του Νικόλα Κοσματόπουλου*, Εφημερίδα των Συντακτών
Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από την τελευταία διεθνή δράση αλληλεγγύης της ελληνικής κοινωνίας προς την Παλαιστίνη. Άλλα τόσα από την ανοιχτή στροφή του κράτους προς τη στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ.
Πριν καν σβήσουν τα θαλάσσια αποτυπώματα του Στόλου της Ελευθερίας, το καλοκαίρι του 2010 ο Ισραηλινός πρωθυπουργός -και πολιτικά υπεύθυνος για την αιματηρή επίθεση και μαζική σύλληψη στα διεθνή ύδατα- επισκεπτόταν ύστερα από επίσημη πρόσκληση τη χώρα από την οποία εξέπλευσαν τα μισά καράβια.
Ήταν η πρώτη επίσκεψη σε αυτό το επίπεδο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Νάκμπα (Καταστροφή) του 1948. Από τότε όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις επένδυσαν στη στενή συνεργασία με το Ισραήλ. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει συνεχίσει κι εμβαθύνει αυτή την επιλογή.
Απέναντι στην από τα πάνω επιβαλλόμενη συμμαχία η προoδευτική πολιτική κοινωνία δείχνει μουδιασμένη και σιωπηλή. Μέσα στην αφωνία ηχούν, χωρίς ωστόσο να ταράζουν τη γενική σιγαλιά, τρεις (εν)στάσεις εκπορευόμενες από διακριτά πολιτικά πλαίσια, τα οποία θα ονομάσω κρίση, ανθρωπισμό και αντιρατσισμό.
Με αυτό το κείμενο θέλω να αναδείξω τις προβληματικές πλευρές τους, προβάλλοντας την εποικιστική αποικιοκρατία ως το αναγκαίο αναλυτικό πλαίσιο για την πολιτική ανάλυση και στάση. Ορίζω την αλληλεγγύη προς τους Παλαιστινίους στη βάση της πολιτικής αναγνώρισής τους ως της πρώτης γραμμής αντίστασης ενάντια στην τελευταία εκδοχή της ευρωπαϊκής εποικιστικής αποικιοκρατίας στον πλανήτη.
Την ίδια στιγμή, αναδεικνύω την ανάγκη μιας συστηματικής ανάλυσης της ηγεμονίας της αποικιοκρατικής ιδεολογίας σε υπάρχοντα, ίσως ανύποπτα, ερμηνευτικά σχήματα. Τέλος, εισάγω την υποψία ότι η εποικιστική αποικιοκρατία αποτελεί γόνιμο πλαίσιο για τη μελέτη της ευρύτερης περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Ας δούμε τις τρεις στάσεις αναλυτικά.
Οι κυνικοί προωθούν τη συνεργασία υποστηρίζοντας ότι φέρνει πολλαπλά οφέλη στη χώρα, ειδικά στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση. Θετικά απότοκα της συνεργασίας θεωρούνται η υπεράσπιση σε περίπτωση στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία, η προστασία των ορυκτών εξορύξεων, οι επενδύσεις, η υποστήριξη από ΗΠΑ και ΔΝΤ στην κρίση.
Το αφήγημα της «κρίσης» αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογιστικής, καθώς η κυνική επίκλησή της κατατάσσει όποιες αντιρρήσεις ως πολυτέλειες «κανονικών» χωρών.
Η συνεργασία φαντάζει ελκυστική για τη δυτική βιομηχανία όπλων και τους εθνικιστές παλαιάς και νέας κοπής που ζηλεύουν το κράτος-στρατό του Ισραήλ. Για όλους τους άλλους η στενή πρόσδεση της χώρας στον άξονα που προωθεί τον μόνιμο πόλεμο ως μοντέλο επίλυσης πολιτικών διαφορών εντός κι εκτός συνόρων στη Μέση Ανατολή ενέχει αυτονόητους γεωπολιτικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, προωθεί έμμεσα την ιδεολογική ανανοηματοδότηση της θέσης του έθνους στην περιοχή, σύμφωνα με την αντίληψη ότι Ελλάδα και Ισραήλ αποτελούν μεθόριες περιοχές της Ευρώπης απέναντι στο Ισλάμ.
Το ερμηνευτικό σχήμα της «μεθορίου» (frontier) αποτελεί αναχρονιστικό δάνειο από την ευρωπαϊκή εποικιστική αποικιοκρατία κατά την κατάκτηση της αμερικανικής ηπείρου. Τότε προσέφερε την ιδεολογική κάλυψη για γενοκτονία των ιθαγενών ως υπανθρώπων. Σήμερα τείνει να μετατρέψει το αφήγημα της κρίσης σε λίπασμα νέων αλυτρωτισμών.
Απέναντι στους κυνικούς, οι ηθικοί καλούν σε καταδίκη της συνεργασίας, κυρίως πάνω σε ανθρωπιστικές βάσεις. Η στάση στηρίζεται συχνά σε ένα συναίσθημα «συμπόνιας», το οποίο εύλογα προκαλείται όταν ένα πανίσχυρο κράτος-στρατός ωθεί μαζικά τον αμυνόμενο πληθυσμό σε εξορία, θάνατο και καταπίεση.
Οχήματα της στάσης αυτής στη δημόσια σφαίρα είναι οι σπαρακτικές εικόνες δολοφονημένων παιδιών, οι καταδικαστικές εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και η επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Αν και καταλήγει στο σωστό πρόταγμα, δηλαδή την καταδίκη της συνεργασίας, η συλλογιστική τείνει να αφαιρέσει από τους ιθαγενείς την πολιτική υπόσταση της αντίστασης, υποβιβάζοντάς τους σε θύματα μιας άνισης κι ανήθικης μάχης.
Όπως έχει αναδείξει η ανθρωπολογία του ανθρωπισμού, η οικοδόμηση της αλληλεγγύης με βάση τη συμπόνια προωθεί την ηθική ανωτερότητα αλλά υποσκάπτει την πολιτική ισότητα. Η αυτο-επιβραβευτική εικόνα του «λευκού σωτήρα», ενός από τα πιο εμβληματικά σύμβολα του δυτικού μεταποικιακού ανθρωπισμού, αναβιώνει σήμερα στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και στα σωστικά καράβια της Μεσογείου.
Στην Ελλάδα, διαστρεβλώσεις της Ιστορίας, που προωθούν την εικόνα ενός μόνιμα αμυνόμενου έθνους απέναντι σε κάθε λογής κατακτητές, συντελούν στη σφυρηλάτηση της ηθικής ανωτερότητας ως σύμφυτου εθνικού χαρακτηριστικού. Έτσι, οι οργανικές σχέσεις με τη δυτική αποικιοκρατία, αλλά και η χρήση μεθόδων εποικιστικής αποικιοκρατίας για τη συγκρότηση κι ανάπτυξη του έθνους, αποσιωπούνται.
Λιγότερο μαζικά εκφράζεται μια τρίτη ένσταση, η οποία καταδικάζει μεν τη συνεργασία με το Ισραήλ, στο πλαίσιο ωστόσο μιας γενικής αντιρατσιστικής ατζέντας. Με βάση την άποψη αυτή, το Ισραήλ είναι ρατσιστικό καθεστώς, αλλά επειδή την ίδια στιγμή ο ρατσισμός αναβιώνει παντού, καθήκον είναι η ευρύτερη συμμαχία εναντίον του.
Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης συχνά αναφέρονται στη δεδομένη άνοδο του αντισημιτισμού θεωρώντας την καταδίκη του όρο αναγκαίο για την όποια κριτική στην πολιτική του Ισραήλ στην Παλαιστίνη.
Παράδοξο απότοκο της στάσης είναι η σύνδεση του Παλαιστινιακού με το εγχώριο θέμα του Μακεδονικού, με το σκεπτικό ότι κοινός αντίπαλος είναι ο εθνικισμός. Εδώ τα πολιτικά προβλήματα είναι αρκετά, αρχής γενομένης από την υποταγή του παλαιστινιακού ζητήματος σε εγχώριες προτεραιότητες.
Ακόμα πιο προβληματική είναι η απαίτηση καταδίκης του αντισημιτισμού ως προϋπόθεσης συστράτευσης στο διεθνές κάλεσμα των ιθαγενών ενάντια στην κατοχή.
Έτσι, ο αντισημιτισμός, ένας εγγενής ρατσισμός της χριστιανικής Δύσης, προβάλλεται πάνω στους ιθαγενείς ως δικό τους πρόβλημα για το οποίο πρέπει να απολογηθούν στη… Δύση! Αποτέλεσμα, η απάλειψη της ιστορικής οργανικής σχέσης μεταξύ της εξάπλωσης του αντισημιτισμού και της (εσωτερικής) αποικιοκρατίας στην Ευρώπη (άλλωστε η εξόντωση των Εβραίων ήταν προϋπόθεση της ναζιστικής εποικιστικής αποικιοκρατίας προς την Ανατολή).
Γενικότερα, όταν η αλληλεγγύη επικαλείται ως κοινό τόπο τη δύναμη του κατακτητή, τείνει να εξοστρακίσει την πολιτική υπόσταση του ιθαγενή.
Συμπεραίνω λοιπόν ότι η αλληλεγγύη της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας στους ιθαγενείς της Παλαιστίνης δεν μπορεί να συντελείται με εθνοκεντρικούς όρους, ως κυνική γεωπολιτική, αυτοαναφορική ηθική ή αντι-ιστορικός αντιρατσισμός.
Η ανάλυση του Παλαιστινιακού με βάση την ευρωπαϊκή εποικιστική αποικιοκρατία εγγυάται την ιστορική αλήθεια και την πολιτική αποτελεσματικότητα, πέρα από κυνισμούς και ηθικολογίες. Γι’ αυτό άλλωστε το κίνημα υπεράσπισης των Παλαιστινίων είναι πιο δυνατό σε χώρες με παρελθόν (εσωτερικής) αποικιοκρατίας στο πετσί τους, όπως η Νότια Αφρική και η Ιρλανδία, οι Αφροαμερικανοί και Ινδιάνοι ιθαγενείς στις ΗΠΑ (μια αντίστοιχη θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας υπόσχεται φρέσκες και πολύ πιο ενδιαφέρουσες αναγνώσεις, έστω με την καθυστέρηση περίπου δύο αιώνων).
*Καθηγητής Ανθρωπολογίας και Πολιτικής, Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Βηρυτού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου