''Η διάδοση της Δυτικής μαζικής δημοκρατίας σε παγκόσμια κλίμακα όχι μόνον δεν θα γεννήσει παντού πιστά αντίγραφα, αλλά θα αλλάξει και αυτήν την ίδια στις μητροπολιτικές χώρες, πυροδοτώντας παράλληλα οξύτατους αγώνες κατανομής. Αν ο 20ός αιώνας σήμανε τη διάψευση της κομουνιστικής ουτοπίας, ο 21ος θα χαρακτηριστεί από την κατάρρευση της φιλελεύθερης. Ποια συγκεκριμένα γεγονότα θα συγκροτήσουν τις μεγάλες ροπές κατά τον 21ο αιώνα, που θα είναι ο συγκλονιστικότερος και τραγικότερος της ανθρώπινης Ιστορίας, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Ένα ωστόσο είναι βέβαιο: η Ιστορία δεν τελείωσε''·
Πηγή: Παναγιώτης Κονδύλης, ΑΠΟ ΤΟΝ 20ο ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ – Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, εκδόσεις θεμέλιο, 1998.
Η ιδέα του παγκόσμιου κράτους ταυτίζεται από τους υποστηρικτές της με την ιδέα της αιώνιας ειρήνης και επαινείται ακριβώς υπ’ αυτήν την έννοια. Η υπέρβαση του πολιτικού κατακερματισμού της ανθρωπότητας, λέγεται, θα τερματίσει τις τριβές που γεννιούνται εξ αιτίας του και θα καταστήσει τα πανανθρώπινα συμφέροντα θεμέλια μιας παγκόσμιας, εξ ορισμού τελειωτικής πολιτικής οργάνωσης. Στην προοπτική αυτή θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ιδέα του παγκόσμιου κράτους «πολιτικά αρθρωμένο ειρηνισμό», δηλ. έναν ειρηνισμό που στα δεινά του πολέμου δεν αντιπαραθέτει απλώς την ηθικά εμπνεόμενη ατομική άρνηση χρήσεως ένοπλης βίας, αλλά ένα θετικό θεσμικό σχέδιο. Όποιος απεναντίας, είτε γιατί είναι ανθρωπολογικά απαισιόδοξος, είτε γιατί είναι εθνικιστής, είτε για οποιονδήποτε άλλον λόγο δεν συμμερίζεται το ειρηνιστικό ιδεώδες, κατά κανόνα τείνει να αρνείται τη δυνατότητα ενός παγκόσμιου κράτους, να ταυτίζει την πραγμάτωσή του με μιαν – αδιανόητη ή απευκταία – έκλειψη της πολιτικής ή να θεωρεί ως προϋπόθεση της πραγμάτωσης τούτης την – απίθανη – εμφάνιση ενός κοινού εχθρού ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οι δύο αυτές αντιλήψεις δεσπόζουν, σε διάφορες παραλλαγές, μέσα στη σημερινή πολιτική συζήτηση και χαράζουν τα όρια ανάμεσα στις αντιμέτωπες παρατάξεις. Όμως καμμία από τις δύο δεν είναι πειθαναγκαστική. Γιατί το παγκόσμιο κράτος δεν είναι κάτι το λογικά ή ιστορικά αδύνατο, δεν αποτελεί φαντασίωση με την οποία θα άξιζε ν’ ασχολούνται μονάχα απολιτικοί ονειροπόλοι. Συνάμα όμως η δυνατότητα της πραγμάτωσής του δεν αποτελεί καμμιά εγγύηση για την έλευση της παγκόσμιας ειρήνης και της οικουμενικής ελευθερίας, ούτε επίσης και για την έκλειψη της πολιτικής, έτσι όπως τη γνωρίζουμε. Πολλά από όσα προκαταλαμβάνει η σκέψη (ή ο ευσεβής πόθος) είτε δεν πραγματοποιούνται διόλου στην ιστορία, είτε πραγματοποιούνται κατά τρόπο ώστε οι συναφείς προσδοκίες παραμένουν ανεκπλήρωτες και η προγενέστερη κατάσταση, στην προοπτική της νοσταλγικής αναπόλησης, μοιάζει πιο υποφερτή.
Ο χαρακτήρας ενός παγκόσμιου κράτους θα προσδιοριζόταν από τις συνθήκες εγκαθίδρυσής του. Τρεις δυνατότητες υπάρχουν: η ελεύθερη συναίνεση, η συναίνεση σε κατάσταση ανάγκης και η ηγεμονία ενός έθνους ή μιας συμμαχίας εθνών. Και οι τρεις συνεπάγονται πράξεις πολιτικής βούλησης: σε περίπτωση συναίνεσης, εκ μέρους όλων των μερών, σε περίπτωση ηγεμονίας, εκ μέρους του επίδοξου ηγεμόνα. Βεβαίως, ο οικονομιστικός οικουμενισμός πιστεύει ότι ο κόσμος δεν θα ενοποιηθεί με πράξεις πολιτικής βούλησης, αλλά αντιθέτως επειδή η πολιτική βούληση θα γίνεται όλο και πιο αμελητέα ποσότητα, καθώς το πολιτικό στοιχείο βαθμηδόν θα απορροφάται από το οικονομικό και τις λειτουργικές του ανάγκες. Η διαπλοκή της παγκόσμιας οικονομίας και η οικουμενική πληροφορική θα καθιστούσαν έτσι απαρχαιωμένα τα σύνορα εκείνα, από την υπεράσπιση ή τη διεύρυνση των οποίων συντηρούνταν ίσαμε σήμερα η πολιτική. Στην αντίληψη αυτή, το κύριο σημείο προφανώς δεν είναι η ίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους, παρά μάλλον μιας ανοιχτής παγκόσμιας κοινωνίας, η οποία θα μπορούσε ίσως να χρησιμοποιεί και μια πολιτική οργάνωση υπό μορφή παγκόσμιου κράτους, όμως θα το υποβίβαζε στον ρόλο ενός απλού εργαλείου. Ό,τι δεν κατάφερε ποτέ της η αστική κοινωνία στο εθνικό πλαίσιο, δηλαδή να επιβληθεί ολότελα έναντι του κράτους, θεωρείται τώρα δυνατό σε παγκόσμια κλίμακα. Η συλλογιστική αυτή προϋποθέτει τον αυστηρό καθορισμό του πολιτικού στοιχείου από μέρους του οικονομικού, θυμίζοντας έτσι τις χονδροειδέστερες παραλλαγές του ιστορικού υλισμού. Όποιος είναι εξοικειωμένος με την ιστορία των ιδεών ασφαλώς γνωρίζει ότι ουσιώδη στοιχεία του μαρξισμού προήλθαν από τον οικονομιστικό φιλελευθερισμό. Γι’ αυτό και δεν είναι παράδοξο ότι μετά την πολιτική κατάρρευση του μαρξισμού η οικονομιστική ερμηνεία της συμπεριφοράς και της ιστορίας επιβιώνει με φιλελεύθερα πρόσημα. Ο Αμερικανός οικονομολόγος και κάτοχος του βραβείου Νομπέλ Gary Becker π.χ. έχει προτείνει οικονομικές ερμηνείες κοινωνικών φαινομένων – από την οικογένεια ίσαμε τη θρησκεία -, οι οποίες ξεπερνούν σε χυδαιότητα ο,τιδήποτε συναφές επινόησε στην εποχή του ο λεγόμενος «χυδαίος μαρξισμός».
Στις μεθοδολογικές αδυναμίες της φιλελεύθερης – οικονομιστικής αντίληψης περί παγκόσμιας κοινωνίας και παγκοσμίου κράτους προστίθεται ακόμα μία, πολύ πραγματική αυτή. Η ενοποίηση του κόσμου βλέπεται υπό το πρίσμα της παραγωγής, του εμπορίου και της ροής των πληροφοριών, όμως το νευραλγικό πρόβλημα της κατανομής αποσιωπάται, και κανείς δεν μας αποκαλύπτει πώς από την ενοποίηση του κόσμου στους παραπάνω τομείς θα προκύψει μία κατανομή με την οποία θα ήσαν σύμφωνες όλες οι πλευρές όχι μόνον υπό την απόλυτη έννοια – δηλαδή σε σύγκριση με την προγενέστερη κατάσταση της καθεμιάς τους -, αλλά προ παντός υπό τη σχετική έννοια – δηλαδή σε σύγκριση με την τωρινή κατάσταση των άλλων. Αν η ενοποίηση της παραγωγής και του εμπορίου συνεπέφερε αυτόματα μια γενικά αποδεκτή κατανομή, αυτό θα είχε καταφανεί ήδη στο εσωτερικό των εθνικών αγορών. Από την άλλη πλευρά είναι προφανές ότι τα σχετικά κέρδη στο πλαίσιο της κατανομής, τα οποία καθορίζουν την ιεραρχική θέση της κάθε πλευράς μέσα στον δεδομένο παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, από πολιτική άποψη βαραίνουν πολύ περισσότερο από τα απόλυτα. Εδώ έγκειται το αποφασιστικό σημείο. Γιατί η ενοποίηση του κόσμου θα οξύνει αναγκαστικά το πρόβλημα της κατανομής αφού τώρα οι πάντες αγωνίζονται για τους ίδιους σκοπούς και τα ίδια έπαθλα. Ο πολιτικός παράγοντας διεισδύει λοιπόν στον οικονομικό μέσω του άλυτου προβλήματος της κατανομής. Το γεγονός αυτό καθιστά απαραίτητη, ακόμα και μέσα σε μιαν οικονομικά ενιαία παγκόσμια κοινωνία, μιαν πράξη πολιτικής βούλησης προς ίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους. Όμως το ίδιο αυτό γεγονός επιτρέπει και τη βάσιμη εικασία ότι η τέτοια πολιτική πράξη δεν θα συμπίπτει με την ελεύθερη συναίνεση όλων των πλευρών. Γιατί μια ελεύθερη συναίνεση προϋποθέτει τη γενικά αποδεκτή λύση του προβλήματος της κατανομής. Και μια τέτοια αντίληψη είναι με τη σειρά της δυνατή μόνον αν οι ισχυρότεροι παραιτηθούν από τα σχετικά τους πλεονεκτήματα υπέρ των ασθενέστερων.
Έτσι δημιουργείται ένα ανυπέρβλητο παράδοξο. Από την ίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους θα έχαναν τα περισσότερα ακριβώς οι Δυνάμεις εκείνες, οι οποίες σήμερα είναι οι ισχυρότερες και κανονικά θα έπρεπε ν’ αποτελούν τον κινητήριο μοχλό ενός τέτοιου σχεδίου, αν αυτό επρόκειτο να έχει πιθανότητες πραγματοποίησης. Τούτο το παράδοξο μπορεί να πάρει οικονομικές, αλλά και πολιτικές-στρατιωτικές μορφές, ανάλογα με το ποια αγαθά σπανίζουν εκάστοτε και ποιοι δρόμοι φαίνονται σκοπιμότεροι για την απόκτησή τους. Όμως το παράδοξο παραμένει έτσι κι αλλιώς, και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: την ίδρυση του παγκόσμιου κράτους την εμποδίζουν πρωταρχικά οι παγκόσμιες Δυνάμεις. Σε μιαν απλή αριθμητική προοπτική θα μπορούσε βέβαια να νομίσει κανείς ότι η υποκατάσταση πολυάριθμων πολιτικών μονάδων από ολιγάριθμες θα μας οδηγούσε κοντύτερα στην κατάσταση της ενότητας. Όμως η υποκατάσταση αυτή μπορεί να αποτιμηθεί και διαφορετικά. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε λίγες παγκόσμιες Δυνάμεις θα παραμένουν βέβαια αριθμητικά περιορισμένες, ταυτόχρονα όμως θα έχουν μεγαλύτερη έκταση, γιατί τώρα απλώνονται δυνητικά σε ολόκληρον τον πλανήτη και επί πλέον δεν είναι δυνατόν να κριθούν βραχυπρόθεσμα. Τα τελευταία βήματα προς την παγκόσμια ενότητα είναι λοιπόν πολύ πιο δύσκολα από τα προηγούμενα, τα οποία προσωρινά έχουν σταματήσει στην ολιγαρχία των παγκόσμιων Δυνάμεων. Στο πλαίσιο της ολιγαρχίας αυτής κάθε παγκόσμια Δύναμη κατέχει περισσότερα απ’ όσα θα κατείχε μέσα σ’ ένα παγκόσμιο κράτος στηριζόμενο στην αρχή της δίκαιης κατανομής. Τι θα μπορούσε λ.χ. να δελεάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να ανταλλάξουν τον ηγετικό τους ρόλο μέσα στο σημερινό κόσμο με την ένταξη σ’ ένα παγκόσμιο κράτος όπου η αντιπροσώπευση των πολιτών θα ρυθμιζόταν με βάση αναλογικά αριθμητικά κριτήρια; Για «One World» μιλά κανείς ευχαρίστως από θέση ισχύος και όταν γνωρίζει ότι το άνοιγμα των συνόρων συνεπιφέρει πρωταρχικά τη διεύρυνση του δικού του πεδίου δράσεως. Η ώρα της αλήθειας έρχεται μόλις κανείς ανακαλύψει ότι το ίδιο αυτό άνοιγμα αυξάνει ακαριαία τα σχετικά πλεονεκτήματα άλλων Δυνάμεων, ενώ το οικείο μερίδιο σε οικονομικά και πολιτικά αγαθά συρρικνώνεται, έστω και μόνο για να προσαρμοσθεί στις επιταγές της αρχής της ισότητας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η «Δύση» γενικότερα δεν έχουν γευθεί ακόμα στα σοβαρά αυτήν την εμπειρία. Γι’ αυτό και οι ιδεολογικές τους διακηρύξεις δεν πέρασαν ακόμα το βάπτισμα του πυρός. Εν πάση περιπτώσει δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς ότι δεν θα αποδέχονταν αναντίρρητα μία πραγματοποίηση του «One World» υπό την αιγίδα και κατά τις αντιλήψεις της Κίνας.
Ώστε η ελεύθερη συγκατάθεση των παγκόσμιων Δυνάμεων στο παγκόσμιο κράτος διόλου δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όμως εξ ίσου δύσκολο θα είναι να δοθεί η αβίαστη συναίνεση των μικρών εθνών, αν αυτά φοβούνται την έμπρακτη κυριαρχία των μεγάλων μέσα σ’ ένα παγκόσμιο κράτος. Αλλά ας υποθέσουμε ότι η συναίνεση δεν θα ήταν ελεύθερη, παρά θα την επέτασσε μία κατάσταση ανάγκης, λ.χ. μία οικολογική ή δημογραφική καταστροφή πλανητικού βεληνεκούς και μακροπρόθεσμων συνεπειών. Καταστάσεις ανάγκης και κρίσεις μπορούν να γεννήσουν τόσο κεντρομόλες όσο και κεντρόφυγες δυνάμεις, επομένως δεν είναι εκ των προτέρων βέβαιο ότι μέσα σε μια τέτοια κατάσταση η επιθυμία του πολιτικού συντονισμού θα επικρατήσει απέναντι στην παλαιά αρχή «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Όπως και να ’χει, για να επιτευχθεί ο πολιτικός συντονισμός θα ήταν απαραίτητη μια δεσμευτική ερμηνεία της κατάστασης, και στον εισηγητή της ερμηνείας αυτής θα έπρεπε να δοθεί πληρεξουσιότητα προς λήψη των αναγκαίων μέτρων. Αν η κατάσταση ανάγκης ήταν τόσο σκληρή, ώστε να επιβάλει την ίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους, τότε θα μπορούσε και να ελεγχθεί μόνον από ένα πολύ σκληρό παγκόσμιο κράτος. Ανεξάρτητα από διακηρύξεις και προθέσεις, η εσωτερική λογική της κατάστασης θα οδηγούσε στη διαμόρφωση μιας ηγεμονικής Δύναμης, η οποία θα ενεργούσε είτε σύμφωνα με την αρχή «ισότητα στη στέρηση» είτε σύμφωνα με εθνικές συμπάθειες. Στην περίπτωση αυτή η ηγεμονία θα προέκυπτε μέσω του σφετερισμού ευρύτατων πληρεξουσιοτήτων σε μια κατάσταση ανάγκης, η οποία από μόνη της θα ευνοούσε τη συγκεντροποίηση ανεξέλεγκτης πολιτικής ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα. Όμως η ηγεμονία δεν είναι δυνατή μόνον ως κατάχρηση της συναίνεσης, αλλά και δίχως συναίνεση: ως αποτέλεσμα της πλανητικά αισθητής υπεροχής μιας παγκόσμιας Δύναμης απέναντι στις υπόλοιπες και/ή επιτυχούς διεξαγωγής πολέμου εναντίον τους. Μια ηγεμονία, η οποία αποσκοπεί στην ίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους και επομένως στην κατάργηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων όλων των άλλων πολιτικών υποκειμένων είναι κατ’ αρχήν κάτι διαφορετικό από μιαν ηγεμονία ασκούμενη έμπρακτα σ’ έναν κόσμο τυπικά τουλάχιστον κυρίαρχων πολιτικών μονάδων. Η δεύτερη δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να διεξαγάγει πολέμους εναντίον των υποδεέστερων παγκοσμίων Δυνάμεων, ενώ η πρώτη μπορεί να εδραιωθεί δίχως πόλεμο μονάχα όταν οι αντίπαλοί της έχουν εξασθενίσει τόσο, ώστε προτιμούν την συνθηκολόγηση άνευ όρων από την αντίσταση.
Ώστε το όνειρο του παγκόσμιου κράτους υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να πραγματοποιηθεί με αιματηρές συγκρούσεις πρωτοφανούς έντασης και έκτασης. Ανάμεσα στις ηθικές-ανθρωπιστικές προκείμενες του αιτήματος του παγκόσμιου κράτους και στην εμπράγματη πολιτική μετουσίωση αυτού του ίδιου αιτήματος δεν υφίσταται καμμιά αναγκαία συνάρτηση. Όποιος αποκαθιστά μιαν τέτοια συνάφεια, συνάγει εσφαλμένα από την ποθούμενη κατάσταση της παγκόσμιας ειρήνης, την οποία λέγεται ότι θα συνεπιφέρει το παγκόσμιο κράτος, τον ειρηνικό χαρακτήρα των μέσων, με τα οποία θα εγκαθιδρυόταν αυτό το παγκόσμιο κράτος. Αλλά ακόμα κι αν το παγκόσμιο κράτος μπορούσε να εδραιώσει μόνιμα την παγκόσμια ειρήνη, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ειρήνη θα στηριζόταν στην ελεύθερη αυτοδιάθεση όλων των ομάδων και των ατόμων. Η ηθική-ανθρωπιστική συνηγορία υπέρ του παγκόσμιου κράτους πάσχει από μια θεμελιώδη αντίφαση. Από τη μια πλευρά το παγκόσμιο κράτος προπαγανδίζεται ως υπερώριμη πλέον υπέρβαση του εθνικού κράτους και του εθνικισμού, που τώρα ανακηρύσσονται σε αιτίες όλων των δεινών – λες και τα δεινά αυτά ήταν άγνωστα πριν από την εμφάνιση των εθνικών κρατών. Από την άλλη πλευρά όμως το ίδιο αυτό εθνικό κράτος χρησιμεύει ως πρότυπο του παγκόσμιου κράτους, καθώς τούτο εδώ θα πρέπει να διαθέτει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας και επί πλέον να διασφαλίζει την νομική ισότητα όλων των ανθρώπων με μιαν ενιαία και οικουμενική νομοθεσία. Το σύγχρονο ευρωπαϊκό εθνικό κράτος ήταν ο πρώτος και μοναδικός τύπος κράτους στην ιστορία που επεδίωξε και, σε πολύ μεγάλον τουλάχιστον βαθμό, επέβαλε το μονοπώλιο της νόμιμης βίας και τη νομική ισότητα, το λεγόμενο «κράτος δικαίου». Ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει καμμία ιστορική εγγύηση ότι ένα παγκόσμιο κράτος θα συμμορφωνόταν με το πολιτικό-νομικό πρότυπο του ευρωπαϊκού εθνικού κράτους, εκτός αν εγκαθιδρυόταν με ελεύθερη συναίνεση στη βάση αυτού του προτύπου. Όμως με τον τρόπον αυτόν δεν εγκαθιδρύθηκε ούτε καν το ίδιο το εθνικό κράτος. Εν πάση περιπτώσει η διαμόρφωσή του δεν απετέλεσε ευθύγραμμη διαδικασία, όπου η μονοπώληση της νόμιμης βίας και η ενιαία νομοθεσία ακολούθησαν αβίαστα, αλλά αναγκαία την πύκνωση της οικονομικής επικοινωνίας. Γιατί σε ορισμένες ιστορικές περιπτώσεις ο χώρος κυριαρχίας και η έννοια του κράτους υπήρχαν ήδη πριν από την εμφάνιση του έθνους και το έθνος οιονεί κατέκτησε το κράτος εκ των ένδον. Σε άλλες περιπτώσεις, απεναντίας, το εθνικό κράτος διαμορφώθηκε όταν ένα από τα κράτη, στα οποία ήταν διαμελισμένο το αντίστοιχο έθνος, κατέκτησε το σύνολο των ομοεθνών κρατών. Καθώς υπήρχαν πολλά εθνικά κράτη, μπορούσαν να ακολουθηθούν πολλοί δρόμοι προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα εθνικό κράτος. Όμως το παγκόσμιο κράτος θα πρέπει να είναι ένα και μοναδικό, γι’ αυτό και μαζί του δεν μπορούν να γίνουν πολλά ιστορικά πειράματα. Ανάμεσα στη γένεση των εθνικών κρατών και στη γένεση του παγκόσμιου κράτους δεν είναι πάντως αναγκαία οποιαδήποτε παραλληλότητα.
Επίσης όμως δεν είναι αναγκαία καμμία αναλογία δομής και υφής. Αν μάλιστα ευσταθεί η εικασία μας, ότι ο πιθανότερος τρόπος εγκαθίδρυσης ενός παγκόσμιου κράτους είναι η ηγεμονία μιας παγκόσμιας Δύναμης πάνω στις υπόλοιπες, τότε είναι εύλογο να δεχθούμε ότι η δομή του από άποψη πολιτικής και δικαίου μάλλον θα θύμιζε τις αυτοκρατορίες της προεθνικής εποχής παρά το σύγχρονο εθνικό κράτος. Γιατί όσο ισχυρή κι αν θα ήταν δημογραφικά, τεχνικοοικονομικά και στρατιωτικά η ηγεμονική παγκόσμια Δύναμη, και πάλι δεν θα ήταν απολύτως σε θέση να ελέγξει άμεσα κάθε άτομο πάνω στον πλανήτη, δηλαδή να κάνει πράξη την άμεση σχέση κράτους και πολίτη, όπως τη γνωρίζουμε από το εθνικό κράτος, και να εισαγάγει μιαν ενιαία νομοθεσία, η οποία θα ισοπέδωνε όλες τις προγενέστερες πολιτισμικές και εθνικές διαφορές. Η ηγεμονική παγκόσμια Δύναμη θα αναγκαζόταν έτσι να μετέλθει την πολιτική του divide et impera και να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες τοποτηρητών, τους οποίους θα στρατολογούσε, ως επιχώριους υποτελείς της, είτε μεταξύ των υπεταγμένων παγκοσμίων Δυνάμεων είτε μεταξύ διαφόρων περιφερειακών Δυνάμεων. Οι τοποτηρητές αυτοί δεν θα κατείχαν βέβαια κυριαρχικά δικαιώματα απέναντι στην ηγεμονική Δύναμη – και κατά τούτο το παγκόσμιο κράτος θα ήταν κράτος -, όμως ως τοπικοί φύλακες της τάξης ή σατράπες θα έπρεπε να έχουν στη διάθεσή τους μέσα νόμιμης βίας ή έννομες εξουσίες (περιορισμένες, εννοείται, και αναιρέσιμες από μέρους της ύψιστης δικαιοδοτικής αρχής). Έτσι θα ξαναστηνόταν, με νέα έννοια και με καινούργιες λειτουργίες, η ενδοκρατική πυραμίδα των φεουδαλικών ή ημιφεουδαλικών αυτοκρατοριών, την οποία ισοπέδωσε το σύγχρονο εθνικό κράτος στην Ευρώπη και κατά μέγιστο μέρος στην Ασία. Ο χαλαρός δεσμός ανάμεσα στην κορυφή και στη βάση της πυραμίδας θα είχε ως αποτέλεσμα ότι έξω από τα οικονομικώς και στρατιωτικώς ζωτικά κέντρα, τα οποία θα υπάγονταν άμεσα στον έλεγχο της αυτοκρατορικής παγκόσμιας Δύναμης, κατά πάσα πιθανότητα θα κυριαρχούσαν συνθήκες ανομίας ή και αναρχίας. Ο παγκόσμιος ηγεμόνας δεν θα είχε πιεστικό συμφέρον να τις καταργήσει, ενώ οι υποτελείς του δεν θα είχαν επαρκή δύναμη για να το κάμουν.
Ώστε ένα παγκόσμιο κράτος δεν θα επετύγχανε τη θεσμική συνοχή του εθνικού κράτους. Όμως ακριβώς από τη συνοχή αυτή θα εξαρτιόταν η ικανότητά του να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την ειρήνη. Απ’ αυτήν επίσης Θα εξαρτιόταν το περιεχόμενο και η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί για ανθρώπινα δικαιώματα έγινε πρώτη φορά λόγος στο πλαίσιο του «κράτους δικαίου», και το πρώτο «κράτος δικαίου» ήταν το σύγχρονο δυτικό εθνικό κράτος. Ωστόσο το εθνικό κράτος δεν μπορεί να εκχωρήσει ό,τι ονομάζουμε γενικώς και αορίστως «ανθρώπινα δικαιώματα» σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, παρά μόνο στους δικούς του πολίτες. Γι’ αυτό και ο λόγος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι νομικά παραπλανητικός. Μέσα στην έκφραση τούτη αναμιγνύεται η νομική έποψη, η οποία συνδέεται με την ύπαρξη ενός οριοθετημένου κράτους δικαίου, με την ηθική-ανθρωπιστική έποψη, η οποία αναφέρεται στην ιδεατή οικουμενική κοινότητα όλων των ανθρώπων ως ανθρώπων. Ανθρώπινα δικαιώματα με τη νομική έννοια του όρου θα μπορούσε να εκχωρήσει μοναχά ένα παγκόσμιο κράτος, γιατί μόνο στους κόλπους ενός τέτοιου κράτους θα ταυτίζονταν οι έννοιες «άνθρωπος» και «πολίτης». Μόνο σ’ ένα παγκόσμιο κράτος το θεσμοθετημένο δίκαιο θα αφορούσε όλους τους ανθρώπους υπό μόνη την ιδιότητά τους ως ανθρώπων, χωρίς να μεσολαβεί οιαδήποτε καταγωγή ή υπηκοότητα. Η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ της νομικής και της ηθικής-ανθρωπιστικής έποψης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεπάγεται, τώρα, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα υπό την ηθική-ανθρωπιστική έννοια θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ήδη ως πολιτικά-αστικά δικαιώματα και χωρίς να εγκαθιδρυθεί κάποιο παγκόσμιο κράτος, αρκεί όλα τα κράτη να μεταβάλλονταν σε «κράτη δικαίου» σύμφωνα με το (ιδεώδες τουλάχιστον) δυτικό πρότυπο. Απεναντίας, η εξαγγελία «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» από μέρους ενός παγκόσμιου κράτους διόλου δεν θα σήμαινε την αυτόματη διασφάλιση εκείνου που συνιστά σήμερα στη Δύση το ηθικό-ανθρωπιστικό περιεχόμενο των λεγομένων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ώστε από νομική άποψη το δίκαιο του παγκοσμίου κράτους θα ήταν οπωσδήποτε πηγή «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», όμως δεν θα ήταν σίγουρα τέτοιο από ηθική-ανθρωπιστική άποψη. Γιατί δεν είναι διόλου σίγουρο ότι το παγκόσμιο κράτος θα συγκροτηθεί κατά το πρότυπο του εθνικού «κράτους δικαίου».
Οι σκέψεις αυτές δεν εμπεριέχουν καμμία πρόγνωση για το αν θα πραγματοποιηθεί ή όχι το παγκόσμιο κράτος. Διατυπώνουν την τεκμηριωμένη υπόθεση ότι θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί υπό συνθήκες που δεν θα επέτρεπαν την εκπλήρωση όσων προσδοκιών συνάπτονται μαζί του. Και για το παγκόσμιο κράτος θα ίσχυε ό,τι ίσχυσε για κάθε κράτος ίσαμε σήμερα. Θα μπορούσε να είναι αλλού και άλλοτε σταθερό και συνεκτικό, αλλού και άλλοτε ασταθές και εύθραυστο, θα μπορούσε να προστατεύει ή να καταπιέζει. Προ παντός όμως δεν θα συνεπέφερε κάποια στάσιμη τελική κατάσταση. Και θα μπορούσε να εγγυηθεί την αιώνια ειρήνη εξ ίσου λίγο όσο και οποιοδήποτε άλλο κράτος. Μία τέτοια εγγύηση θα ήταν λογικά δυνατό να συναχθεί από την ύπαρξή του μόνον εάν στο παρελθόν οι πόλεμοι είχαν γίνει αποκλειστικά μεταξύ κρατών. Όμως έγιναν συχνά και τρομεροί εμφύλιοι πόλεμοι, τους οποίους ούτε καν το κρατικό μονοπώλιο της βίας δεν μπόρεσε να αποτρέψει. Ώστε το μόνο πράγμα, το οποίο θα μπορούσε να εγγυηθεί το παγκόσμιο κράτος, είναι η μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίους πολέμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου