Σημειώσεις ενός θαλαμοφύλακα: 2. Αυτοάνοσες ερωτήσεις
*Ιστορίες καθημερινού στρατιωτικού σουρεαλισμού από τον Βαγγέλη Γέττο. Ακολουθήστε τη σειρά των χιουμοριστικών διηγημάτων που δημοσίευονται εβδομαδιαία στο 3point magazine.
Μέσα σε λίγες ώρες χαρίζεσαι εφάπαξ στην κυνηγετική τριχρωμία, εξετάζεσαι προφορικά ή σιωπηρά, με αστυνομικά, καλά ακονισμένα βλέμματα, από έναν αγανακτισμένο όχλο γιατρών, »παλιών» που υποδύονται τους γιατρούς, ψυχολόγους, »παλιών» που υποδύονται τους ψυχολόγους, »παλιών» απλώς ή νέων που υποδύονται τους »παλιούς». Από κοντά και οι στρατολόγοι, οι ιματιστές, οι στρατονόμοι και κάθε είδους στέλεχος για το οποίο ο έλεγχος έχει γίνει κομμάτι της φύσης του.
Τα εμβόλια του στρατού, που μοιάζουν με μεσαιωνικά παραϊατρικά σουβλιά, προκαλούν πόνο αντάξιο ενός πολέμου που δεν θα γίνει. Μόνο ένας πόλεμος θα γίνει: ο μικροβιακός. Πανικοβάλλεσαι με την ιδέα του πόσα μικρόβια παραμονεύουν ακροβολισμένα πάνω σε κάθε ηλεκτρικό διακόπτη, σε κάθε ανατριχιαστικά σκουριασμένο πόμολο, σε κάθε εισπνοή της σκονισμένης ιστορίας του ελληνικού έθνους που σου προσφέρουν στρατιωτικές κουβέρτες, τόσο άκαμπτες όσο και μια γυψοσανίδα.
Εν τω μεταξύ, ο στρατιωτικός γιατρός, που μάλλον έκανε την πρακτική του σε στρατόπεδο εξόντωσης σημειολόγων, έχει αποθρασυνθεί: πάνω στον ώμο του, οι αιμοσταγείς σαρδέλες* δίπλα στον παρθένο κόκκινο σταυρό προκαλούν το ταλαιπωρημένο μου μυαλό. Θυμήθηκα την τελευταία σκηνή στην »Ιωάννας της Λωραίνης», όπου ενώ εκείνη καίγεται ζωντανή, από πίσω της οι παπάδες υψώνουν τον εσταυρωμένο.
Η νοσηλεύτρια που είχε προφανώς λύσει μέσα της αυτά τα φιλοσοφικά αδιέξοδα, αναζήτησε ανάλγητα την αβοήθητη φλέβα μου. Παρ’ όλες τις προσπάθειές της, δεν βρήκε καμία προσφορά για τη θυσία της. »Μην ανησυχείς», μου λέει, »έχεις φλέβες» (την κοιτάω με έναν μορφασμό βγαλμένο από την κραυγή του Munch), »απλά είναι βαθιές». Στον στρατό, επερωτάται και η πιο δεδομένη βεβαιότητα. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, εδώ, θα είχαν πολλή δουλειά.
Κάποια στιγμή, φτάνω μπροστά σε κάποιον που επιτελεί χρέη ταμία. Αυτός μου αποδίδει τον πρώτο μου στρατιωτικό μισθό, ένα ποσό που ανέρχεται σε μία κακή είσπραξη 17χρονου που λέει τα κάλαντα με γαϊδουροφωνή και σκουριασμένο τρίγωνο. Μάλιστα, ο ταμίας, αφού σου ρίξει ένα βλέμμα πραγματογνώμονα, υπολογίζει και πάλι με ένα κομπιουτεράκι το ποσό που σου αναλογεί, ενώ όλοι παίρνουν ακριβώς τα ίδια.
Έπειτα, έρχεται η σειρά των στρατολόγων οι οποίοι με κεκτημένη ταχύτητα καταγράφουν τις γραμματικές σου γνώσεις. Μπλοκάρουν όταν τολμήσεις να στασιάσεις προσθέτοντας ή διορθώνοντας κάποιο στοιχείο ενώ για να μην σε καταγράψουν αυτόματα και με αστρικές ταχύτητες σαν Χριστιανό Ορθόδοξο πρέπει να αρχίσεις να φωνάζεις σαν υστερικός σε εφορία, πράγμα που, για ορισμένους, βάζει σωστές βάσεις σε μία φερέλπιδα σταδιοδρομία προς το πολυπόθητο Ι5**.
Τη μέρα των ελέγχων, νιώθεις σαν άλογο που το κοιτάν στα δόντια. Ή σαν πυγμάχος που παίζει για να χάσει αφού ο μάνατζέρ του έχει στοιχηματίσει εναντίον του. Κάπως έτσι θα ένιωθε και ένα σασί αυτοκινήτου πάνω στο οποίο ο καθένας βιδώνει και ένα διαφορετικό μπουλόνι, καθώς περνάει πάνω στην γραμμή παραγωγής.
Από εκείνη την μέρα συγκρατώ περισσότερο ασυνάρτητες εικόνες, σαν λάμψεις, παρά συγκροτημένες αναμνήσεις. Η πιο έντονη από αυτές είναι ένα κοντινό κινηματογραφικό πλάνο: με βλέπω σε έναν καθρέφτη την ώρα που δοκιμάζω πηλίκιο και μπερέ στην αποθήκη ιματισμού. Εκεί τοποθετείται και η ολοκληρωτική μετάβαση: το κεφάλι μου γίνεται και επίσημα το υπόστρωμα για να στρογγυλοκάτσει στην κορυφή του το εθνόσημο.
Οι περισσότερες ερωτήσεις στις οποίες υποβάλλεσαι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της μέρας της μαρμότας μοιάζουν αυτοάνοσες, θνησιγενείς. Οι περισσότερες ερωτήσεις γίνονται γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κάτι πιο χρήσιμο να γίνει. Διάφοροι που σε πετυχαίνουν οπουδήποτε σε ρωτούν σε ποιο λόχο και σε ποια διμοιρία ανήκεις, ποιος είναι ο αριθμός μητρώου σου, πως λέγεσαι. Ό,τι κι αν απαντήσεις δεν έχει σημασία. Σημασία έχει απλά να πεις κάτι. Ερωτήσεις, ερωτήσεις, ερωτήσεις που απαντώνται με άλλες ερωτήσεις, ερωτήσεις που κεντούν κι άλλη σκόνη , κι άλλη σκόνη στις στολές μας.
Το πρώτο βράδυ με βρίσκει χημικό και ψυχολογικό ερείπιο σε μια θορυβώδη σιδερένια κουκέτα, προσπαθώντας να διαισθανθώ, με όση διορατικότητα μου απέμενε, τη συνέχεια.
*τα διακριτικά του στρατιωτικού βαθμού
**Ι5: Κατηγορία Ι5, στην οποία κατατάσσονται όσοι απαλλάσσονται των στρατιωτικών υποχρεώσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου