Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Τριπολιτσά : μια ιστορία αίματος και ψέματος


Στην Τριπολιτσά, αποκαλύφθηκε το χειρότερο πρόσωπο τής Ρωμιοσύνης:
Κάτω από κωμικοτραγικές συνθήκες με μυστικές συνεννοήσεις, προδοσίες, σκανδαλώδεις αγοραπωλησίες κ.ά., από τη μια πολιορκούσαν κι από την άλλη πουλούσαν στη μαύρη αγορά τρόφιμα στους πολιορκημένους. 
Από τη μια πολεμούσαν με τους οθωμανούς κι από την άλλη μεταξύ τους, για τα λάφυρα, τα οποία, προκειμένου να τα αποκτήσουν, έσφαξαν αδιακρίτως τον οθωμανικό πληθυσμό τής πόλης. Πλιατσικολόγησαν τα πάντα, μέχρι και τα σκουριασμένα καρφιά στους τοίχους!





Τα οθωμανικά τσιφλίκια, μετέπειτα «εθνικές γαίες»

Πολλοί από τους οθωμανούς γαιοκτήμονες στην Πελοπόννησο διαβίωναν με μεγάλες ανέσεις. Είχαν ζήσει εκεί για πολλές γενιές, δέν μιλούσαν τούρκικα, αλλά ρωμέικα. Είχαν μεγάλα σπίτια, υπηρέτες, οπωρώνες και έσοδα από τη γη.



Τα αγροτικά λαϊκά στρώματα των ρωμιών το ‘21 (Στερεά, Θεσσαλία, νησιά και Πελοπόννησο) ζούσαν επί αιώνες με τους οθωμανούς ειρηνικά, ώστε με δυσκολία πήραν το ντουφέκι, όπως το ομολογούν ο Κολοκοτρώνης, ο Φραντζής και ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά τους.



Ο κατοπινός ομαδικός φανατισμός αναπτύχθηκε με κατάλληλη προπαγάνδα και με διάφορες παρορμητικές και εξερεθιστικές ειδήσεις τόσο μέσα στον οθωμανικό λαό και στρατό όσο και στους ρωμιούς, οι οποίοι δέν είχαν αναπτύξει ακόμα καμμία εθνική συνείδηση.Η σφαγή τής Τριπολιτσάς δέν ήταν η πρώτη. Είχαν προηγηθεί ανάλογα φαινόμενα στη Μονεμβασιά και το Ναβαρίνο. (Εικ. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία τής Ελλάδας», τ. Χ, κεφ. ΚΘ΄).


Ο μεγάλος τους στόχος ήταν να αποκτήσουν γη. Η γη αποτέλεσε το μεγάλο κίνητο για τον ξεσηκωμό των ρωμιών αγροτών. Από την πρώτη στιγμή προσδοκούσαν, ότι τα τσιφλίκια των οθωμανών θα περνούσαν στην κατοχή τους. Από την εξέγερση μέχρι το 1822, ακόμα και ο μισθός των ενόπλων είχε ορισθεί σε στρέμματα γης. Ένα στρέμμα ανά μήνα υπηρεσίας.

Εν ονόματι τού σταυρού και τής χριστιανοσύνης

Η Τριπολιτσά ήταν η μεγαλύτερη πόλη τής νότιας Ελλάδας. Με πληθυσμό περίπου 35.000 τούρκους, αλβανούς και εβραίους ήταν η έδρα τής τουρκικής ηγεσίας, η οποία φιλοξενούσε πολλούς εξέχοντες οθωμανούς αξιωματούχους. Ήταν εφοδιασμένη με πολλά όπλα, αλλά και πολλά χρήματα. Έμοιαζε να ήταν σχετικά εύκολος στόχος. Περιβαλλόταν από ένα πρωτόγονο πέτρινο τείχος.

Ο διοικητής τής πόλης Μουσταφά, διέθετε τότε μια δύναμη 9-10.000 ανδρών, αλλά γνώριζε, ότι ήταν απομονωμένος. Τα παραλιακά οχυρά ήταν πολύ μακρυά και δεν μπορούσε να περιμένει την υποστήριξη των τουρκικών δυνάμεων, που κινούνταν στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα.

Στα γύρω από την Τριπολιτσά άρχισαν αρχές Ιουνίου 1821 να συγκεντρώνονται σιγά-σιγά χιλιάδες χριστιανοί αγρότες, που άφησαν τα χωριά τους, για να πάρουν μέρος στο διαφαινόμενο πλιάτσικο Ο πλούτος τής πόλης ήταν τεράστιος για τα δεδομένα τους. Θα μπορούσε, σύμφωνα με τον Υψηλάντη, να τροδοφοτήσει το δημόσιο ταμείο και να χρηματοδοτήσει ένα τακτικό στρατό.

Συμφωνία καπεταναίων για τα λάφυρα

Η πολιορκία τής Τριπολιτσάς ελάχιστα είχε να κάνει με μάχες. Ύστερα από αρκετούς μήνες, στα μέσα Σεπτεμβρίου, η πόλη ήταν ήδη σε κακά χάλια. Είχε ήδη υποταχθεί στην πείνα, τη δίψα και την αρρώστεια. Εκατοντάδες πέθαιναν κάθε μέρα. Οι δρόμοι και τα σπίτια είχαν γεμίσει με άταφα πτώματα σε αποσύνθεση.

Οι οθωμανοί αναγκάστηκαν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την παράδοση τής πόλης. Προσπαθούσαν να εξαγοράσουν με τα πλούτη τους τη ζωή τους και οι πολιορκητές να επωφεληθούν καθένας για λογαριασμό του. Η μαύρη αγορά οργίαζε στα τείχη. Οι πολιορκητές πρόσφεραν λίγο νερό και λίγο φαγητό κι έπαιρναν σε αντάλλαγμα από τους πολιορκημένους πολύτιμα κοσμήματα κ.λπ. σκεύη.

Οι καπεταναίοι, ο καθένας για λογαριασμό του, διεκδικούσαν τη μερίδα τού λέοντος από τα διαφαινόμενα λάφυρα. Έτσι, αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε διακανονισμό μεταξύ τους, για το πώς θα τα μοιράζονταν.

Στις 11 Σεπτεμβρίου συνάφθηκε έγγραφη συμφωνία μεταξύ των αρχηγών. Την υπέγραψαν οι: Δημήτριος Υψηλάντης, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Αναγνώστης Παπαγεωργίου, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, Παναγιώτης Γιατράκος και Σωτήρης Κρεββατάς. Αποφασίστηκε, ότι σε περίπτωση παράδοσης τής πόλης τα στρατεύματα θα έπαιρναν τα 2/3, ενώ το 1/3 θα πήγαινε στο δημόσιο ταμείο, ενώ σε περίπτωση επιτυχημένης επίθεσης, τα στρατεύματα θα έπαιρναν τα ¾.

Γάλλος αξιωματικός περιγράφει

Ο Maxime Raybaud, ήταν απόστρατος γάλλος λοχαγός, που έφτασε με τον Μαυροκορδάτο κι άλλους ξένους αξιωματικούς στο Μεσολόγγι στις 3 Αυγούστου 1821. Έζησε τις πιο δραματικές φάσεις τής περιόδου από το καλοκαίρι τού 1821 έως το τέλος τού 1822, για τις οποίες έγραψε το δίτομο χρονικό απομνη- μονευμάτων: «Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’Indépendance, accompagnés de plans topographiques» (Παρίσι, 1824). Στο χρονικό αυτό δημοσιεύονται δυο σημαντικοί τοπογραφικοί χάρτες.Τον τοπογραφικό χάρτη τής Τριπολιτσάς, που έφτιαξε ο γάλλος αξιωματικός Maxime Raybaud, χρησιμοποίησε ο Thomas Gordon στο ιστορικό του έργο.

Ο Α΄τόμος περιέχει «Σχεδιαγράμματα τής πολιορκίας τής Τριπολιτσάς από τους έλληνες, 1821». Στον Β΄τόμο δημοσιεύεται ο χάρτης των επιχειρήσεων στο Κομπότι (Ιούνιος 1822), λίγες μέρες πριν τη μάχη τού Πέτα.

Οι πρώτες 184 σελίδες τού Α΄τόμου είναι ιστορική εισαγωγή τού Alphonse Rabbe, που τεκμηριώνεται με πληροφορίες τού Μιχ. Σχινά, γραμματέα τής Πελοποννησιακής Γερουσίας (βλ. και Γιάννη Βλαχογιάννη, «Ιστορικά Συμπληρώματα, Κλέφτες τού Μωριά», Εταιρ. Ελλ. Εκδ., σελ. 363-370).

Εκτενή αποσπάσματα από το έργο τού Raybaud μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο τού Κυριάκου Σιμόπουλου: «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού ΄21» (τόμ. Α΄).

Οι αφηγήσεις τού Raybaud είναι πολύτιμες, γιατί αποτελούν γνήσιες μαρτυρίες αυτόπτη και αυτήκοου, ιδιαίτερα στην πολιορκία και άλωση τής Τριπολιτσάς, οπότε είχε αναλάβει την αξιοποίηση των δυο ολμοβόλων, που υπήρχαν. Φωτίζει τα περιστατικά από τη σκοπιά ενός ουδέτερου και αμερόληπτου παρατηρητή. Είναι σεμνός. Αποφεύγει τις υπερβολές, την αυτοπροβολή και τους κομπασμούς – αδυναμία των περισσότερων εθελοντών απομνημονευματογράφων.

Η αφήγησή του είναι απλή, αλλά γλαφυρή.

Σε ορισμένες στιγμές απεικονίζει τη δραματικότητα των σκηνών με ευστοχία. Κατά τον βιβλιοκριτικό τού αγγλικού «The Foreign Quarterly Review» (τ. Νοε. 1829), το χρονικό τού Maxime Raybaud «είναι το καλύτερο βιβλίο, που γράφτηκε από γάλλο φιλέλληνα για το ΄21. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λεπτομέρειες, που συνοδεύουν την εξιστόρηση των πρώτων επιτυχιών των επαναστατών και είναι λυπηρό, που η αφήγησή του τερματίζεται στο τέλος τού 1822». Ο Raybaud εγκατέλειψε την Ελλάδα, όταν διαπίστωσε, πως δέν υπήρχαν πλάι στον Μαυροκορδάτο περιθώρια στρατιωτικής σταδιοδρομίας. 

Κουβεντούλες και τσιμπούκια με τους πολιορκημένους

Την ημέρα δέν υπήρχαν στα τείχη ούτε φρουροί ούτε προχωρημένα φυλάκια. Κάθε στρατιώτης μπορούσε να ζυγώσει άν τού επέτρεπαν οι πολιορκημένοι. Πολλές φορές οι οθωμανοί, βλέποντας μερικούς ρωμιούς να πλησιάζουν με προφύλαξη, έβγαιναν κι αυτοί, ισάριθμοι για να μή τους φοβίσουν, κι αφού έδιναν άπο τις δυο μεριές λόγο τιμής, πως δέν έχουν κακό σκοπό, κάθονταν σε δυο αντικριστές γραμμές κι άρχιζαν ατέλειωτες κουβέντες καπνίζοντας τα τσιμπούκια τους. Αυτές οι παράξενες συνομιλίες γίνονταν στις ώρες τής μεγάλης ζέστης, γιατί τότε σταματούσαν ολότελα οι εχθροπραξίες. Μερικές φορές, ωστόσο, οι συναντήσεις είχαν τραγικό τέλος. Και πλήρωναν πάντοτε όσοι τύχαινε να βρίσκονται απομακρυσμένοι από τους δικούς τους.

Στις καθημερινές αυτές επικοινωνίες στήνονταν σκανδαλώδεις αγοραπωλησίες, που μπορούσαν να παρατείνουν την άμυνα των πολιορκημένων. Το παράδειγμα το έδωσαν οι μανιάτες. «Και, καθώς λατρεύουν το χρήμα περισσότερο απ’ όσο μισούν τους τούρκους, έφτασαν στο σημείο να εγκαταστήσουν υπαίθρια παζάρια υπό την προστασία των τούρκικων κανονιών». (Raybaud, σελ. 412).

Προδοσίες

Σε οριμένες περιπτώσεις ρωμιοί περνούσαν τις νύκτες τους στην Τριπολιτσά και την ημέρα στο στρατόπεδο. Ο Raymond περιγράφει τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκε κάποιος, που τον έπιασαν με μηνύματα τού Κιαμήλμπεη προς τους τούρκους τού Ακροκορίνθου (σελ. 418).

Μια άγρια τιμωρία προδότη-γραμματοκομιστή και πληροφοριοδότη των τούρκων περιγράφει κι ο Φωτάκος. Ένας γερμανός εθελοντής, ο Maximilien von Kotsch, αναφέρει τρία περιστατικά βασανισμού ρωμιών κατασκόπων στο στρατόπεδο τούΟδυσσέα Ανδρούτσου. Ας δούμε το χαρακτηριστικότερο:

«Κάποια στιγμή, έφεραν δέσμιο ένα παπά, κατάσκοπο των τούρκων. Βρήκαν απάνω του γράμματα τού Ομέρ Βρυώνη προς τους τούρκους τού Ακροκορίνθου. Τους πληροφορούσε, ότι ετοιμάζεται εκστρατεία για την άρση τής πολιορκἱας. Ο κατάσκοπος παπάς πρόλαβε να πετάξει στη θάλασσα πολλά άλλα γράμματα. Αρνήθηκε να ομολογήσει και τον βασάνισαν φριχτά. Τού σύντριψαν τα δάχτυλα και ακουμπούσαν στα νύχια του πυρωμένο σίδερο. Ύστερα, τον έλουσαν με κοχλαστό νερο. Κι επειδή αρνιόταν να ομολογήσει, τον έχτισαν ως το λαιμο και τού άλειψαν το πρόσωπο με μέλι. Μαζεύτηκαν σύννεφο οι μύγες, και καθώς δέν μπορούσε να τις διώξει βασανιζόταν φοβερά. Σ’ αυτή την κατάσταση έζησε έξη μέρες μαρτυρίου, χωρίς φαγητό και νερό, ώσπου ο θάνατος έδωσε τέλος στα βάσανά του».

Σκανδαλώδεις αγοραπωλησίες

Γυναίκες, παιδιά, γέροντες, εξουθενωμένοι από την πείνα, έβγαιναν από το κάστρο και παραδίδονταν στους ρωμιούς. Οι αλβανοί είχαν καταλάβει τα πηγάδια και μοσχοπουλούσαν το νερό στούς κατοίκους. Κι όχι μονάχα δέν
υπέφεραν από την πολιορκία, αλλά πλούτισαν κιόλας.

«Αυτοί οι μισθοφόροι συναλλάσσονταν τις νύχτες κάτω από τα τείχη με μερικούς έλληνες. Αγόραζαν τρόφιμα με χρυσάφι και τα μεταπουλούσαν σε δεκαπλάσια τιμη στους τούρκους…

»Για το κέρδος οι μανιάτες ζούσαν σε μαύρη νηστεία, περιορίζονταν στο έβδομο, στο όγδοο τής στρατιωτικής μερίδας τους -που είχε κι αυτή σημαντικά μειωθεί- και πουλούσαν ό,τι μπορούσαν να εξοικονομήσουν. Κρατιόνταν στη ζωή με τις πιο άθλιες και τις πιο αηδιαστικές τροφές. Πολλές φορές οι αγοραστές, αποθηριωμένοι από τα παζάρια, ρίχνονταν πάνω τους και τους έσφαζαν. Αλλά τα επεισόδια αυτά δέν εμπόδιζαν τους μανιάτες να συνεχίσουν το κερδοφόρο εμπόριό τους. Και μ’ όλο, που είχαν εγκατασταθεί φρουρές σε προχωρημένα φυλάκια και γίνονταν νυχτερινές περιπολίες το κακό εξακολουθούσε. Τα έκτακτα μέτρα όχι μόνο αποδείχτηκαν άχρηστα, αλλά και ευνοούσαν αντί να εμποδίσουν τις αταξίες.

»Το θράσος τους έφθασε στο σημείο να λεηλατήσουν στο δρόμο τα φορτία ψωμιού, που προορίζονταν για τα στρατόπεδο. Και ένα μέρος από το ψωμί το πούλησαν στους τούρκους». (Raybaud, σελ. 430-431).

Για το εμπόριο κάτω από τα τείχη γράφει ο Ι. Φιλήμων: «Αντί ολίγου άρτου, σύκων ή σταφυλών και τοιούτων, οι τούρκοι διημείβοντο όπλα ή αργύριον πολλαπλάσιον ή σκεύος τι πολυτιμότερον. Τούτο ηρέθισε την αθέμιτον πλεονεξίαν».

Τρία γρόσια για κάθε κομμένο κεφάλι τούρκου

Ο Υψηλάντης είχε επικηρύξει το σύνολο τού αντρικού μουσουλμανικού πληθυσμού. Για κάθε κομμένο κεφάλι, που τού έφερναν, πλήρωνε τρία γρόσια. Ο Raybaud περιγράφει τη φοβερή ακαταστασία, που επικρατούσε στο ρωμέικο στρατόπεδο. Κανένα υγειονομικό μέτρο. «Σε κάθε σου βήμα σκόνταφτες σε τούρκικα κεφάλια, σε εντόσθια ζώων και άλλες ρυπαρότητες, που δηλητηρίαζαν την ατμόσφαιρα» (σελ. 436).

Όταν η Μπουμπουλίνα μυρίστηκε «ψητό»

Εκείνες τις μέρες έφτασε στό στρατόπεδο και η Μπουμπουλίνα. «Στην Τριπολιτσά πρόσθεσε στην αρρενωπή της δόξα και έναν άλλο τίτλο. Συναγωνίστηκε σε αρπακτικότητα μερικούς από τους αρχηγούς. Βρισκόταν στον κόλπο τού Αναπλιού με ένα από τα καράβια της, επιφορτισμένη με τον αποκλεισμό τού Παλαμηδιού, όταν έμαθε, πως η πρωτεύουσα τού Μωριά ήταν στα τελευταία της. Αφήνει το πόστο της και τρέχει με το πολυάριθμο συγγενολόι στην Τριπολιτσά. Λυπάμαι, που ο σεβασμός τής αλήθειας με υποχρεώνει να βλάψω λίγο το γόητρο, που το όνομα αυτής τής γυναίκας είχε δημιουργήσει στη φαντασία των γάλλων. Την παρουσίαζαν σαν μια ηρωίδα νέα, ωραία, προσθέτοντας στις τόσες χαρές της τα κατορθώματα τού πατριωτισμού και τις προσωπικές αρετές. Είχε αποχτήσει τη φήμη μιάς Ζαν ντ’ Αρκ.

»Ωστόσο, η ηλικία, το παρουσιαστικό και οι τρόποι της δέν είχαν καμμία σχέση με αυτή τη γοητευτική εικόνα… Ο πατριωτισμός της δέν ήταν απόλυτα αγνός και οι θυσίες της για την εθνική υπόθεση όχι τόσο ανιδιοτελείς». (Raybaud, σελ. 451-452).

Γράφει ο ιστορικός Μέντελσων Μπαρτόλντυ: «Η ελληνίς αμαζών Μπουμπουλίνα, ην η ευκόλως ενθουσιώσα Εσπερία ύμνησε βραδύτερον ως πρότυπον γυναικείας χάριτος και ηρωισμού, ήτις όμως περιγράφεται υπό των αυτοπτών ως γραία και οστεώδης, ήκιστα δε επίχαρις ανδροφυής γυνή, ήλθεν εις το ελληνικόν στρατόπεδον και εις την Τρίπολιν αυτήν έτι προς τούτον ιδίως τον σκοπόν, όπως διαπραγματευθή μετά τών πλουσίων ιουδαίων και κολλυβιστών τής πόλεως και καταφορτισθή δια λαμπρών δώρων υπό των συζύγων των αντί αορίστων επαγγελιών». («Ιστορία τής Ελλάδος», μετ. Άγγελου Βλάχου, Αθήνα, 1873, τ. Α’, σελ. 316).

Ο άγγλος κληρικός R. Walsh γράφει στο χρονικό του, πως ήταν πολύ δυσάρεστη στους τρόπους και απωθητική. Η συμπεριφορά της αγροίκα και αποκρουστική. Κακοκαμωμένη καὶ παχύσαρκη. Αρπακτική και παραδόπιστη. Τής έλειπε εντελώς η γυναικεία ημεράδα και συχνά την έβλεπες να παρακολουθεί φρικαλέες σκηνές. («A narrative at Constantinople», Λονδίνο, 1836, σελ. 202).

Ο σουηδός αξιωματικός Nils Fr. Aschling την είδε τo 1822 στο Άργος. «Στη στεριά η Μπουμπουλίνα ταξιδεύει έφιππη με σπαθί στο χέρι και πάντοτε την ακολουθεί ένα σώμα ενόπλων». («Försök till Grekiska Revolutionens Hisroria», Στοκχόλμη, 1824, σελ. 334).

Και ο γερμανός εθελοντής L. von Bollmann: «Εμφανίζεται πάντοτε αρματωμένη με πιστόλες κι ένα σπαθί, όλα πολύ ακριβά. Την είδα στο Άργος καβάλα σε ένα αράπικο άτι. Την ακολουθούσε ένα πλήθος από αρματωμένους στρατιώτες, που έτρεχαν πίσω της σαν ζαγάρια βγάζοντας χαρούμενες κραυγές». («Remarques sur l’ etat moral, politique et militaire de la Grèce», Μασσαλία, 1813).

Ο άγγλος εθελοντής Thomas Gordon, υπασπιστής τού Υψηλάντη, που παραβρέθηκε στην πολιορκία, γράφει στην Ιστορία του:

«Η σπετσιώτισσα καπετάνισσα Μπουμπουλίνα, που έφθασε στα Τρίκορφα διψασμένη για χρυσάφι, μπήκε στην Τριπολιτσά με τη σιγουριά, που τής έδινε το φύλο της και γύρισε φορτωμένη με τα πολύτιμα δώρα, που τής χαρισαν οι αρχόντισσες» (τ. Α’, σελ. 243).Τελείως διαφορετικός ήταν ο ρόλος τής Μπουμπουλίνας το ’21 από αυτόν, που παρουσιάζει η εθνική (μυθ)ιστοριογραφία. Δέν εμφορούταν από δήθεν ανώτερες ιδέες, αλλά από εντελώς ταπεινά κίνητρα.

Και ο άγγλος George Finlay: «H χήρα ενός σπετσιώτη καραβοκύρη, η Μπουμπουλίνα, απόχτησε φήμη με τη συμπεριφορά της σ’ αυτές τις συναλλαγές… Έφθασε τώρα στο στρατόπεδο τής Τριπολιτσάς για μερίδιο από τη λεία.

Ο Πετρόμπεης και ο Κολοκοτρώνης τής επέτρεψαν να μπεί στην Τριπολιτσά, για να πείσει τις τουρκάλες να τής παραδώσουν τα χρήματα και τα διαμάντια τους, μοναδικό μέσο εξαγοράς τής ζωής και τής τιμής τους». («Ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως», επιμ. Τάσου Βουρνά, έκδ. Ο Κόσμος, Αθήνα, 1954, τ. Α΄, σ. 198).

Τον αρπακτικό της ρόλο στα γεγονότα τής Τριπολιτσάς αποκαλύπτει -μεταξύ πολλών άλλων- και ο γάλλος αξιωματικός Maxime Raybaud: «Θρασύτερη και σιγουρεμένη από το φύλο της, περισσότερο από όσο οι άλλοι αρχηγοί με τα άρματα και την εξουσία τους, έμπαινε η ίδια στην Τριπολιτσά, για να προεξοφλήσει το μερίδιό της από τα λάφυρα. Συνάντησε τη γυναίκα τού βεζύρη, μισοπεθαμένη απο την τρομάρα της. Κι εκείνη τής εμπιστεύθηκε, όπως λένε, τα διαμαντικά της και τη φόρτωσε με πλούσια δώρα, που συγκεντρώθηκαν από τη συνεισφορά των πρώτων γυναικών τής Τριπολιτσάς. Το πολυάριθμο συγγενολόι της πηγαινοερχόταν στις πόρτες τής Τριπολιτσάς και κουβαλούσε τους θησαυρούς σε σίγουρες κρυψώνες».

Ο Κολοκοτρώνης πήρε όλες τις αλβανικές περιουσίες

Ο Raybaud περιγράφει τα γεγονότα, που ακολούθησαν την αποχώρηση τού Ελμάζ Μπέη από τη σκηνή τού Κολοκοτρώνη, ύστερα από τις διαπραγματεύσεις για την ασφαλή έξοδο των αλβανών από την Τριπολιτσά με αντάλλαγμα όλη την κινητή τους περιουσία, που τη φόρτωσαν σε 15 βαριά μπαούλα. 
Ο διακανονισμός αυτός προκάλεσε την κατακραυγή των άλλων αρχηγών και προυχόντων εναντίον τού Κολοκοτρώνη. Ο Δεληγιάννης μάλιστα, τον έβρισε κι από τότε έγιναν εχθροί. Όπως μάλιστα έφευγαν οι αρβανίτες, δέχτηκαν στο Μύτικα επίθεση από ομάδες ρωμιών με επί κεφαλής τον Δεληγιάννη και τονΑναγνωσταρά και λίγο έλειψε να σκοτώσουν και τον Κολοκοτρώνη, που κατάφερε τελικά να τους σώσει προωθώντας τους με συνοδεία ενόπλων ρωμιών στη Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο.

Ο διαπραγματεύσεις με τους αλβανούς σκόρπισαν τον πανικό ανάμεσα στους τούρκους. Το ίδιο βράδυ, μεγάλος αριθμός μεγαλονοικοκυραίων, μουσουλμάνων και εβραίων, έτρεξαν στα τσαντήρια των καπεταναίων ζητώντας προστασία:

«Τότε άρχισαν εκείνες οι επαίσχυντες συναλλαγές, που μέσα σε λίγες μέρες φόρτωσαν με αμύθητα πλούτη τη Μπουμπουλίνα, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυρομιχάλη και άλλους. Αυτές οι συναλλαγές συνεχίζονταν ακόμα και τη
στιγμή, που η πόλη είχε καταληφθεί. Τρέμοντας οι τούρκοι και οι εβραίοι για τη ζωή τους και τη ζωή των δικών τους, έτρεχαν να εξαγοράσουν με τεράστια ποσά ένα καταφύγιο στο τσαντήρι των εχθρών τους.

»Τα παζάρια γίνονταν την ημέρα, αλλά το τίμημα τού αίματος καταβαλλόταν τη νύχτα. Από το σούρουπο ως την αυγή, υποζύγια φορτωμένα με ασήμι και πολύτιμα αντικείμενα έβγαιναν από την πόλη και τραβούσαν για τις τέντες των καπεταναίων. Προτιμούσαν το σκοτάδι γι’ αυτές τις επονείδιστες επιχειρήσεις, γιατί φοβόνταν, μήπως οι στρατιώτες εξοργισθούν βλέποντας να τους αρπάζουν τη μελλοντική αμοιβή των κόπων και των θυσιών τους.

»Ωστόσο, παρά τις προφυλάξεις, οι μανιάτες, άγρυπνοι και επιδέξιοι, κατόρθωναν πολλές φορές να ξεγελάσουν τους έμπιστους, που πήγαιναν να παραλάβουν τους θησαυρούς στις πόρτες τής Τριπολιτσάς. Σκότωναν όσους αντιστέκονταν, καθώς και τους τούρκους νοικοκυραίους, που συνόδευαν τα κατάφορτα μουλάρια.

»Είδα έναν πάμπλουτο εβραίο, τον τραπεζίτη τού βεζύρη, να φθάνει αρματωμένος -το επέτρεπε το αξίωμά του- στην τέντα τού Κολοκοτρώνη, για να εξαγοράσει τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών του. Στη μέση του είχε ένα χατζάρι και δυο πιστόλες, που άστραφταν από το μάλαμα και τα πετράδια. “Οβριός κι αρματωμένος είναι από τ’ άγραφα!”, είπε ο Κολοκοτρώνης.

»Κι αφού τού πήρε τα πλούσια όπλα άρχισαν τα παζάρια. Τού εταξε να σώσει αυτόν και τη φαμελιά του για 400.000 γρόσια» (σελ. 455-456).

Κολοκοτρώνης: Ο Καπετάν Λαφύρας

Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα γεγονότα τού ΄21 μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των πολυδιαφημισμένων κατά παραγγελία «εθνικών» (μυθ)ιστοριογράφων και απομνημονευματογράφων τού νεορωμέικου κράτους μας. Μαθαίνουμε την ιστορία, έτσι, όπως η επίσημη «εθνική» προπαγάνδα θέλει να την διδάσκει στα σχολεία.

Όλοι -για παράδειγμα- ξέρουμε τον παράφρονα στρατηγό Μακρυγιάννη (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η θρησκοληψία τού Μακρυγιάννη), ελάχιστοι όμως, γνωρίζουν τον στρατηγό Παναγιώτη Παπατσώνη και ιδιαίτερα τα Απομνημονεύματά του, τα οποία, επειδή δέν εξυπηρετούν τη νεορωμέικη προπαγάνδα, έχουν αφεθεί στην ιστορική λήθη.

Στα «Απομνημονεύματα από των χρόνων τής Τουρκοκρατίας μέχρι τής βασιλείας Γεωργίου Α΄» (Βιβλιοθήκη γενικών αρχείων τού κράτους, Αθήνα, 1983) τού Π. Παπατσώνη, περιγράφεται μια διαφορετική εινόνα από αυτήν, που διδάσκεται στα σχολεία, για τον Κολοκοτρώνη:

«Τότε ελυμαίνοντο οι κλέφτες, οι τε Κολοκοτρωναίοι Θεόδωρος και Ιωάννης αδελφοί, ο Γιώργης από τον Αετόν τής Τριφυλίας και ελήστευον πάντοτε τους ομοφύλους των χριστιανούς και είχον άσυλον τα Πηγάδια και την Μάνην.

»Εκεί είχον το άσυλόν τους και ηνάγκαζον δια τής ληστείας τους προεστούς δια να τους βάνουν αρματολούς και ότι δήθεν ούτοι να εμποδίζουν την τε ληστείαν και την ζωοκλοπήν από τον τόπον και κατά καιρόν τους έβγαναν και μπουγιουρδί τού πασιά ως τοιούτους διοριζόμενοι.

»Αλλ’ όταν τους έκοβαν τα χάρτζια ταύτα ήτοι τους λουφέδες των, εθύμωναν και ήρχιζαν την παλαιάν τους τέχνην με περισσότερην επίτασιν. Ο πασιάς δια προτροπής των προσετών τους διώριζεν αρματολούς όλους τούτους με τον σκοπόν να τους βάλουν εις το χέρι δια πλαγίων μέσων να τους φονεύση, αλλ΄αυτοί το καταλάβαινον τούτο και πάντοτε συσσωματωμένοι περιεφέροντο, ουδέποτε έμβαινον εις πόλιν τινά, όπου ήτον τούρκοι πολλοί και ούτω πως ετρέφοντο με τας ελπίδας ταύτας. Όταν τους έπαυαν όμως, εγένοντο θηριωδέστεροι και ήρχιζαν και τους προεστούς, οίτινες τους επροστάτευον, δια να είναι πάντοτε ένα φόβητρον προς τους τούρκους» (σελ. 34,35).

Η οικογένεια τού Κολοκοτρώνη στα πριν τού ’21 χρόνια λοιπόν, δέν ήταν «υπόδειγμα εθνικών αγωνιστών», αλλά κλέφτες με όλη τη σημασία τής λέξης. Τέτοιοι ήταν κι οι υπόλοιποι κλέφτες και αρματολοί, σουλιώτες κ.ά. στην πλειοψηφία τους μάλιστα, αρβανίτικης καταγωγής. Πουλούσαν προστασία ο καθένας στον τόπο, που έλεγχε, αλβανικές μαφίες δηλαδή, με τα σημερινά δεδομένα.

Ο διοικητής τού Μοριά, Οσμάν πασάς, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει αυτούς τους ληστοσυμμορίτες, που λυμαίνονταν τα χωριά, λήστευαν αδιακρίτως κι εξ αιτίας τους υπέφεραν τόσο οι οθωμανοί όσο και οι χριστιανοί, ζήτησε από την Υψηλή Πύλη την έκδοση αφοριστικού διατάγματος σε βάρος τους.

Ο αφορισμός τού πατριάρχη έφτασε στην Πελοπόννησο το 1806 μαζί με ένα σουλτανικό διάταγμα, που πρόσταζε τον τοπικό πληθυσμό να μήν προσφέρει καταφύγιο στους κλέφτες, να μήν τους χορηγεί τρόφιμα, να διακόψει κάθε σχέση μαζί τους, να τους καταδίδει στις τούρκικες αρχές και να ενισχύει τον οθωμανικό στρατό, όταν οργάνωνε επιχειρήσεις εναντίον τους. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Οι πατριαρχικοί αφορισμοί Μπουμπουλίνας, αρματολών, «κακούργων» σουλιωτών κ.λπ.).

Έτσι, με τη συνδρομή τής Εκκλησίας και όλων των προκρίτων τού Μοριά, κάθε χωριό έγινε και μια θανάσιμη παγίδα για τους κλέφτες. Οθωμανοί και ρωμιοί έστηναν από κοινού ενέδρες, τους συλλάμβαναν και τους οδηγούσαν σιδεροδέσμιους στις οθωμανικές αρχές. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Τα υπόλοιπα είναι φληναφήματα για τις σχολικές γιορτές…

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε το αρβανίτικο παρατσούκλι Μπιθεκούρας(Κώλος + πέτρα = Κολόπετρας = Κολοκοτρώνης στη μετάφρασή του στα ρωμέικα). Τσεργίνης ήταν το οικογενειακό όνομα των κολοκοτρωναίων, που πιθανώς παράγεται από τις αρβανίτικες λέξεις τσέρ=έξυπνος και Γκίνης = Γιάννης. Με το όνομα αυτό υπήρχαν καμμιά εξηνταριά οικογένειες στη Μεσσηνία.

Ο Μπιθεκούρας (ο πολυδια- φημισμένος «εθνικός ήρωας», Θεόδωρος Κολοκοτρώνης) ήταν ο μεγάλος κερδισμένος από την πτώση τής Τριπολιτσάς.Καπετάν Λαφύρα τον φώναζαν μετά την άλωση, επειδή κατά- φερε να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων. Ένας πρώην πάμ- πτωχος ληστής πριν το ΄21, που έγινε όμως, πάμπλουτος μετά. 


Στις παραπάνω εικόνες φαίνεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:

Αριστερά, σύμφωνα με σχέδιο που δημοσιεύθηκε το 1827 στο Παρίσι από τον A. Friedel και θεωρείται από τις πιο πιστές απεικονίσεις του και δεξιά σε σχέδιο από τού φυσικού, τού γάλλου συνταγματάρχη, Voutier. Δέν απεικονίζεται με τη γνωστή περικεφαλαία των εικόνων, που έχουν κατακλύσει τα σχολικά μας βιβλία και τους πίνακες των σχολείων, των στρατώνων και των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά με την αρβανίτικη κόμμωση των ξυρισμένων κροτάφων και τού εμπρός μέρους τού κεφαλιού, με μακρυά μαλλιά πίσω.

Το 2000, κατά τη διάρκεια εργασιών στο άγαλμα τού Θ. Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου, οι συντηρητές ανακάλυψαν χαραγμένη μια σημείωση, με την οποία ο γλύπτης, Λάζαρος Σώχος, δικαιολογείται, για την περικεφαλαία, που τον ανάγκασαν να προσθέσει στο άγαλμα. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα…).
Τούρκος μή μείνει στο Μοριά,μηδέ στον κόσμο όλο.
Δημοτικό τραγούδι, 1821

Οι κλέφτες κι οι αρματολοί δέν είχαν καμμία δήθεν ελληνική εθνική συνείδηση. Σκοπός τους ήταν αποκλειστικά η λεηλασία και το πλιάτσικο. Κι όταν μέσα σε ένα χρόνο γενοκτόνησαν τους άοπλους κι ανυπεράσπιστους τότε μουσουλμάνους τής Πελοποννήσου κι έμεινε πολύς κενός χώρος, άρχισαν να κτυπιούνται μεταξύ τους, προκειμένου να προσπορισθούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι τής «πίτας».

Αυτοί είναι οι -με εύσχημο τρόπο ονομαζόμενοι- «εμφύλιοι πόλεμοι», που ακολούθησαν το ΄21. Αυτός ήταν κι ο λόγος, που ο Κολοκοτρώνης και πολλοί άλλοι καπεταναίοι -τοπάρχες στις περιοχές, που έλεγχαν και εκμεταλλεύονταν- αποτέλεσαν αντίδραση στις προσπάθειες οργάνωσης κράτους, το οποίο, εάν δημουργούταν θα ήταν αυτό, που θα καρπωνόταν αντί γι’ αυτούς, τους φόρους και τα χαράτσια. 

Η άλωση

Παζαρεύοντας τη διαφυγή των πιο πλούσιων τούρκων οι καπεταναίοι πήραν ως αντάλλαγμα χρήματα και κοσμήματα, το ίδιο και η Μπουμπουλίνα. Οι μανιάτες έκλεισαν ανάλογες συμφωνίες με οθωμανούς, που προέρχονταν από τη Μάνη και τους φυγάδευσαν από την πόλη.

Οι στρατιώτες επέμεναν να γίνει έφοδος. Οι ηγέτες όμως, δέν το αποφάσιζαν, γιατί έλπιζαν, ότι όσοι οθωμανοί ήταν μέσα θα παραδίδονταν με παζαρέματα, θα έμπαιναν αυτοί πρώτοι στην πόλη και θα έπαιρναν τα πλούτη των μπέηδων και αγάδων. Όσους επίσης έκαναν μαύρη αγορά τους συνέφερε να τραβήξει σε μάκρος η πολιορκία. Όμως, οι κινήσεις αυτές, δέν πέρασαν απαρατήρητες από τους υπόλοιπους ρωμιούς στρατιώτες. Απλήρωτοι τους έξη μήνες πολιορκίας, ήταν πλέον αποφασισμένοι να πάρουν το μερίδιό τους και με το παραπάνω.

Κάποια στιγμή, τους δόθηκε η ευκαιρία, που ζητούσαν. Σε ένα μέρος τού τείχους, οι λιγοστοί τούρκοι στρατιώτες επέτρεψαν σε μια ομάδα ρωμιών να πλησιάσουν, για να τους πουλήσουν σταφύλια. Αυτοί επωφελήθηκαν και σκαρφάλωσαν.

Όταν ο γαλανόλευκος σταυρός εμφανίστηκε πάνω στα τείχη τής Τριπολιτσάς, όλες οι δυνάμεις όρμηξαν προς την πόλη. Μέσα σε λίγα λεπτά η πόλη κατακλύστηκε από χιλιάδες στρατιώτες αποφασισμένους για λεηλασία και τυφλή ανθρωποσφαγή.

Κατά την έφοδο δέν υπήρχε ηγεσία. Η εισβολή στην Τριπολιτσά ήταν αυθόρμητη, ομόψυχη, μια εξόρμηση ενός αποθηριωμένου πλήθους: «Οι στρατιώτες διεκδικούσαν με λύσσα την είσοδο στα πλουσιόσπιτα. Ολόκληροι τοίχοι γκρεμίζονταν, καθώς χυμούσε ορμητικό απάνω τους το μανιακό πλήθος, λες και ήταν πολεμικός κριός. Μπήκαμε σε ένα τζαμί, όπου δέν είχε ακόμα φανεί κανένας έλληνας. Από το θόλο κρέμονταν πολλές λάμπες. Θελήσαμε να ανεβούμε στο μιναρέ, για να δούμε από ψηλά τί γινόταν στο φρούριο. Αλλά η πόρτα ήταν κλειστή από μέσα.

»Στο μεταξύ φούντωναν οι πυρκαγιές. Φλόγες υψώνονταν από πολλά σημεία και η ζέστη τής φωτιάς διπλασίαζε την πύρα τού ήλιου, που ήταν κιόλας ανυπόφορη. Κόλαση φωτιάς και αίματος. Ο βρόντος των σπιτιών, που
σωριάζονταν συντρίμμια, το ατέλειωτο τουφεκίδι, οι εκρήξεις των κανονιών, οι κραυγές των ετοιμοθάνατων και τα άγρια ξεφωνητά των νικητών ανακατεύονταν δημιουργώντας μια συναυλία ανατριχιαστική. Οι έλληνες βγάζουν μια ιδιαίτερη κραυγή, όταν ορμούν στον εχθρό: ένα ούρλιασμα, που τινάζεται από το λαρύγγι. Αλλά αυτή η κραυγή γίνεται αλλιώτικη, όταν υψώνουν το στιλέτο ή το γιαταγάνι πάνω στο θύμα τους».Από Παρασκευή έως Κυριακή έσφαζαν γυναικόπαιδα. Το άλογο τού Κολοκοτρώνη, σύμφωνα με περιγραφή τού ίδιου δέν πάταγε γη από τα πτώματα, που είχαν στρωθεί. («Διήγησις συμβάντων τής ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836. Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης», σελ. 82).

Ιστορεί ο αυτόπτης Φωτάκος:

«Ακόμη και τώρα έρχεται εις το νου μου το λιάνισμα και το τρίξιμον των κοκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγήν, αλλά δέν κατόρθωσα τίποτε, αλλά μάλιστα εφοβήθηκα μή μού δώσουν και εμένα καμμίαν πληγήν, τόση ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν τούρκους» (σελ. 167).

Και συνεχίζει ο Raybaud: «Αδύνατο να το περιγράψω: η πικρή ειρωνεία τής νίκης, η μανία για εκδίκηση, η απάνθρωπη δίψα τού αίματος, όλα μαζί εκφράζονται μ’ αυτή την κραυγή, που συνοδεύεται συνήθως από ένα γέλιο σαρδόνιο, άγριο και τρομακτικό. Αυτή η κραυγή τού ανθρώπου-τίγρη, τού ανθρώπου, που κατασπαράζει τον άνθρωπο, είναι απαίσια και πάντοτε με συντάραζε βαθιά.

»Μάταια τα πλούτη, που είχαν αποθησαυρίσει οι άτυχοι κάτοικοι τής Τριπολιτσάς. Άδικα πληρώνονταν τα λύτρα τής σωτηρίας. Εκείνοι που γλύτωναν ικανοποιώντας τη χρυσομανία, χάνονταν σε λίγο από την ανικανοποίητη λαφυρομανία.

»Οι καπεταναίοι αιφνιδιάστηκαν και πάσχισαν να σταματήσουν το μακελειό. Αλλά ήταν πια αργά. Είχε ξεφύγει ο έλεγχος από τα χέρια τους, είχαν χάσει το κύρος τους. Ποιος μπορούσε πια να συγκρατήσει αυτό το αφρισμένο ποτάμι;»

Από το χρονικό τού Raybaud φαίνεται, πως η σφαγή δέν ήταν προμελετημένη: «Είδα να μπαίνουν στην πόλη ο Κολοκοτρώνης και ο Γιατράκος καβάλλα σε περήφανα άτια. Έδειχναν έξω φρενών. Προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν τους στρατιώτες που συναντούσαν και να τους στείλουν έξω από την πόλη. Μάταιο. Είχαν αφηνιάσει όλοι από τη μεθη τής λεηλασίας. Δεν λογάριαζαν πια τις προσταγές των αρχηγών τους. Ήρθε η σειρά τους να επωφεληθούν από τα θύματα.

»Σίγουρα οι αρχηγοί σκέπτονταν με απογοήτευση τους θησαυρούς, που θα έφθαναν εκείνο το βράδυ στις σκηνές τους αν δέν γινόταν η έφοδος. Ποιους μπορούσε να επηρεάσει η κούφια επίκληση τής στρατιωτικής πειθαρχίας και
τού όψιμου ανθρωπισμού; Όλοι ήξεραν, πώς το αίμα δέν τους ενοχλούσε ποτέ, κυρίως τον Κολοκοτρώνη. Οι απειλές και οι κραυγές τους ήταν άχρηστες εκείνη τη στιγμή. Ένας νόμος κυριαρχούσε, ο νόμος τής καταστροφής, ένα
σύνθημα, το σύνθημα τής σφαγής».

Σύμφωνα με τον Κ. Δεληγιάννη, ακόμα και γυναίκες έλαβαν μέρος στη σφαγή και τη λεηλασία: «Εισήλθον δε και πολλοί άοπλοι με ρόπαλα, ως και γυναίκες από τα πλησιόχωρα και ελαφυραγώγουν και εφόνευαν και αυταί».

Γράφει ο ιστορικός Γιάννης Βλαχογιάννης: «Οι αρχηγοί, πολιτικοί καί στρατιωτικοί, από τόν πόθο τών λαφύρων είχανε ρίξει τίς ψυχές τους στό μόλεμα τής τούρκικης καθημερινής επαφής, στο μαύλισμα των δώρων και τού παράνομου πλουτισμού, με ζημία τού απλού στρατιώτη καί χωριάτη, κι είχανε παραδοθεί σ’ αυτού τού είδους την τυφλή πραγματεία τήν καθημερινή, γέννημα και τούτο άρρωστο τής άνεργης πολεμικής ζωής (=δηλαδή, έκαναν μαύρη αγορά). Κι ενώ αλλάζανε λόγια αδερφικά και φιλικά χαρίσματα (με τους τούρκους) υποσχέσεις φιλίας και προστασίας, και δεχόντανε στα στρατόπεδα τούς επίσημους (τούρκους) μαζί με τους θησαυρούς τους, χωρίς επίσημη παράδοση, οι χιλιάδες των χωρικών πολεμιστών βλέποντας αυτή την ανεπίσημη διαρπαγή μιας πόλης, που δέν παραδόθηκε, πέσανε τυφλά με τις σκουρολεπήδες και την πήρανε και την πέρασαν από το μαχαίρι και δέν αφήσανε ζωντανή ψυχή. Κι ο πόλεμος ήτανε για το λάφυρο κι αυτός, κατά το παράδειγμα των αρχηγών τους και αφεντάδων τους». (Βλ. και Χέρτσμπεργ, Α΄, 175 και Μέντελσων Μπαρτόλντυ, Α΄, 320-321).

Η Διοίκηση προβλέποντας, ότι σε λίγες μέρες η πόλη θα καταντούσε ακατοίκητη από τη σήψη των πτωμάτων απαγόρευσε τις εκτελέσεις μέσα στα τείχη. Το μέτρο αποδείχτηκε ανεφάρμοστο. Οι ηγέτες είχαν χάσει τον έλεγχο των στρατευμάτων από την απροσδόκητη έφοδο. Καμμία δύναμη δέν μπορούσε να αναχαιτίσει τη σφαγή και την λεηλασία.

Όταν ένας στρατιώτης ήθελε να κρατήσει το σπίτι, που είχε προηγουμένως λεηλατήσει, ύψωνε πάνω στην πόρτα, σαν σημαία, κάποιο πανί ζωγραφισμένο με την Παναγία, τον άγιο Γεώργιο, τον άγιο Δημήτριο, τον άγιο Νικόλαο (Κασομούλης, τ. Α΄, σελ. 151-152) ή έστω όποιο κουρελόπανο έβρισκε με έναν απλό μαύρο σταυρό από κάρβουνο. Οι άλλοι σέβονταν αυτό το σημάδι τής κατοχής, αρκεί βέβαια να ήταν φραγμένη με προσοχή κάθε είσοδος και να μήν προκαλούσε το σπίτι τη βουλιμία τους.

Οι ρωμιοί έψαχναν για τιμαλφή ακόμα και μέσα στους μουσουλμανικούς τάφους: «Δέν σεβάστηκαν ούτε το άσυλο τού θανάτου. Ανέτρεψαν και θρυμμάτισαν ταφικά μνημεία, ξέθαψαν πτώματα».

«Συνέβη δε πολλάκις (γράφει ο ιστορικός Μέντελσων Μπαρτόλντυ), απλοί των ορέων κάτοικοι να πωλήσωσι μαργαρίτας κατά βάρος ως κυάμους, αλλά ταχέως συνήθισαν και ούτοι εις εκτίμησιν κειμηλίων και χρυσού. ΟΠετρόμπεης έστειλεν εκ Τριπόλεως οίκαδε δυο καμήλους και είκοσιν ημιόνους βαρυφορτωμένους, οι δε μανιάται αυτού εφόρτωναν τα αρπαχθέντα εις τας γυναίκας των, αίτινες είχον συνδράμει εκεί από τα βουνά τής Μάνης. Ουδέν κινητόν ενόμιζον ούτοι ανάξιον λόγου και αυτούς δε τους παλαιούς ήλους (σ.σ. τα σκουριασμένα καρφιά!) απέσπων εκ των τοίχων και απεκόμιζον». (Α΄, 329).

Μια δεύτερη άλωση

Υπήρχαν όμως, ομάδες απο δυσαρεστημένους, που επειδή δέν βρήκαν τίποτα να λαφυραγωγήσουν έστηναν καρτέρι στις πύλες και γύμνωναν από τους θησαυροὺς τους τυχερούς, που έφευγαν με τη λεία τους. Για να αποφύγουν εκείνοι τις ενέδρες σκαρφάλωναν στα τείχη και ανακάλυπταν άλλες ακίνδυνες εξόδους. Ακόμα και άλογα περνούσαν απο διάφορα μυστικά παραπόρτια, για να τα σώσουν από τους αρπακτικούς συντρόφους τους.
Άλλοι συγκέντρωναν τα λάφυρα στα πιο γερά σπίτια τής πόλης. Σε λίγο όμως, άρχιζε η πολιορκία. Και το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Αναγκάζονταν να παραδώσουν τους θησαυρούς τους ή το σπίτι τυλιγόταν στις φλόγες. Οι συμπλοκές ανάμεσα στους στρατιώτες δέν είχαν τελειωμό. Πολλοί ρωμιοί σκοτώνονταν μεταξύ τους, όταν δέν υπήρχαν πια τούρκοι, για να τους περάσουν από το σπαθί τους.

Ιστορεί ο αυτόπτης Στ. Στεφανόπουλος:

«Πλείστοι όσοι έλληνες μή έχοντες όπλα ωπλίσθησαν ήδη και ενεδύθησαν με χρυσοΰφαντα και πολυτελή φορέματα άτινα ήρπασαν από τους τούρκους, επλήρωσαν δε τας κρύπτας των φορεμάτων των και με χρυσόν και με τιμαλφή πράγματα. Τινές δε έλληνες καπεταναίοι επλήρωσαν ολόκληρους οικίας από λάφυρα, αλλ’ έτεροι ισχυρότεροι και τολμηρότεροι τους τα αφήρπασαν» (σελ. 78).

Ο Κολοκοτρώνης ήθελε τον Υψηλάντη μακρυά και τον είχε προτρέψει να κάνει μια μάλλον ανούσια εκστρατεία στον Κορινθιακό. Τέσσερις μέρες μετά την άλωση, όταν επέτρεψαν τα άτακτα σώματα, που είχαν εκστρατεύσει μαζί του, ρίχτηκαν κι αυτά εναντίον των λαφύρων, που είχαν συγκεντρώσει οι στρατιώτες και οι καπεταναίοι τής εφόδου. Έγινε νέα άλωση και λεηλασία. Γράφει ο Ν. Κασομούλης, που έφτασε την ίδια μέρα για τον Πάνο Κολοκοτρώνη: «Εν τοσούτω μετεχειρίσθη την δύναμιν και εις οποίον οίκον η παλάτι τούρκικο εύρεν αδυνάτους τους έβγαλεν και έβαλεν ιδικούς του». («Ενθυμήματα Στρατιωτικά», τ. Α’, σελ. 153).

Κατά τον Raybaud, ο Θ. Κολοκοτρώνης και οι δικοί του έμειναν πολλές μέρες στο φρούριο και δέν επέτρεψαν σε κανέναν άλλο ρωμιό να περάσει την πύλη. «Το άφησαν μονάχα όταν μετέφεραν και ασφάλισαν τα λάφυρα».

Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στο στρατόπεδο τής Τριπολιτσάς μια ομάδα από ευρωπαίους εθελοντές. Ορισμένοι από αυτούς έφυγαν το άλλο πρωί για το Άργος, γιατί φοβήθηκαν μήπως βρούν άδοξο θάνατο από την αποσύνθεση των πτωμάτων, που είχε δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα.

Στο μεταξύ άρχισε να παρατηρείται έλλειψη τροφίμων. Οι πυροβολητές τού Raybaud είχαν εξαφανισθεί. Έτρεξαν να εξασφαλἱσουν τα λάφυρά τους. Όλοι οι καπεταναίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Ακόμα κι ο Κολοκοτρώνης έμεινε σχεδόν ολομόναχος. Άλλοι ήταν δυσαρεστημένοι κι άλλοι, πιστεύοντας, πως ο πόλεμος τέλειωσε με την άλωση τής Τριπολιτσάς, γύρισαν στα χωριά και τα βοσκοτόπια τους.

Οι ξένοι εθελοντές λιμοκτονούσαν. Σε λίγο άρχισε να θερίζει και τους νικητές η επιδημία, που αφάνισε τους οθωμανούς κατά την περίοδο τής πολιορκἱας. Φούντωσε από τις αναθυμιάσεις των άταφων πτωμάτων και απλὡθηκε παντού στο Μωριά. Τὸ θανατικό κράτησε ολόκληρο το χειμώνα τού 1821-1822. Έντρομοι οι στρατιώτες εγκατέλειπαν το στρατόπεδο κι έτρεχαν στα χωριά κουβαλὡντας μαζί τους την επιδημία.

Καθαγιασμός τής λεηλασίας

Την άλλη μέρα έγινε η απαραίτητη λειτουργία, αφού προηγήθηκε αγιασμός σε ένα επιβλητικό τζαμί. Η δοξολογία ήταν καθιερωμένη λαϊκή εκδήλωση ύστερα από κάθε μάχη.

Γράφει ο Φραντζής:

«Οι εις τα κώμας και τα χωρία διαμένοντες έλληνες, από σέβας και την προς τον Ύψιστον ευλάβεια κινούμενοι, είχον παραλάβει τοιαύτην συνήθειαν απ’ αρχής τής επαναστάσεως, ώστε όπου και οποιαδήποτε μάχη συνεκροτείτο μεταξύ οθωμανών και ελλήνων, οι μεν άνδρες αφήνοντες κάθε εργασίαν, μετά των ιερέων των τε εις τας κώμας και των εις το στρατόπεδον ψαλλόντων παρακλήσεις το πρωί και την εσπέραν, προσηύχοντο υπέρ ενισχύσεως των ελλήνων. Αι δε γυναίκες, ρίπτουσαι ευθύς τας ηλακάτας (ρόκας) εκ των χειρών των και χωρίς να εργάζονται καμμίαν εργασίαν προσηύχοντο επικαλούμενοι τον Ύψιστον, δια να ενισχύη τους έλληνας κατά των εχθρών». (τ. Β΄, σελ. 21, σημ 1).

Δέν έμεινε τίποτε για το δημόσιο ταμείο

Στην επίσημη αναφορά του προς τη βρετανική κυβέρνηση ο βρετανός υπασπιστής τού Υψηλάντη, Thomas Gordon, δέν έκρυψε την απογοήτευσή του. Από τα λάφυρα τής Τριπλιτσάς, έγραψε, «δέν έφτασε τίποτε στο δημόσιο ταμείο. Μοναδική σκέψη τους η λαφυραγωγία και η άγρια εκδίκηση».

Αλλά κι ο Υψηλάντης προσδοκούσε πολλά από την κατάληψη τής Τριπολιτσάς. Έλπιζε, ότι με τον πλούτο τής πόλης θα μπορούσε να οργανώσει μια ισχυρή διοίκηση κι έναν ισχυρό τακτικό στρατό. Αυτό δέν μπόρεσε βέβαια να γίνει, γιατί εξ αιτίας τής φιλοχρηματίας κι αρπακτικότητας καπεταναίων και απλών ρωμιών, δέν έμειναν χρήματα για το δημόσιο ταμείο.

Μεταστράφηκε το φιλελληνικό κλίμα στην Ευρώπη

Όταν έγιναν γνωστά στην Ευρώπη τα αποτρόπαια αυτά γεγονότα, πολλοί ξένοι στιγμάτισαν τους ρωμιούς για τις ωμότητες, ενώ πολλοί φιλέλληνες άλλαξαν γνώμη, όπως ο Πούσκιν, ο Γκαίτε και άλλοι στοχαστές.

Οι βιαιότητες κατά την άλωση τής Τριπολιτσάς: Μιά μελανή στιγμή τής νεορωμέικης Ιστορίας.
Επί τρεις ημέρες λεηλατούσαν, έκαιγαν, βασάνιζαν, σκότωναν, βίαζαν… Τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου 30.000, οι περισσότεροι τούρκοι, αλλά και εβραίοι.

Σύμφωνα με τον Διονύσιο Σολωμό, το αίμα κυλούσε σαν ποτάμι στη λαγκαδιά και πότιζε το αθώο χόρτο. Το χόρτο ήταν το αθώο, όχι το αίμα των σφαζομένων χιλιάδων γυναικόπαιδων. Aυτοί ήταν οι «σκύλοι, που ολιγόστευαν». (Δ. Σολωμού: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στ. 68-72).

Αυτό το ποίημα δεν θα έπρεπε να ονομάζεται ύμνος στην ελευθερία, αλλά μάλλον ύμνος σε δολοφόνους αμάχων.

Σε αυτές τις στροφές δεν υμνούνται απλά οι δολοφόνοι, αλλά καθαγιάζεται έντεχνα η ίδια η δολοφονία των αμάχων.
Τέτοιες περιγραφές αποτελούν μελανό στίγμα τόσο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όσο και για το κράτος, που δομήθηκε με φαντασιώσεις μίσους και φρίκης και με τις πλέον σκληροπυρηνικές εθνικιστικές, θρησκευτικές και ρατσιστικές δοξασίες. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: 

Μακρυγιάννης:«Ήμασταν φτωχοί κι εγίναμεν πλούσιοι»

Κύριοι υπεύθυνοι για τις ωμότητες και αγριότητες εκείνη την εποχή ήταν οι κοτζαμπάσηδες και ο κλήρος. Αυτοί προέτεπαν, αυτοί διέταζαν, αυτοί προκαλούσαν, αυτοί παρακινούσαν τον απολίτιστο λαό να σφάζει. Και ο σκοπός τους ήταν ένας και μοναδικός: Κάτω από τη μάσκα τής «φιλοπατρίας» και με το πρόσχημα τής αυθόρμητης εξέγερσης ενάντια «στον τούρκικο απολυταρχισμό» προκαλούσαν και οργάνωναν τα πιο άγρια ομαδικά εγκλήματα με την ελπίδα και χαρά ν’ αρπάξουν τις τουρκικές περιουσίες και με τον εξαφανισμό των οθωμανών να γίνουν αυτοί κύριοι στο τουρκικό βιός, στις «εθνικές γαίες», όπως έλεγαν ύστερα στην επίσημη γλώσσα, τα τουρκικά τσιφλίκια.

Αυτοί οι ίδιοι, που αντέδρασαν όσο μπορούσαν, για να μήν ξεσπάσει το κίνημα κι ακόμα οι ίδιοι, που ερωτοτροπούσαν με την τουρκική εξουσία και «ήταν πρόθυμοι να έρθουν σε συμβιβασμό με τους τούρκους», κάνανε το παν, για να ξεπαστρέψουν τους οθωμανούς από το Μοριά με την ελπίδα να πλουτίσουν από την αρπαγή τής τούρκικης ιδιοκτησίας. Κι είναι γεγονός, πως τα σχέδια και τα όνειρά τους πραγματοποιήθηκαν.

«Ήμασταν φτωχοί κι εγίναμεν πλούσιοι. Ήταν ο Κιαμήλ μπέης εδώ εις την Πελοπόννησο κι άλλοι τούρκοι πλουσιότατοι. Έγινεν ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι συγγενείς και οι φίλοι του πλούσιοι από γές (γαίες), αργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των τούρκων», παραδέχεται ο Μακρυγιάννης (Απομνημονεύματα», Α’, 9-10).

«Εκλιπόντος τού κράτους τού σουλτάνου, έκαστος χωρίου προεστός ήρχιζε νομίζων εαυτόν σουλτάνον και αντιποιούμενος σουλτανικής προνομίας. Οι χριστιανοί εκείνοι πασάδες παρεσκευάζοντο να εξακολουθήσωσιν ανενδότως το έργον των τούρκων προκατόχων των». (Μέντελσων Μπαρτόλντυ, Α΄, 329-330).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου