Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΛΙΛΑ
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχουν παρατηρήσει ότι χώρες με μεγάλα αποθέματα πετρελαίου είναι οι κύριοι στόχοι των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ «ανθρωπιστικών παρεμβάσεων» που αποβλέπουν στην «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Δεν είναι, όμως, μόνο ο Λευκός Οίκος που κινεί τα νήματα, συχνά, όπως στην περίπτωση της Βενεζουέλας, είναι συγκεκριμένες εταιρίες πίσω από τον εκάστοτε πρόεδρο των ΗΠΑ.
Η επίμονη προσπάθεια διάρκειας δύο δεκαετιών που αποσκοπούσε στην αλλαγή του καθεστώτος και στην «προώθηση της δημοκρατίας» στη Βενεζουέλα συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι η χώρα αυτή της Νότιας Αμερικής έχει τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο.
Όπως γράφει η Γουίτνεϊ Γουέμπ «πρωτομάστορες του πραξικοπήματος» είναι αμερικανικές εταιρίες, όπως η Valero Energy & Chevron για την οποία απηύθυνε μάλιστα έκκληση ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής από τη Φλόριντα Μάρκο Ρούμπιο σε tweet του υπέρ του Χουάν Γκουαϊδό που ορκίστηκε μόνος του μεταβατικός πρόεδρος της Βενεζουέλας.
«Ο μεγαλύτερος αγοραστής πετρελαίου της Βενεζουέλας είναι η εταιρία Valero Energy & Chevron» έγραψε. «Η διύλιση του βαρέος αργού από τη Βενεζουέλα υποστηρίζει σημαντικές θέσεις εργασίας στην ακτή του Κόλπου και για χάρη αυτών των εργαζομένων στις ΗΠΑ ελπίζω ότι θα αρχίσουν να δουλεύουν τώρα με τη διοίκηση του προέδρου [Juan] Guaidó και θα διακόψουν το παράνομο καθεστώς του Maduro».
Τον περασμένο Ιανουάριο, θυμίζουμε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναγνώρισε τον Χουάν Γκουαϊδό του χρηματοδοτούμενου από την Ουάσιγκτον κόμματος της Λαϊκής Θέλησης που συνδέεται άμεσα με την CIA ως «νόμιμο» πρόεδρο της Βενεζουέλας.
Λίγες ώρες μετά το tweet του Rubio, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, John Bolton, ο οποίος υποστήριξε ενεργά το αποτυχημένο πραξικόπημα της Βενεζουέλας το 2002, εμφανίστηκε στο «Fox News» και δήλωσε στον οικοδεσπότη της εκπομπής Trish Regan τα εξής: «Εξετάζουμε τα περιουσιακά στοιχεία του πετρελαίου. Αυτή είναι η πιο σημαντική ροή εισοδήματος για την κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Εξετάζουμε τι πρέπει να κάνουμε πάνω σε αυτό».
Αν και αυτό ήταν μια εκπληκτική ομολογία από μόνη της, ο Μπόλτον δεν σταμάτησε εκεί. Συνέχισε λέγοντας: «είμαστε σε συνομιλία με μεγάλες αμερικανικές εταιρίες τώρα που βρίσκονται είτε στη Βενεζουέλα, είτε στην περίπτωση της Citgo εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Νομίζω ότι προσπαθούμε να φτάσουμε στο ίδιο τελικό αποτέλεσμα …. Θα κάνει μεγάλη διαφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες οικονομικά, αν μπορούσαμε να έχουμε αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες να επενδύσουν πραγματικά και να παράγουν πετρέλαιο, επιτόπου, στη Βενεζουέλα».
Δεδομένου ότι η Citgo ανήκει σε μεγάλο βαθμό στην κρατική πετρελαϊκή εταιρία της Βενεζουέλας: «Petroleos de Venezuela SA (PDVSA)» η δήλωση του Μπόλτον αποκαλύπτει ότι οι εταιρίες που υποστηρίζουν την ώθηση της αλλαγής του τσαβικού καθεστώτος Μαδούρο, είναι αυτές που λειτουργούν σήμερα στη Βενεζουέλα.
Επί του παρόντος, υπάρχουν μόνο δύο αμερικανικές μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες με σημαντική παρουσία στη Βενεζουέλα – η Chevron και η Halliburton. Ωστόσο, η Chevron είναι μακράν η κορυφαία αμερικανική εταιρία σε επενδύσεις σε έργα πετρελαίου της Βενεζουέλας, με την Halliburton να έχει σταματήσει μεγάλο μέρος των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων στη χώρα, μόλις πέρυσι – χάνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ως αποτέλεσμα αυτής της απόσυρσης.
Αυτές οι δύο εταιρίες έχουν από καιρό «ιστορικούς δεσμούς» και μια σταθερή επιχειρηματική σχέση μεταξύ τους και έχουν αποκομίσει οφέλη από παρελθούσες «ανθρωπιστικές παρεμβάσεις» των ΗΠΑ στο εξωτερικό – όπως από τον πόλεμο στο Ιράκ, όπου η κυβέρνηση των ΗΠΑ «άνοιξε» την εθνικοποιημένη κρατική πετρελαϊκή βιομηχανία στις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες με την στρατιωτική της ισχύ.
Τώρα με ανάλογο άνοιγμα της εθνικοποιημένης πετρελαϊκής βιομηχανίας στη Βενεζουέλα, οι Chevron και Halliburton είναι και πάλι έτοιμες να επωφεληθούν από τις πολιτικές αλλαγής καθεστώτος της Ουάσινγκτον, στο εξωτερικό. Επιπλέον, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις του Μπόλτον, αυτές οι εταιρίες είναι επίσης οι κορυφαίοι χορηγοί του τρέχοντος πραξικοπήματος που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ για την ανατροπή της κυβέρνησης στο Καράκας.
Η ιστορία της Chevron στη Βενεζουέλα είναι μακρά και ενδιαφέρουσα, καθώς η παρουσία της στη χώρα χρονολογείται περισσότερο από έναν αιώνα. Από την εποχή εκείνη, η παρουσία της Chevron στη Βενεζουέλα είναι σταθερή παρά τον κανόνα των δραστικά εναλλασσόμενων κυβερνήσεων, από τις στρατιωτικές δικτατορίες μέχρι το σοσιαλιστικό κίνημα των Chavista.
Για μεγάλο μέρος της ιστορίας της στη Βενεζουέλα, η Chevron έπρεπε να ασχοληθεί με τους νόμους της κυβέρνησης της Βενεζουέλας σχετικά με την παραγωγή πετρελαίου, ιδίως με τον νόμο του 1943, σύμφωνα με τον οποίο οι ξένες εταιρείες δεν μπορούσαν να αποκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη από το πετρέλαιο από αυτά που έπρεπε να πληρώνουν στο κράτος της Βενεζουέλας. Λίγες δεκαετίες αργότερα τη δεκαετία του 1960, οι ξένες εταιρείες αναγκάστηκαν να διαχειριστούν τα έργα εξόρυξης πετρελαίου στη Βενεζουέλα συνεργαζόμενες στενά με την κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, η οποία αργότερα έδωσε τη θέση της στην σημερινή κρατική πετρελαϊκή εταιρεία PDVSA, που δημιουργήθηκε το 1976.
Ήταν γύρω σε αυτή την περίοδο που η εταιρία Halliburton άρχισε να δραστηριοποιείται για πρώτη φορά στη Βενεζουέλα.
Ωστόσο, οι ξένες εταιρείες -ιδιαίτερα οι αμερικανικές- δεν ήθελαν να συμβιβαστούν με τα μειοψηφικά μερίδια στα προγράμματα της PDVSA και επιθυμούσαν να επανέλθουν στις παλαιότερες μέρες της εξαγωγής πετρελαίου της Βενεζουέλας, όταν εταιρείες όπως η Rockefeller-owned Standard Oil αποκόμιζαν τεράστια κέρδη από το πετρέλαιο της Βενεζουέλας.
Μετά το «άνοιγμα του πετρελαίου» (apertura petrolera) στις ξένες επενδύσεις, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μάλιστα κάτω από μια κυβέρνηση υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ του Rafael Caldera, ο πρόεδρος που προηγήθηκε του Hugo Chavez – φάνηκε ότι η ιδιωτικοποίηση της PDVSA σύντομα θα γινόταν πραγματικότητα και εταιρείες όπως η Chevron, η ExxonMobil και η Halliburton θα απολάμβαναν την «χρυσή εποχή» των αμερικανικών συμφερόντων πετρελαίου στη Βενεζουέλα. Ωστόσο, η πτώση του Καλντέρα και η άνοδος του Τσάβες γκρέμισαν γρήγορα αυτό το δεκαετές όνειρο των αμερικανικών εταιριών και των πολιτικών που στήριζαν.
Ο Τσάβες όχι μόνο τερμάτισε οποιαδήποτε πιθανότητα ιδιωτικοποίησης της PDVSA, αλλά επίσης αποδυνάμωσε τις παρασιτικές επιπτώσεις που οι διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες είχαν στην κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της Βενεζουέλας.
Για παράδειγμα, διόρισε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες πετρελαίου στο διοικητικό συμβούλιο της PDVSA, όπου τα προηγούμενα χρόνια, οι διαχειριστές της PDVSA διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τις ξένες εταιρείες οι οποίες ήταν και υπεύθυνες για τον έλεγχο της συμμετοχής μελών του διοικητικού συμβουλίου.
Ο Τσάβες μείωσε περαιτέρω την εταιρική ιδιοκτησία σε ορισμένα πετρελαϊκά έργα στο 49% και απέλυσε τον πρόεδρο της PDVSA, αντικαθιστώντας τον με έναν πολιτικό του σύμμαχο. Αυτές οι δραστικές αλλαγές, μεταξύ άλλων, οδήγησαν σε απεργία πολλούς εργαζόμενους στην PDVSA, μια απεργία που προηγήθηκε της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ, τον Απρίλιο του 2002.
Μετά το πραξικόπημα, ο Τσάβες διέλυσε μια κοινή επιχείρηση που ιδρύθηκε το 1996 μεταξύ της PDVSA και της θυγατρικής της Βενεζουέλας της αμερικανικής εταιρείας SAIC, που είναι γνωστή ως INTESA. Η INTESA, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας που είχε έλεγχε όλα τα εταιρικά δεδομένα του PDVSA (και τα μυστικά της), τα οποία στη συνέχεια έστελνε στην αμερικανική κυβέρνηση και τις εταιρίες πετρελαίου των ΗΠΑ, προκειμένου να ανατραπεί ο Τσάβες.
Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι οι διευθυντές της SAIC την εποχή εκείνη ήταν άλλοτε δύο πρώην υπουργοί Άμυνας των ΗΠΑ και άλλοτε δύο πρώην διευθυντές της CIA.
Οι εντάσεις μεταξύ της κυβέρνησης των Chavista και της αμερικανικής μαζί με τις αμερικανικές εταιρίες αυξανόταν διαρκώς για να φθάσει στο crescendo του 2007.
Εκείνη την χρονιά, ο Τσάβες ανακοίνωσε πως θα εθνικοποιήσει και τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις εξόρυξης πετρελαίου που βρίσκονταν υπό ξένο έλεγχο, δίνοντας στην PDVSA τουλάχιστον το 60% ως ποσοστό συμμετοχής σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις. Οι πετρελαϊκές εταιρείες των ΗΠΑ ExxonMobil και ConocoPhillips εγκατέλειψαν τις δραστηριότητές τους στη Βενεζουέλα, χάνοντας έτσι δισεκατομμύρια. Ο πρόεδρος της ExxonMobil ήταν τότε ο Rex Tillerson – ο οποίος αργότερα θα γινόταν ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Chevron, ήταν η μοναδική από τις άλλες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες που είδε μια ευκαιρία και πέρασε τα επόμενα χρόνια καλλιεργώντας στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση του Τσάβες.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας μέσω της PDVSA και της Chevron δημιούργησε πολλές κοινοπραξίες, μία από τις σημαντικότερες από τις οποίες έγινε γνωστή ως «Petropiar», η οποία συνδυάζει το βαρύ αργό πετρέλαιο της Βενεζουέλας με άλλες ουσίες για να καταστεί ευκολότερα μεταφερόμενο. Ωστόσο, η Chevron – λόγω των μεταρρυθμίσεων του Τσάβες στον τομέα του πετρελαίου της Βενεζουέλας – αναγκάστηκε να περιοριστεί σε μειοψηφικές συμμετοχές σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις.
Μετά το θάνατο του Τσάβες το 2013 και την αρχή της οικονομικής πολιορκίας της Βενεζουέλας από τις ΗΠΑ – πρώτα μέσω της χειραγώγησης των τιμών πετρελαίου σε συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία και έπειτα μέσω κυρώσεων – τα κέρδη της PDVSA και, συνεπώς και της Chevron έπεσαν δραματικά. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Schlumberger που εδρεύει στο Χιούστον απέσυρε τις δραστηριότητές της από τη Βενεζουέλα.
Από τότε, οι σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης Μαδούρο και της Chevron επιδεινώθηκαν και τώρα, με το σημερινό πραξικόπημα σε εξέλιξη, η Chevron είναι έτοιμη να ανατρέψει την κυβέρνηση με την ελπίδα ότι τα κέρδη όχι μόνο θα βελτιωθούν αλλά θα ξεπεράσουν ακόμα και αυτά της εταιρικής σχέσης Chevron-Chávez.
Δεν θα πρέπει λοιπόν να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πρόσφατες κυρώσεις των ΗΠΑ σχετικά με τους πετρελαϊκούς τομείς της Βενεζουέλας περιελάμβαναν εξαιρέσεις τόσο για την Halliburton όσο και για την Chevron. Εξίσου εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι ο υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ πρόεδρος της Βενεζουέλας – Juan Guaidó – έχει ήδη δηλώσει τα σχέδιά του να ανοίξει το κρατικό πετρελαϊκό ενεργητικό της Βενεζουέλας σε ξένες εταιρείες αν καταφέρει να ανατρέψει τον Μαδούρο.
Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης πετρελαίου «S & P Global Platts», ο Γκουαϊδό έχει ήδη προβεί στη «σύνταξη ενός νέου νόμου για τους υδρογονάνθρακες που θεσπίζει ευέλικτους φορολογικούς και συμβατικούς όρους για έργα προσαρμοσμένα στις τιμές του πετρελαίου και τον κύκλο επενδύσεων πετρελαίου και σύστασης οργανισμών υδρογονανθράκων» που θα προσφέρει «διάφορους γύρους υποβολής προσφορών για έργα φυσικού αερίου και συμβατικά βαρέα και εξαιρετικά βαρέα αργού σε διεθνείς εταιρείες πετρελαίου».
Το σαφές μήνυμα είναι ότι ο «πρόεδρος» της Βενεζουέλας που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, στέλνει μήνυμα στην Ουάσινγκτον ότι θα ιδιωτικοποιήσει γρήγορα την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της Βενεζουέλας αν καταφέρει να αναλάβει την εξουσία, μια κίνηση που αποτελεί από καιρό βασικό στοιχείο της ρητορικής της αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας, που χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ, της οποίας ο Γκουαϊδό είναι πλέον αρχηγός.
Και ας μην ξεχνάμε ότι το 2011, ο Τραμπ είχε δηλώσει στην «Wall Street Journal» ότι θα υποστηρίξει την επέμβαση που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ στη Λιβύη εάν οι ΗΠΑ μπορέσουν «να πάρουν το πετρέλαιο». Οκτώ χρόνια μετά την παρέμβαση των ΗΠΑ, η Λιβύη παραμένει χωρίς κεντρική κυβέρνηση ως χώρος αχαλίνωτης τρομοκρατικής δραστηριότητας, με ένα τεράστιο παράνομο εμπόριο όπλων και ένα ανερχόμενο εμπόριο σκλάβων.
[ΠΗΓΗ]https://www.stonisi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου