστασης, εισηγούμενο τη μετατροπή των ομογενών εποίκων σε de facto κολίγους κάποιου ξένου τραπεζικού ομίλου (Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 131, εγγρ. 4).

Η αποστολή στον Καύκασο δρομολογήθηκε στα μέσα Ιουλίου κι έφτασε εκεί στα τέλη του μήνα. Στόχος της δεν ήταν να φέρει τους εκεί Ελληνες στην Ελλάδα, αλλά να τους πείσει να «επαναπατριστούν» στον... Πόντο, απ’ όπου οι πρόγονοί τους είχαν φύγει τον καιρό των ρωσοτουρκικών πολέμων του 1929 και του 1878, προκειμένου να ενισχυθεί το εκεί μειοψηφικό ελληνορθόδοξο στοιχείο.

Εξωπραγματική, αλλά πιστευτή με βάση τις αιματηρές εξελίξεις των κατοπινών χρόνων, είναι η λογοτεχνική περιγραφή του κινδύνου που απειλούσε τους ομογενείς της περιοχής:

«Από το νότο οι Κούρδοι πετάλωναν όσους Ελληνες έπιαναν, κι από το βορρά οι μπολσεβίκοι κατέβαιναν με φωτιά και με τσεκούρι· και στη μέση οι Ελληνες του Μπατούμ, του Σοχούμ, της Τιφλίδας, του Καρς, κι όλο και στένευε γύρα από το λαιμό τους η θελιά, και περίμεναν, γυμνοί, πεινασμένοι, άρρωστοι, το θάνατο» (ό.π., σ. 511).

Στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από την έκθεση του Καζαντζάκη που δημοσιεύουμε εδώ και από τις αναφορές των συνεργατών του προς την Αθήνα, κύριο πρόβλημα των Ελλήνων του Καυκάσου σ’ εκείνη τη φάση δεν ήταν τόσο η εθνική ή πολιτική βία όσο η πείνα, απόρροια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και του ρωσικού εμφυλίου που ακολούθησε.

Εξίσου παραπλανητική αποδεικνύεται η σκιαγράφηση των στρατιωτικών κινδύνων: εκτός από τους Κούρδους, οι επιδρομές των οποίων «κατά τινων ελληνικών χωρίων του Καρς φαίνεται ότι απέβλεπαν εις αρπαγήν ζώων» (όπως διαπίστωνε την επόμενη χρονιά ο Εμμανουήλ Ρέπουλης), στις εκθέσεις των ημερών ως κυριότερες απειλές σκιαγραφούνται κατά κανόνα όχι οι (μακρινοί) μπολσεβίκοι της «Αναφοράς στον Γκρέκο» αλλά οι σύνοικοι Αρμένιοι και η αντικομμουνιστική στρατιά των «Λευκών» του Ντενίκιν.

Ενημερώνοντας τον Βενιζέλο για τα πεπραγμένα της Αποστολής, ο υπουργός Περιθάλψεως επισημαίνει έτσι ως κατεξοχήν επίτευγμά της (25/10/1919) ότι «επέτυχε συνεννόησιν και συνεργασίαν Ελλήνων-Αρμενίων, ων σύγκρουσις ήτο άφευκτος άνευ μεσολαβήσεως ημών».

Οσο για τους Τούρκους του Πόντου και τη στάση τους το καλοκαίρι εκείνο του 1919, λίγο μετά την απόβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα, εξαιρετικά εύγλωττο είναι ένα τηλεγράφημα του Γιάννη Σταυριδάκη (αντιπροσώπου της Ελλάδας στην Τιφλίδα, στενού φίλου και συνεργάτη του Καζαντζάκη) προς το Υπ.Εξ. (25/8/1919): «Μαθαίνω από σίγουρη πηγή ότι στην Τραπεζούντα η κατάσταση των Ελλήνων του βιλαετίου βελτιώνεται διαρκώς. Στα περισσότερα χωριά η σοδειά πραγματοποιείται κανονικά. Οι Τούρκοι προεστοί έστειλαν απεσταλμένους για να συστήσουν ηρεμία στην ύπαιθρο. Οι προτάσεις προς τους Ελληνες για πολιτικό διακανονισμό εξακολουθούν, αλλά οι δικοί μας είναι επιφυλακτικοί. Εν γένει, ησυχία βασιλεύει σχεδόν παντού».


Οι βασικοί φίλοι και συνεργάτες του Καζαντζάκη το 1919 στον Καύκασο. Από αριστερά: Γιάννης Κωνστανταράκης, Γιάννης Σταυριδάκης, Ηρακλής Πολεμαρχάκης | 

Στη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Καζαντζάκη κυριαρχούν φυσικά οι επικοί τόνοι:

«Ενα μήνα με τους συντρόφους γυρίζαμε στις πολιτείες και τα χωριά, όπου ήταν σκορπισμένες ελληνικές ψυχές, περάσαμε τη Γεωργία, μπήκαμε στην Αρμενία· απόξω από το Καρς, τις μέρες εκείνες, είχαν πάλι πιάσει οι Κούρδοι τρεις Ελληνες και τους είχαν πεταλώσει σαν μουλάρια· είχαν φτάσει κοντά στο Καρς κι ακούγαμε τα κανόνια τους μέρα νύχτα.

− Ενας από μας πρέπει να μείνει στο Καρς, είπα, να μαζέψει όλους τους Ελληνες, άντρες και γυναικόπαιδα, τα ζωντανά τους και τα σύνεργα, και να μπει μπροστά να τους φέρει στο λιμάνι του Μπατούμ· έχω κιόλα κάμει την έκθεσή μου και ζητώ βαπόρια να ’ρθουν φορτωμένα τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα και να πάρουν στο γυρισμό το ψυχομέτρι. Ποιος θέλει να μείνει στο Καρς; επικίντυνη η αποστολή του, να το ξέρει!

Γύρα μας οι Ελληνες προεστοί του Καρς είχαν μαζευτεί κι άκουγαν· κρέμουνταν από το στόμα μας.

Κι οι δέκα σύντροφοι πετάχτηκαν· όλοι ήθελαν να μείνουν· διάλεξα τον πιο θεορατικό, λαβωμένο σε παλιούς πολέμους, παλιό αγαπημένο συμμαθητή μου· παλικάρι, όλο ξεγνοιασιά και κέφι, και χαίρουνταν να χωρατεύει με τον κίντυνο.

−Μείνε εσύ, Ηρακλή, είπα· ο Θεός της Ελλάδας μαζί σου! [...]

Του σφίξαμε το χέρι, τον αφήσαμε. Υστερα από λίγες βδομάδες πρόβαλε στο Μπατούμ κατασκονισμένος, καταξεσκισμένος, κατάμαυρος, πήγαινε αυτός μπροστά, και πίσω του τσούρμο μεγάλο οι Ελληνες του Καρς με τα βόδια τους, τ’ αλόγατα, τα σύνεργα και στη μέση ο παπάς με το ασημένιο Βαγγέλιο της εκκλησιάς κι οι γέροι με τ’ άγια κονίσματα στην αγκάλη. Ξεριζώθηκαν και πήγαιναν πια στη λεύτερη Ελλάδα να ρίξουν καινούριες ρίζες.

Ωστόσο είχαμε κι εμείς μαζέψει όλους τους Ελληνες της Γεωργίας, κι ένα πρωί άκουσα φωνές, χαρές, τουφεκιές, έτρεξα στο λιμάνι - τα πρώτα ελληνικά βαπόρια είχαν φανεί να τους πάρουν» (σ. 512-3).

Μεσολαβεί ένα ρομαντικό διάλειμμα στο Μπατούμ με την πανέμορφη Γεωργιανή Βαρβάρα Νικολάεβνα, την ενσάρκωση του θηλυκού πειρασμού που παραλίγο να εκτρέψει τον αφηγητή από τον δρόμο του χρέους, και το έπος ολοκληρώνεται:

«Υστερα από δυο εβδομάδες έφευγα από τον Καύκασο· [...]είχαν αρχίσει να φεύγουν τα βαπόρια φορτωμένα ψυχομέτρι, έβλεπα την επέμβασή μου στην πράξη να φέρνει καρπό, έβλεπα κιόλας τους δουλευταράδες αυτούς Ελληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να γεμίζουν σιτάρι, καπνό κι Ελληνόπουλα τα παλιά μας ρημαγμένα, βαρβαροπατημένα χώματα. [...] Το βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις μεταφυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες κι αξίνες, έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα» (σ. 516-7).

Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιγραφής είναι προϊόν γόνιμης φαντασίας. Στην πραγματικότητα ο Καζαντζάκης έμεινε στον Καύκασο (στο Μπατούμ -κατεχόμενο από τους Βρετανούς- και στην Τιφλίδα) δύο εβδομάδες όλες κι όλες: από τα τέλη Ιουλίου μέχρι τις 11 Αυγούστου.

Στις 11/8 αναχώρησε με το πλοίο της γραμμής, μόνος του, δίχως πρόσφυγες, με προορισμό το Παρίσι για να συναντήσει τον Βενιζέλο. Οι σύντροφοί του έμειναν πίσω και, όπως διαπιστώνουμε απ’ όσες εκθέσεις τους διασώθηκαν, αλληλοκαταγγέλλονταν στους προϊσταμένους τους για την προώθηση προσωπικών, ανταγωνιστικών στρατηγικών στο Ποντιακό.

Ο αντισυνταγματάρχης του δικαστικού Ηρακλής Πολεμαρχάκης διηύθυνε όντως, επί μήνες, το κλιμάκιο της Αποστολής στο Καρς· παντελώς φανταστική είναι ωστόσο η κάθοδός του στο Μπατούμ «ύστερα από μερικές εβδομάδες» μ’ ένα καραβάνι προσφύγων προς «μεταφύτευση».

Η μεταφορά των Ελλήνων του Καυκάσου στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε, άλλωστε, το φθινόπωρο του 1919 αλλά κάμποσους μήνες αργότερα: από τον Μάιο του 1920 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1921, δίχως φυσική παρουσία του γενικού γραμματέα.

Η καθυστέρηση αυτή δεν οφειλόταν μόνο σε τεχνικούς αλλά και σε πολιτικούς λόγους: την προτίμηση του ελληνικού Υπ.Εξ. να «επιστρέψουν» οι Καυκάσιοι ομογενείς στον Πόντο, όπου το 1914 (πριν από τις εκατόμβες, δηλαδή, του πολέμου) οι Ελληνορθόδοξοι αποτελούσαν μόλις το 12% του πληθυσμού (400.000 σε σύνολο 3.300.000 κατοίκων).

Από τους 180.123 δε Ελληνες του Καυκάσου που απαριθμούνται στις υπηρεσιακές στατιστικές (ΙΑΥΕ 1919/ΑΑΚ/Β4/34), στην Ελλάδα «μεταφυτεύθηκαν» τελικά το 1920-1921 μόλις 52.878 (Χ. Αιλιανός, «Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως», Εν Αθήναις 1921, σ. 59). Καμιά σχέση, δηλαδή, με το νούμερο των 150.000 που αναπαράγεται συνήθως βάσει της καζαντζακικής αυτοβιογραφίας.
Ο υπηρεσιακός ρεαλισμός

Υπηρεσιακός χάρτης των ελληνικών κοινοτήτων της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου. Ξεχωρίζουν οι πληθυσμιακές συγκεντρώσεις του Σοχούμι, του Μπατούμ, της Τσάλκα και του Καρς | ΓΑΚ - ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ

Αυτά όσον αφορά τη μυθοπλασία στην οποία στηρίχτηκε η επικρατούσα εικόνα για τον ενοφθαλμισμό των Ποντίων του Καυκάσου στον εθνικό κορμό.

Ας έρθουμε, τώρα, στο ντοκουμέντο μας: την υπηρεσιακή έκθεση του Καζαντζάκη προς τους πολιτικούς προϊσταμένους του.

Η σημαντικότερη, καθοριστική διαφορά των δύο αφηγήσεων έγκειται στη συλλογιστική που υπαγόρευσε το όλο σχέδιο του «ξεριζώματος» και της «μεταφύτευσης» χιλιάδων ομογενών «ψυχών» στην καινούργια τους πατρίδα.

Στόχος της Αποστολής, πληροφορούμαστε ευθύς εξαρχής, δεν ήταν κάποια ανθρωπιστική εγρήγορση αλλά «η πύκνωσις της φυλής μας». Καθώς ο αρχικός σχεδιασμός μιας οργανωμένης παλιννόστησης στον Πόντο (απ’ όπου οι εν λόγω πληθυσμοί είχαν διωχτεί μισό ή έναν αιώνα νωρίτερα) αποδεικνύεται πρακτικά μη υλοποιήσιμος, ιδεώδης εναλλακτική λύση θεωρείται «η πύκνωσις του Ελληνικού πληθυσμού» της πρόσφατα αποκτημένης Νότιας Μακεδονίας, της Δυτικής Θράκης αλλά και της Μικράς Ασίας «με Ελληνας γεωργούς εξαιρέτου εργατικότητος».

Σαφής είναι επίσης στην έκθεση η αντιδιαστολή μεταξύ «καθαρώς Ποντίων» (πρόσφατων προσφύγων του Παγκοσμίου Πολέμου από τον Πόντο, που αναμενόταν πως αργά η γρήγορα θα επιστρέψουν εκεί) και «Καυκασίων Ελλήνων», η παραμονή των οποίων στις εστίες τους θεωρείται εθνικά ασύμφορη.

Εξίσου εύγλωττη είναι η περιγραφή των επαπειλούμενων κινδύνων: όχι η φυσική εξολόθρευση των ομογενών από κάποιο εχθρικό εθνικισμό, αλλά η αφομοίωσή τους «προς τους Γεωργιανούς και τους Ρώσους», με αποτέλεσμα να «χαθούν διά την Ελλάδα»· δευτερευόντως δε, η ανεξέλεγκτη μετανάστευσή τους προς το εθνικό κέντρο και η εγκατάστασή τους όπου τύχει.

Ενδιαφέρον προκαλεί η αναφορά στην (μη κατονομαζόμενη) αμερικανική εταιρεία παραγωγής προκατασκευασμένων κτιρίων, που ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Περιθάλψεως φιλοδοξεί να μεταφυτεύσει επίσης στην Ελλάδα.

Από τον Τύπο των ημερών πληροφορούμαστε πως ο Καζαντζάκης διαφήμιζε τον ερχομό της με κάθε ευκαιρία: για «ανέγερσιν οικημάτων υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων» («Εμπρός» 14/9/1919), «εγκατάστασιν εργοστασίου οικοδομικής»γενικώς («Εμπρός» 7/10/1919) κ.ο.κ. Η δε εταιρεία βολιδοσκοπούσε την πιάτσα «δι’ αντιπροσώπων» της, υποσχόμενη 500 «σπίτια ξύλινα ή μπετόν ή πλιθιά τη βδομάδα»(Πρίφτη 1999, σ. 164).

Μια τελευταία επισήμανση: η διατύπωση «καλύτερα να γίνει η θάλασσα τάφος μας», που ο Καζαντζάκης αποδίδει στην «Εθνοσυνέλευση» των Ελλήνων του Καρς εν γένει, προέρχεται από έκθεση του φίλου του Γιάννη Κωνστανταράκη, μέλους της Αποστολής και προσωρινού αντικαταστάτη εκεί του Πολεμαρχάκη (Αρχείο Π.Γ.Π., φ. 222, Τιφλίδα 9/9/1919). Μόνο που ο Κωνστανταράκης την αποδίδει σε συγκεκριμένο ρωσόφωνο ιερέα, τη θεωρεί «περίπτυστη» και ξεκαθαρίζει ότι παρενέβη προσωπικά, μεταχειριζόμενος «γλώσσαν κάπως δριμείαν», για να καταστείλει όσους «διά τοιούτων υπερβολών και ολεθρίων παροτρύνσεων παροξύνουν τον λαόν».

Μαζί με «την ταχυτάτην αποστολήν ειδών περιθάλψεως» για απευθείας διανομή, ώστε η ελληνική μειονότητα «μόνον επί της Αποστολής να αποβλέπη μετά τινος πεποιθήσεως», εισηγείται άλλωστε και «τον διά παντός τρόπου περιορισμόν, εν ανάγκη δε και τον εκτοπισμόν ωρισμένων ατόμων» της ποντιακής ηγεσίας, τα οποία υποθάλπουν παρόμοια «σκάνδαλα».

Διαφωτιστικότερη για το υπόβαθρο αυτών των αντιδράσεων είναι μια λίγο μεταγενέστερη έκθεση του Πολεμαρχάκη (24/10/1919): «Εκείνο το οποίον παρήγαγε παρ’ αυτοίς αληθή ψυχικόν αναβρασμόν», γράφει για τους Ελληνες του Καρς, «είναι η άγνωστον πόθεν περιελθούσα εις αυτούς πληροφορία ότι η Ελληνική Κυβέρνησις αρνείται να επιτρέψη την μεταφοράν αυτών εις Ελλάδα, σκοπούσα όπως χρησιμοποιήση αυτούς υπέρ του Πόντου».

Σχέδιο πραγματικό μεν, παραδέχεται· υλοποιήσιμο όμως «μόνον τότε, όταν αι οικογένειαι των ανθρώπων τούτων θα ετίθεντο εν ασφαλεία και θα εξησφαλίζετο η διατροφή αυτών»– οπότε «θα ηδύνατο η Ελληνική Κυβέρνησις να υπολογίζη επί ικανού αριθμού αξιωματικών και στρατιωτών αξιολόγων».

Η απειλή της αφομοιώσεως


ΚΥΡΙΕ ΥΠΟΥΡΓΕ

Τολμώ να επικαλεσθώ συντομωτάτην την Υμετέραν προσοχήν και πάλιν επί του Πόντου.

Εις το σημείωμά μου τούτο δεν θέλω απασχολήση Υμάς μήτε περί της στρατιωτικής οργανώσεως των Ποντιακών σωμάτων, μήτε περί του χρόνου και του τρόπου της παλιννοστήσεως των καθαρώς Ποντίων εις τας εστίας των. Αμφότεραι αι απόψεις αύται του Ποντιακού προβλήματος διαφεύγουν, κατά μέγα μέρος, επί του παρόντος, την δικαιοδοσίαν και την ευθύνην του υφ’ υμάς Υπουργείου.

Την προσοχήν Υμών, κ. Υπουργέ, επικαλούμαι αποκλειστικώς επί θέματος, του οποίου την διαχείρισιν και την ευθύνην υπέχει ακεραίαν το Υπουργείον της Περιθάλψεως: επί της μεταναστεύσεως των εκατό χιλιάδων Καυκασίων Ελλήνων.

--------

Η Αποστολή, την οποία ηυδοκήσατε να καταρτίσητε και να εξαποστείλητε εις τον Καύκασον προς επιτόπιον μελέτην του ζωτικού τούτου διά την πύκνωσιν της φυλής μας προβλήματος, ετελείωσεν ήδη προ πολλού την μελέτην της και υπέβαλε τα πορίσματα αυτής εις Υμάς και δι’ Υμών εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως.

Τα πορίσματα ταύτα δύνανται να συνοψισθώσιν ως ακολούθως:

1) Κάρσιοι 65.000 (35.000 εν τη περιφερεία Καρς της Αρμενίας και 30.000 εν τη περιφερεία Κουπάν) και Τσαλκηνοί 35.000 εν Γεωργία, διατρέχουν τον έσχατον κίνδυνον ν’ απολεσθώσι διά την Ελληνικήν φυλήν – μέρος, αποθνήσκοντες της πείνης και των κακουχιών, μέρος, αφομοιούμενοι με την Ρωσσικήν ιδίως εθνότητα.

2) Μία μόνη η σωτηρία αυτών: Να μεταναστεύσωσιν εις την Ελλάδα. Ουδεμία ελπίς πρέπει να υπάρχη περί παλιννοστήσεως αυτών εις τον Πόντον οπόθεν εξετοπίσθησαν κατά τους Ρωσσοτουρκικούς πολέμους του 1829 (οι Τσαλκηνοί) και του 1878 (οι Κάρσιοι).

Βαθείαν και ανεξήγητον αισθάνονται αντιπάθειαν προς τοιαύτην επιστροφήν: ήδη ελησμόνησαν την γλώσσαν των (οι Κάρσιοι ομιλούν την Ρωσσικήν και οι Τσαλκηνοί την Τουρκικήν), τα ήθη και τα έθιμά των ήρχισαν ν’ αφομοιώνωνται με τα ρωσσικά και μόνον γενικήν, άνευ τοπικής αποχρώσεως, διατηρούν ακόμη άσβεστον την Ελληνικήν συνείδησιν. Και ο Ελληνικός αυτός σπινθήρ –αισθάνομαι βαρυτάτην την ευθύνην και την υποχρέωσιν να το τονίσω προς Υμάς, εγκαίρως εισέτι– εκπέμπει επί των ημερών Υμών, κ. Υπουργέ, και δι’ υστάτην ίσως φοράν τας τελευταίας του αναλαμπάς· εάν συντόνως και συστηματικώς δεν ληφθή φροντίς, ο σπινθήρ ούτος θα σβήση και εκατόν χιλιάδες Ελληνες θα χαθούν.

3) Επανειλημμέναι εκθέσεις της εκεί αγωνιζομένης να σώση την κατάστασιν Αποστολής του υφ’ Υμάς Υπουργείου, παριστώσιν ολοέν και ζοφερωτέραν την ψυχικήν απόγνωσιν των εκεί Ελλήνων: «Αστεγοι, υστερούμενοι, κακουχούμενοι», ως διατρανοί η κατά τον παρελθόντα μήνα συνελθούσα εκτάκτως Εθνοσυνέλευσις αυτών εν Καρς, πολεμούμενοι υπό Τούρκων και Αρμενίων, εναγωνίως βλέποντες απομακρυνουμένην την ημέραν της «Εξόδου», κινδυνεύουν να λάβουν ολεθρίας αποφάσεις. «Ας φύγωμεν», ανακράζουν επί λέξει, «ας φύγωμεν λοιπόν όλοι άνευ αναβολής και ας γίνη η θάλασσα τάφος μας, αφού δεν θα λάβωμεν τον κόπον να τον σκάψωμεν».

--------

Τι πρέπει να γίνη διά να μη σωρευθή επί της κεφαλής του υφ’ Υμάς Υπουργείου η βαρυτάτη ευθύνη της απωλείας τόσων χιλιάδων Ελληνικών ψυχών;

Διπλή παρίσταται ανάγκη ενεργείας:

α) Εις τον Καύκασον: να δοθούν εις την Αποστολήν του Υπουργείου της Περιθάλψεως τα υλικά μέσα αφ’ ενός μεν να συντηρήση εις την ζωήν τους πάσχοντας Ελληνικούς πληθυσμούς και αφ’ ετέρου να οργανώση, όσον ένεστι ταχύτερον, εντός του χειμώνος τούτου, τους πρώτους μέλλοντας να μεταναστεύσουν (στατιστική, οργάνωσις, τρόπος μετατοπίσεως, πώλησις των ακινήτων κτημάτων, προπαγάνδα, συνεννόησις μετά των πολιτικών αρχών, όπου είναι εγκατεστημένοι).

β) Εις την ελευθέραν Ελλάδα: προπαρασκευαστική εργασία εις τους τόπους της εγκαταστάσεως:

Είναι απόλυτος ανάγκη και ασύγγνωστος πάσα αργοπορία, εντός του χειμώνος τούτου να ορισθούν αι γαίαι, τας οποίας θα καταλάβουν αι πρώται χιλιάδες των μελλόντων να μεταναστεύσουν και να εξευρεθούν ή ν’ ανεγερθούν τα κατάλληλα οικήματα.

Το ζήτημα του στεγασμού είναι το μέγιστον. Και νομίζω ότι το Υπουργείον της Περιθάλψεως, μη επαναπαυόμενον αποκλειστικώς εις την προταθείσαν λύσιν περί ανεγέρσεως συνοικισμών δι’ οικοδόμων Ελλήνων μεταπεμπομένων εκ της Ν. Ρωσσίας, οφείλει να ζητήση και εξεύρη ταχύτερον και γενικώτερον τρόπον στεγασμού: ως τοιούτον δε, μοναδικόν αληθώς και διά τα μεγάλα κοινωνικά του αποτελέσματα, τα οποία προώρισται να έχη εις την ημετέραν χώραν, θεωρώ την γενομένην υπό μεγάλου Αμερικανικού Οίκου πρότασιν μεταφοράς ολοκλήρου εργοστασίου οικοδομής εν Ελλάδι. Το εργοστάσιον τούτο, κατά τας γενομένας εις το υφ’ Υμάς Υπουργείον επισήμους προτάσεις, θα ιδρυθή εν Ελλάδι εάν παραγγελθώσιν 4.000 οικίσκοι (εκ 4 δωματίων) και αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να κατασκευάζη τρεις οικίσκους τοιούτους καθ’ εκάστην ώραν.

--------

Εάν αληθώς η Ελληνική Κυβέρνησις απεφάσισε να μεταφέρη τους Καυκασίους εις την Ελλάδα και να πυκνώση τον Ελληνικόν πληθυσμόν με Ελληνας γεωργούς εξαιρέτου εργατικότητος, πρέπει και ν’ αντικρύση ακεραίαν την υποχρέωσιν ην συνεπάγεται μία τοιαύτη απόφασις: Διά να εκριζωθούν και να μεταφυτευθούν εις την Ελλαδα τόσαι χιλιάδες ανθρώπων απαιτούνται δαπάναι – και διά την μεταφοράν των και διά την προσωρινήν συντήρησίν των άμα έλθουν και διά την στέγασιν και γεωργικήν των αποκατάστασιν.

Αι δαπάναι αύται βεβαίως εντός ολίγων ετών θα καλυφθούν πολλαπλασίως, αλλ’ είναι ανάγκη να διατεθώσι τάχιστα, διότι μετά τινας μήνας όλα δεικνύουν ότι πιθανώτατα να είναι πολύ αργά πλέον.

Εάν πάλιν η Ελληνική Κυβέρνησις ευρίσκηται επί του παρόντος προ της αδυναμίας να υποστή την δαπάνην, την απαιτουμένην διά την σωτηρίαν εκατό χιλιάδων Ελλήνων, νομίζω ότι θα ήτο αξιοπρεπέστερον διά το γόητρον της Ελλάδος και φιλανθρωπότερον διά τους δυστυχείς εκεί πέραν Ελληνας, τους βαυκαλιζομένους από επισήμως διδομένας ελπίδας, να δηλώση ότι εγκαταλείπει εις την τύχην των τους Ελληνας τούτους και ν’ αποσύρη εκ του Καυκάσου την ειδικώς διά την περίθαλψιν και μετανάστευσιν εκπεμφθείσαν Αποστολήν.

Ηδη τα μέλη της Αποστολής δηλούν ότι αδυνατούν πέραν του χειμώνος τούτου να συγκρατήσουν τους απηλπισμένους και δεινοπαθούντας Ελληνικούς πληθυσμούς και έν εκ των δύο θα συμβή:

ή θ’ αφομοιωθούν οι Ελληνες προς τους Γεωργιανούς και τους Ρώσσους, χανόμενοι διά την Ελλάδα

ή –και τούτο είναι πιθανώτερον– πολλοί θα σωρευθούν εις τα πρώτα ατμόπλοια και θα ριφθούν εις τα Ελληνικά παράλια, δημιουργούντες νέον προσφυγικόν ζήτημα και υποβάλλοντες το Ελληνικόν Κράτος εις δαπάνας πολύ μεγαλυτέρας και ακάρπους τώρα, από τας δαπάνας αίτινες θ’ απητούντο διά την ωργανωμένην και κανονικήν αυτών μετανάστευσιν και εγκατάστασιν εις τας πλουσίας και ακαλλιεργήτους εθνικάς γαίας της Μακεδονίας και της Μ. Ασίας.

Κύριε Υπουργέ

Αφιερώσας όλους σχεδόν τους κόπους και τας προσπαθείας μου, κατά το έτος τούτο, εις το ζήτημα του Πόντου, και αναλαβών απέναντι Υμών μέγα μέρος υπηρεσιακής ευθύνης διά την διαχείρισίν του, αισθάνομαι το χρέος όπως τονίσω τον κίνδυνον και εφελκύσω ευλαβώς αμέριστον την Υμετέραν προσοχήν εις την εξελισσομένην εις τον Καύκασον, κατά τας τελευταίας εκθέσεις της υπηρεσίας μας, κρίσιμον πλέον φάσιν του ζητήματος.

Τολμώ να παρακαλέσω Υμάς, κ. Υπουργέ, όπως κατά την επικειμένην άφιξιν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, υποβάλητε εις αυτόν σαφώς και με απλότητα το δίλημμα.

Να εγκαταλειφθούν εις την τύχην των οι εκατόν χιλιάδες Καυκάσιοι Ελληνες και τότε ν’ ανακληθή η Αποστολή του Υπουργείου Περιθάλψεως

ή να μην εγκαταλειφθούν και τότε ν’ αποφασισθή εγκαίρως και να διατεθή η δαπάνη προς συστηματικήν και κανονικήν μετανάστευσιν, αρξομένην κατά την προσεχή άνοιξιν.

Μετά βαθυτάτου σεβασμού
Ν. Καζαντζάκης
10-11-19

Ο Καζαντζάκης και τα εθνικά κονδύλια


Αριστερά, ο υπουργός Περιθάλψεως Σπυρίδων Σίμος. Δεξιά, Βενιζέλος και Νικόλαος Πολίτης σε φωτογράφηση του 1929 | MUSÉE ALBERT KAHN

Ενα εξάμηνο μετά την αποστολή του Καζαντζάκη στον Καύκασο, ο αντιβενιζελικός Τύπος κατήγγειλε τον ίδιο και την ομάδα του για διασπάθιση των σχετικών κονδυλίων.

Τον χορό άνοιξε στις 12/1/1920 ένα αρκετά πρόχειρο ρεπορτάζ της «Αθηναϊκής», που έκανε λόγο για «εξαφάνισιν 301.000 [δρχ.] της Περιθάλψεως» από την «επιτροπή Μαζαράκη» (= Καζαντζάκη, όπως η εφημερίδα έσπευσε να διορθώσει την επομένη).

Το μεγαλύτερο μέρος των χαμένων χρημάτων (266.000 δρχ.) φερόταν να έχει δηλωθεί από τον ταμία της αποστολής (φίλο και στενό συνεργάτη του Καζαντζάκη) Γιάννη Αγγελάκη πως «εκλάπη υπό ληστών εις τα προάστεια της Κωνσταντινουπόλεως», όπου η επιτροπή «ενέπεσεν εις ενέδραν».

Η εφημερίδα ζητούσε επίσης να δημοσιοποιηθούν «τα δικαιολογητικά της διανομής της περιθάλψεως 35.000.000 [= 35.000 δρχ.] εις τους ελληνικούς πληθυσμούς Καυκάσου» και η επιτροπή να δώσει εξηγήσεις «διά ποίον λόγον απέφυγε να συνεργασθή μετά του [διευθυντή του υπ. Οικονομικών] κ. Κοφινά και του Ελληνος Αρμοστού [στην Πόλη] κ. Κανελλοπούλου».

Δύο μέρες μετά, η εφημερίδα επανέρχεται στο θέμα διά της ρητορικής οδού:«Εφαγώθησαν ή δεν εφαγώθησαν αι 301 χιλιάδες δρ. από τον Καζαντζάκην και τα άλλα μέλη διά της μεθόδου του μανιταρίου; Και ετράπη ή δεν ετράπη εις φυγήν ο κ. Κοφινάς προ της κλοπής, διά να έλθη εδώ και να καταγγείλη τα γεγονότα;».

Ως υστερόγραφο, οι αναγνώστες πληροφορούνται πως η εφημερίδα διαβίβασε στον υπουργό Σπυρίδωνα Σίμο «επιστολήν περί των συμβαινόντων και σήμερον ακόμη μέσα εις το Υπουργείον της Περιθάλψεως, την οποίαν δεν δημοσιεύομεν διά να μη προσβάλωμεν την δημοσίαν αιδώ».

Η απάντηση του Σίμου ήταν δύο μηνύσεις (για συκοφαντική δυσφήμηση και παράβαση του νόμου περί Τύπου), μαζί με τη διευκρίνιση πως ο Καζαντζάκης «απεστάλη εις Πόντον και εις Καύκασον, ουχί δε εις Κωνσταντινούπολιν».

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έσπευσε επίσης να διευκρινίσει (μέσω της εφημερίδας του υπουργού) πως ο σύζυγός της, «απουσιάζων εξ Αθηνών, δεν έλαβεν γνώσιν»της επίθεσης αλλά, μόλις επιστρέψει, «θα σπεύση να καλέση ενώπιον της Δικαιοσύνης τους αυτουργούς των τοιούτων συκοφαντικών μυθευμάτων»(«Πατρίς» 16/1/1920).

Η δικαστική συνέχεια της υπόθεσης αγνοείται, από τις πηγές τουλάχιστον που έχουμε υπόψη μας. Το ίδιο και ο βαθμός αξιοπιστίας των σχετικών καταγγελιών. Βέβαιο είναι ωστόσο πως αυτές υπαγορεύθηκαν από τον λυσσαλέο ενδοϋπηρεσιακό ανταγωνισμό για τη διαχείριση των σχετικών κονδυλίων.

Το πιστοποιεί μία επιστολή του Καζαντζάκη από την Αθήνα (27/9/1919) προς τον φίλο του Γιάννη Σταυριδάκη, αντιπρόσωπο του Υπ.Εξ. στην Τιφλίδα (όπου και πέθανε από πνευμονία τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς):

«Κατόρθωσα ν’ αποσυρθούμε από την Κων/λη, όπου η Πατριαρχ[ική] Επιτροπή (έχουσα βοηθούς τον Κανελλόπουλο και Βενιζέλο) ήθελε να κυριαρχεί και ν’ αφίνει αδρανή την εξουσία του Υπ[ουργείου] μας. Από τα 20 εκατ. που τους είχαν προπληρωθεί, κατόρθωσα τα 5 να κοπούν και να διατεθούν υπέρ Ελλήνων Ν. Ρωσίας, Καυκάσου και Πόντου. Στέλνομε τον Αγγελάκη στο Βατούμ οικονομικόν αντιπρόσωπον της Κυβερνήσεως να διαχειρίζεται όλα τα ποσά που στέλνονται για τους Ποντίους κ.λπ. Καμιά επιτροπή Πατριάρχη δεν έχει δικαίωμα ν’ αναμιχτεί»(Πρίφτη 1999, σ. 163-4).

Η φαγωμάρα Αγγελάκη - Κοφινά στην Κωνσταντινούπολη ήταν επίσης πασίγνωστη στις υπηρεσίες από τα τηλεγραφήματα του πρώτου που διαβιβάζονταν στον Καζαντζάκη μέσω Αρμοστείας και Υπ.Εξ. (Αρχείο Βενιζέλου, φ. 23, εγγρ. 1).

Αν οι αποδείξεις για διασπάθιση του δημόσιου χρήματος απουσιάζουν, σοβαρότερες φαίνονται πάντως οι εκτιμήσεις περί αναποτελεσματικότητας του λογοτέχνη γενικού γραμματέα.

«Ενώ τα πλοία εστάλησαν προ μηνός» για να φέρουν τους πρώτους πρόσφυγες από το Μπατούμ, ενημερώνει λ.χ. στις 27/5/1920 τον Βενιζέλο για το προσφυγικό ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Εμμανουήλ Ρέπουλης, «η προς εγκατάστασιν προπαρασκευαστική εργασία δεν έχει εισέτι γίνει εν Θεσσαλονίκη. [...] Είμαι βέβαιος ότι αν ο κ. Καζαντζάκης και οι λοιποί υπάλληλοι του Υπουργείου Περιθάλψεως εν Νοτίω Ρωσσία εγνώριζον τας δυσχερείας της εγκαταστάσεως, θα ήσαν ασφαλώς περισσότερον φειδωλοί εις τας εξαγγελθείσας προς τους Ελληνας του Καυκάσου ελπίδας περί μεταναστεύσεως αυτών εις Ελλάδα».
Διαβάστε

► Κλεοπάτρα Πρίφτη, Ρόδο των ανέμων (Αθήνα 1999, εκδ. Δωρικός). Συλλογή κειμένων για τον Καζαντζάκη από μια νεότερη, ένθερμη θαυμάστριά του. Ξεχωρίζει –όχι μόνο λόγω συνάφειας με το θέμα μας– η δημοσίευση της αλληλογραφίας του το 1919 με τον στενό φίλο του, Γιάννη Σταυριδάκη, πολιτικό αντιπρόσωπο τότε του ελληνικού υπ. Εξωτερικών στην Τιφλίδα (σ. 151-168).

► Κωνσταντίνος Χειμαριός, «Ο Καζαντζάκης και οι Πόντιοι (ανέκδοτα κείμενα)» (περ. Νέα Εστία, τ. 1247, 1979, σ. 866-875). Πρώτη δημοσίευση ενός τμήματος του σχετικού αρχειακού υλικού του Υπ.Εξ., από έναν παλαίμαχο διπλωμάτη. Δεν περιλαμβάνονται υλικά του Αρχείου Βενιζέλου και του πρωθυπουργικού Π.Γ., όπως η έκθεση Καζαντζάκη που δημοσιεύουμε εδώ.

► Αλέξης Αλεξανδρής, «Η ανάπτυξη του εθνικού πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου, 1918-1922: ελληνική εξωτερική πολιτική και τουρκική αντίδραση», στο συλλογικό Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του (Αθήνα 1980, εκδ. Φιλιππότης, σ. 427-74). Η πληρέστερη εξιστόρηση του ποντιακού ζητήματος που κυκλοφορεί στα ελληνικά, με συγγραφέα τον αρμόδιο εμπειρογνώμονα του Υπ.Εξ. και έμφαση στις πολιτικοδιπλωματικές εξελίξεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου