Καλλιεργούσαν εικόνα διάλυσης στον στρατό
Σύμφωνα με την έκθεση Καββαδία, «εκ συγχύσεως ή προδοσίας» δίνονται απολυτήρια σε μερικούς βαθμοφόρους του Ναυτικού και διατάσσεται η καταστροφή πλοίων και υλικού.
Το μεγαλειώδες έπος του αλβανικού μετώπου μετατράπηκε, μέσα σε λίγες ημέρες, σε εθνική τραγωδία από το «σύστημα» της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, που εξακολουθούσε και μετά τον θάνατο του Μεταξά να κινεί τα νήματα στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.
Η έκθεση-ντοκουμέντο του τότε αρχηγού του Στόλου, αντιναυάρχου Επαμεινώνδα Καββαδία, που βρίσκεται στην Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού και παρουσιάζει η «Εφημερίδα των Συντακτών», αποτυπώνει, πλήρως, την κατάσταση στο τότε Βασιλικό Ναυτικό, στο κρίσιμο διάστημα από την έναρξη της γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα.
Από τις περιγραφές του Καββαδία αναδεικνύεται ο τρόπος που διαχειρίστηκε τις ένοπλες δυνάμεις η κυβέρνηση Μεταξά και οι επίγονοί της.
Επίσης, προκύπτουν στοιχεία που βοηθούν, συνδυαστικά με άλλα γεγονότα, στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων.
Τρία παραδείγματα:
◼ Τα δραματικά λάθη στον επιτελικό σχεδιασμό.
Ο Καββαδίας αποκαλύπτει ότι δεν υπήρχε κανένα σχέδιο οργανωμένης αποχώρησης του στόλου για συνέχιση του πολέμου στο εξωτερικό, ούτε καν για τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων στην Κρήτη.
◼ Κανένας σχεδιασμός για γερμανική επίθεση.
Σε ό,τι αφορά τις χερσαίες δυνάμεις, σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη του ο αντιστράτηγος Δημ. Καθενιώτης, πρώην αρχηγός ΓΕΣ,(1) καταγράφει μια σειρά από λάθη και παραλείψεις στον επιτελικό σχεδιασμό. Ο Καθενιώτης υπογραμμίζει, πάντως, ότι οι απόψεις του Στρατηγείου έβρισκαν σύμφωνη και την κυβέρνηση και δεν γινόταν σχεδιασμός για την άμυνα σε περίπτωση επίθεσης από τη Γερμανία.
Ο αντιστράτηγος σημειώνει ότι το Στρατηγείο, με τους σχεδιασμούς του, καταδίκαζε ουσιαστικά το στράτευμα να βρίσκεται «μεταξύ των απρακτούντων Ιταλών και των επιτιθέμενων Γερμανών».
◼ Η εικόνα διάλυσης –που καλλιεργήθηκε– στο στράτευμα και σε όλη τη χώρα.
Είναι γνωστό ότι ξαφνικά οι ήρωες του ελληνοϊταλικού μετώπου εμφανίζονταν από την ηγεσία τους, χωρίς καν να έχουν έρθει σε επαφή με τα γερμανικά στρατεύματα, σε διάλυση…
Πολλά στοιχεία δημιουργούν αμφιβολίες εάν αυτή η εικόνα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και μάλλον δικαιώνουν τους Βρετανούς, που υποστήριζαν από τότε ότι «η ραγδαίως εξελιχθείσα κακή κατάστασις ωφείλετο εις ολιγωρίας και εις ωρισμένας περιπτώσεις, ίσως και εις ενεργείας ή σκοπίμους αδρανείας» της εκεί στρατιωτικής ηγεσίας (Τσολάκογλου, Μπάκος, Δεμέστιχας) για να πιέσουν στην κατεύθυνση της συνθηκολόγησης.(2)
Είναι ενδεικτικό ότι η επίσημη έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού καταγράφοντας τις εικόνες, που υπάρχουν για το διάστημα από 10 έως 15 Απριλίου, ανάγει την ερμηνεία τους σε επίπεδο… ψυχολόγου!
Μετά τις αποκαρδιωτικές εκείνες… πληροφορίες από το μέτωπο, αρχίζει, στις 16 Απριλίου, να κυριαρχεί εικόνα διάλυσης.
Σύμφωνα με την έκθεση Καββαδία «εκ συγχύσεως ή προδοσίας» δίνονται απολυτήρια σε μερικούς βαθμοφόρους του Ναυτικού και διατάσσεται η καταστροφή πλοίων και υλικού.
Την ίδια ημέρα, ο υφυπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Παπαδήμας, από τους στυλοβάτες της δικτατορίας Μεταξά, ενέκρινε δίμηνες άδειες σε διάφορες κατηγορίες οπλιτών και αξιωματικών.
Ενας άλλος «μεταξικός», ο υπουργός Εσωτερικών Ιωάννης Δουρέντης, παρά τη ρητή εντολή του πρωθυπουργού Κορυζή να μη γίνει καμία μετακίνηση χωρίς την έγκριση του Γενικού Στρατηγείου, «εκάλυπτε, αν δεν συνίστα τις εγκαταλείψεις θέσεων» πολιτικών, δικαστικών και άλλων τοπικών αρχών επαρχιακών πόλεων.(3)
Είναι προφανές αυτές οι διαλυτικές ενέργειες τι επίδραση είχαν στον λαό και τον στρατό και σε τι κλίμα γινόταν, την Παρασκευή 18 Απριλίου, η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με θέμα εάν θα συνεχιζόταν η αντίσταση κατά των Γερμανών μέχρι ν’ απομακρυνθούν οι συμμαχικές δυνάμεις ή αν θα εγκατέλειπε η κυβέρνηση τη χώρα και θα άφηνε τους στρατηγούς του μετώπου της Ηπείρου να διαπραγματευτούν τη συνθηκολόγηση, όπως επεδίωκαν.
Παρότι, επισήμως, «οι πλείστοι των Υπουργών ετάχθησαν με την γνώμην της παρατάσεως της αμύνης», είναι φανερό ότι το κλίμα που οι ίδιοι είχαν καλλιεργήσει ήταν εξαιρετικά επιβαρυντικό.
Ο βασιλιάς πίεζε για τη συνέχιση της αντίστασης και ο πρωθυπουργός Κορυζής «παρίστατο αμηχανών», με αποτέλεσμα να μη ληφθεί απόφαση.
Λίγη ώρα αργότερα, ο πρωθυπουργός έδωσε τέλος στη ζωή του και η αντίσταση συνεχίστηκε πρόσκαιρα μέχρι ορισμένοι στρατηγοί να πάρουν τη πρωτοβουλία συνθηκολόγησης.
1. Δημ. Καθενιώτης «Αι κυριώτεραι στρατηγικαί φάσεις του πολέμου 1940-41», Αθήναι 1946
2. ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Το τέλος μιας εποποιίας», Αθήνα 1959, σελ. 141
3. Αννίβας Βελλιάδης, «Γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-44», εκδόσεις Ενάλιος
Στον βυθό συνάλλαγμα 50.000.000 δραχμών
Το αντιτορπιλικό «Βασίλισσα Ολγα»
Οι βομβαρδισμοί από τα γερμανικά αεροπλάνα προκάλεσαν πανικό στα πληρώματα των πλοίων που μετέφεραν συνάλλαγμα στη Μέση Ανατολή. Κάποιοι εγκατέλειψαν τα σκάφη κι άλλοι παρέμειναν σ’ αυτά με την απειλή των όπλων
Μια μεγάλη χρηματαποστολή με χαρτονομίσματα της Τραπέζης της Ελλάδος… χάθηκε στα βράχια της Μονεμβάσιας.
Η μεταφορά του χρυσού και του συναλλάγματος της Τραπέζης της Ελλάδος στα Χανιά είχε γίνει με απόλυτη μυστικότητα το απόγευμα της 3ης Μαρτίου του 1941, με τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Ολγα».
Ωστόσο, όπως αποκαλύπτεται στην έκθεση του αντιναυάρχου Επαμ. Καββαδία, είχε προγραμματιστεί να γίνει, στις 21 Απριλίου 1941, άλλη μια μεγάλη χρηματαποστολή προς την Κρήτη, με χαρτονομίσματα αξίας 50 εκατομμυρίων δραχμών.
Αυτά τα χαρτονομίσματα, όμως, δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους και κατέληξαν στον βυθό της θάλασσας. Το πολύτιμο φορτίο φορτώθηκε στο επιταγμένο επιβατηγό «Ζάκυνθος» στον κόλπο των Μεγάρων και συνοδευόταν από δύο υπαλλήλους της τράπεζας.
Τα χαρτονομίσματα ήταν συσκευασμένα σε 50 κιβώτια. Κάθε κιβώτιο ζύγιζε περίπου 150 κιλά, καθώς εξωτερικά ήταν ξύλινο και εσωτερικά είχε μια ειδική μεταλλική επένδυση.
Ακόμα, στο επιβατηγό είχαν φορτωθεί υλικά του στόλου ενώ επέβαιναν περίπου 180 άτομα, τεχνίτες του ναυστάθμου, υπαξιωματικοί και ναύτες των πλοίων που είχαν ήδη αποπλεύσει ή βυθιστεί και εθελοντές.
Το «Ζάκυνθος» θα συνοδευόταν από το τορπιλοβόλο «Κυδωνίαι». Τα δύο πλοία επρόκειτο να αναχωρήσουν τα ξημερώματα της 22ας Απριλίου.
Ομως, για άγνωστο λόγο υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση και το μεσημέρι βρίσκονταν ακόμα εκεί, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος από τα γερμανικά βομβαρδιστικά που είχαν μετατρέψει την περιοχή σε κόλαση. Οπως προκύπτει από αναφορά του κυβερνήτη του τορπιλοβόλου, πλωτάρχη Α. Γερμανού, που υπάρχει στην Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, από τα 36 μέλη του πληρώματος του «Ζάκυνθος» τα 18 είχαν εγκαταλείψει το πλοίο. Τελικά, τα δύο πλοία αναχώρησαν το απόγευμα της 22ας Απριλίου για την Κρήτη.
Ομως, φτάνοντας στην Αίγινα ξέσπασε μια νέα «καταιγίδα» βομβαρδισμών.
Το επιβατηγό παρέμεινε αγκυροβολημένο ενώ το τορπιλοβόλο ξεκίνησε «πάση δυνάμει» να κάνει ελιγμούς για να αποφύγει τις βόμβες.
Από τους ισχυρούς κλυδωνισμούς προκλήθηκε μικρό ρήγμα στο πολεμικό πλοίο και ακολούθησε εισροή υδάτων, η οποία ελέγχθηκε με αντλία. Το βράδυ, τα δύο πλοία αναχώρησαν. Ωστόσο, η μικρή ταχύτητα, με την οποία έπλεε το «Ζάκυνθος», υποχρέωνε να γίνει το ταξίδι τμηματικά. Γι’ αυτό, το πρωί της 23ης Απριλίου τα δύο πλοία αγκυροβόλησαν στη Μονεμβάσια.
Επειδή τα εχθρικά αεροπλάνα πετούσαν διαρκώς πάνω από την περιοχή, κρίθηκε σκόπιμο τα πληρώματα να παραμείνουν στην ακτή. Ομως, πανικοβλημένοι από τους βομβαρδισμούς ορισμένοι ναυτικοί του «Ζάκυνθος» διέφυγαν, σταδιακά, κρυφά, προς το εσωτερικό. Ο πανικός μεταδόθηκε και σε μέλη του πληρώματος του «Κυδωνίαι», με αποτέλεσμα οι ψυχραιμότεροι να τους συγκρατήσουν με την απειλή των όπλων.
Ο πλωτάρχης Γερμανός άρχισε να στέλνει αγωνιώδη μηνύματα στον αρχηγό του Στόλου ζητώντας την έγκριση να αναχωρήσει μόνο το τορπιλοβόλο. Ομως, οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί. Τα σήματα του ενός δεν έφταναν στον άλλο.
Τελικά, μόνο το πρωί του Σαββάτου 26 Απριλίου έγινε δυνατό να παραληφθεί το επαναλαμβανόμενο μήνυμα του Καββαδία για μεταφόρτωση στο τορπιλοβόλο των 50 κιβωτίων με τα χαρτονομίσματα και όσων ήθελαν από τους επιβάτες του «Ζάκυνθος».
Αμέσως, άρχισε η μεταφόρτωση, αλλά τα κιβώτια ήταν ογκώδη και έπρεπε να τοποθετηθούν στο κατάστρωμα του μικρού πολεμικού, θέτοντας σε κίνδυνο την ευστάθειά του.
Το μεσημέρι, η κατάσταση χειροτέρεψε καθώς εμφανίστηκαν 12 βομβαρδιστικά που άρχισαν νέο βομβαρδισμό. Συνολικά έριξαν 40 βόμβες.
Τα πληρώματα βρίσκονταν καλυμμένα στην ακτή. Μόνο τέσσερα άτομα βρίσκονταν στο πλοίο, αλλά πρόλαβαν να βουτήξουν στη θάλασσα. Ετσι, δεν υπήρξαν θύματα, εκτός από δύο ελαφρά τραυματίες.
Τελικά, και τα δύο πλοία βυθίστηκαν. Στο αμπάρι του «Ζάκυνθος» υπήρχαν ακόμα 35 κιβώτια με χαρτονομίσματα. Τα άλλα 15 κιβώτια είχαν πέσει στη θάλασσα και το ένα μετά το άλλο βυθίζονταν.
Από το ένα είχαν ξεχυθεί στη θάλασσα μερικές δεσμίδες χαρτονομισμάτων, οι οποίες συγκεντρώθηκαν και καταστράφηκαν από τους υπαλλήλους της τράπεζας.
Αργά το απόγευμα ο καιρός χάλασε και η θαλασσοταραχή κατέστρεψε τελείως τις εναπομείνασες βάρκες.
Το πλήρωμα χωρίστηκε σε ολιγομελείς ομάδες και περπατώντας, χωρίς τρόφιμα, και διανυκτερεύοντας πρόχειρα, όπου μπορούσαν, έφτασαν ύστερα από περίπου 10 ημέρες στην Αθήνα.
Χωρίς σχέδιο το Ναυτικό
Ηθελαν τον Στόλο για την ασφαλή διαφυγή τους
Η απόρρητη πολεμική έκθεση του Καββαδία, για την περίοδο από 6 μέχρι και 26 Απριλίου 1941, αποκαλύπτει παραλείψεις στον επιτελικό σχεδιασμό για τη συγκροτημένη αναχώρηση του Στόλου σε συνδυασμό με στρατιωτικές δυνάμεις
Πανικόβλητοι κυβερνητικοί παράγοντες, που ήθελαν τον πολεμικό στόλο στην… υπηρεσία τους για να εξασφαλίσουν τη διαφυγή τους από τη χώρα, και ορισμένοι αξιωματικοί, που απέφευγαν να πολεμήσουν, «τορπίλισαν» τη μαχητική ικανότητα του Ναυτικού κατά την τελευταία φάση του έπους του 1940-41.
Αυτή η κατάσταση αποτυπώνεται σε μία έκθεση-ντοκουμέντο του αντιναυάρχου ε.α Επαμεινώνδα Π. Καββαδία, αρχηγού του Στόλου το κρίσιμο διάστημα, η οποία συντάχτηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1941 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και διασώζεται στην Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού.
Ο ίδιος σημειώνει στον επίλογο ότι επέλεξε να συντάξει την έκθεση πριν από το τέλος του πολέμου διότι «ήτο πάρα πολύ άγνωστος η περιπέτεια του Στόλου εν μέσω του γενικού δράματος» και για να προλάβει «τυχόν μεταγενεστέρας στρεβλώσεις ή συγκαλύψεις της αληθείας».
Η χαρακτηρισμένη ως απόρρητη πολεμική έκθεση του Καββαδία, για την περίοδο από 6 μέχρι και 26 Απριλίου 1941, απευθυνόταν στο υπουργείο Ναυτικών της εξόριστης κυβέρνησης.
Από αυτό το πολυσέλιδο κείμενο προκύπτουν, ξεκάθαρα, οι ευθύνες της δικτατορίας Μεταξά και της κυβέρνησης των επιγόνων της για:
1) Παραλείψεις στον επιτελικό σχεδιασμό για τη συγκροτημένη αναχώρηση του Στόλου σε συνδυασμό με στρατιωτικές δυνάμεις.
Συγκεκριμένα, ο Καββαδίας αποκαλύπτει ότι δεν υπήρχε σχέδιο οργανωμένης αποχώρησης του στόλου για συνέχιση του πολέμου στο εξωτερικό (Αίγυπτο), ούτε καν για τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων στην Κρήτη.
Για πρώτη φορά, όπως προκύπτει από την έκθεση Καββαδία αλλά και τη μεταπολεμική έκθεση του αντιναυάρχου Δημ. Φωκά, η πρώτη ουσιαστική συζήτηση για τη μεταφορά υλικών από τον ναύσταθμο στην Κρήτη έγινε στις 23 Μαρτίου 1941, αλλά και αυτή πραγματοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις στις 10 Απριλίου.
2) Ελλείψεις σε εξοπλισμό και αποδυνάμωση του Στόλου από προσωπικό.
Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καββαδίας, το Ναυτικό στερούνταν «παντός μέσου προς αποτελεσματικήν διεξαγωγήν του πολέμου».
Από το κείμενο προκύπτει ότι τα πλοία δεν είχαν αντιαεροπορική προστασία, τα πυρομαχικά ήταν ανεπαρκή και δεν διέθεταν προστατευτική εγκατάσταση για τις μαγνητικές και ηχητικές νάρκες θαλάσσης!
Ενα άλλο σημαντικό λάθος, που καταλογίζει ο Καββαδίας, στον επιτελικό σχεδιασμό είναι ότι στα πλοία του Στόλου διατέθηκε μειωμένο προσωπικό, σε αντίθεση με την ενίσχυση των επάκτιων οχυρώσεων, σε σημείο που στο Ναυτικό να πλεονάζουν οι… στεριανοί.
3) Προώθηση του «ατομικισμού» μέσα από «ρουσφέτια ημετέρων» για μεταθέσεις, ακόμα και τις κρίσιμες ώρες της μάχης!
«Η κατά τα τελευταία έτη κακοδιοίκησις είχε βλάψει εξαιρετικά τον χαρακτήρα του άλλοτε εκλεκτού αυτού σώματος», ανέφερε ο Καββαδίας σε προγενέστερη αναφορά του, με ημερομηνία 23 Ιουνίου 1941, «για το ηθικό του στόλου» και επέρριπτε ευθύνες για τη νοοτροπία που είχε διαμορφωθεί στη Διοίκηση του κράτους κατά την τελευταία τετραετία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στις 16 ή 17 Απριλίου 1941 ο υφυπουργός Ναυτικών, Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, παρενέβη στον Καββαδία για να μην επιμείνει στη μετάθεση ενός πλοιάρχου από τα οχυρά της Αίγινας, που επρόκειτο να ανατιναχθούν, στο θωρηκτό «Αβέρωφ»!
4) Αδρανοποίηση του Στόλου, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά των πανικόβλητων υπουργών και σειρά ανωτέρων κρατικών λειτουργών με τις οικογένειές τους στην Κρήτη και εν συνεχεία στην Αίγυπτο.
Ο Καββαδίας υπογραμμίζει ότι μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας δεν υπήρχε κανένας λόγος να παραμένει ολόκληρος ο Στόλος στον Σαρωνικό. Ωστόσο, η κυβέρνηση «εθεώρει ότι τα Ελληνικά Αντιτορπιλικά δεν έχουσιν άλλην αποστολήν από του να την μεταφέρωσιν εις Κρήτη», γράφει χαρακτηριστικά.
Ετσι, τα πολεμικά πλοία έγιναν, επί δύο εβδομάδες, στόχος των αεροπορικών επιδρομών των γερμανικών «στούκας» και κινδύνεψαν να αποκλειστούν στον κόλπο της Ελευσίνας καθώς οι νάρκες, που ποντίζονταν από τα αεροσκάφη, απέκλειαν κάθε δυνατότητα εξόδου.
Ευτυχώς, οι Αγγλοι έστειλαν ειδικά ναρκαλιευτικά και σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Τορπιλών και Ναρκών, στην οποία επικεφαλής ήταν ο έφεδρος πλοίαρχος Χαλκιόπουλος, κατάφεραν μέσα σε 24 ώρες να δημιουργήσουν έναν ασφαλή δίαυλο, που διατηρήθηκε ανοιχτός μέχρι την αναχώρηση του στόλου.
Στις 11 Απριλίου, η κυβέρνηση Κορυζή εξέδωσε την απόρρητη διαταγή υπ’ αριθμόν 927, με την οποία καθορίζονταν τα εξής:
α) Τα κυρίως μάχιμα πλοία του στόλου (αντιτορπιλικά και υποβρύχια) θα ετοιμάζονταν για Αλεξάνδρεια ενώ το θωρηκτό «Αβέρωφ» και τορπιλοβόλα θα μεταστάθμευαν για τη Σούδα.
β) Με το σήμα «Μεσολόγγι» θα καταστρέφονταν οχυρώματα και εγκαταστάσεις. Ομως, αναφερόταν, ρητώς, ότι σε συνεννόηση με τους συμμάχους θα έμεναν ανέπαφες οι εγκαταστάσεις Διευθύνσεως Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας, τα συνεργεία ναυστάθμου και τα ναυπηγεία.
γ) Με το συνθηματικό «Ελλάς» θα καίγονταν τα πολεμικά αρχεία.
δ) Με το σήμα «Ηρα» θα απολυόταν το προσωπικό που δεν μπορούσε να φύγει και θα καταστρεφόταν κάθε πλοίο του στόλου που επίσης δεν μπορούσε να αποπλεύσει.
«Εκ συγχύσεως ή προδοσίας –γράφει ο Καββαδίας– εγένετο μία ψευδοέναρξις εκτελέσεως» της διαταγής, στις 16 Απριλίου.
Ετσι, χορηγήθηκαν απολυτήρια σε μερικούς βαθμοφόρους, διατάχτηκε η βύθιση του επισκευαζόμενου σε δεξαμενή αντιτορπιλικού «Βασιλεύς Γεώργιος» και η καταστροφή του Ναυτικού Αεροπορικού Υλικού.
Η βύθιση του πλοίου αποτράπηκε, αφού όμως είχε λεηλατηθεί, ενώ μετά την καταστροφή ορισμένων ανταλλακτικών σταμάτησε, με παρέμβαση του πρίγκιπα Πέτρου, η παραπέρα καταστροφή του αεροπορικού υλικού.
Οταν, όμως, χρειάστηκε, η διαταγή δεν ενεργοποιήθηκε. Ετσι οι Γερμανοί βρήκαν έτοιμο προς χρήση σημαντικό πολεμικό υλικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «Βασιλεύς Γεώργιος», το οποίο επισκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε με την ονομασία «Ερμής».
Είναι πλέον γνωστό ότι μέλη του υπουργικού συμβουλίου τάσσονταν, εκείνες τις κρίσιμες ώρες, υπέρ της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς.
Ενας από αυτούς ήταν ο υπουργός Στρατιωτικών Παπαδήμας, ο οποίος είχε σπεύσει να ενημερώσει, από τις 12 Απριλίου, τους αξιωματικούς και το προσωπικό του υπουργείου ότι η κυβέρνηση θα αναχωρήσει για την Κρήτη. Μάλιστα, είχε συντάξει και σχετική ανακοίνωση, με ημερομηνία 17 Απριλίου, η οποία έμεινε, τότε, αχρησιμοποίητη, καθώς ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Παπάγος επέμειναν –ορθώς– στη συνέχιση της αντίστασης.
Μάλιστα, στις 17 του μήνα, όπως γράφει ο πρέσβης Αννίβας Βελλιάδης, όλες οι αποσκευές των προσώπων που θα έφευγαν στην Κρήτη συγκεντρώθηκαν στην Κηφισιά και μεταφέρθηκαν στον Ωρωπό, όπου φορτώθηκαν στο επιταγμένο ατμόπλοιο «Σοφία».(2)
Οπως αναφέρει ο Καββαδίας, η αναχώρηση του ατμόπλοιου θα γινόταν υπό την προστασία του αντιτορπιλικού «Ιέραξ». Ωστόσο, η επιβίβαση αναβλήθηκε και τα δύο πλοία έγιναν, για ακόμα μία φορά, στόχοι των γερμανικών αεροπλάνων, με αποτέλεσμα το αντιτορπιλικό να υποστεί ελαφρές ζημιές και να τραυματιστεί ένα μέλος του πληρώματος του «Σοφία».
Η τελευταία πράξη της κυβερνητικής… ιλαροτραγωδίας γράφτηκε το βράδυ της 21ης προς 22α Απριλίου, όταν αναχώρησαν από τα Μέγαρα τα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ», «Ιέραξ» και «Βασίλισσα Ολγα».
Σε αυτά επέβαιναν, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ναύαρχος Σακελλαρίου,(3) «άπαντες οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των –γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες– και τας αποσκευάς των – μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των. […] Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Ελληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος [Τσουδερός] συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς».
Παρόμοια εικόνα με τον Σακελλαρίου δίνει και ο έφεδρος πλοίαρχος Ν. Δ. Πετρόπουλος, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά(4):
«Μου έκανε εντύπωση και ένα άλλο θέαμα, που με επηρέασε κατά κάποιο ποσοστό για να μη φύγω από την Ελλάδα: Μεταξύ των Ελλήνων ιδιωτών επιβατών ήταν κι ένα ζευγάρι –όχι πρώτης νεότητος– που το συνόδευε η μητέρα της συζύγου. Η ηλικιωμένη πεθερά κρατούσε ένα βαλιτσάκι που, όπως επρόδιδαν οι μεταξύ των τριών τους κουβέντες, περιείχε τα τιμαλφή της οικογενείας. Χωρίς να θέλω με κατέλαβε αηδία από το γεγονός, ότι δεν διαθέταμε τα πλοία για να σώσουμε έστω και λίγους στρατιώτες μας από τις χιτλερικές ορδές, αλλά καταλαμβανόταν η πολύτιμη χωρητικότης για να δοθεί ευκαιρία στα μπιζού και στα εξαντλημένα σαρκία της ευπόρου οικογενείας... να... συνεχίσουν και εκτός της Ελλάδος τον αγώνα κατά του κατακτητού!».
Η επιβίβαση όλων αυτών των… προνομιούχων φαίνεται ότι καθυστέρησε και προκειμένου τα τρία αντιτορπιλικά να μην ταξιδέψουν με το φως της ημέρας και κινδυνέψουν από τις αεροπορικές επιθέσεις αποφασίστηκε να παραμείνουν καλυμμένα στον Σαρωνικό και να αναχωρήσουν το βράδυ. Το «Πάνθηρ» και το «Ιέραξ» βρίσκονταν ανοιχτά των Μεθάνων και το «Β. Ολγα» προς τη Νέα Επίδαυρο.
Ολη την ημέρα της 22ας Απριλίου τα γερμανικά αεροσκάφη βομβάρδιζαν και πυροβολούσαν την περιοχή Πειραιά - Σαλαμίνας - Μεγάρων. «Οι καπνοί των καιόμενων εγκαταστάσεων εφαίνοντο από μακράν», περιγράφει ο Επ. Καββαδίας.
Το βράδυ 22 προς 23 Απριλίου τα αντιτορπιλικά αναχώρησαν για Κρήτη. Μετά τον κατάπλου των τριών πλοίων στα Χανιά, οι κυβερνήτες των τριών αντιτορπιλικών εμφανίστηκαν, διαδοχικά, στον ναύαρχο Καββαδία και τον ενημέρωσαν για τη δυσαρέσκεια των πληρωμάτων, επειδή «τα Πλοία έφερον πολλούς ανεπιθυμήτους και γυναίκας εις Κρήτην». Στην πραγματικότητα, στο «Βασίλισσα Ολγα» η αντίδραση του πληρώματος ήταν πολύ έντονη, στα όρια της στάσης.
Ο Καββαδίας προσπάθησε να φανεί καθησυχαστικός και έδωσε εντολή στον κυβερνήτη του «Βασίλισσα Ολγα» να αποβιβαστούν οι επιβάτες. Ο ίδιος δεν αναφέρει κάτι άλλο πάνω σε αυτό το θλιβερό θέμα. Ομως, τώρα πια ξέρουμε ότι όλοι αυτοί οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο.
1. Λεωνίδας Σ. Μπλαβέρης, «Η αποδημία του Ελληνικού στόλου στη Μέση Ανατολή», περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία», τεύχος 31, Μάρτιος 1999.
2. Αννίβας Βελλιάδης, «Γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-44», εκδόσεις Ενάλιος.
3. Αλ. Σακελλαρίου: «Η θέσις της Ελλάδος εις τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον», εκδόσεις Δημητράκου 1944.
4. Εφ. «Το Βήμα», φ. 11/3/1970.
Ηρωες και... «οικογενειάρχες»
Δύο εντελώς αντίθετες εικόνες αξιωματικών του Ναυτικού «ζωντανεύουν» μέσα από την πολεμική έκθεση-ντοκουμέντο του αρχηγού του Στόλου Επαμ. Καββαδία.
Από τη μία υπήρχαν αξιωματικοί που απέφευγαν να πολεμήσουν και από την άλλη ηρωικές μορφές που τίμησαν το Ναυτικό, γράφοντας ένδοξες σελίδες.
Οπως προκύπτει από την έκθεση-ντοκουμέντο φαίνεται ξεκάθαρα ότι:
Από αυτούς που δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τον Στόλο και να συνεχίσουν εκτός Ελλάδας τον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων, το μεγαλύτερο μέρος κινούνταν από ανησυχία για την οικογένειά τους.
«Ουδείς σχεδόν οικογενειάρχης ήθελε να εκπατρισθή προς συνέχισιν του αγώνος», αναφέρει ο Καββαδίας, ο οποίος, ορθώς, ήταν υπέρ της επιεικούς αντιμετώπισης των εφέδρων, αλλά της αυστηρής στάσης απέναντι στους «μονίμους».
Στην έκθεση Καββαδία αναφέρεται εκτενώς η περίπτωση του αντιτορπιλικού «Αετός», για το οποίο υπήρξαν καταγγελίες, ότι προκλήθηκε από αξιωματικό της μηχανής δολιοφθορά για να μην πάρει μέρος το πλοίο μαζί με τις βρετανικές δυνάμεις στη νικηφόρα ναυμαχία στον Κάβο Ματαπά εναντίον του ιταλικού στόλου (28 και 29 Μαρτίου 1941). Ομως, η υπόθεση συγκαλύφθηκε από τον κυβερνήτη, με την απαλλαγή του φερόμενου ως υπαίτιου.
Μια άλλη περίεργη υπόθεση διαδραματίστηκε στο θωρηκτό «Αβέρωφ», με πρωταγωνιστή τον ανιψιό του «μεταξικού» υφυπουργού Ναυτικών, Ιπποκράτη Παπαβασιλείου, ο οποίος έφερε τον βαθμό του αντιπλοιάρχου και υπηρετούσε ως ύπαρχος στο ένδοξο πλοίο.
Ο Παπαβασιλείου δεν ήθελε να φύγει από την Ελλάδα και αρχικά προσπάθησε –σύμφωνα με τον Καββαδία– να αποτρέψει τον απόπλου του «Αβέρωφ», διαδίδοντας μάλιστα ότι διατάχτηκε η βύθισή του!
Ομως, όταν απέτυχε, και το πλοίο απέπλευσε για Κρήτη, «προσεπάθησε να εμποδίση όσον το δυνατόν περισσοτέρους να ακολουθήσωσι διά να έχη συνενόχους» και τελικά έφυγε από το πλοίο μόνος του. Στον αντίποδα βρέθηκαν αξιωματικοί, που με αυτοθυσία επεδίωξαν να πάνε στην πρώτη γραμμή.
Ενας από αυτούς ήταν ο έφεδρος πλωτάρχης Τούμπας, που υπηρετούσε στο ναυτικό οχυρό Μεγάλου Εμβόλου, στη Θεσσαλονίκη, και σύμφωνα με τις διαταγές μετά την κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς το κατέστρεψε και ήρθε στην Αθήνα.
Αμέσως, ζήτησε να τοποθετηθεί στον Στόλο, λέγοντας ότι είχε πληροφορηθεί τον θάνατο του αδελφού του στο μέτωπο και επιθυμούσε «την πλέον επικίνδυνον θέσιν διά να συνεχίση τον αγώνα». Του ανατέθηκε η διακυβέρνηση του αντιτορπιλικού «Αετού» μετά την απομάκρυνση του προηγούμενου κυβερνήτη.
Μια άλλη ηρωική μορφή αξιωματικού ήταν ο αντιπλοίαρχος Θεόδωρος Πεζόπουλος, κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Υδρα», που έχασε τη ζωή του στις 22 Απριλίου 1941 από γερμανικά πυρά, στη διάρκεια αεροπορικής επίθεσης εναντίον του πλοίου.
Ηταν άλλη μία δολοφονική επίθεση των ναζί καθώς πολυβολούσαν αδιάκοπα ακόμα και τους ναυαγούς. Αυτό αποδεικνύουν και οι διάτρητες από σφαίρες σωσίβιες βάρκες του πλοίου.
Οπως σημειώνει ο Καββαδίας, ο ατρόμητος κυβερνήτης παρότι τραυματισμένος έμεινε μέχρι τέλους στη γέφυρα του πλοίου, αρνούμενος οποιαδήποτε βοήθεια, καθοδηγώντας το πλήρωμά του και λέγοντας ότι ο κυβερνήτης δεν εγκαταλείπει ποτέ το πλοίο του. Το «Υδρα» βυθίστηκε ανοιχτά της Αίγινας και οι νεκροί ξεπέρασαν τους 80.
ΠΗΓΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
ΠΗΓΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου