Υπάρχει έναν ινστιτούτο του οποίου οι εμπειρογνώμονες έχουν κατά καιρούς καταλάβει θέσεις - κλειδιά σε ρυθμιστικές επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα βιομηχανικό λόμπι που ενδύεται τον μανδύα της επιστημονικής δράσης για την Υγεία.
Ο λόγος για το Ινστιτούτο Διεθνών Επιστημών Ζωής (ILSI) που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, το οποίο διατείνεται ότι δρα προς όφελος του κοινού καλού. Το ILSI είναι ένας μη κερδοσκοπικός, παγκόσμιος οργανισμός, του οποίου η αποστολή είναι να προωθεί την επιστήμη που βελτιώνει την υγεία και την ευημερία και διασφαλίζει το περιβάλλον, όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του.
Ωστόσο, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Cambridge, του Πανεπιστημίου Bocconi στο Μιλάνο και της αμερικανικής εκστρατείας «Right to Know» αφού αξιολόγησαν πάνω από 17.000 σελίδες εγγράφων, έχουν διαφορετική άποψη.
Η επικεφαλής της έρευνας, Dr Sarah Steele, ανώτατη ερευνητική συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου του Cambridge, δηλώνει στον βρετανικό Guardian ότι «τα ευρήματά μας αποδεικνύουν ότι αυτή η μη κερδοσκοπική οργάνωση έχει χρησιμοποιηθεί από τους εταιρικούς υποστηρικτές της εδώ και χρόνια για να διαμορφώσει τις πολιτικές δημόσιας υγείας». «Το ILSI θα πρέπει να θεωρείται ως βιομηχανικό όργανο και να ρυθμίζεται ως τέτοιο και όχι ως οργανισμός που ενεργεί για το κοινό καλό», σημειώνει.
Ανάμεσα στα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει οι ερευνητές είναι ένα email που δείχνει πολύ καθαρά πως λειτουργεί το συγκεκριμένο λόμπι. Πρόκειται για ένα μήνυμα που κοινοποιήθηκε στην τότε διευθύντρια του ILSI, Suzanne Harris και σε στελέχη από εταιρείες όπως η Coca-Cola και η Monsanto. Αποστολέας ο ιδρυτής του ILSI, Alex Malaspina, πρώην αντιπρόεδρος της Coca-Cola ο ίδιος. Στο επίμαχο email διαμαρτύρεται έντονα για τις νέες διατροφικές οδηγίες των ΗΠΑ που εισηγούνται τη μείωση της πρόσληψης ζάχαρης.
«Αυτές οι οδηγίες είναι μια πραγματική καταστροφή!», γράφει. «Θα μπορούσαν τελικά να μας επηρεάσουν σημαντικά με πολλούς τρόπους: Περιορισμοί στα αναψυκτικά, στα τροποποιημένα σχολικά γεύματα, ισχυρή εκπαιδευτική προσπάθεια για να πειστούν τα παιδιά και οι ενήλικες να περιορίσουν σημαντικά την πρόσληψη ζάχαρης, περιορισμοί στη διαφήμιση των ζαχαρούχων τροφίμων και ποτών και τελικά μια μεγάλη πίεση από το Αμερικανικό Κέντρο Πρόληψης και Αντιμετώπισης Ασθενειών και από άλλους οργανισμούς προς τη βιομηχανία ώστε να αρχίσει να αφαιρεί δραστικά τη ζάχαρη που προσθέτουμε στα επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά», εξηγεί. Ο Malaspina, τον οποίο η Coca-Cola έχει περιγράψει ως έναν «μακρόχρονιο ηγέτη επιστημονικών και κανονιστικών υποθέσεων», ανησυχεί μάλιστα ότι πολλές χώρες θα ακολουθήσουν τις νέες κατευθυντήριες γραμμές, προσθέτοντας: «Πρέπει να εξετάσουμε πώς θα αμυνθούμε».
Σύμφωνα με τις δεδηλωμένες αρχές του ILSI, «ο οργανισμός δεν μπορεί να προτείνει άμεσα ή έμμεσα λύσεις δημόσιας πολιτικής ή να υποστηρίζει τα εμπορικά συμφέροντα των εταιρειών μελών ή άλλων μερών». Η Kristin DiNicolantonio, διευθύντρια επικοινωνίας του ILSI Global, δηλώνει μάλιστα στον Guardian ότι «σε καμία περίπτωση το ILSI δεν προστατεύει τη βιομηχανία από πολιτικές και νόμους που την επηρεάζουν».
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα στην επιθεώρηση «Globalization and Health», αποκαλύπτει όμως ότι όταν τα περιφερειακά γραφεία της ILSI δεν κατάφεραν να προωθήσουν μηνύματα φιλικά προς τους βιομηχανικούς κλάδους που εξυπηρετούν, ήρθαν αντιμέτωπα με κυρώσεις. Σε ένα άλλο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από το 2015, ο Malaspina αναστέλλει τη λειτουργία του γραφείου του οργανισμού στο Μεξικό, επειδή οργάνωσε ένα συνέδριο για τα γλυκαντικά και σε αυτό διατυπώθηκαν απόψεις για την φορολόγηση των αναψυκτικών. Χαρακτηρίζει μάλιστα την κατάσταση ως «ένα πραγματικό χάος».
Περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα, το ILSI βρισκόταν και πάλι στο επίκεντρο όταν ο Guardian αποκάλυψε ότι ο αντιπρόεδρος του στην Ευρώπη, Alan Boobis, προήδρευσε σε μια επιτροπή του ΟΗΕ που τελικά διαπίστωσε ότι η γλυφοσάτη δεν φαίνεται να είναι καρκινογόνος ουσία για τον άνθρωπο. Η τελική έκθεση της ομάδας δεν περιελάμβανε αντίθετες εισηγήσεις. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι το ILSI Europe είχε λάβει δωρεές ύψους 500.000 δολαρίων από την Monsanto, η οποία χρησιμοποιεί τη γλυφοσάτη στο ζιζανιοκτόνο RoundUp και άλλα 528.500 από μια εταιρεία – παρακλάδι της, την Croplife International.
Το 2012, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέστειλε τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (Efsa) για έξι μήνες, έπειτα από μια σειρά καταγγελιών περί αντικρουόμενων συμφερόντων, εστιάζοντας στο γεγονός ότι στο συμβούλιό της συμμετείχαν μέλη του ILSI. Μάλιστα μια ξεχωριστή κοινοβουλευτική έρευνα για τον αμφιλεγόμενο οργανισμό το 2017 συνέβαλε στη δημιουργία νέων κανόνων διαφάνειας στην ΕΕ.
Παρόλ'αυτά, τόσο οι πρώην όσο και οι σημερινοί αξιωματούχοι του ILSI εξακολουθούν να διαδραματίζουν βασικούς ρόλους στο μηχανισμό συμβουλευτικής επιστήμης της ΕΕ, ο οποίος μάλιστα πρόσφατα παρουσίασε μια έκθεση σχετικά με τα φυτοφάρμακα. Αυτή θα αντικαταστήσει τους ισχύοντες κανόνες που απαγορεύουν τα προϊόντα που θα μπορούσαν να βλάψουν την ανθρώπινη υγεία σε έναν βαθμό «αποδεκτού κινδύνου», όπως θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι.
Παρομοίως μία πρόσφατη έκθεση που εκδόθηκε πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, θέτει νέα κατώτατα όρια για πολλές χημικές ουσίες που δεν έχει ελεγχθεί πλήρως η τοξικότητά τους. Αυτή προέκυψε και πάλι από μια ομάδα εργασίας στην οποία η πλειονότητα των εμπειρογνωμόνων είχε επίσημους δεσμούς με το ILSI. Μάλιστα 12 αξιολογήσεις κινδύνου για τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στην ΕΕ, αν δεν σχεδιάστηκαν, προωθήθηκαν τουλάχιστον από εταιρείες.
Όπως σημειώνεται στην μελέτη που ρίχνει φως στο πως λειτουργεί το συγκεκριμένο λόμπι, μετά το 2015 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αποστασιοποιήθηκε από το ILSI, λόγω των δεσμών ενός μέλους του με τη βιομηχανία καπνού. Αυτό προκάλεσε έντονη ανησυχία στις τάξεις του -κατά δήλωση- μη κερδοσκοπικού οργανισμού, πράγμα που αποδεικνύεται από την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ του Malaspina με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον Adam Drewnowski, στα οποία διατυπώνουν προτάσεις άμεσης προσέγγισης της τότε διευθύντριας του ΠΟΥ, Margaret Chan.
Ο Drewnowski γράφει στα επίμαχα emails ότι η Chan έχει δηλώσει ότι «είναι έτοιμη να καθίσει στο τραπέζι, αλλά όχι να ξαπλώσει στο κρεβάτι». Λέει επίσης ότι η στάση της έχει σκληρύνει στο εξής κι ότι πρέπει να την καθίσουν ξανά στο τραπέζι του διαλόγου, υπενθυμίζοντας της την φράση της. Ο Malaspina στέλνει αργότερα ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε ανώτερους υπαλλήλους του ILSI και της Coca-Cola, λέγοντας: «Πρέπει να βρούμε έναν διάσημο επιστήμονα να κανονίσει να της πληρώσει μια επίσκεψη. Τον Jim Hill ή κάποιον με παρόμοιο ανάστημα ή έναν Αμερικανό κυβερνητικό». «Αν δεν μπούμε σε διάλογο, η Chan θα συνεχίσει να μας προκαλεί σημαντικές αρνητικές συνέπειες σε παγκόσμια βάση», γράφει. «Πρόκειται για μια σοβαρή απειλή για τη δουλειά μας», τονίζει.
Κάπως έτσι, λοιπόν, λειτουργούν τα πράγματα και η μόνη απειλή είναι αυτή που αντιμετωπίζει η υγεία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου