ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
της Άννυς Παπαρρούσου*
Το σχέδιο για το νέο Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιέχει πολλές αντιφάσεις και δε διέπεται από μία ενιαία λογική. Σε πολλά σημεία επιχειρεί έναν κάποιο εξορθολογισμό του συστήματος ποινικού χειρισμού αλλά και σε πολλά σημεία εισάγει ρυθμίσεις ανορθολογικές που ενδεικνύουν την διάθεση κατασταλτικής ρύθμισης ζητημάτων που αφορούν την πολιτικού χαρακτήρα κοινωνική δραστηριότητα, με τη σαφή πρόθεση της τιμώρησης των συμπεριφορών που στρέφονται κατά του συνόλου της κρατικής δομής, είτε στο ιδεολογικό, είτε στο πρακτικό πεδίο της αμφισβήτησης της κρατικής εξουσίας. Θα μπορούσαμε να απομονώσουμε κάποιες διακριτές κατευθύνσεις:
1. Επικαιροποιεί διατάξεις που ποινικοποιούν την έκφραση πολιτικής αντίθεσης και ανυπακοής στο επίπεδο του λόγου και της μετάδοσής του μέσω διαδικτύου. Άρθρα που στον παλιό Κώδικα ήταν σχεδόν απενεργοποιημένα και είχαν τεθεί σχεδόν σε αχρησία, εμφυλιοπολεμικής ή μετεμφυλιακής καταγωγής, όπως η διέγερση σε ανυπακοή ή η διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων καθώς και νέα αναδιατύπωση της τρομοκρατικής διέγερσης, (ά. 183, 184, 187 παρ. 6) αναδιατυπώνονται και ξαναζούν στην ουσία, μέσω της συμπερίληψής τους στο νέο ποινικό κώδικα. Είναι τα άρθρα που τιμωρούν την έκφραση γνώμης αντίθετης με το καθεστώς και τους υποστηρικτικούς φορείς του και που βασίζονται στην κοινή σύλληψη της διέγερσης, η οποία ως έννοια είναι εξαιρετικά ασαφής και δύναται να συμπεριλάβει κάθε μορφή πολιτικής έκφρασης που θα έρχεται σε αντίθεση με τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές. Η επιλογή αυτή είναι ακραιφνώς πολιτική και δεν απαντά σε μία αναγκαιότητα που θέτει η ροή της απονομής ποινικής δικαιοσύνης, αλλά σε μία πολιτική επιλογή η οποία δε μπορεί να ήταν πρόταγμα της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, αλλά αποτέλεσμα της δομής της, που προφανώς κυρίως υποδείκνυε την επικράτηση των κυρίαρχων εξουσιαστικών δομών έναντι της ανάγκης για απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης μέσα σε ένα νέο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που οφείλει να χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα επεξεργασίας και ανοχής της αντίθετης άποψης, ενόψει και του νέου μοντέλου διάχυσης της πληροφορίας που εμπεριέχει σαφώς μία μεγαλύτερη δυναμική από την ελεγχόμενη διαχείρισή της.
2. Επεκτείνει κι ενισχύει μορφές της δράσης που χαρακτηρίζει ως τρομοκρατική, δίνοντας τη σκυτάλη της εφαρμογής των σχετικών άρθρων στον κοινό δικαστή που θα κληθεί να τιμωρήσει πολιτική δραστηριότητα που θα κριθεί ως τρομοκρατική από το βάθος και μόνο της αμφισβήτησής της στις κυρίαρχες κρατικές δομές και όχι από την ποινική αξιολόγηση των πράξεων, εφόσον τώρα πια εμφατικά και συγκεκριμένα, θα έχει να ασχοληθεί με πλημμεληματικής μορφής αδικήματα που απεικονίζουν τη δράση πολιτικών δραστηριοτήτων του φάσματος της αμφισβήτησης της κρατικής εξουσίας στο πιο πυρηνικό επίπεδο.
3. Διώκει πιο εμφατικά την αλληλεγγύη θέτοντας ένα ευρύ πλαίσιο καταστολής της, με πρόσχημα τη συνδρομή της τρομοκρατικής οργάνωσης (που σημειωτέον θα μπορεί και να διαπράττει και απλά πλημμελήματα).
4. Χωρίς προφανή αιτία και παρά τη δέσμευση της χώρας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αντί να διευρύνει στην περίπτωση του εγκλήματος του βιασμού την έννοια της άσκησης βίας προς το θύμα, τον περιορίζει και δεν κάνει καμία αναφορά στην έλλειψη συναίνεσης, που πρέπει να αποτελεί βασική προϋπόθεση για την τέλεση του εγκλήματος. Η σύλληψη αυτή καταδεικνύει και την ιδεολογική της προέλευση.
5. Καταργεί αδικαιολόγητα το ά. 81Α που τιμωρεί βαρύτερα τους δράστες των αδικημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά τη στιγμή που τα περιστατικά ρατσιστικής βίας πολλαπλασιάζονται. Η ρύθμιση αυτή έρχεται να ενδυναμώσει το ιδεολογικό υπόβαθρο της φασιστικής βίας που κατά την έκφρασή της φέρει τα επίμαχα χαρακτηριστικά που με το σχέδιο για το νέο νόμο υποβαθμίζονται και ουδετεροποιούνται.
6. Περιορίζει τον κατάλογο των ασθενειών βάσει των οποίων οι ασθενείς κρατούμενοι μπορούν να τύχουν ευνοϊκών ρυθμίσεων σε σχέση με την κράτησή τους και δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τις αποφυλακίσεις για λόγους υγείας. Η ρύθμιση αυτή παραβλέπει την απόλυτη έλλειψη σοβαρών δομών υγείας για τους ασθενείς κρατούμενους και παραγνωρίζει το πραγματικό βίωμα της ποινής ως βασανιστήριο όταν συντρέχει και βαριά ασθένεια.
7. Πλήττει το καθεστώς της αναστολής εκτέλεσης της ποινής περιορίζοντάς την στα τρία έτη, θέτοντας επιπλέον όρους για τη χορήγησή της, ενώ αν υπάρξει αμετάκλητη καταδίκη σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να διατάξει την εκτέλεση του μέρους αυτού – η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών - και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου. Η διάταξη αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως σε περιπτώσεις πολιτικής δράσης που αφορά κυρίως πλημμελήματα, αφού θα δίνει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να φυλακίζει κατηγορουμένους που διώκονται για τα τυπικά αδικήματα που αποδίδονται στους συλληφθέντες για κινηματικού τύπου δράσεις.
Αυτές οι πρώτες επισημάνσεις, αφορούν κυρίως τις νέες τάσεις που παγιώνονται μέσα από τις υπό ψήφιση ρυθμίσεις. Η λογική που διέπει το σχέδιο Ποινικού Κώδικα και Ποινικής Δικονομίας αποτελεί την έκφραση μίας όλο κι εντεινόμενης τάσης για καταστολή και περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων έναντι της ενδυνάμωσης της κρατικής εξουσίας και της απεμπόλησης της δυνατότητας αντίλογου, είτε σε θεωρητικό είτε σε υλικό επίπεδο. Η επικαιροποίηση άρθρων ιστορικά πεπερασμένων σε συνδυασμό με τις νέες δικονομικές δυνατότητες που απονέμονται στα δικαστήρια, είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση της άσκησης δυσανάλογης κρατικής βίας απέναντι σε μία μεγάλη κατηγορία κοινωνικών και πολιτικών δράσεων που αποτιμώνται ως εγκληματικές συμπεριφορές που θα μπορούν πάντα να υπαχθούν σε μία κυρωτική ρύθμιση. Η εισαγωγή και η αποδοχή στα νομικά κείμενα ασαφών και κυμαινόμενων εννοιών αντιστρατεύεται στην ουσία την αξίωση ακόμα κι αυτού του αστικού κράτους για σταθερή και σαφή νομοθεσία απαλλαγμένη από ιδιαίτερες επιδιώξεις και εισάγει με προφανή τρόπο τη δυνατότητα της πολιτικής εξουσίας να ελέγχει και να καταστέλλει κάθε δυνατή έκφραση αμφισβήτησης του κυρίαρχου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου.
Αυτό το στοιχείο που σίγουρα δε μπορεί να εντοπιστεί στα σχέδια νέου Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι η βούληση ομαλής διαχείρισης των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων και η ανακατεύθυνση του δικαίου προς την δικαιοσύνη.
· Η Άννυ Παπαρρούσου είναι δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου