Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Αlex Hochuli: Η Άνοδος του Bolsonaro

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα The Baffler. Ο AlexHachuli είναι ερευνητής και σύμβουλος επικοινωνίας. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας (φωτο Silvia Izquierdo)
Η τέταρτη μεγαλύτερη δημοκρατία στο κόσμο εξέλεξε ένα νεοφασίστα ως πρόεδρο. Τα κύρια άρθρα και οι σελίδες γνώμης των έγκυρων εφημερίδων σε όλο το κόσμο για τους κινδύνους του Jair Bolsonaro, επιφανείς ξένοι διανοούμενοι και οικονομολόγοι έχουν υπογράψει ανοιχτές επιστολές ζητώντας από τη χώρα να το ξανασκεφτεί. Οι μορφωμένοι όμως κοσμοπολίτες τύποι στη Βραζιλία – του είδους που κανονικά θα έδιναν ιδιαίτερο βάρος στα λόγια της Washington Post ή του The Economist – δεν έδωσαν σημασία. Εδώ το κέντρο ποτέ δε νοιάστηκε να κρατήσει, η συμμαχία που διαμορφώθηκε πίσω από το Bolsonaro είναι κάτι περισσότερο από πρόθυμη να ανεχτεί ολοκληρωτική ρητορική όταν η εναλλακτική είναι μετριοπαθής σοσιαλδημοκρατία.

Αυτό που συνδέει μεταξύ τους τους οπαδούς του Bolsonaro – από μεγάλους χρηματιστές ως μικροεπιχειρηματίες, από νεαρούς φιλελεύθερους των αστικών κέντρων ως πεντακοστιανούς ευαγγελικούς – είναι το antipetismo, ή το μίσος για το Εργατικό Κόμμα (PT), το πρώην κυβερνών κόμμα που συνιδρυτής του ήταν ο πρώην Βραζιλιάνος πρόεδρος Luiz Inácio Lula da Silva, γνωστός καλύτερα ως Lula. Άρπαξαν το κράτος και χρεοκόπησαν τη Βραζιλία, είναι η επωδός στα κέντρα έγκυρης γνώμης. Είναι Μπολιβαριανοί Μπολσεβίκοι που θέλουν να μετατρέψουν τη Βραζιλία σε Βενεζουέλα και/ή τα παιδιά μας σε γκέι.Ποιος το θέλει αυτό; Καλύτερα να πάμε με το τύπο που δηλώνει αντίθετος με αυτά.

Ο Bolsonaro, όμως, είναι «εκτός ορίων, ένα στρατιωτικό κακό». Αυτά είναι τα λόγια του Ernesto Geisel – που δεν μπορεί να περιγραφεί ως αριστερός με κανένα τρόπο, αλλά ο στρατιωτικός δικτάτορας της Βραζιλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – μιλώντας σε μια συνέντευξη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο Bolsonaro αντιπροσωπεύει μια ακραία αποσχιστική τάση μέσα στο στρατιωτικό κατεστημένο. Για εκείνον, το σκληρό δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964 – η μέρα που διήρκησε είκοσι ένα χρόνια1 – δεν πήγε αρκετά μακριά: η δικτατορία «έπρεπε να έχει σκοτώσει τριάντα χιλιάδες ακόμη», είπε το 1999, ενώ βρίσκονταν στη τρίτη, από τις εφτά συνεχόμενες θητείες του, ως γερουσιαστής. «Θα πολυβολήσουμε τους petralhada» – σύνθετη λέξη από το PT και το πορτογαλικό όνομα της Συμμορίας των Λύκων – θριαμβολογούσε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Για να μη νομίζει κανείς πως ήταν μια τυχαία στιγμή απρογραμμάτιστης υπερβολής της εκστρατείας – σε μια συγκέντρωση στις 21 Οκτωβρίου ο υποψήφιος υποσχέθηκε να «κάνει ξεκαθάρισμα που όμοιό του δεν έχει καταγραφεί ξανά στην βραζιλιάνικη ιστορία», στο οποίο «κόκκινοι παράνομοι θα σταλούν στη φυλακή ή στην εξορία». Και καταλήγοντας, υποσχέθηκε στους ηγέτες της αριστερής αντιπολίτευσης πως η «αστυνομία, με νομική υποστήριξη, θα τους κάνει να αισθανθούν το νόμο πάνω τους». Όσον αφορά στη χρήση κρατικής βίας για να τιμωρήσει και να διώξει τους αντιπάλους του, ο «περιθωριακός» πολιτικός παρέμεινε ιδιαίτερα σταθερός.

Είναι αυτή η δηλωμένη πρόθεση να συντρίψει την αριστερά, να διεξάγει εμφύλιο πόλεμο αντί πολιτικής, να θέσει εκτός νόμου και αν χρειαστεί να εξολοθρεύσει εσωτερικούς εχθρούς, που κάνει τις συζητήσεις2 για το αν η εκλογική νίκη του Bolsonaro είναι νίκη για ένα «λαϊκιστή» ή «σκληρό» ή «ακραίο» ή «εξτρεμιστή» δεξιό μοιάζει με σοφιστεία. Οι λέξεις έχουν σημασία. Ο Bolsonaro είναι νεοφασίστας.

Ως τώρα, οι περισσότεροι παρατηρητές γνωρίζουν την ακολουθία των ρατσιστικών, μισογυνικών, ομοφοβικών ξεσπασμάτων του Bolsonaro3, που έχουν καταγραφεί σε κάθε ρεπορτάζ ξένης εφημερίδας

Η αιχμή τέτοιων αναφορών είναι ξεκάθαρο: ο Bolsonaro διαπράττει το κύριο φιλελεύθερο αμάρτημα, προκατάληψη εναντίον των «μειονοτήτων». Αυτό είναι όντως αλήθεια, όσο δεν παίρνει, αλλά παραβλέπει επικίνδυνα την αληθινή φύση του κινήματος του για τη δημοκρατία, πράγματι, αφήνοντας στην άκρη το φάσμα του αναδυόμενου βραζιλιάνικου φασισμού, η οργή του ξένου τύπου για τις προκλήσεις του στις γκέι και φυλετικές ομάδες είναι ένα είδος γαργαλητού. Το καίριο ερώτημα των σχέσεων εξουσίας κρύβεται κάτω από το χαλί. Κανένας δε θέλει να πει πως ο Bolsonaro θα πάει τη Βραζιλία πενήντα χρόνια πίσω – ακόμη και αν η προεκλογική του εκστρατεία επανέλαβε την δέσμευση του για ένα τέτοιο Μεγάλο Άλμα Πίσω4. Στη Βραζιλία, οι φιλελεύθεροι ανακηρύσσουν το Bolsonaro και τον αντίπαλο του, τον Fernando Haddad του PT, «όμοια άκρα» – μια γνώριμη τακτική μεταξύ των κεντρώων σχολιαστών στον αμερικάνικο πολιτικό τύπο. Και στη Βραζιλία όπως και στην Αμερική του Trump, αυτή η απλοϊκά ψεύτικη αφήγηση είναι ένα άλλοθι που επιτρέπει στους φιλελεύθερους ελίτ να μείνουν εκτός διαμάχης. Στην καλύτερη είναι μια δικαιολογία για να παραμείνουν αμέτοχοι, και στη χειρότερη μια de facto αιτιολόγηση του Bolsonaro ως μικρότερου κακού.

Όταν η βάση θυμώνει

Η άνοδος του Bolsonaro ήρθε σαν μεγάλο σοκ τους εξωτερικούς παρατηρητές που θεωρούσαν για μεγάλο διάστημα δεδομένη την αντίληψη, μετά τη μεταπολεμική περίοδο διακυβέρνησης από τυράννους της σκληρής δεξιάς, η Βραζιλία είχε εγκατασταθεί στη δημοκρατική «κανονικότητα». Οι προεδρικές εκλογές ήταν αγώνα κυρίως μεταξύ του PT και του PSDB, που ήταν ένα κλιντονικό φιλελεύθερο κεντρώο κόμμα των αγορών. Η εναλλαγή αυτή κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς υποτίθεται πως ήταν σημάδι πολιτικής ωριμότητας. Το PT κέρδισε τη προεδρία το 2002 για πρώτη φορά, με τον Lula υποσχέθηκε να συνεργαστεί πρόθυμα με το νεοφιλελεύθερο καθεστώς της χώρας. Και πράγματι, ο Lula σε γενικές γραμμές διατήρησε τις ορθόδοξες μακροοικονομικές πολιτικές μαζί με μικρά αναδιανεμητικά προγράμματα. Η Βραζιλία αναπτύχθηκε, οι φτωχοί έγιναν κάπως πλουσιότεροι, και οι πραγματικά πλούσιοι έγιναν πραγματικά πλουσιότεροι.

Αφού έχασε την τέταρτη προεδρική εκλογή στη σειρά το 2014 το PSDB αποφάσισε πως ήταν ως εδώ. Με το PT να αναταράσσεται από την έρευνα του «Πλυντηρίου Αυτοκινήτων» σε ένα μαζικό σκάνδαλο διαφοράς που αφορούσε τον πετρελαϊκό κολοσσό Petrobras, το κεντροδεξιό κατεστημένο χτύπησε, τελικά καταλήγοντας στην ύποπτη καθαίρεση της προέδρου Dilma Rousseff ως το μέσω να αποτρέψει το PT από εκτελεστική θέση. Η ακόλουθη, καταστροφική κυβέρνηση του Michel Temmer του PMDB (αντιπρόεδρος της Rousseff και τελικά σφετεριστής της), που κυβερνούσε με τη στήριξη του PSDB, εφάρμοσε ένα πρόγραμμα νεοφιλελεύθερων αντί-μεταρρυθμίσεων που όξυναν ξανά τις καίριες ανισότητες της επισφαλούς πολιτικής οικονομίας της Βραζιλίας, ακριβώς ο τύπος του προγράμματος που είχε απορριφθεί κατ’ επανάληψη στις εκλογές. Το καθαρό αποτέλεσμα ήταν αυτό που οι επικριτές του Temer ονόμασαν «ήπιο πραξικόπημα5»

Το PSDB υπέθεσε πως θα έμπαινε σαρωτικά στη κυβέρνηση το 2018. Αντίθετα, η αποφασιστική απομάκρυνση του ήπιου πραξικοπήματος από τους δημοκρατικούς κανόνες απλά επιτάχυναν την κατάρρευση της νομιμοποίησης του βραζιλιάνικου κατεστημένου στα μάτια του κοινού. Οι μεγάλοι χαμένοι του 2018 δεν ήταν το PT όπως υπέθεσαν ο Bolsonaro και ο ξένος τύπος, αλλά το PSDB και η ευρύτερη κεντροδεξιά. Παρά την επιχειρηματική τάξη και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των μέσων, για την τοποθέτηση του κόμματος ως η καλύτερη «τρίτη επιλογή» μεταξύ του PT και του Bolsonaro, ο υποψήφιος του PDSB τερμάτισε με πέντε τις εκατό των ψήφων στο πρώτο γύρο των εκλογών αυτό το μήνα, το κόμμα διασπάται. Η μεσαίας τάξης βάση του PDSB το εγκατέλειψε για χάρη του νέου υπέρμαχου του antipetismo, του Bolsonaro.

Η βάση του Bolsonaro είναι οι ψηφοφόροι που ταυτίζεται με τι κλασικές μελέτες του φασισμού: αντιδραστικοί μικροϊδιοκτήτες επιχειρήσεων και ελεύθεροι επαγγελματίες, συν μέλη του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού, της αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων. Ήταν όμως η υποστήριξη των ανώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης – ξέρετε, οι συνετοί, καλλιεργημένοι, λογικοί τύποι – που τον προώθησαν στο πολιτικό προσκήνιο. Μέχρι τις παραμονές του πρώτου γύρου των εκλογών, είχε την στήριξη του 41 τις εκατό εκείνων με πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Ο επόμενος υποψήφιος είχε μόνο 16 τις εκατό. Είχε περίπου 50 τις εκατό ανάμεσα σε εκείνους που κέρδιζαν πάνω από 10 φορές το κατώτατο μισθό. Στις παραμονές του δευτέρου γύρου, η υποστήριξη του είχε εκτιναχθεί στο65 τις εκατό (έναντι 27 τις εκατό για το Haddad) μεταξύ του ανώτερου 10 τις εκατό της Βραζιλίας. Από τις τακτικά ελεγχόμενες δημογραφικές ομάδες, αυτή είναι στην οποία ο Bolsonaro είχε το μεγαλύτερο προβάδισμα. Η άνοδος του Bolsonaro δεν ήταν επανάσταση που καθοδηγούνταν από τα λούμπεν στοιχεία, αντίθετα ήταν η ενωμένη υποστήριξη της κοινωνικοπολιτικής ελίτ της Βραζιλίας, κάτι περίπου παρόμοιο με το φάσμα των ευκατάστατων ψηφοφόρων της Hilary και των Ποτέ Trump Ρεπουμπλικάνους που στηρίζουν τον Trump. Μόνο, όπως πρέπει να ξεκαθαριστεί, ο Bolsonaro δεν είναι απλά ο «Trump των Τροπικών» – είναι πολύ χειρότερος.

Είναι ο τύπος ανθρώπων που «έχουν γκέι φίλους» (αλλά μάλλον δεν έχουν καθόλου μαύρους φίλους), που θα καπνίσουν κανένα μαύρο, και που λένε πως θέλουν ένα ισχυρότερο δικαστικό σώμα για να «πολεμήσει τη διαφθορά». Παρόλα αυτά, ψήφισαν μαζικά κάποιον που μισεί τους γκέι, θέλει να σφαγιάσει τους «εμπόρους ναρκωτικών» (δηλαδή κάθε φτωχό κάτοικο φαβέλας, που αυτός και οι στρατιωτικοί υποστηρικτές του μπορεί να θεωρήσουν ως απειλή), και σκοπεύει να γεμίσει το Ανώτατο Δικαστήριο με είκοσι ένα δικαστές για να «εξισορροπήσει τα πράγματα».

Με τον Haddad να παίρνει το 45 τις εκατό των ψήφων, το PT μπορεί να μην είναι ο μεγαλύτερος χαμένος του 2018, αλλά το 2019 μπορεί να είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία. Υπάρχουν βάσιμοι φόβοι πως ο Bolsonaro θα προσπαθήσει να θέσει εκτός νόμου το κόμμα, ήταν ιδιαίτερα ξεκάθαρος στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, πως σκοπεύει να χαρακτηρίσει τα κοινωνικά κινήματα των ακτημόνων και των αστέγων της χώρας ως τρομοκρατικές οργανώσεις. Ένας στραγγαλισμός του συντάγματος κατά τα πρότυπα του του συντάγματος κατά τα πρότυπα του Erdogan είναι επίσης πιθανός. Η Βραζιλία, σύμφωνα με ένα διακεκριμένο αναλυτή6, θα βιώσει τη μεγαλύτερη «Στο είπα» στιγμή της ιστορίας. Όμως καθώς η προεκλογική εκστρατεία προχωρούσε, αυτό άρχισε να μοιάζει με ευχολόγιο. Ένα πολύ πιο πιθανό σενάριο είναι πως οι ευκατάστατοι φιλελεύθεροι που το προκάλεσαν όλο αυτό θα προσποιούνται πως δεν ψήφισαν ποτέ για το Bolsonaro. Έτσι αυτή η απότομη στροφή προς στην άβυσσο είναι απίθανο, ακόμη και αναδρομικά να προσφέρει μια διδακτική στιγμή, για την ηθικά διεφθαρμένη δημοκρατία της Βραζιλίας.

Πράγματι, η προσπάθεια αντίστασης ενάντια στις δυνάμεις του μπολσοναρισμού ήδη σπάει τα μούτρα του στην ηθελημένη άρνηση των εφησυχασμένων ελίτ. Εδώ είναι η τυπική στιχομυθία μιας συζήτησης που είχε κάθε δημοκράτης με τον antipetista θείο/μητέρα/γείτονα, με ελάχιστες μόνο διαφοροποιήσεις:

«Έχω γκέι φίλους που φοβούνται πως θα δεχτούν επίθεση, κορίτσια πως θα βιαστούν. Δε μπορείς να ψηφίσεις τον Bolsonaro»

«Έλα τώρα, δεν θα γίνει, σταμάτα να υπερβάλλεις»

«Μα ήδη συμβαίνει, πολύ, με ατιμωρησία. Δεν είναι δύσκολο να το φανταστείς»

«Ναι, και τι έκανε το PT για αυτό; Τίποτα, απλά έγιναν χειρότερα! Καλύτερα ο Bolsonaro από το PT!»

Παρομοίως, ένα στενάχωρο συμπέρασμα κυκλοφορεί μεταξύ των αριστερών ρεφορμιστών αυτή τη βδομάδα: «Είναι φυσιολογικό να χάσεις τις εκλογές στη δημοκρατία. Το πρόβλημα είναι όταν χάνεις τη δημοκρατία στις εκλογές». Και η τυπική, περιφρονητική απάντηση από τους μεσοαστούς μορφωμένους υποστηρικτές του Bolsonaro πάει κάπως έτσι: «Ναι, ε; Ποιανών η δημοκρατία; Η ‘δημοκρατία’ των petralhas;».

Με άλλα λόγια, η Βραζιλία απέχει πολύ από το να δημιουργήσει οτιδήποτε που να μοιάζει με αντίσταση τύπου λαϊκού μετώπου απέναντι στην άνοδο του φασισμού. Κεντρώες και κεντροδεξιές πολιτικές μορφές και διανοούμενοι – εκείνοι που δεν υποστήριξαν απροκάλυπτα τον Bolsonaro – σε γενικές γραμμές παρέμειναν αδιάφορες ή απλά σταύρωσαν τα χέρια εξαιτίας των δήθεν «κακών επιλογών» σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο πρώην πρόεδρος Fernando Henrique Cardoso – κοινωνιολόγος, πρώην εξόριστος, βασικός παράγοντας στον επανδημοκρατισμό, κάποιος που ο Bolsonaro είπε πως έπρεπε να έχει δολοφονηθεί από τη δικτατορία – που απέρριψε τις εκκλήσεις του υποψήφιου του PT Fernando Haddad για υποστήριξη, παρότι σημείωσε πως ο Bolsonaro «βρωμάει φασισμό». Οτιδήποτε, προφανώς, για να αποφύγει τη κηλίδα του PT.

Η Βραζιλία ήταν πάντοτε το πιο μετριοπαθές μέλος της Λατινοαμερικάνικης «Ροζ Παλίρροιας» ή του κύματος των κυβερνήσεων που ακολούθησαν μετά από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στη δεκαετία του 2000, αλλά δεν έχει σημασία. Το γεγονός πως η εθνική τράπεζα επενδύσεων της Βραζιλίας επένδυσε στη Κούβα και τη Βενεζουέλα – μια μάλλον καπιταλιστική πρακτική – έχει χαρακτηρίσει θανάσιμα το PT ως μπολιβαρικούς λωποδύτες στα μυαλά των antipetistas. Η ειρωνεία πίσω από αυτό είναι πως το PT του Lula ήταν, αν μη τι άλλο, θεσμικό, ρεπουμπλικανικό και συμφιλιωτικό σε βαθμό ελαττώματος. Τα σκάνδαλα διαφθοράς που σάρωσαν τα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος ξεπήδησε απευθείας τη θέληση τους να παίξουν με τους κανόνες ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, αντί να το μεταρρυθμίσουν. Αν είχαν προσπαθήσει να καθαρίσουν την παλιά διεφθαρμένη τάξη, θα ήταν μια ριζοσπαστική κίνηση. Φυσικά, στο σενάριο αυτό, οι ευκατάστατοι θα φώναζαν και θα επιδίδονταν ακόμη εντονότερα σε αντικομουνισμό – αλλά είναι δύσκολο να φανταστώ πως αυτή η σύγκρουση θα εξελίσσονταν σε μια πιο καταστροφική δυναμική από ότι προοιωνίζει η παρούσα κατάσταση.

Παίζοντας με τους κανόνες

Παρά τις θλιβερές προοπτικές για τη βραζιλιάνικη αριστερά, υπάρχουν μερικά ζωτικά μαθήματα που μπορούν να διδαχτούν από τη κατάρρευση του κυβερνητικού σχεδίου του PT

Μάθημα πρώτο: μη κυβερνάς για να κυβερνάς.

Για περισσότερο από μια δεκαετία, το PT φύλαγε το οχυρό για λογαριασμό του κατεστημένου, προσπαθώντας να εγκαταστήσει ένα ποσό σοσιαλδημοκρατίας μέσα από διαβούλευση και διαπραγμάτευση. N’épatez pas le bourgeois – πηγαίνετε τον για γεύμα καλύτερα. Οι ελίτ συνεργάστηκαν καθώς οι δισεκατομμυριούχοι άνθιζαν. Μετά η αξία των αγαθών έπεσε, η κρίση άρχισε να δαγκώνει, και οι αστοί απομακρύνθηκαν από το PT. Αναδρομικά, μπορούμε να ρωτήσουμε: ποιο είναι το νόημα στο να παίζεις με τους κανόνες, αν, στο τέλος, τα μεγάλα παιδιά απλά θα πάρουν τη μπάλα και θα πάνε σπίτι;

Χειρότερα, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας και του ίδιου του σταδιακού προγράμματος του Lula, το PT εγκαταλείφθηκε από μεγάλο κομμάτι των μαζών. Έξω από τα οργανωμένα κομμάτια των βιομηχανικών εργατών και τα οχυρά του PT στα Βορειοανατολικά της χώρας, οι εργάτες δεν ήταν πιστοί στο κόμμα. Στην απόγνωσή του να παραμείνει στην εξουσία το PT συμμάχησε με το PMDB του Temer, που τελικά οδήγησε στην ανατροπή του με ένα παλατιανό πραξικόπημα. Για να καθησυχάσει την επιχειρηματική τάξη, η υπο καθαίρεση Dilma Rousseff εφάρμοσε πολιτικές λιτότητας που οδήγησαν σε αποσταθεροποιητικές εξάρσεις της ανεργίας. Στην επακόλουθη δυσφορία, το PT πετάχτηκε στην ίδια άρνηση όπως και η κυβέρνηση Temer, όλοι οι προηγούμενοι ηγέτες της χώρας είναι τώρα υπεύθυνοι για κάθε μορφής κρίση, πολιτική, οικονομική, ασφαλείας και ηθική.

Ανάμεσα στους φτωχότερους – ακόμη μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού – ο Haddad προηγούνταν στις δημοσκοπήσεις, αλλά ο Bolsonaro συγκέντρωσε 38 τις εκατό στήριξη από μόλις τα μέσα του Οκτώβρη. Ανάμεσα σε αυτούς τους τομείς το antipetismo στο βαθμό που υπάρχει, δεν έχει τον ίδιο ταξικό χαρακτήρα. Αντίθετα ο λόγος είναι αυτός της εγκατάλειψης, της προδοσίας. Η επιθυμία για αλλαγή7, όποια αλλαγή. Και έτσι η Βραζιλία είναι διακείμενη να τζογάρει με μια απολυταρχική καταστροφή.

Μέσα στο κλίμα της απελπισίας, δεν προσφέρει κάτι απλά να παροτρύνεις τους ψηφοφόρους να πάνε προς την ασφαλή επιλογή – το PT.

Τα τρομακτικά επίπεδα δυσαρέσκειας με το πολιτικό κατεστημένο της χώρας έπρεπε να είναι κόκκινη σημαία για το PT από παλιά – ας πάρουμε ένα παράδειγμα, όταν ένας πραγματικός κλόουν πραγματοποίησε μια επιτυχημένη εκστρατεία για το Κογκρέσο του 2010 με το σύνθημα «Δε μπορεί να γίνει χειρότερο». Πόσες φορές έχουμε δει κεντροαριστερές κυβερνήσεις να φεύγουν επειδή μακάρια υπέθεταν την πίστη της «φυσικής τους εκλογικής βάσης» ανάμεσα στην εργατική τάξη; Πρώην ψηφοφόροι του PT πήγαν στη δεξιά όχι επειδή ξαφνικά έγιναν νεοφιλελεύθεροι. Ψήφισαν τον Bolsonaro επειδή, λοιπόν, τα πράγματα δε μπορούν να γίνουν χειρότερα, σωστά;

Το αποτέλεσμα αυτής της εξέγερσης μπορεί να είναι τραγικό, αλλά δε σημαίνει πως μια αναγεννημένη αριστερά στη Βραζιλία ή τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο δεν θα πρέπει να καταλάβει, ή να μάθει από, το ευρύτερο περίγραμμα του κινήματος του Bolsonaro. Όταν ένας ρατσιστής απολυταρχικός υποψήφιος συγκεντρώνει σημαντική υποστήριξη ανάμεσα στα χαμηλότερα μεσοαστικά και εργατικά εκλογικά σώματα, είναι σημαντικό να ακούσουμε τη λαϊκή απαίτηση για κάτι άλλο, κάτι καλύτερο, που κινητοποιεί κάθε ριζοσπαστικό κίνημα. Πράγματι, η κύρια τραγωδία του μπολσοναρισμού είναι ο τρόπος που αντιπροσωπεύει μια χαμένη επαναστατική στιγμή, με το κατεστημένο να καταρρέει, και τη μάζα του εκλογικού σώματος να απορρίπτει τους παλιούς στρατηγικούς συμβιβασμούς, τους παλιούς διεφθαρμένους και συμβιβασμένους θεσμούς. Αντίθετα μπορεί να είναι η τελευταία ψήφος που η Βραζιλία θα έχει για πολύ καιρό.

Πράγματι το μάθημα για την Αριστερά σε όλο αυτό είναι ότι αν πρόκειται να κυβερνάς, πρέπει να εφαρμόσεις το πρόγραμμά σου. Αν δεν μπορείς να το εφαρμόσεις, φύγε από τη κυβέρνηση. Η κυβέρνηση με κάθε κόστος είναι για τη Δεξιά. Άσε τις δυνάμεις της αντίδρασης να δεχτούν τα πυρά όταν όλα πάνε στραβά. Ενώ μπορεί να υπάρχει μια έντιμη θέληση να προστατευτούν οι εργάτες από τις χειρότερες συνέπειες μιας δεξιάς κυβέρνησης, αν είσαι αυτός που εφαρμόζει μαλακή λιτότητα, θα κατηγορηθείς για τις κοινωνικές συνέπειες. Η Δεξιά θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και θα ξεκάνει οποιοδήποτε περιορισμένο καλό έκανες. Δεν θα δεχτείς ευχαριστίες επειδή μετρίασες το χτύπημα, και το κύρος σου ως εργατικό κόμμα θα καταστραφεί.

Μάθημα δεύτερο: μην ανοίγεις το στόμα σου δίχως να σκεφτείς.

Η Αριστερά φώναζε για το φασισμό αρκετά, για δεκαετίες. Τώρα αντιμετωπίζει τον πραγματικό: κάποιον που οι ιδέες του είναι η ο τερματισμός ο ίδιος της πολιτικής, η διαγραφή του εσωτερικού εχθρού. Αυτό είναι που είναι γνωστό ως υπερ-πολιτική8. Απλά ένας φανταχτερός όρος για το φασισμό. Πρέπει η Αριστερά να νοιώθει έκπληξη, τώρα, όταν αντιμέτωπη με μια πραγματική νεοφασιστική απειλή, δεν τη πιστεύει κανένας;

Το ίδιο δίδαγμα με το βοσκό που φώναζε λύκος ισχύει και στις εκφυλισμένες χρήσεις της «δημοκρατίας» στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας. Η λέξη έχει καταντήσει να σημαίνει μία αντανακλαστική πίστη σε θεσμούς, το εμπορικό κατεστημένο, ακόμη και το κράτος. αν όμως καταλήγει να σημαίνει, για μεγάλη μερίδα του κόσμου, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες, ανεξέλεγκτη διαφθορά, και τη καταστολή από την αστυνομία – θα ήσουν υπέρ της; Η δημοκρατία στη πραγματικότητα, είναι όπλο: είναι το μέσο με το οποίο μπορείς να επιβάλεις τα συλλογικά σου συμφέροντα πάνω στο κόσμο, και να έχεις μια φωνή με δύναμη. Με τα χρόνια της κυβέρνησης του PT, αυτή η βασική αλήθεια ξεχάστηκε.

Οι φιλελεύθεροι, αντίθετα, βλέπουν στη «δημοκρατία» ένα ωραίο, ζεστό μέρος στο οποίο μπορεί να αναπαραχθεί το είδος ενώ οι ενήλικες στο δωμάτιο9 ασχολούνται με τα σημαντικά ζητήματα της διαχείρισης των ζητημάτων. Αυτή είναι η βασική αντίληψη της δημοκρατίας ως μια βολική κοινωνική έξη (habitatus), μια ακόμη λέξη θα μπορούσε να είναι «παρα-πολιτική10». Υπό αυτές τις συνθήκες, η λαϊκή εξουσία έντονα περιορισμένη, ο λαός είναι απλά μια από τις πλευρές με μερίδιο στη πολιτική σύγκρουση, μοιράζονται τη κυβέρνηση με τους ελίτ. Είναι ένα καθεστώς που παίρνει τη μορφή μιας ολιγαρχίας για τους ολιγάρχες, ενώ φαίνεται να λειτουργεί, επιφανειακά τουλάχιστον, ως ένα είδος δημοκρατίας για το δήμο. Στη Βραζιλία, για μια στιγμή, υπό το PT, το σύστημα έμοιαζε πράγματι με δημοκρατία για το δήμο, οι άνθρωποι ένιωθαν πως είχαν το ένα χέρι, ή ίσως απλά ένα δάχτυλο, στο τιμόνι της εξουσίας. Τι γίνεται όμως όταν χαθεί αυτή η εμφάνιση; Και τι αν, την ίδια στιγμή, οι ολιγάρχες επίσης αποφασίσουν να ξεφορτωθούν αυτές τις μάσκες; Οι ενήλικες μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους πολύ πιο άνετα δίχως όλες αυτές τις ασυναρτησίες περί «συμμετοχής» και πλουραλισμού. Ξαφνικά ο παρα-πολιτικός κόσμος καταρρέει, και η ολιγαρχική εξουσία παίρνει στα χέρια της αυτό που μοιάζει να είναι το πραγματικό της δικαίωμα: να κυβερνά δίχως διαφωνίες

Μάθημα τρίτο: δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι τους φιλελευθέρους.

Ουσιαστικά υπάρχουν δυο τύποι φιλελεύθερων: πολιτικοί φιλελεύθεροι, που εκτιμούν την ισότητα και θέλουν να επεκτείνουν την δημοκρατία, και οι οικονομικοί φιλελεύθεροι, που είναι διατεθιμένοι να προστατέψουν την ιδιωτική περιουσία και την αγορά. Τα δύο αυτά δίδυμα μπορεί να συνυπογράψουν μια εντολή που να δίνει μερικές βασικές εγγυήσεις κοινωνικής πρόνοιας. Το σύνταγμα του 1988 στη Βραζιλία ήταν ακριβώς ένα τέτοιο πράγμα, υποσχόμενο δικαίωμα στη στέγη, την εκπαίδευση, την περίθαλψη – κοινωνικά δικαιώματα. Τι συμβαίνει όμως όταν κάποιος εμφανίζεται θέλωντας να εξαργυρώσει αυτή την επιταγή – να προσπαθήσει να κάνει το κράτος να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις αυτές; Σε κάτι τέτοιες στιγμές, τα δυο φιλελεύθερα στρατόπεδα χωρίζονται. Οι οικονομικοί φιλελεύθεροι, μόλις χωριστούν από τους πάλαι ποτέ συνεργάτες τους, θα πρέπει να σπεύσουν σε κάποιον άλλο για βοήθεια. Σε μια πιο παραδοσιακή εποχή, μπορούν να στραφούν στους συντηρητικούς, ντύνοντας την υπεράσπιση της τάξης και της ιδιοκτησίας με αριστοκρατικό προνόμιο. Σήμερα, αυτό δεν είναι εφικτό.

Έτσι οι οικονομικοί φιλελεύθεροι πρέπει να βρουν διέξοδο αντίθετα προς τον ολοκληρωτισμό. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, ήταν ακόμη πρόθυμοι να διατηρήσουν τη νόμιμη τάξη που δημιούργησαν με τους πολιτικούς φιλελεύθερους. Προσποιούνταν τους δημοκράτες απέναντι στους Βολιβαριανούς δικτάτορες. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως η ρητορική των πολιτικών φιλελεύθερων για συμμετοχικότητα άνοιξε τη πόρτα σε υλικά αποκλεισμένους πληθυσμούς να διεκδικήσουν το μερίδιο τους. Σε εποχές κρίσης, όταν κατά γενική παραδοχή είναι πως δεν υπάρχουν αρκετά για να μοιραστούν, οι φιλελεύθεροι νοιώθουν την ανάγκη να κλείσουν αυτή τη πόρτα. Οι φιλελεύθεροι τρέχουν στο μπαμπάκα.

Μια ιστορική τραγωδία

Ότι ο μπαμπάκας αυτός πρέπει να έρθει όταν δεν υπήρχε καμιά κομμουνιστική, ούτε καν σοσιαλιστική, απειλή είναι το πλέον ενοχλητικό χαρακτηριστικό στοιχείο στην άνοδο του Bolsonaro – και ένα ανείπωτα θλιβερό επίσης. Γιατί είναι ακόμη μια ήττα – ακόμη μια τραγική αναστροφή για τη «χώρα για το μέλλον». Ωστόσο, είναι παραπλανητικό να περιγράψουμε τη στιγμή αυτή ως εθνική τραγωδία. Αυτό συνέβη ήδη.

Ίσως η εθνική τραγωδία ήταν τα 14 χρόνια διακυβέρνησης του PT. Τι χαμένη ευκαιρία – μια άνθιση αγαθών, σπαταλημένη! Αλλά πως μπορεί σαράντα εκατομμύρια βγαλμένα από τη φτώχια, απλοί άνθρωποι να βλέπουν τα παιδιά τους να πηγαίνουν για πρώτη φορά στο πανεπιστήμιο, να είναι τραγωδία; Αν αυτό είναι «διαφθορά», μπορούμε να έχουμε λίγη ακόμα, παρακαλώ;

Ίσως η εθνική τραγωδία, τότε, ήταν το απαλό πραξικόπημα του 2016. Σίγουρα, η προηγούμενη μοιρασιά της εξουσίας υπό το PT δεν ήταν ιδανική, αλλά ήταν τέτοια στην οποία η βραζιλιάνικη ελίτ περιορίζονταν από μια σειρά κανόνων. Όλα αυτά όμως κατέρρευσαν για λογαριασμό των «φιλελεύθερων» στο PSDB που δυσανασχετούσαν. Το απαλό πραξικόπημα άνοιξε το δρόμο για τη πρωτο-φασιστική αντίδραση σε μαζική κλίμακα, και η Βραζιλία πλέον βιώνει αυτό το κυκλώνα.

Αυτός, τώρα, ο επερχόμενος όλεθρος, είναι χειρότερος: μια ιστορική τραγωδία. Από την ιστορία της Βραζιλίας ξέρουμε, πως υποσχέσεις να «σκουπιστεί11» η διαφθορά καταλήγουν σε τραγωδία, ή δικτατορία, ή και τα δύο. Και δεν είναι βραχύβιες. Οι μέρες διαρκούν δεκαετίες. Και φυσικά, ο αντίκτυπος θα επεκταθεί πολύ πιο πέρα από τα σύνορά μας: η Βραζιλία έχει το μέγεθος και το βάρος να επηρεάσει γεγονότα σε ολόκληρη την ήπειρο. Ας ελπίσουμε πως η εκλογή του Bolsonaro δεν σημαίνει το κλείσιμο του ιστορικού ορίζοντα ξανά.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου