Την Κυριακή 17/2 στην έντυπη έκδοση της Καθημερινής δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «Γραφειοκρατία και τοπικές αντιδράσεις μπλοκάρουν έρευνες για υδρογονάνθρακες» . Στον παρόν κείμενο θα αναλύσουμε τις θέσεις τις οποίες αυτό προωθεί και την επιχειρηματολογία μέσω της οποίας προσπαθεί να τις υποστηρίξει. Καθ’ όλη την έκταση του κειμένου θα παραθέτουμε κάθε παράγραφο του αρχικού άρθρου αυτούσια (με πλάγια γραφή) και στη συνέχεια θα προσθέτουμε το σχολιασμό μας (με έντονη γραφή). Ας αρχίσουμε.
Την έντονη κινητικότητα της ευρύτερης περιοχής, από το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο μέχρι την Αδριατική, το Μαυροβούνιο, την Κροατία και την Αλβανία στον τομέα των υδρογονανθράκων, δυσκολεύεται να ακολουθήσει η Ελλάδα παρά την τοποθέτηση πετρελαϊκών κολοσσών της παγκόσμιας πετρελαϊκής αγοράς.
Το άρθρο ξεκινά με τον ορισμό του αντικειμένου μελέτης του: το ελληνικό κράτος και τις δραστηριότητες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε αυτό. Συνεχίζει με την παρουσίαση του γεωγραφικού και οικονομικού χώρου στο οποίο το ελληνικό κράτος βρίσκεται: τα Βαλκάνια (Μαυροβούνιο, Κροατία, Αλβανία) και η νοτιο-ανατολική Μεσόγειος (Αίγυπτος, Κύπρος, Ισραήλ). Ο χώρος αυτός αποτελείται από κρατικές οντότητες, οι οποίες σχηματίζουν ένα διακρατικό σύστημα, στο εσωτερικό του οποίου αυτή την περίοδο υπάρχει «έντονη κινητικότητα» στον τομέα των υδρογονανθράκων.
Η ανάπτυξη της εξορυκτικής δραστηριότητας είναι θετική για το κάθε κράτος ως προς τη θέση του συγκριτικά με άλλα κράτη και δεν είναι μια διαδικασία συνεργασίας μεταξύ των κρατών αλλά ένας αγώνας δρόμου για την μέγιστη επέκτασή της. Αναδεικνύεται πως η βασική σχέση μεταξύ των κρατικών οντοτήτων είναι ανταγωνιστική και η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων συνδέεται με τον διακρατικό ανταγωνισμό, τον οποίο και εντείνει.
Συνεπώς, το ελληνικό κράτος πρέπει να είναι πιο ανταγωνιστικό και άρα οφείλει να δημιουργήσει το καλύτερο επενδυτικό περιβάλλον για τις εξορύξεις, τις οποίες ως άμεσο έργο αναλαμβάνουν οι «πετρελαϊκοί κολοσσοί» για την κερδοφορία τους, η οποία συμβαδίζει με την όξυνση των ανταγωνισμών. Ωστόσο, ενώ το κεφάλαιο θέλει, το κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί με αποτέλεσμα να «δυσκολεύεται να ακολουθήσει» τα υπόλοιπα Βαλκάνια και ΝΑ Μεσόγειο στον διακρατικό ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Την ίδια στιγμή που η ExxonMobil είναι έτοιμη να ανακοινώσει τα ευρήματα της νέας γεώτρησης στην ΑΟΖ της Κύπρου, η Αίγυπτος ανακοινώνει 12 νέες άδειες παραχωρήσεων, το Ισραήλ ετοιμάζει νέο γύρο παραχωρήσεων, η Κροατία ανακοινώνει ότι θα προχωρήσει σε νέο διαγωνισμό για παραχωρήσεις στις Άλπεις και η Αλβανία ότι αναμένει μεγάλη ανακάλυψη από τις γεωτρήσεις της Shell, στην Ελλάδα οι επενδυτές, Έλληνες και ξένοι, δυσκολεύονται να κατανοήσουν το μέγεθος της γραφειοκρατίας και αναφωνούν όλοι μαζί «δεν πάει άλλο».
Ακολουθεί παρουσίαση των παραχωρήσεων στα άλλα κράτη της περιοχής με έμφαση στην πρόοδο που έχει γίνει στις γεωτρήσεις. Αναφέρονται συγκεκριμένα α) στην Κύπρο, η ExxonMobil, η οποία έχει αναλάβει το 40% των οικοπέδων νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης β) στην Αλβανία, η Shell, η οποία «αναμένει μεγάλη ανακάλυψη».
Αντίθετα, στην Ελλάδα, οι επενδυτές βρίσκονται σε αδιέξοδο απέναντι στην αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στο δομικό, διακρατικό, ανταγωνιστικό χαρακτήρα του συγκριτικά με τα γειτονικά κράτη. Που αποδίδει το άρθρο αυτή την αδυναμία; Απάντηση: «στο μέγεθος της γραφειοκρατίας», το οποίο οι επενδυτές «δυσκολεύονται να κατανοήσουν». Η γραφειοκρατία παρουσιάζεται ως παράλογο στοιχείο του κράτους, το οποίο θα έπρεπε να είναι ορθολογικά οργανωμένο για να πετύχει τους στόχους του. Η Λογική του κράτους είναι η λογική της επέκτασης του κεφαλαίου και των ανταγωνισμών.
Μάλιστα, η μεγαλύτερη κοινοπραξία της εγχώριας αγοράς, αυτή των ΕΛΠΕ, Total, ExxonMobil, είναι έτοιμη να ζητήσει τροποποίηση του νόμου για τους υδρογονάνθρακες, προκειμένου να απεμπλακούν από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Η κοινοπραξία ΕΛΠΕ-Total–ExxonMobil δραστηριοποιείται στα θαλάσσια οικόπεδα που έχουν παραχωρηθεί στην Κρήτη∙ ΕΛΠΕ και Total συμμετέχουν σε κοινοπραξία με την Edison στο οικόπεδο 2 στο Ιόνιο. Η επίλυση του γραφειοκρατικού προβλήματος δεν είναι η γενική κατάργηση της γραφειοκρατίας, αλλά η παράκαμψη της μέσω τροποποίησης των νόμων.
Το νομικό καθεστώς υπάγεται στη λογική των κερδών και πρέπει να είναι ευέλικτο ώστε να μπορεί να προσαρμοστεί σ’αυτήν. Ταυτόχρονα, γίνεται παραδοχή της προνομιακής σχέσης εταιρειών και κράτους. Οι εταιρείες μπορούν να διεκδικούν αδιαμεσολάβητα και έξω από τη γραφειοκρατία από το κράτος να παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία για την εξυπηρέτηση των κοινών, γενικών στόχων τους.
Εδώ, πλέον κάνει την εμφάνιση του ο δεύτερος παράγοντας που καθυστερεί τις εξορύξεις: «οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών». Ως τώρα, δεν υπήρχε καμία αναφορά σε αυτές. Ξαφνικά εισάγονται ως ισότιμος ανασταλτικός παράγοντας δίπλα στη γραφειοκρατία. Η είσοδος τους στο άρθρο εγκαινιάζει και ένα άλλο στοιχείο: ως τώρα αναφερόμασταν στο κράτος και στις εταιρείες. Μεταξύ αυτών υπάρχει συμφωνία όσον αφορά τη γενική τους κατεύθυνση καθώς υπάγονται στο διακρατικό σύστημα και τους ανταγωνισμούς του στα πλαίσια της παγκόσμιας κίνησης του κεφαλαίου και των ανταγωνισμών του. Ή, αλλιώς: έχουν κοινά, δομικά συμφέροντα.
Οι τοπικές κοινωνίες όμως έχουν μια ιδιαιτερότητα: γεωγραφικά-πολιτικά-οικονομικά υπάρχουν και αυτές εντός του κράτους και της κίνησης του κεφαλαίου. Οι δομικές ανάγκες τους όμως δεν ταυτίζονται με αυτές του διακρατικού συστήματος, το οποίο μπορεί να τις ενσωματώνει μόνο περιστασιακά, δηλαδή: οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να αρθρώσουν λόγο και πολιτική έξω, ενάντια και πέρα από το Κράτος.
Αυτό τους δίνει μια δυνατότητα που δεν έχουν οι εταιρείες, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την κρατική λειτουργία και εξαρτώνται από αυτήν: οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να αντιδρούν απέναντι σε εταιρείες-κράτος και η αντίδραση τους να είναι επικίνδυνη γιατί μπορεί να δείξει έναν κόσμο πέρα από το υπάρχον. Οι τοπικές κοινωνίες είναι επικίνδυνες όχι γι’αυτό που είναι, αλλά γι’ αυτό που μπορούν να γίνουν όταν αντιδρούν.
Η παράγραφος λήγει με την διατύπωση του πρακτικού διακυβεύματος στην πάλη ενάντια στις εξορύξεις. Η επιτυχία ή αποτυχία των δραστηριοτήτων των εταιρειών έχει μονάδα μέτρησης: «εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ». Για να νικήσουν οι εταιρείες, πρέπει το κόστος να μην υπερβεί το περιθώριο κέρδους που έχουν ορίσει ή/και να μην αναγκαστεί το κράτος να αποσύρει τις παραχωρήσεις. Για να νικήσουν «οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών» , το ακριβώς αντίθετο. Μέση οδός δεν υπάρχει.
«Είναι παράλογο το Δημόσιο να σου εκμισθώνει μέσω σύμβασης μια περιοχή για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και μετά να σε υποχρεώνει να τρέχεις για άδειες από δήμους και περιφέρειες και να κινδυνεύεις να βρεθείς εκπρόθεσμος σε σχέση με τις συμβατικές δεσμεύσεις και τα χρονοδιαγράμματα λόγω αντιδράσεων», αναφέρουν εκπρόσωποι των πετρελαϊκών εταιρειών και προτείνουν την «ντε φάκτο» αδειοδότηση με την υπογραφή της σύμβασης.
Προηγουμένως, το «μέγεθος της γραφειοκρατίας» και οι «αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών» παρουσιάστηκαν ως παράγοντες που 1) εμποδίζουν τις εξορύξεις με ισότιμο τρόπο και 2) είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Τώρα, έχουμε μια κρίσιμη παραδοχή: η γραφειοκρατία αποτελεί πρόβλημα ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων, οι οποίες οδηγούν (και) σε θεσμικές-νομικές καθυστερήσεις οι οποίες συσσωρεύονται και εκφράζονται σε εκπρόθεσμα χρονοδιαγράμματα, δηλαδή σε εκατομμύρια ευρώ που χάνονται.
Οι αντιδράσεις πλέον ιεραρχούνται ως ο κύριος παράγοντας, ο οποίος παράγει προβλήματα για τους εταιρικούς σχεδιασμούς σε όλα επίπεδα – άμεσα και έμμεσα. Για τις εταιρείες, ο παραλογισμός του κράτους αφορά την ευαλωτότητα του απέναντι στις πιέσεις που του ασκούνται από τις τοπικές κοινωνίες. Οι εταιρείες δεν κατανοούν γιατί το κράτος – κατ’ αυτές – επιτρέπει να του ασκούνται πιέσεις από μη-κρατικούς μη-καπιταλιστικούς φορείς. Ουσιωδώς, αυτό που δεν κατανοούν είναι πως αν το καπιταλιστικό κράτος δεν συναινούσε έστω στοιχειωδώς σε πιέσεις μη-καπιταλιστικών φορέων, η κυριαρχία του κεφαλαίου θα ήταν πολύ πιο ευάλωτη καθώς πλέον θα στηριζόταν στην ωμή βία αποκλειστικά.
Γραφειοκρατικές διαδικασίες και αντιδράσεις μεταφερόμενων ακτιβιστών από δήμο σε δήμο, με «τεχνογνωσία» που έχουν κατακτήσει από την προηγούμενη δράση τους στις Σκουριές, κρατάνε κολλημένα τα ερευνητικά προγράμματα εκατοντάδων εκατ. ευρώ που είναι πρόθυμοι να επενδύσουν στη χώρα μας κολοσσοί όπως οι ΕxxonMobil, Total, Repsol σε συνεργασία με τoυς Ελληνες εταίρους τους, ΕΛΠΕ και Εnergean
Αν η προηγούμενη παράγραφος είχε να κάνει με την παραδοχή πως ο ρόλος των τοπικών κοινωνιών είναι ο βασικός παράγοντας που μπλοκάρει τις εξορύξεις, σε αυτήν επιχειρείται απονομιμοποίηση των αντιδράσεων.
Πρώτον, μας λέει το άρθρο, οι ακτιβιστές «είναι μεταφερόμενοι από δήμο σε δήμο» και είχαν δράση στις Σκουριές. Επιλέγει λοιπόν να παρουσιάσει τους αγωνιστές 1) ως «εξωτερικά στοιχεία» από τις τοπικές κοινωνίες θέλοντας να πει έμμεσα πως όσοι/ες δεν μένουν στις περιοχές που πλήττονται, δεν θα έπρεπε να έχουν λόγο στις περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές επιπτώσεις των εξορύξεων σε αυτές τις περιοχές 2) ως συμμετέχοντες στις κινητοποιήσεις στον αγώνα για τις Σκουριές και να τους συνδέσει – πάλι έμμεσα – με τις συγκρουσιακές μορφές που πήρε το κίνημα εκεί. Θέλει δηλαδή το άρθρο να πει το εξής: όσοι δεν επιλέγουν παντού και πάντα μη-βίαια μέσα πάλης, δεν έχουν δικαίωμα να διεκδικούν το οτιδήποτε.
Και τα δυο επιχειρήματα είναι αφενός ψευδή, αφετέρου αντιδραστικά. Απαντάμε:
1) Οι πρωτοβουλίες κατοίκων που έχουν δημιουργηθεί σε Ήπειρο και Ιόνιο αντλούν την όποια δύναμη έχουν ακριβώς από το ότι απαρτίζονται από άτομα που είναι κομμάτι αυτών των κοινωνιών. Αν δεν ήταν έτσι, δε θα μπορούσαν άλλωστε να έχουν και πετυχημένες παρεμβάσεις στους αντίστοιχους δήμους για μπλοκαρίσματα παραχωρήσεων δημοτικών εκτάσεων. Συνεπώς, το επιχείρημα περί «μεταφερόμενων» είναι σκέτο ψέμα.
Έστω ωστόσο πως όντως επρόκειτο για κατοίκους Θεσσαλονίκης ή Αθήνας που αντιδρούν απέναντι στις εξορύξεις. Γιατί δεν μπορεί κάποιος/α που δεν ζει στις άμεσες περιοχές που πλήττονται, να αντιδρά απέναντι τους; Η περιβαλλοντική καταστροφή, η ενεργειακή φτώχεια, και οι διακρατικοί ανταγωνισμοί τους επηρεάζουν όλους εν τέλει ισότιμα είτε μένουν π.χ. στην Άρτα είτε όχι. Κι αν πάμε ακόμη πιο μακριά, μήπως η αποψίλωση του Αμαζονίου δεν μας αφορά επειδή ζούμε στην Ελλάδα και όχι στη Βραζιλία; Η διαφορά εδώ βρίσκεται και μόνο στο ότι για γεγονότα που συμβαίνουν εδώ μπορούμε να παρέμβουμε πιο εύκολα σε σχέση με το εξωτερικό, και όχι στη σημασία των ίδιων των γεγονότων, η οποία είναι παντελώς ανεξάρτητη … από τη γεωγραφική απόσταση.
Δεν είναι ακόμη πιο παράδοξο, ένα άρθρο να προσπαθεί να απονομιμοποιήσει τον αγώνα κάποιου π.χ. από τη Δράμα ενάντια στις εξορύξεις επειδή δεν γίνονται στον νομό που διαμένει και ταυτόχρονα να υπερασπίζεται το δικαίωμα μιας εταιρείας με έδρα κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου να καθορίσει απόλυτα με τη δραστηριότητα της, τη ζωή των κατοίκων εδώ; Συνεπώς, για το δημοσιογραφικό προσωπικό του, μόνο το κεφάλαιο έχει δικαίωμα στην παγκοσμιότητα και τη διεθνή κίνηση-παρέμβαση. Οι από κάτω οφείλουν να είναι διασπασμένοι στα δημοτικά, περιφερειακά και εθνικά σύνορά τους. Αυτή είναι η μαύρη, αντιδραστική ουσία του επιχειρήματος περί «μεταφερόμενων».
2) Η σύνδεση με τις Σκουριές γίνεται ξανά για να περιθωριοποιηθούν οι αγώνες με κριτήριο τη συγκρουσιακή ή μη, μορφή που παίρνουν. Βέβαια, εδώ αποκρύπτεται πως η βία εισάχθηκε στις Σκουριές από το κράτος και τα ΜΑΤ του και στη συνέχεια οι κάτοικοι έπρεπε να οργανώσουν και δομές αντι-βίας για να αμυνθούν απέναντι στην καταστολή που βίωναν καθημερινά.
Η απόπειρα περιθωριοποίησης των αγώνων με βάση τη συγκρουσιακότητα που μπορεί να πάρουν ξεκινά από το αξίωμα: μόνο το Κράτος έχει δικαίωμα στην άσκηση βίας. Αυτό που λέει δηλαδή το άρθρο είναι πως όποιοι/ες δεν αγωνίζονται αποκλειστικά με βάση τους κανόνες που έθεσε το Κράτος, δεν πρέπει να έχουν κανένα χώρο για να ασκούν πίεση προς τους δήμους ή οποιονδήποτε άλλο φορέα.
Ωστόσο, ποτέ σε κανένα κίνημα δεν χαρίστηκε το περιθώριο να ασκεί πιέσεις. Έπρεπε να παλέψει σκληρά για να το κατακτήσει και πάντα όταν το κέρδιζε, έπρεπε να αγρυπνεί για να μην αξιοποιηθεί το περιθώριο αυτό ως μέσο ενσωμάτωσης από το ίδιο το κράτος. Το άρθρο ζητά διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης από τα κινήματα, ενώ μόλις πριν λίγες παραγράφους παρουσίαζε το αίτημα των εταιρειών για αλλαγή του νομικού καθεστώτος ως «φυσική» λύση για να προχωρήσουν τα έργα. Οπότε λίγο-πολύ αυτό που μας λέει είναι πως οι μόνοι «αντίπαλοι» που είναι διατεθειμένο το κεφάλαιο να αναγνωρίσει στα ίσα είναι αυτοί που μάχονται, έχοντας αποδεχτεί τους δικούς του κανόνες. Αυτοί δηλαδή που έχουν μπει στο γήπεδο ακριβώς για να χάσουν.
Επομένως, από κινηματική σκοπιά, το συμπέρασμα μας είναι αντίθετο από εκείνο της Καθημερινής: όχι μόνο δηλαδή δεν είναι λόγος απονομιμοποίησης η σύνδεση με τους αγώνες των Σκουριών, αλλά αντίθετα είναι τεκμήριο σοβαρής στάσης απέναντι στην πολυπλοκότητα του αγώνα για να εμποδιστούν οι εξορύξεις.
Αν και οι αντιδράσεις περιορίζονται σε έναν μικρό αριθμό ατόμων, που σύμφωνα με τις εταιρείες που εμπλέκονται στις ερευνητικές δραστηριότητες δεν ξεπερνούν τα 100, σε πολλές περιπτώσεις υποχρεώνουν τις δημοτικές αρχές να ακυρώσουν προηγούμενες θετικές αποφάσεις τους για έρευνες στις περιοχές τους.
Παρακάτω γίνεται επίκληση στο μικρό αριθμό των ατόμων που αντιδρούν∙ αριθμός που είναι δυσανάλογος της επιρροής που ασκούν στις δημοτικές αρχές. Ξανά, τα ψεύδη και η αντίδραση συναντώνται στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στην Καθημερινή.
Το ψέμα βρίσκεται στο απλό γεγονός του ότι αν συμμετείχαν περίπου 100 άτομα στις κινητοποιήσεις, τότε δε θα υπήρχε καμία πραγματική πίεση για να ακυρωθούν αποφάσεις ερευνών. Το γεγονός αυτό είναι εύκολα διαπιστώσιμο, από το αρχειακό υλικό των παρεμβάσεων-κινητοποιήσεων ως τώρα όσο και τις αποφάσεις κατά των εξορύξεων από μαζικούς κοινωνικούς φορείς Αντίθετα, η Καθημερινή επέλεξε να παρουσιάσει τη θέση των εταιρειών μονόπλευρα και χωρίς κανένα τεκμήριο.
Έντονη είναι η δράση κυρίως μέσω παρεμβάσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και των οικολογικών οργανώσεων WWF Eλλάς και Greenpeace, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν εμφανίσει αντίστοιχη δράση στην Κύπρο, όπου η αγορά υδρογονανθράκων αναπτύσσεται ραγδαία ή στο γειτονικό Μαυροβούνιο, όπου αυτή την περίοδο υλοποιεί το ερευνητικό της πρόγραμμα η Energean, γεγονός που προκαλεί ερωτήματα στους επενδυτές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Κάθε οργανωμένη δύναμη ορίζει ως αντίπαλό της μια άλλη δύναμη που θεωρεί πως μπορεί να αντιμετωπίσει. Έτσι, το άρθρο ενώ όρισε τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών ως κύριο παράγοντα μπλοκαρίσματος των εξορύξεων, ποτέ δεν τόλμησε να αναφέρει τις τοπικές πρωτοβουλίες και συνελεύσεις μέσα από τις εκφράζονται πολιτικά και οργανωτικά αυτές οι αντιδράσεις. Αντίθετα, επέλεξε να ονοματίσει τις WWF και Greenpeace για τις οποίες εξαρχής παραδέχεται πως παρεμβαίνουν κυρίως στα social media. Αν δεν αποτελούν βασικό παράγοντα αντίδρασης και η παρέμβαση τους είναι διαδικτυακή, τότε γιατί επιλέγει να τονίσει την δράση τους;
Απάντηση: διότι είναι ο αντίπαλος που θεωρούν οι εταιρείες πως μπορούν να αντιμετωπίσουν – όταν φυσικά δεν βρίσκονται μαζί ως ομιλητές σε εταιρικά φόρουμ στην περίπτωση της WWF. Πράγματι, το άρθρο αμέσως μετά κατηγορεί τις οργανώσεις για τήρηση δυο μέτρων και δυο σταθμών ως προς τις εξορύξεις. «Γιατί ενώ στην Ελλάδα είναι εναντίον τους, στην Κύπρο και στο Μαυροβούνιο, όπου δραστηριοποιείται η Energean όπως και στην Ήπειρο, οι δυο οργανώσεις δεν έχουν αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο;» – αναρωτιέται η Καθημερινή.
Η απλή απάντηση στο ερώτημα – αν πράγματι απασχολούσε την Καθημερινή – είναι πως στην Κύπρο και στο Μαυροβούνιο δεν υπάρχουν αντίστοιχα πραγματικά, τοπικά κινήματα όπως στην Ελλάδα, των οποίων η δράση ασκεί έμμεση κοινωνική πίεση και σε θεσμικούς φορείς τύπου WWF–Greenpeace «αναγκάζοντας» τους να τοποθετούνται συγκεκριμένα. Η Καθημερινή θέτει το ερώτημα για να διατυπώσει μέσω αυτού έναν καραμπινάτα συνομωσιολογικό και εθνικιστικό υπαινιγμό, ο οποίος ανοιχτά θα μπορούσε να δημοσιευτεί μόνο σε κάποια φυλλάδα σαν το Μακελειό ή την Ελεύθερη Ώρα. Ποιος είναι αυτός;
Απάντηση: μέσω των αντιδράσεων ενάντια στις εξορύξεις εφαρμόζεται κάποιο σκοτεινό σχέδιο το οποίο θέλει να ανακόψει την ανάπτυξη της Ελλάδας και να προωθήσει στην πράξη τα σχέδια των άλλων κρατών. Επομένως, όσοι εμποδίζουν την πρόοδο του ελληνικού κράτους στον διακρατικό ανταγωνισμό είναι αντεθνικά στοιχεία και κάτι-σαν πράκτορες υπέρ αλλότριων συμφερόντων.
Θα μπορούσε να σταθεί το ίδιο ερώτημα-υπαινιγμός αν αντί για WWF–Greenpeace, η Καθημερινή επέλεγε να το υποβάλει για τα κινήματα; Όχι. Πρώτον, διότι τα κινήματα εξαρχής τοποθετούνται εντάσσοντας τις εξορύξεις στην Ελλάδα στο διεθνές περιβάλλον της παραγωγής-διαχείρισης ενέργειας και συνεπώς στον πολιτικό λόγο τους υπάρχει εξαρχής ως πρόταγμα η αλληλεγγύη προς αντίστοιχα κινήματα διεθνώς. Δεύτερον, αν το σημείο αναφοράς είναι τα πραγματικά, τοπικά κινήματα σε διεθνές επίπεδο τότε η ίδια, η βασική αφήγηση της Καθημερινής καταρρέει. Δεν ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου χωρίς καμία αντίσταση πέρα από την Ελλάδα οι εξορύξεις προχωρούν. Η Καθημερινή στις πρώτες παραγράφους μας έλεγε πως «η Αλβανία αναμένει μεγάλη ανακάλυψη από τις γεωτρήσεις της Shell». Κι όμως, στην Αλβανία, οι κάτοικοι μιας περιοχής, όχι πολύ μακριά από τα ελληνο-αλβανικά σύνορα ανάγκασαν την Shell να αποσυρθεί ολοκληρωτικά τον Γενάρη 2019. Με σημείο αναφοράς τα κινήματα παρουσιάζεται μια τελείως διαφορετική εικόνα από αυτήν μιας Ελλάδας που δεν μπορεί να «αντέξει» στον διακρατικό ανταγωνισμό επειδή δεν την αφήνουν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της.
Παντού ο διακρατικός ανταγωνισμός μπορεί να μπλοκαριστεί από όσους δεν έχουν δομικό συμφέρον από την ανάπτυξη του και μαζί την ανάπτυξη των εξορυκτικών δραστηριοτήτων υδρογονανθράκων. Έτσι σχηματίζεται μια νέα εικόνα όπου απέναντι στη διεθνή κοινότητα του κεφαλαίου, μπορεί να υπάρξει μια νέα διεθνής κοινότητα ενός αντι-κεφαλαίου των τοπικών κοινωνιών και όλων των υποτελών.
Το πιθανό ενδεχόμενο να αποτελέσει η δραστηριότητα των υδρογονανθράκων μέρος της ατζέντας πολιτικής αντιπαράθεσης ενόψει των επερχόμενων εκλογών Τοπικής Αυτοδιοίκησης προβληματίζει τους επενδυτές οι οποίοι, προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα, υποχρεώνονται να αναβάλουν την έναρξη των ερευνητικών τους προγραμμάτων. Οι σεισμικές έρευνες για παράδειγμα των ΕΛΠΕ στην περιοχή Αρτας – Πρέβεζας που ήταν να ξεκινήσουν τον Μάρτιο μεταφέρονται για μετά τις δημοτικές εκλογές. Αυτό είναι ουσιαστικά και το μόνο project που θα καθυστερήσει λόγω αντιδράσεων. Οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις προκύπτουν από τη γραφειοκρατία των δημόσιων υπηρεσιών και αυτό είναι που έχει φέρει στα όριά τους κυρίως τους ξένους επενδυτές, αφού οι αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών και οικολογικών οργανώσεων θεωρούνται αναμενόμενες και δεν τους ξενίζουν.
Στην περιοχή Άρτας-Πρέβεζας, η άρνηση παραχώρησης δημοτικών εκτάσεων για έρευνα μετά από κινητοποιήσεις του τοπικού κινήματος έχει οδηγήσει τα ΕΛΠΕ στην καθυστέρηση του ερευνητικού προγράμματος. Δεν πρόκειται για απόφαση των ΕΛΠΕ λόγω εκλογών, αλλά για αποδοχή προσωρινής ήττας εκ μέρους της εταιρείας, την οποία η Καθημερινή προσπαθεί να διαχειριστεί προπαγανδιστικά.
Οι ξένοι επενδυτές όπως και οι Έλληνες επενδυτές, απορούν για το μέγεθος της γραφειοκρατίας, το οποίο η Καθημερινή προηγουμένως απέδωσε στις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών … τις οποίες αντιδράσεις ωστόσο οι ξένοι επενδυτές θεωρούν «αναμενόμενες». Εκ μέρους τους, αυτή η στάση είναι συνώνυμη με την παραδοχή των γενικών αρνητικών επιπτώσεων που έχουν οι εξορύξεις υδρογονανθράκων γι’αυτό και θεωρούν αναμενόμενο οι κάτοικοι να εξεγείρονται ενάντια τους.
Την ίδια στιγμή, οι ξένοι επενδυτές όπως και οι Έλληνες επενδυτές, έχουν το ίδιο πρόβλημα κατανόησης: ως μεμονωμένοι καπιταλιστές, κλεισμένοι στην παρασιτική αποσπασματικότητα της θέσης τους, δεν θέλουν να καταλάβουν πως το κράτος ως συλλογικός καπιταλιστής πρέπει να παράγει και συναίνεση εκτός από ωμή υποταγή. Γι’ αυτό και πρέπει να μπορεί να έχει την επιλογή να υποχωρεί ενίοτε για να διατηρήσει τη γενική σταθερότητα του συστήματος όταν κρίνει πως υπάρχει πιθανότητα απότομης κοινωνικής όξυνσης. Εδώ πλέον, η ένταση των αγώνων αναδεικνύεται ως κύριος παράγοντας για την υποχώρηση του κράτους.
Οι συμβάσεις για τις παραχωρήσεις σε Total, ExxonMobil, ΕΛΠΕ στην Κρήτη καθώς και σε Repsol, EΛΠΕ στο Ιόνιο δεν έχουν πάρει ακόμη ούτε τον δρόμο για το Ελεγκτικό Συνέδριο, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η προβλεπόμενη κύρωσή τους από τη Βουλή. Για να πάει η σύμβαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο θα πρέπει να έχει εγκριθεί η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, η οποία όμως βρίσκεται από τον περασμένο Αύγουστο στο γραφείο του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργου Σταθάκη. H έγκριση της αντίστοιχης μελέτης για την ανάπτυξη του κοιτάσματος Ε στον Πρίνο από την Εnergean ήρθε έπειτα από δυόμισι χρόνια, όταν ο νόμος προβλέπει ένα τετράμηνο.
Η Καθημερινή μεταχειρίζεται τις ΣΜΠΕ ως διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να εγκριθούν. Σε αυτή τη στάση του δημοσιογραφικού προσωπικού του κεφαλαίου, αντανακλάται η θέση των εταιρειών: οι ΣΜΠΕ υπάρχουν ως υποκριτικό προκάλυμμα, το οποίο υπάρχει για να δίνει μια κάποια πράσινη «νομιμοποίηση» στην λεηλασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ζωής.
Μετά από αυτό η εταιρεία αναμένει με αγωνία το πότε θα εγκριθεί η μελέτη για την ανάπτυξη του κοιτάσματος στο Κατάκολο, που κατατέθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο. Λόγω γραφειοκρατίας το πρόγραμμα σεισμικών ερευνών της κοινοπραξίας Repsol – Energean στα Ιωάννινα προχωράει σε ποσοστό μόλις 20%-25%, ενώ θα έπρεπε να ολοκληρωθεί στο τέλος του 2018. Από τις καθυστερήσεις η Repsol καταγράφει ήδη απώλειες περί τα 4 εκατ. ευρώ σε ένα συνολικό επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 30 εκατ. ευρώ. Οι δασικοί χάρτες πρόσθεσαν προβλήματα, καθώς περιοχές που πριν ήταν δημόσιες ή ιδιωτικές ξαφνικά διεκδικούνται από κάποιον άλλο, ακολουθούν ενστάσεις που θα πρέπει να εκδικαστούν από ειδικές επιτροπές, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν τα κονδύλια να τις εκδικάσουν!
Στο κλείσιμο του άρθρου μαθαίνουμε τα πρακτικά αποτελέσματα από την άμεση και έμμεση επίδραση των τοπικών αντιδράσεων – καθώς η ίδια η Καθημερινή έχει κάνει την παραδοχή πως η γραφειοκρατία αποτελεί πρόβλημα ως απόρροια των αντιδράσεων που οδηγούν σε συσσώρευση καθυστερήσεων.
Η κοινοπραξία Repsol–Energean βρίσκεται στο 20%-25% σε μια φάση που θα έπρεπε να έχει λήξει. Με άλλα λόγια, τα κίνημα την έχει κρατήσει πίσω κατά 75%-80%. Στην μονάδα μέτρησης του κεφαλαίου, για την Repsolαυτό σημαίνει «απώλειες περί τα 4 εκατ. Ευρώ» . Χαιρόμαστε.
Το άρθρο λήγει με την επανάληψη της φετιχιστικής εμμονής για τις καθυστερήσεις που δεν αφήνουν το κεφάλαιο να αναπτυχθεί. Ωστόσο, η εμμονή αυτή, κυρίως λειτουργεί για να φωτογραφίσει – χωρίς να ονοματίζει – τον πραγματικό υπαίτιο που έχει μπλοκάρει τους σχεδιασμούς εταιρειών και κράτους: το κίνημα ενάντια στην έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε όλη του την πολυμορφία.
Αυτή είναι η βασική πολιτική διαπίστωση, η οποία χρειάζεται να γίνει κοινή πολιτική αντίληψη όλων μας. Ο αληθινός εχθρός των εταιρικών και κρατικών σχεδιασμών και ο μόνος που μπορεί να τους αντιμετωπίσει, είναι τα πραγματικά κινήματα που αναπτύσσονται ενάντια τους – πολιτικά, οργανωτικά, στρατηγικά.
Η πορεία που καλείται από πρωτοβουλίες απ’ όλη την Ελλάδα στις 21 Φλεβάρη στις 18:00 στα Προπύλαια είναι μια σημαντική στιγμή για να απαντήσουμε στις εταιρείες, στο κράτος και στη μαύρη προπαγάνδα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου