Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

«Ιμα γιάιτσα; Ιμα πούτκα;»... Ο βιασμός ως φαινόμενο από τον Ελληνικό Στρατό στους Βαλκανικούς Πολέμους

Ιούλιος 1913. Συσσίτιο στις προφυλακές, κάπου στο Πιρίν.«ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912-1913. ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΪΔΗ-ZEITZ» (Αθήνα 2000) ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 15.06.2019, 10:29
«Ιμα γιάιτσα; Ιμα πούτκα;»
Η δημόσια συζήτηση των τελευταίων ημερών για τον νέο Ποινικό Κώδικα επιβεβαίωσε, για μια ακόμη φορά, την ιδιάζουσα κοινωνική απαξία που προσδίδεται στο έγκλημα του βιασμού σε σχέση με μια σειρά άλλα κακουργήματα.
Απόδειξη η πάνδημη κατακραυγή που κατάφερε να ματαιώσει -εν μέρει- την απαράδεκτη απόπειρα του κ. Καλογήρου να μετατρέψει τις δίκες των βιαστών σε δίκες των θυμάτων τους (τα οποία όφειλαν στο εξής ν’ αποδείξουν την «πραγματική επικινδυνότητα» της βίας στην οποία υπέκυψαν).

Η επιτυχία των σχετικών αντιδράσεων έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με την ανοχή που η (δεξιόστροφη, πλέον) ελληνική κοινωνία επέδειξε απέναντι στην προβληματικότερη πτυχή της όλης μεταρρύθμισης: τη θέσπιση στον Νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 301) της τερατώδους «ποινικής συνδιαλλαγής», με την οποία πάμπολλα σοβαρά κακουργήματα (από τη δωροδοκία δημοσίων υπαλλήλων, δικαστών και πολιτικών μέχρι την εμπορία ανθρώπων, τη σωματεμπορία, την αρχαιοκαπηλία, το λαθρεμπόριο όπλων και την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ακόμη κι από αστυνομικούς ή σωφρονιστικούς υπαλλήλους) αποποινικοποιούνται στην πράξη −εφόσον βέβαια (και μόνο αν) ο δράστης διαθέτει το απαραίτητο παραδάκι, με την καταβολή του οποίου η ποινή του συρρικνώνεται σε 1-2 χρόνια κοινωνικής εργασίας!
Οι σιωπές των πηγών

Ακόμη διαχρονικότερες αποδείξεις της ιδιάζουσας απαξίας του βιασμού αποτελούν η σπανιότητα και τα χαρακτηριστικά των διαθέσιμων πληροφοριών για τη διάπραξή του στο κατεξοχήν ευνοϊκό περιβάλλον:στη διάρκεια ή το περιθώριο πολεμικών αναμετρήσεων, όταν χιλιάδες ένοπλοι άντρες, αποκομμένοι από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κανονικά αναφέρονται και λογοδοτούν, κυκλοφορούν εν μέσω απροστάτευτων (και συχνά «εχθρικών») αμάχων κάθε φύλου και ηλικίας, με μια ψυχολογία θανατερής προσωρινότητας.

«Σκεπτόμεθα πως πρέπει να προχωρήσουμε, διά της αρπαγής , ή με το καλό»
Πολεμικό ημερολόγιο του Ιωάννη Γκιοτσαλίδη, εγγραφή της 24/7/1913

Αν αφήσουμε κατά μέρος τη δομικά αφερέγγυα προπαγάνδα των εκάστοτε εμπολέμων, οι προσωπικές μαρτυρίες για περιστατικά βιασμού κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν σπανίζουν μεν, υπακούν όμως συνήθως σε τρεις διαφορετικούς αφηγηματικούς κανόνες.

Ο πρώτος είναι ο λόγος των θυμάτων, με την ευρεία έννοια: ο λόγος του άμαχου πληθυσμού που υφίσταται τη στρατιωτική βία (όχι μόνο σεξουαλική) και καταγράφει αυτή την τραυματική εμπειρία του, συνήθως με κάποια χρονική απόσταση.

Σχεδόν στο σύνολό τους, οι μαρτυρίες αυτής της κατηγορίας αφορούν βιαιότητες που διέπραξαν στρατεύματα του εχθρού˙ η τυφλή βία των «ημετέρων» σε βάρος (και) του «δικού» τους πληθυσμού κρίνεται συνήθως προτιμότερο ν’ αποσιωπηθεί, ιδίως όταν η ένταξη των θυμάτων στο οικείο στρατόπεδο επιδέχεται αμφισβήτηση όσον αφορά την αυθεντικότητα, την έκταση ή το χρονικό βάθος της.

Ειδικά στο ζήτημα των βιασμών, όταν μάλιστα μιλάμε για παλιότερες συρράξεις, οι αφηγήσεις των ίδιων των θυμάτων και του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντός τους σπανίζουν. Αφ’ ενός επειδή παρόμοια βιώματα υπόκεινταν κατά κανόνα σε κοινωνικά επιβεβλημένες επιταγές αυτολογοκρισίας για λόγους προστασίας της ατομικής και οικογενειακής «τιμής», αφ’ ετέρου γιατί οι γυναίκες είχαν έτσι κι αλλιώς περιορισμένο δημόσιο λόγο και η εξωτερίκευση της εμπειρίας τους έπρεπε συνήθως να διαμεσολαβηθεί από κάποιον άρρενα επεξεργαστή.

Ο δεύτερος αφηγηματικός κανόνας είναι αυτός της εξιστόρησης των ωμοτήτων του εχθρού από στρατιώτες που ανήκουν στο ίδιο -θεωρητικά- στρατόπεδο με τα θύματα. Οι περιγραφές είναι εύκολες, καθώς ο αφηγητής δεν βαρύνεται με την παραμικρή ατομική ή συλλογική ευθύνη για τη διάπραξή τους, η δε στράτευσή του δικαιώνεται εκ των πραγμάτων ως αντίσταση στη βιωμένη βαρβαρότητα. Ακόμη κι εδώ, οι πληροφορίες περί βιασμών είναι ωστόσο συνήθως εξαιρετικά λακωνικές, σε αντίθεση με τις αρκετά παραστατικές περιγραφές άλλων αγριοτήτων –ιδίως φόνων, ατομικών ή συλλογικών.

Ο τρίτος και τελευταίος κανόνας αφορά τη διαχείριση ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από «ημετέρους»: συμπολεμιστές, ενίοτε προσωπικούς γνωστούς ή συντοπίτες του αφηγητή.

Τις περισσότερες φορές, οι αναφορές είναι εδώ σχεδόν τηλεγραφικές: «4 Ιουλίου. Κατά την 11ην πμ αφικνούμεθα εις το χωρίον Γκιουρατζέκι [Γκιουρετζίκ, σημ. Γρανίτης Δράμας]. Εκεί είχε φθάσει την προηγουμένην εσπέραν το κύριον σώμα του στρατού και είχε κάμει κυριολεκτικώς όργια. Διήρπασαν τας οικίας και πολλάς παρθένους ητίμασαν», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σ’ ένα δημοσιευμένο ημερολόγιο του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Διονύσιος Λιβιεράτος, «Ωρες μάχης», Αθήνα 1991, σ.72).

Την πιο συνηθισμένη εξαίρεση αποτελούν κάποια ηρωικά περιστατικά, κατά τα οποία ο αφηγητής, μόνος ή με συντρόφους του, σώζει απροστάτευτες γυναίκες από τις επιθετικές ορέξεις ορισμένων συμπολεμιστών του.

Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις όπου η αυτοβιογραφική εξιστόρηση κλείνει με την οδυνηρή παραδοχή της αποτυχίας του διαβήματος και την ένοχη απομάκρυνση του αφηγητή από τον χώρο του ομαδικού βιασμού.

Εντελώς διαφορετικής τάξης είναι οι προσπάθειες επώνυμων στελεχών του στρατεύματος να διασκεδάσουν παρόμοια συμβάντα στις δημοσιευμένες αναμνήσεις τους, επιστρατεύοντας ανεκδοτολογικές περιγραφές πολύ αποκαλυπτικότερες απ’ ό,τι οι ίδιοι νομίζουν.

Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος αποδίδει λ.χ. «το μοναδικόν κρούσμα» -κατ’ αυτόν- βιασμού από Ελληνες φαντάρους στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου στην αθέλητη «πρόκληση» κάποιων «πανικόβλητων χανουμισσών» που, φοβούμενες ότι θα σφαγούν, «είχον ανυψώσει τα φορέματά των και αποκαλύπτουσαι γυμνά τα απόκρυφα μέλη των εκάλυπτον το πρόσωπον και επεκαλούντο το έλεος των στρατιωτών κλαυθμηρίζουσαι Αλάχ, Αλάχ, Αμάν κ.λπ.»· έχοντας αναλάβει προσωπικά τις σχετικές ανακρίσεις, ο αφηγητής αθώωσε τους δράστες με το ρητό σκεπτικό πως «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω»(«Τα απομνημονεύματά μου», τ.Α΄, Αθήναι 1950, σ.368-9).

Την ίδια κατανόηση δείχνει και για την αντίστοιχη «μοναδικήν εξαίρεσιν» -υποτίθεται- κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, όταν κάποιος αξιωματικός «επέτρεψε σιωπηρώς εις τους στρατιώτας να βιάσουν Βουλγαρίδας τινάς γυναίκας» στο Πετρίτσι. Εκτροπή που αυτή τη φορά δικαιολογείται σαν συλλογική «εκδίκησις», με τον αξιωματικό να διατελεί «εν βρασμώ ψυχικής ορμής» για τις αγριότητες που κάποιοι (άσχετοι) ομοεθνείς των θυμάτων είχαν διαπράξει νωρίτερα σε βάρος Ελλήνων στο Σιδηρόκαστρο (σ.369).

Αυτό που απουσιάζει εντελώς από τις διαθέσιμες πηγές είναι οι προσωπικές μαρτυρίες των ίδιων των πολεμιστών-βιαστών. Σε αντίθεση με άλλες βαναυσότητες, που μπορούν ν’ αποδοθούν στον φόβο, τη φυσική εξάντληση ή τη σύγχυση, και ως εκ τούτου να ενσωματωθούν στη δημόσια ή ιδιωτική καταδίκη του πολέμου ως διαδικασίας θυματοποίησης (και) των ίδιων των μαχητών, στην περίπτωση του βιασμού μια πληθώρα κοινωνικών και ψυχολογικών παραμέτρων, με πρώτη και κυρίαρχη την ιδιάζουσα ηδονιστική φύση του συγκεκριμένου εγκλήματος, αποκλείει οποιοδήποτε ελαφρυντικό κι επιβάλλει την πλήρη αποσιώπηση.
«Ανευ κακής ιδέας...»

Η πηγή που παρουσιάζουμε εδώ, από το Αρχείο Βαλκανικών Πολέμων του ΕΛΙΑ, αποτελεί ως εκ τούτου πολύτιμο ντοκουμέντο χάρη στη σπανιότητα και τον πλούτο των πληροφοριών που περιέχει. Πρόκειται για το ημερολόγιο του στρατιώτη Ιωάννη Γκιοτσαλίδη από το ημιορεινό χωριό Καταβόθρα (σημ. Μεταμόρφωση) της Λακωνίας, μετανάστη στις ΗΠΑ («αμέρικαν μπόης», κατά τη δική του ορολογία), απ’ όπου επέστρεψε μετά το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου για να καταταγεί στο 8ο σύνταγμα της γενέτειράς του.

Στις 8/11/1912 παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο και στις 15/12 αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα για να ενταχθεί στις δυνάμεις που πολιορκούσαν τα Γιάννενα· μετά την παράδοση της πόλης η μονάδα του θα μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς θα μετάσχει στον «διασυμμαχικό» Β' Βαλκανικό.

Οριακά εγγράμματος, γράφει με μια ορθογραφία σχεδόν φωνητική, σ’ ένα δεμένο σημειωματάριο που πιθανότατα έφερε από τη Ν. Υόρκη· σε αντίθεση με τα περισσότερα τεκμήρια αυτής της κατηγορίας, εντυπωσιάζει ωστόσο εδώ η απουσία της παραμικρής, έστω, μνείας σε οικογένεια ή άλλους κοινωνικούς δεσμούς.

Κατά πάσα πιθανότητα, ο συντάκτης επέλεξε την οδό της πλήρους ανωνυμίας για λόγους αυτοπροστασίας: το ονοματεπώνυμο και τα υπόλοιπα στοιχεία του τα παραθέτει έτσι στην τελευταία μόνο από τις 147 σελίδες του τεφτεριού –κι αυτό μετά το τέλος του πολέμου, τον Δεκέμβριο του 1913, όταν επισκέπτεται το σπίτι του και, προφανώς, αποθηκεύει εκεί το ενοχοποιητικό τεκμήριό του.

Κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, ο Γκιοτσαλίδης δεν παραθέτει την παραμικρή πληροφορία για επιλήψιμες πρακτικές, ιδίως σε σχέση με το άλλο φύλο. Κατά πάσα πιθανότητα δεν του δόθηκε καν η σχετική ευκαιρία, καθώς η ζωή που περιγράφει είναι κυριολεκτικά εξοντωτική: «επερικαλούσα να έρθει μια σφαίρα και να με πάρει εκτός θανάτου για να πάγω εις το νοσοκομείο διότι δεν υποφέρεται πλέον το κρύο και η πείνα», σημειώνει στις 10/1/1913, λίγο μετά την καταγραφή του αυτοτραυματισμού κάποιων συμπολεμιστών του που έγιναν αντιληπτοί και «το κλείσανε το σπίτι τους».

Σε γενικές γραμμές, δείχνει ωστόσο αυτοσυγκρατημένος: κατά τον αφοπλισμό κάποιων Τούρκων αιχμαλώτων, σημειώνει, «επήρα μίαν ταμπακιέρα ως ενθύμιον και τίποτις άλλο».

Οταν η μονάδα του μπαίνει στις 21/2 στα απελευθερωμένα Γιάννενα, μαζί με την ενθουσιώδη υποδοχή που τους επιφυλάσσει ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης και την αδυναμία των λιμοκτονούντων κατοίκων να τους φιλέψουν οτιδήποτε, καταγράφει σχεδόν σεμνότυφα ότι «πολλοί συνάδελφοι ζητούσανε φιλί» (από τις ντόπιες, προφανώς, Ελληνίδες) «αλλά αυτές άνευ καμιάς κακής ιδέας τους δίνανε δυο, για την ελευθεριά». Δυο μέρες μετά αποσπάται ως μάγειρος στον ταγματάρχη του και πλέον «περνά φίνα», δίχως περιττές διευκρινίσεις.

Σαφέστερες πληροφορίες για το ενδιαφέρον του για το άλλο φύλο αποκτάμε μόνο στα τέλη Απριλίου, όταν η μονάδα του στρατοπεδεύει για ένα δωδεκαήμερο στο σλαβόφωνο χωριουδάκι Νάρες (σημ. Νέα Φιλαδέλφεια), στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης.

Τσιφλίκι αμιγώς εξαρχικό από το 1904 σύμφωνα με την ημιεπίσημη ελληνική στατιστική της εποχής, ο οικισμός κατοικούνταν σύμφωνα με μια πρόσφατη -τότε- απόρρητη στατιστική του σχολικού επιθεωρητή της Εξαρχίας από 57 «Τσιγγάνους», 52 «Βουλγάρους» (46 εξαρχικούς κι 6 «γρεκομανείς» πατριαρχικούς) και 6 «Τούρκους».

Για τον Πελοποννήσιο American boy μας, τα πράγματα είναι όμως πολύ πιο απλά: «Ολο Βούργαροι, μόνον ο δάσκαλος γνωρίζει ελληνικά».

Αποστολή της μονάδας του είναι να επιτηρεί τους κατοίκους για πιθανές επαφές τους με κομιτατζήδες, τύποις συμμάχους ακόμα, το καθήκον αυτό δεν αποκλείει όμως κάποιες παράλληλες ενασχολήσεις:«Ερωτούσα τον διδάσκαλον εκ περιεργείας περί πανδρειάς», σημειώνει κατά την αποχώρησή του, «μου έλεγε δε το εξής. Οταν το παιδί θέλει να πανδρευθεί, αναλόγως τας δυνάμεις οπού έχει πρέπει να δώσει στον πεθερό το ελάχιστον 10 λίρας για να πάρει το κορίτσι. Είναι δε ωραία κορίτσια, εργατικές και θαρραλέες, το εναντίον στους άνδρας κακομούρηδες και τεμπέληδες».

Η εκδήλωση ενδιαφέροντος είναι προφανής, απαλλαγμένη ωστόσο από κάθε υποψία βίαιου καταναγκασμού: «Ελυπήθην όπου εφύγαμε διότι σχεδόν τα είχαμεν ψήσει με μερικές, αλλά δύσκολα, διότι δεν ημπορούμε να συνεννοηθούμε. Τι ωραία να γνώριζα Βουργάρικα». Πρόλαβε, πάντως, να μάθει κάποιες βασικές λέξεις, όπως θα δούμε παρακάτω.
Οικονομία της αρπαγής

Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα καταρρέει πλήρως με την κήρυξη του «διασυμμαχικού» πολέμου, όταν στις 21 Ιουνίου η μονάδα του Γκιοτσαλίδη διασχίζει επί τροχάδην το εκκενωμένο και βομβαρδιζόμενο Κιλκίς –το κύριο βουλγαρικό αστικό κέντρο της εμπόλεμης ζώνης, λίγες ώρες προτού αυτό πυρποληθεί τελειωτικά από τον ελληνικό στρατό (βλ. «Εφ.Συν.», 17/6/2016).

«Επήγαμε σ’ ένα σπίτι» μ’ ένα συνάδελφό του, γράφει, «εσπάσαμε την πόρτα, μπήκαμε μέσα και βρίσκουμε δυο μαυροβουνιώτικα περίστροφα δίκανα, φωνογράφο, ραπτομηχανή, ρούχα και ότι άλλο θέλεις. Εις την γωνίαν του σπιτιού ήτονε μια γρια τυλιγμένη με ρούχα. Της μιλούσαμε, δεν εμιλούσε. Εξαφνα βλέπουμε και κουνιότανε, είχε ντουφέκι και της ρίξαμε 3 σφαιρούλες και κοιμάται για ούλα της τα χρόνια».

Το επόμενο διήμερο ακολουθεί τη νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού μέσα από τα πυρπολούμενα ντόπια σλαβικά χωριά -«από άλλους», διευκρινίζει- και διαπιστώνει ότι «φοβερά καταστροφή ο πόλεμος», καθώς οι εγκαταλειμμένες περιουσίες και τα κοπάδια μετατρέπονται σε βραχύβια λάφυρα: «αρχίσαμε να σφάζουμε πρόβατα αρκετά, άλλος γουρούνι, άλλος βόδι και μερικοί για γούστο βουβάλι, εφάγαμε αρκετά».

Η αφήγησή του, όπως και άλλων συμπολεμιστών του, αποτυπώνει αυτό που ο Λέων Τρότσκι, ως πολεμικός ανταποκριτής στην ίδια σύρραξη, αποκάλεσε «πόλεμο που τρέφει τον εαυτό του», τονίζοντας τον ανορθολογικό και υπέρμετρα καταστροφικό χαρακτήρα αυτής της πρακτικής:

«Κάθε πράγμα που χρειάζεται στον στρατό βαραίνει διπλά, τριπλά και τετραπλά τον πληθυσμό. Με μια οργανωμένη υπηρεσία εφοδιασμού, η κάθε παρεχόμενη λίβρα κρέατος καλύπτει σε γενικές γραμμές τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται»· με τη «ληστεία που έχει ανυψωθεί σε σύστημα», αντίθετα, «για να πάρουν μια λίβρα κρέας συχνά σκοτώνανε ένα βόδι και για να ζεσταθούνε ξεριζώνανε έναν φράχτη ή καίγανε ένα σπίτι» («Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913», Αθήνα 1993, σ.377).

Πλήρως εναρμονισμένες μ’ αυτή την έκτακτη «οικονομία της αρπαγής» (predatory economy) είναι οι επιδόσεις του ήρωά μας και των συνεργατών του στον τομέα που μας απασχολεί: τους βιασμούς «Βουργαρισσών», τέσσερα διαδοχικά κρούσματα πραγματοποιημένα σε διαφορετικό το καθένα περιβάλλον και κάτω από ποικίλες εξωτερικές συνθήκες, με βάση όμως ένα ενιαίο μοντέλο δράσης. Οι κινήσεις και οι σχεδιασμοί του αποτυπώνονται στο ημερολόγιο με μια αφήγηση σχεδόν «τεχνική» και κάθε άλλο παρά εξομολογητική, εξαιρετικά αποκαλυπτική για τους στρατιωτικούς κι εξωστρατιωτικούς μηχανισμούς που μετατρέπουν συγκεκριμένες μερίδες του γυναικείου πληθυσμού σε λεία των νικητών.

Κατ’ αρχήν, ο στενός μηχανισμός: τρεις από τους τέσσερις βιασμούς πραγματοποιούνται από 2 ή 3 φαντάρους κάθε φορά, όχι πάντα με την ίδια σύνθεση, ο δε τέταρτος σχεδιάστηκε επίσης από δυο άντρες (τον αφηγητή και τον προϊστάμενό του «γυναικάκια» γιατρό), υλοποιήθηκε όμως ως μέρος μιας γενικευμένης «εφόδου».

Πρόκειται για τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό που συναντάμε σε δεκάδες άλλα ημερολόγια κι απομνημονεύματα βετεράνων να εκστρατεύει για την αναζήτηση τροφής, καυσόξυλων και άλλων ζωτικών αγαθών στην ευρύτερη περίμετρο της εκάστοτε επισταθμίας: μικροοικονομία της αρπαγής, είπαμε, καθώς ο πόλεμος τρέφει τον εαυτό του. Δυο με τρεις ένοπλοι αρκούν συνήθως για να καταστείλουν τις όποιες μικροαντιστάσεις, να διαφυλάξουν το μυστικό και -κυρίως- να καρπωθούν επαρκώς τη λεία.

Χαρακτηριστικές γι’ αυτή την πρόσληψη είναι οι ερωτήσεις που οι δυο συναυτουργοί του πρώτου επεισοδίου, ο αφηγητής κι ένας τουρκόφωνος «εθελοντής εκ Καισαρείας», απευθύνουν στα σλάβικα στην ηλικιωμένη ένοικο του πρώτου αγροτόσπιτου που χτυπάνε στις 28 Ιουνίου: «Ιμα γιάιτσα; Ιμα κοκόσκα; Ιμα πούτκα;» –αυτολεξεί: «Υπάρχουν αυγά; Υπάρχει κότα; Υπάρχει μουνί;».

Η γρια τούς αποπέμπει με τη στερεότυπη έκφραση «νέμα» (δεν υπάρχει), πάγια απάντηση των σλαβόφωνων χωρικών σε κάθε αίτημα τροφοδοσίας, σύμφωνα με τις περισσότερες αφηγήσεις της εποχής. Αυτοί την παραμερίζουν βίαια, εισβάλλουν στο διπλανό δωμάτιο κι ανακαλύπτουν ένα «ωραίο τεφαρίκι κρυμένο». Στο ημερολόγιο, ο ομαδικός βιασμός καταγράφεται σχεδόν συνθηματικά: «Την αρχίζουμε λοιπόν. Αφού εβγάλαμε τα μάτια μας, την αφήσαμε και φύγαμε».
Απροσδόκητες τύψεις

Αγριότερα εξελίσσονται τα πράγματα στο δεύτερο επεισόδιο, 48 μόλις ώρες μετά. Στους δύο προηγούμενους έχει προστεθεί κι ένας τρίτος φαντάρος από την Πάτρα. Στόχος τους τα σπίτια του Κολάροβο, στους πρόποδες του Μπέλες −χωριού κατοικούμενου, σύμφωνα με τη βουλγαρική στατιστική του Κάντσοφ, από περίπου 1.000 Τούρκους κι 130 χριστιανούς Βουλγάρους.

Οπως ήταν πιθανότερο, πέφτουν σε κάποιο μουσουλμανικό σπίτι και, χάρη στην τουρκομάθεια του Καππαδόκη της παρέας, τους επιφυλάσσεται θερμή υποδοχή: «να τσίπουρο, να καπνό, να καφέ». Η έμπρακτη ελληνοτουρκική συμμαχία κατά των Βουλγάρων, σχέση κρίσιμη για την επιβίωση επί του πεδίου της μάχης με δεδομένη την παντελή σχεδόν απουσία ελληνικών ή ελληνοφρόνων πληθυσμών στη γύρω περιοχή, καθορίζει και τα όρια του εγχειρήματος, παρά τις ορέξεις: «Χαρέμια ξέσκεπα, ωραία, άσπρα, Χριστέ μου. Του λέμε να βγάλει ένανε [Τούρκο] έξω και να του πούμε για θηλυκό. Πραγματικώς, ήρθε μόλις του το είπαμε».

Για να προστατεύσει την οικογένειά του, ο οικοδεσπότης φροντίζει να παροχετεύσει τον κίνδυνο στο πιο εκτεθειμένο τμήμα της κοινότητας: «Γιοκ καρντάση. Βαρ [=υπάρχει] Βουργάρ φαμίλια. Ελάτε εδώ. Μας παίρνει από το χέρι και μας πηγαίνει εις το άκρον του χωριού. Πέφτουμε μέσα σε κανα-δυο σπίτια και ξετρυπώνουμε μέσα από μια κόφα τρεις. Τις παίρνουμε και δρόμο».

Ο βιασμός θα διαπραχθεί λίγο έξω από το χωριό και, το κυριότερο, θα επισφραγιστεί με αίμα: «Ο γερο-πατέρας τους ερχότανε μαζί από πίσω. Ρε φεύγα, τίποτα. 3 και 4 σφαίρες, πα στο διάολο». Μετά το έγκλημα, ο συντάκτης του ημερολογίου νιώθει για πρώτη και μοναδική φορά τύψεις, όχι όμως για το φονικό: «Αφού εβγάλαμε τα μάτια μας», γράφει, «εμετανόησα διότι ήτονε παρθένος και καταπρώτην φοράν όπου εδιάπραξα τέτοιο πράγμα εις τα χρονικά μου, να ατιμάσω».

Παραδοχή εντυπωσιακή για την αρχαϊκότητά της: ο φόνος, ο απορφανισμός, ο ομαδικός βιασμός εκλαμβάνονται σαν απλά πταίσματα σε σχέση με το βαρύ αδίκημα της διακόρευσης –η μόνη πράξη, άλλωστε, που στο ημερολόγιο ενός κατά συρροήν βιαστή περιγράφεται ως «ατίμωση».
«Ωραία κόρη αλλά ελληνίς...»

Ντόπιοι συνεργάτες θα δράσουν καταλυτικά και στο τρίτο επεισόδιο, μια βδομάδα αργότερα, με σκηνικό όχι πλέον κάποιον αγροτικό οικισμό αλλά το ίδιο το Πετρίτσι –κωμόπολη με 5.000 περίπου μουσουλμάνους, 1.700 εξαρχικούς και 209 πατριαρχικούς «γρεκομάνους» στις παραμονές του πολέμου.

Μαζί με πέντε ακόμη συμπολεμιστές του, ο Γκιοτσαλίδης είναι τώρα στρατωνισμένος «σε σπίτι ελληνικό», τη φιλοξενία του οποίου απολαμβάνει με αποτέλεσμα νέους αυτοπεριορισμούς: «Μας εδώσανε ρούχα αρκετά, έχει δε και ωραίαν κόρην ο νοικοκύρης αλλά ελληνίς· και είμεθα το όλον έξι μαζί και έτσι δεν βγαίνει».

Ως από μηχανής Θεός, με σκοπό όχι τόσο την προστασία της οικογενειακής τιμής όσο το εκδικητικό κλείσιμο παλιών λογαριασμών, εμφανίζεται εδώ ο αδερφός της κοπέλας, που ενημερώνει την ομόγυρη για «πολλά περί Βουλγάρων».

Αυτός θα υποδείξει σε δυο από τους φαντάρους, τον ήρωά μας κι έναν ακόμη «αμέρικαν μπόη» από τα Τρίκαλα, τον επιθυμητό στόχο: «Του λέμε, πού καταλαβαίνεις ότι υπάρχει καμιά Βουλγάρα εδώ, καθώς έχουνε μείνει σχεδόν όλαι αι οικογένειαι αλλά δεν βγαίνουνε έξω. Μας λέγει λοιπόν ότι εγώ θέλω να σας πάγω σε ένα σπίτι Βουλγάρικο, είναι δυο αδερφάδες και μια νύφη μέσα, οι δε άνδρες έχουνε φύγει. Ητον κακά στοιχεία εδώ πέρα αλλά εγώ θα σας πω το σπίτι και να πάτε και αν μπορέσετε πλακώσετέ τες».

Η επίσκεψη ξεκινά ως συνήθως με αναζήτηση τροφής και καταλήγει στις γνωστές ερωτήσεις· «είχομεν τα περίστροφά μας και τα ξίφη», υπενθυμίζει ο αφηγητής, διευκρινίζοντας ότι τελικά δυο από τις τρεις γυναίκες τους παραδόθηκαν «άνευ αντιστάσεως», αλλά με εμφανή τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της επαφής: «Αυτές δε τα μούτρα κάτω, μιλιά. Τέλος με νοήματα τες είπαμε ότι δεν τες πειράζουμε. Τους εδώσαμε ένα τάληρο βουλγάρικο, το πήρε η μια».

Η σχεδόν σαδιστική περιγραφή του «συναινετικού» αυτού βιασμού ολοκληρώνεται με τη χαμηλόφωνη εγγραφή του στις δέλτους των εθνικών αγώνων: «Επήγαμε στο σπίτι, το είπαμε του παιδιού, εχάρη δε όσον δεν ημπορώ να σας πω. Του είπαμε αύριο θα πάμε μαζί, αλλά είπε όχι, δεν πρέπει να ξέρουνε ότι εγώ σας έστειλα».
Το κινίνο και η έφοδος

Το τέταρτο και τελευταίο συμβάν καταγράφεται με μια δόση ηθελημένης αοριστίας, καθώς η σχετική περιγραφή του αυτουργού κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ εθνικής νίκης κι αποχαιρετιστήριου ξεφαντώματος. Μετά την εκεχειρία της 18ης Ιουλίου, η μονάδα του Γκιοτσαλίδη είναι στρατωνισμένη σ’ ένα μη κατονομαζόμενο χωριό του Μάλες.

Η απουσία εχθροπραξιών περιστέλλει κάπως τις επιθετικές διαθέσεις, καθώς ενδεχόμενες βιαιοπραγίες σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού είναι πολύ πιο εύκολο να καταγγελθούν και να τιμωρηθούν, δυσκολότερο δε να δικαιολογηθούν ή να παρακαμφθούν εν ονόματι μιας μάχιμης συντροφικότητας.

Η ύφεση αυτή επιτρέπει, από την άλλη, πολύ πιο μακροπρόθεσμους και λιγότερο σπασμωδικούς σχεδιασμούς. Ενδιαφέρουσα καινοτομία συνιστά εδώ κυρίως η διαταξική συνεργασία ανάμεσα στον οριακά εγγράμματο αφηγητή και τον επιστήμονα προϊστάμενό του: «Είναι οικογένειες εδώ αρκετές», σημειώνει ο Λάκωνας τραυματιοφορέας στο ημερολόγιό του. «Τους λέμε ελληνικά, μας λένε βουργάρικα και δόστου παντομίμα δουλεύει. Υπάρχουν ωραία θηλυκά αλλά πάντοτε κρυμμένες. Εχω τον ιατρόν όπου είναι γυναικάκιας, έτσι εσμίξαμε. Με στέλνει μέσα στα σπίτια και γυρεύω αυγά δήθεν. Εγώ φέρω το σταυρό στο χέρι, αυτοί λοιπόν νομίζουνε ότι είμαι γιατρός κι αρχινάνε νέμα ντοκτόρ νέμα. Παραπλεύρως από το σπίτι που καθόμαστε έχει δυο κόρες ωραίες. Την μία την λένε Ελενίτσα, είναι ξανθιά και ωραία, αλλά δεν ημπορούμε να συνεννοηθούμε. Το είπα του γιατρού και αρχίσαμε τας επισκέψεις. Τέλος είπαμε πολλά, τους εδώσαμε μερικά σουλινάρια κινίνη, ζάχαρη και τσάι αρκετό, ευχαριστηθήκαμε. Τώρα εμείς σκεπτόμεθα πως πρέπει να προχωρήσουμε, διά της αρπαγής ή με το καλό. Τέλος θα σκεφτούμε και θα αποφασίσουμε καλύτερα».

Η τελική επίλυση του διλήμματος, στις παραμονές της αναχώρησης του ελληνικού στρατού από την περιοχή, αποτυπώνεται σχεδόν σιβυλλικά: «Ησυχία επικρατεί, ειμή μόνον οι χωρικοί βρίσκουνε το μπελά τους από πολλά ζητήματα. Συνάμα δε, γίνεται και έφοδος. Ετσι έγινε και εκάναμε και εμείς έφοδον αυτήν την βραδυά και έφοδον τολμηρήν και αποφασιστική. Επεράσαμε ωραία».
Η γέννηση ενός βιαστή

Ο συνδυασμός των παραπάνω πληροφοριών με τις αντίστοιχες διαθέσιμες μαρτυρίες κι επεξεργασίες επιτρέπει ορισμένα συμπεράσματα για τις παραμέτρους που διευκολύνουν τη διάπραξη βιασμών από στρατιώτες σε βάρος του άμαχου γυναικείου πληθυσμού. Παραμέτρους χωροχρονικά επικαθορισμένες, εννοείται, από τα συμφραζόμενα της «ευρωπαϊκής» κοινωνίας του ύστερου 19ου και του εικοστού αιώνα.

Ενας πρώτος παράγοντας είναι ο σταδιακός εκβαρβαρισμός των πολεμιστών από τη χρονική παράταση της σύρραξης, φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί και αλλού. Στην περίπτωση του βιασμού, «ηδονιστικού» εγκλήματος ποιοτικά διαφορετικού από τα εγκλήματα πολέμου που συνιστούν απλά υπερβάσεις της «νόμιμης» στρατιωτικής βίας (εκτελέσεις αιχμαλώτων, «προληπτικοί» φόνοι πολιτών που εκλαμβάνονται ως αντίπαλοι στρατιώτες ή δυνάμει εχθροί, εμπρησμοί εχθρικών οικισμών και κάθε είδους αντίποινα), σημαντικό ρόλο φαίνεται επίσης να διαδραματίζει η εναλλαγή της καθαυτό πολεμικής δραστηριότητας με ειρηνικά διαλείμματα που επαναφέρουν σε λειτουργία μιαν ευρύτερη γκάμα ενστίκτων, πέρα από την απλή φυσική επιβίωση.

Η «οργανική» αυτή προϋπόθεση εξηγεί ενδεχομένως και την παρατήρηση ότι τα πρωτεία στη διάπραξη βιασμών έχουν συνήθως οι άνδρες των βοηθητικών σωμάτων κι όχι των κατεξοχήν μάχιμων μονάδων (Susan Brownmiller, «Against our Will. Men, Women and Rape», Λονδίνο 1986, σ.66-67).

Η παραμονή του ήρωά μας σ’ ένα σλαβόφωνο χωριουδάκι στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης την άνοιξη του 1913, ο συγχρωτισμός του με τις ντόπιες κοπέλες και το ομολογημένο ενδιαφέρον του «περί παντρειάς» εμφανίζονται στην αφήγησή του ως τομή σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο στα χαρακώματα της Ηπείρου.

Από την άλλη, το ημερολόγιό του δεν αποκαλύπτει το παραμικρό για τον εσωτερικό μηχανισμό της μεταπήδησης από το «ψήσιμο» μιας αμοιβαία αποδεκτής ερωτικής επαφής στην αγριότητα των διαδοχικών βιασμών. Το ερώτημα αν αυτοί οι τελευταίοι προϋπήρχαν στο μυαλό του συντάκτη ως ανομολόγητη πρόθεση ή πρόκειται για επιλογές που διαμορφώθηκαν στην πορεία, κάτω από την επίδραση εξωτερικών παραγόντων, δεν είναι έτσι δυνατό ν’ απαντηθεί.

Αντικειμενικό δεδομένο συνιστά, αντίθετα, η διαμόρφωση ενός περιρρέοντος κλίματος που διευκόλυνε τη διάπραξη παρόμοιων εγκλημάτων. Ο λόγος για την ιδεολογική προπαρασκευή που προσέδωσε στον «διασυμμαχικό» δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο τα χαρακτηριστικά όχι μιας «απελευθερωτικής» εξόρμησης (όπως ο πρώτος) αλλά εκστρατείας για τη φυσική εξολόθρευση ενός προαιώνιου «φυλετικού» εχθρού.

Αποτυπωμένη σε πλήθος τεκμηρίων και θεσμικά αποκρυσταλλωμένη στην επίσημη διακήρυξη του αρχιστράτηγου βασιλιά Κωνσταντίνου πως οι Βούλγαροι «δεν έχουσι δικαίωμα να τάσσονται μεταξύ των πεπολιτισμένων εθνών» και να επικαλούνται τους νόμους τους (29/6/1913), η ανθρωποφαγική αυτή διάθεση δεν αποπροσωποποιούσε μόνο τον αντίπαλο, τόσο στη στρατιωτική όσο και στην άμαχη εκδοχή του, αίροντας τις όποιες ηθικές αναστολές για την κακομεταχείρισή του.

Μοιραία εκλαμβανόταν επίσης ως έμμεση υπόσχεση ατιμωρησίας για τις όποιες «υπερβάσεις», ακόμη κι αν αυτές ξέφευγαν από το πλαίσιο της καθαρά πολεμικής δραστηριότητας. Σε οριακές στιγμές η υπόσχεση αυτή μπορούσε να πάρει ακόμη και τη μορφή ρητής δήλωσης των διοικητών, με την αναγόρευση των βιασμών σε μια ακόμη εκδοχή άτυπων αντιποίνων –πρακτική που, στην περίπτωση ειδικά του Πετριτσιού, ομολογείται όπως είδαμε ευθέως από τον στρατηγό Πάγκαλο.

Τρίτος και τελευταίος παράγοντας που αναδεικνύεται από το επίμαχο ημερολόγιο είναι η καθοριστική συμβολή των ντόπιων εξωτερικών συνεργατών, όχι μόνο ως ηθικών αυτουργών αλλά και ως εκείνου του κρίσιμου συνδετικού κρίκου που προσδίδει στις «αντεκδικήσεις» σεξουαλικής υφής συγκεκριμένη μορφή, προστατεύοντας ένα τμήμα του τοπικού γυναικείου πληθυσμού και στοχοποιώντας κάποιο άλλο.

Στις μισές από τις τέσσερις διαδοχικές περιπτώσεις που περιγράφει ο Γκιοτσαλίδης, η επιλογή των θυμάτων έγινε από τέτοιους συνεργάτες –με σκοπό είτε την παροχέτευση του κινδύνου που απειλούσε τη δική τους οικογένεια είτε την υπόγεια προσβολή συμπολιτών τους που ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Επιβεβαιώνεται έτσι η κομβική σημασία της διαπλοκής ενός κατοχικού στρατού με μερίδα της εγχώριας κοινωνίας, όχι μόνο όσον αφορά την άσκηση πολιτικά στοχευμένης στρατιωτικής βίας αλλά και για τις «παράπλευρες», μη προγραμματισμένες πτυχές αυτής της τελευταίας.

♦️ Πληρέστερη εκδοχή του άρθρου, με πλήρη βιβλιογραφική τεκμηρίωση: Τάσος Κωστόπουλος, «Καταγράφοντας το ανομολόγητο: το πολεμικό ημερολόγιο ενός βιαστή στρατιώτη (1912-13)», σε Α. Κόλλια-Δερμιτζάκη − Β. Σειρηνίδου − Σπ. Πλουμίδης (επιμ.), Ιστορίες πολέμου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μια προσέγγιση στη διαχρονία, Ηρόδοτος − Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2018, σ.471-489.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου