Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» που εμφανίστηκε τον περασμένο Νοέμβριο στη Γαλλία έχει ήδη προκαλέσει ανάλογες κινητοποιήσεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Σουηδία και στη Βουλγαρία. Τα αιτήματα των διαδηλωτών σε κάθε χώρα δεν είναι πανομοιότυπα και αφορούν ένα εύρος ζητημάτων που εκτείνεται από τις πολιτικές οικονομικής λιτότητας μέχρι τη μετανάστευση και τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης.
Ωστόσο, κοινός παρανομαστής όλων αυτών των διεκδικήσεων φαίνεται να είναι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων κάθε χώρας. Αποτελεί το κίνημα αυτό μια σπασμωδική λαϊκή αντίδραση στηριγμένη για πολιτικούς λόγους από τοπικά ακροδεξιά ή ακροαριστερά μορφώματα ή υπάρχουν βαθύτερες αιτίες που αναμένεται να οδηγήσουν σε μια πιο μαζική και ίσως πιο βίαιη μορφή εκδηλώσεων στο μέλλον;
Όπως ανέφερα σε άρθρο μου στο Liberal προ εξαμήνου, η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε διάστημα γενικευμένης αστάθειας για μια σειρά από οικονομικούς αλλά και γεωπολιτικούς λόγους (συσταλτικές δημοσιονομικές πολιτικές και χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρώπη, συσσώρευση υψηλών δημόσιων και ιδιωτικών χρεών σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτεταμένη «ποσοτική χαλάρωση» από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας-Ευρώπης, δημιουργία νέων γεωπολιτικών συμμαχιών που δημιουργούν αυξημένες εντάσεις). H εκτίμηση που έγινε στο συγκεκριμένο κείμενο ήταν ότι από το τελευταίο δίμηνο του 2018 και έπειτα, εκκινεί μια περίοδος έντονης οικονομικής μεταβλητότητας που είναι πιθανόν να κορυφωθεί εντός του 2020. Αν εξετάσει κανείς τα μεγέθη των μεγαλύτερων διεθνών Χρηματιστηρίων, θα διαπιστώσει ότι έχουμε ήδη εισέλθει σε αυτήν τη νέα εποχή της οικονομικής αστάθειας. Κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2018, ο δείκτης S&P 500 στις ΗΠΑ απώλεσε το 12,2% της αξίας του, o τεχνολογικός δείκτης Nasdaq μειώθηκε κατά 13,5%, ενώ στην Ευρώπη ο EuroStoXX 50 έπεσε κατά 9%. Στην Ιαπωνία, κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο Nikkei 225 μειώθηκε κατά 19,3% και στην Κίνα ο Shangai Composite έπεσε κατά 10,8%.
Στο παρόν κείμενο θα εστιάσουμε στο μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο, αναφερόμενοι στους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει η διεθνής οικονομία εντός της ερχόμενης δεκαετίας-δεκαπενταετίας, εξαιτίας της εξαιρετικά αδύναμης θέσης στην οποία βρίσκονται τα ασφαλιστικά ταμεία τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Πρόκειται πραγματικά για μια βραδυφλεγή οικονομική βόμβα, που αν πυροδοτηθεί θα προκαλέσει απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες.
Το μέγεθος του προβλήματος
Ας ξεκινήσουμε εξετάζοντας την κατάσταση των συνταξιοδοτικών ταμείων στην Ευρώπη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το συνταξιοδοτικό έλλειμμα έφθασε τα 4 τρις δολάρια το 2015, την ίδια στιγμή που το ΑΕΠ της χώρας είναι μόλις 2,6 τρις δολ. (και αυτό χωρίς να συνυπολογιστούν οι συνέπειες ενός πιθανού Brexit). Τα αποθεματικά των βρετανικών ταμείων καλύπτουν σήμερα το 67,7% των συνολικών τους υποχρεώσεων, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας του ΟΟΣΑ το 2015, οι αποταμιευτές αναμένουν ότι οι συντάξιμες αποδοχές τους θα καλύπτουν μελλοντικά μόλις το 38% των εισοδημάτων που λαμβάνουν σήμερα ως εργαζόμενοι.
Το πρόβλημα αφορά ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο, καθώς ο πληθυσμός των Ευρωπαίων συνταξιούχων είναι ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος στον κόσμο (42 συνταξιούχοι ανά 100 εργαζόμενους, που θα γίνουν 65 μέχρι το 2060). Ο ρυθμός γεννήσεων έχει μειωθεί κατά 40% από το 1960 (1,6 γεννήσεις ανά γυναίκα) ενώ το προσδόκιμο ζωής ανήλθε κοντά στα 80 έτη από τα 69. Γι’ αυτό το λόγο το πρόβλημα είναι έντονο όχι μονάχα στα κράτη του Νότου που αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα ανεργίας και χαμηλά επίπεδα γεννήσεων, αλλά και σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία και το Βέλγιο, που δεν διατηρούν αποθεματικά για μελλοντικές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις, αλλά πληρώνουν κάθε έτος τους συνταξιούχους μέσω των διαθέσιμων πόρων του κρατικού τους προϋπολογισμού (pay as you go system).
Η κατάσταση όμως δεν είναι ευοίωνη ούτε στις ΗΠΑ. Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s υπολόγισε ότι το «άνοιγμα» των ομοσπονδιακών συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων φθάνει στα 3,5 τρις δολάρια, ενώ το American Enterprise Institute το υπολογίζει στα 5,2 τρις δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι κάθε νοικοκυριό στις ΗΠΑ είναι χρεωμένο με πάνω από 40.000 δολάρια εξαιτίας της ανεπάρκειας των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων. Η εικόνα αυτή γίνεται πολύ χειρότερη, αν προστεθούν οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις σε τοπικό επίπεδο, καθώς και τα κεφάλαια που απαιτούνται για τα προγράμματα Social Security και Medicare. Οι πολιτείες που κινδυνεύουν περισσότερο να αφήσουν εκτεθειμένους τους συνταξιούχους τους είναι πρωτίστως το Νιου Τζέρσεϊ και το Κεντάκι, ενώ ακολουθούν το Ιλινόις, το Κονέκτικατ, το Κολοράντο, η Χαβάη, η Πενσυλβάνια,η Μιννεσότα, το Ρόουντ Άιλαντ και η Νότια Καρολίνα. Το Κονέκτικατ, παραδείγματος χάριν, που αποτελεί την πολιτεία με το μεγαλύτερο πλούτο ανά κάτοικο στις ΗΠΑ, καλύπτει μόνο το 51,9% των απαιτούμενων μελλοντικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων, σύμφωνα με την Wall Street Journal. Η βαρύτητα του δημογραφικού παράγοντα είναι και εδώ σημαντική: To 1940 αντιστοιχούσαν 160 εργαζόμενοι σε κάθε συνταξιούχο, το 1950 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 16,5, το 1960 ήταν 5,1 ενώ το 2030 θα είναι 2,3. Την ίδια ώρα ο αριθμός των γεννήσεων στις ΗΠΑ είναι 1,76 ανά γυναίκα (ο χαμηλότερος εδώ και 30 έτη) πολύ κάτω από το 2.1 που αποτελεί το ποσοστό αναπλήρωσης του πληθυσμού μιας χώρας.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αλλά και το εύρος του προβλήματος, αναφέρουμε ότι το 2016 η Citibank υπολόγισε το έλλειμμα των συνταξιοδοτικών ταμείων των 20 μεγαλύτερων χωρών του ΟΟΣΑ στα 78 τρις δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί σε 1,8 φορές το συνολικό ΑΕΠ των χωρών αυτών.
Οι αιτίες του προβλήματος
Τα συνταξιοδοτικά ταμεία της Δύσης βρίσκονται σε ιδιαίτερα δυσχερή κατάσταση και αυτό οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες:
Α) Δημογραφικό πρόβλημα
Όπως κατεδείχθει ανωτέρω, οι χαμηλοί ρυθμοί γεννήσεων και ο γηρασκόμενος πληθυσμός σε Ευρώπη και ΗΠΑ, επιφέρουν δυσμενείς επιδράσεις στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Το πρόβλημα αυτό πολλαπλασιάζεται απ’ το γεγονός ότι η γενιά των baby boomers πλέον συνταξιοδοτείται, ενώ και το προσδόκιμο της ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια που απαιτούνται να είναι περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν.
Β) Οικονομικές κρίσεις
Τα συνταξιοδοτικά ταμεία προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, θα πρέπει να επιτυγχάνουν στις επενδύσεις τους αποδόσεις που θα προσεγγίζουν το 7-8% ετησίως. Όμως, οι οικονομικές κρίσεις, τόσο αυτή της αρχής της δεκαετίας του 2000 όσο και εκείνης του 2007, μείωσαν τις χρηματιστηριακές αποδόσεις, βγάζοντας εκτός προγράμματος τα επενδυτικά πλάνα των συνταξιοδοτικών ταμείων. Έχει υπολογιστεί ότι για κάθε 1-2% χαμηλότερης απόδοσης που πραγματοποιούν τα ταμεία, οι αφαλιστικές εισφορές θα πρέπει να αυξάνονται κατά 10% για να καλύψουν το κενό χρηματοδότησης που δημιουργείται. Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα ανεργίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ, μείωσαν την αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων, καθώς και τα ποσά των ασφαλιστικών εισφορών, περιορίζοντας έτσι τις δυνατότητες των συνταξιοδοτικών ταμείων. Πλέον, η επιβίωση των ταμείων απαιτεί μια πολυετή περίοδο συνεχόμενων υψηλών χρηματιστηριακών αποδόσεων, που στατιστικά είναι μάλλον αδύνατον να επιτευχθεί, ιδιαίτερα εντός συνθηκών γενικευμένης οικονομικής αστάθειας, όπως είναι αυτές που επικρατούν στην παρούσα κατάσταση.
Γ) Λανθασμένες οικονομικές πολιτικές
Οι κεντρικές τράπεζες σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία, προκειμένου να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα, κατέφυγαν στη λύση της «ποσοτικής χαλάρωσης», στη δημιουργία δηλαδή μεγάλης ρευστότητας που διοχετεύθηκε στην αγορά κρατικών αλλά και ιδιωτικών ομολόγων. Τα χειρότερα επί του παρόντος αποφεύχθησαν, αλλά η πολιτική αυτή οδήγησε τα επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά (ακόμη και σε αρνητικά) επίπεδα με αποτέλεσμα οι αποδόσεις των ασφαλιστικών ταμείων που επενδύθηκαν σε τέτοια ομόλογα να είναι πολύ χαμηλές, δημιουργώντας ελλείμματα τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Καθώς, η ποσοτική χαλάρωση πλέον αρχίζει να περιορίζεται και τα επιτόκια ανέρχονται, εμφανίζεται ο κίνδυνος μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης από τις επενδυτικές «φούσκες» που έχουν δημιουργηθεί, γεγονός που θα επέφερε επιπλέον απώλειες στα ασφαλιστικά συστήματα. Όπως γίνεται αντιληπτό, τα συνταξιοδοτικά ταμεία βρίσκονται σε μια κατάσταση όπου είτε τα επιτόκια αυξηθούν είτε μείνουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, κινδυνεύουν να υποστούν υψηλές ζημιές.
Δ) Λανθασμένος σχεδιασμός των κοινωνικών συστημάτων ασφάλισης
Τα συνταξιοδοτικά ταμεία έπεσαν θύματα λανθασμένων στρατηγικών καθώς α) δεν υπήρξε προσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης βασισμένη στα νέα προσδόκιμα ζωής, με αποτέλεσμα σε πολλές χώρες να υπάρχουν συνταξιούχοι σε σχετικά μικρές ηλικίες β) δεν προβλέφθηκε η πιθανότητα χαμηλών ή και αρνητικών αποδόσεων λόγω οικονομικών κρίσεων γ) δεν υπήρξε η δυνατότητα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) τοποθετήσεων των κεφαλαίων των κρατικών ταμείων σε εταιρικά ομόλογα και μετοχές, αλλά προτιμήθηκαν οι θεωρητικά ασφαλέστερες –αλλά χαμηλότερες σε αξία- επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.
Οι πιθανές λύσεις του προβλήματος
Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα ασφαλιστικά ταμεία στη Δύση, δεν επιτρέπει την εφαρμογή εύκολων λύσεων. Οι εναλλακτικές που παρουσιάζονται είναι οι εξής:
A) Αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης σε ηλικίες που προσεγγίζουν ή ακόμη και ξεπερνούν τα 70 έτη.
B) Σημαντική αύξηση της φορολογίας, ώστε να μειωθούν τα ελλείμματα των συνταξιοδοτικών ταμείων.
Γ) Αύξηση των ασφαλιστικών ειφορών των εργαζομένων.
Δ) Μείωση των ποσών των συντάξεων.
Ε) Επένδυση κατ’ επιλογή ή υποχρεωτικά ενός μέρους των εισφορών των εργαζομένων σε εταιρικά ομόλογα και μετοχές.
ΣΤ) Συνδυασμός των ανωτέρω επιλογών.
Όπως είναι κατανοητό, κανένα από τα ανωτέρω μέτρα δεν θα ήταν ευχάριστο από κοινωνικής απόψεως. Η συνταξιοδότηση σε μια ηλικία που προσεγγίζει τα 70 έτη, φαντάζει απάνθρωπη με τις παρούσες συνθήκες, εκτός και αν η ιατρική επιστήμη κάνει τέτοια άλματα που θα επιτρέψουν την επέκταση του προσδόκιμου ζωής, καθώς και τη βελτίωση της υγείας και της καθημερινής δραστηριότητας των ηλικιωμένων ατόμων.
Η αύξηση της φορολογίας, η μείωση των συντάξεων, καθώς και η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, θα επιφέρει μια ραγδαία επιδείνωση του επιπέδου ζωής των μεσοαστικών τάξεων, οδηγώντας σε νέες κοινωνικές εξεγέρσεις μαζικού χαρακτήρα, εκτός και αν η φορολόγηση έχει έντονο αναδιανεμητικό χαρακτήρα ώστε να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Ακόμη όμως και η υψηλή φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων θα είχε δυσμενή αποτελέσματα, καθώς θα μείωνε τα επενδυτικά κίνητρα και ενδεχομένως να οδηγούσε σε πτωχεύσεις και εκτεταμένη ανεργία.
Η επέκταση της δυνατότητας επένδυσης των αποθεματικών των κρατικών συνταξιοδοτικών ταμείων σε μετοχές και εταιρικά ομόλογα, δίνει μεν τη δυνατότητα να επιτευχθούν μεγαλύτερες αποδόσεις, αλλά παράλληλα δημιουργεί και δυνητικούς κινδύνους γενικευμένης κατάρρευσης σε περίπτωση όπου υπάρξει μια μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε τη διασύνδεση μεταξύ συνταξιοδοτικών ταμείων, τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών.
Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ένας ακόμη δυσμενής παράγοντας: H επερχόμενη αυτοματοποίηση της παραγωγής θα θέσει εκτός εργασίας δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλον τον κόσμο, γεγονός που θα οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες ασφαλιστικών εισφορών. Μια λύση στο ζήτημα αυτό θα μπορούσε να είναι η επιβολή ενός φόρου κεφαλαίου που θα πλήρωναν οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τις μηχανές και τα έσοδα του οποίου θα αξιοποιούνταν προς ενίσχυση των συνταξιοδοτικών ταμείων, για νέα επενδυτικά προγράμματα, αλλά και σε προγράμματα επανεκπαίδευσης των ανέργων.
Περαιτέρω, οι κυβερνήσεις στοχεύοντας στη ρίζα του προβλήματος, θα πρέπει να σχεδιάσουν προγράμματα ενίσχυσης των γεννήσεων, είτε με χρηματικά επιδόματα είτε με διευκολύνσεις σε επίπεδο ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών των οικογενειών. Η εναλλακτική που έχει ο δυτικός κόσμος, είναι η προσέλκυση νέου ανθρώπινου εργατικού δυναμικού μέσω της μετανάστευσης από τις χώρες της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ασίας. Βεβαίως, η αλλαγή του οικογενειακού προγραμματισμού δεν είναι φαινόμενο μόνον οικονομικό αλλά και πολιτισμικό, καθώς έχει προκύψει από την διαφοροποίηση της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων βίου που δημιούργησε το δυτικό πρότυπο ζωής.
Περνώντας από το πλαίσιο των θεωρητικών λύσεων σε αυτό του πραγματικού κόσμου, δεν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος για το μέλλον. Η πιθανότητα μιας έντονης αναδιανεμητικής φορολογικής πολιτικής υπέρ των μεσοαστικών τάξεων που θα άμβλυνε τις επερχόμενες εισοδηματικές απώλειες από τη μείωση των συντάξεων, φαντάζει μάλλον ουτοπική, παρά τις ενδεχόμενες κρατικές υποχωρήσεις σε θέματα ελάσσονος οικονομικής σημασίας. Αυτό που φαίνεται πιθανότερο να συμβεί, είναι η προσπάθεια να περιοριστούν τα ελλείμματα μέσω αυξήσεων στη φορολογία, στα όρια συνταξιοδότησης και στις ασφαλιστικές εισφορές. Η μετανάστευση φαίνεται να προτείνεται ως ένα μέσο αύξησης του εργατικού δυναμικού και ανανέωσης του πληθυσμού, αλλά ήδη συναντά πολλές αντιδράσεις στις χώρες της Δύσης, καθώς οι μετανάστες προέρχονται από κράτη με διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα που έρχονται σε σύγκρουση με τα δυτικά πρότυπα ζωής και η ενσωμάτωση τους ως τώρα φαίνεται να είναι μια αργή και δύσκολη διαδικασία.
Αυτές οι εξελίξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι το δυτικό μοντέλο ζωής με τις αυξημένες κοινωνικές παροχές κινδυνεύει να καταρρεύσει εντός των επόμενων δεκαετιών. Ο ίδιος ο θεσμός του κράτους θα κλονιστεί, με τους πολίτες της Δύσης να διαπιστώνουν πως δεν τους παρέχεται πλέον ένα πλαίσιο ασφάλειας και οικονομικο-κοινωνικής κανονικότητας, παρόμοιο με αυτό που δημιουργήθηκε μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι μεταβολές αυτές δεν θα είναι ήπιες, αλλά ούτε και αναίμακτες και για αυτό θεωρούμε ότι κινήματα τύπου «κίτρινων γιλέκων» θα πολλαπλασιαστούν στο μέλλον, οδηγώντας σε έντονες κοινωνικές αναταραχές που μπορούν να προκαλέσουν από εμφυλίους πολέμους μέχρι και διακρατικές συγκρούσεις.
Δεν πρέπει, άλλωστε, να λησμονούμε ότι σε βάθος χιλιετιών οι ιστορικές εξελίξεις παρουσιάζουν μια κυκλικότητα, ενώ η ίδια η Φυσική μας υποδεικνύει μέσω του δεύτερου νόμου της Θερμοδυναμικής ότι η Εντροπία (το μέγεθος που εκφράζει το μέτρο της αταξίας ενός συστήματος) είναι πανταχού παρούσα στον κόσμο. Η αποκατάσταση αυτής της «αταξίας» θα επέλθει είτε με βίαιες κοινωνικές μεταβολές, είτε με τολμηρές οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις.
*Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι Οικονομολόγος, Διεθνολόγος, Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας και Συντονιστής Έρευνας στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας, Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου