Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Ιούλης 1974: Επιστράτευση στη χώρα του Χουντικού Καραγκιόζη

Ο Ιωαννίδης γύρισε από την πίσω πόρτα, αφού έφυγαν οι Αμερικάνοι και είπε στους δικούς του χαμογελαστός: «Έτσι το είπα, για να τους τρομάξω!!!!». 
Η επιστράτευση όμως κηρύχτηκε κανονικά, αν και οι αρχηγοί του στρατεύματος βεβαίωναν κατηγορηματικά, για την αδυναμία εμπλοκής του σε εχθροπραξίες! 
Ακούγοντας το βράδυ τους παράνομους ραδιοφωνικούς σταθμούς, Ντώϋτσε Βέλλε, Μόσχας και Λονδίνου, μαθαίναμε την τραγική πραγματικότητα.
Όσοι φίλοι και γνωστοί παρουσιάστηκαν στο στρατό εκείνες τις μέρες, περιέγραψαν με μελανά χρώματα την ένδεια του Ελληνικού στρατού σε ρουχισμό, όπλα, πολεμοφόδια, αλλά και τον τρόμο των στρατοκρατών, για τον…..αναγκαστικό εξοπλισμό των επίστρατων.

Τα περισσότερα κιβώτια πάντως ήταν γεμάτα.

Γεμάτα με πέτρες και όχι με όπλα και σφαίρες!

Για τα τελευταία, είχαν φροντίσει ο Παττακός και άλλες δυνάμεις, να πουληθούν σε αδελφά καθεστώτα της Αφρικής!!

Είδε την Σούλα στα τριάντα μέτρα, να χειρονομεί απεγνωσμένα κοιτάζοντας προς την πλευρά του. «Πως βρέθηκε αυτή εδώ και μάλιστα τέτοια μέρα;», αναρωτήθηκε. Γνώριζε ότι έμενε στην «Μπότσαρη», στην άλλη άκρη της πόλης. Άρχισε να βηματίζει για να την πλησιάσει, μα τον πρόλαβε εκείνη τρέχοντας! Του έπιασε και τα δύο χέρια και είπε ξεψυχισμένα:

«Γιάννη μου…..σε παρακαλώ. Ο Βασίλης….έφυγε άρον-άρον από το γιαπί, για να ‘παρουσιαστεί’. Ένα τηλεφώνημα πρόλαβε να κάνει και ύστερα….Δεν έχει λεφτά, δεν έχει καθαρά ρούχα, δεν….». Το κλάμα διέκοψε τον αγχωμένο της χείμαρρο και ο Γιάννης της χάιδεψε το μπράτσο. «Έλα, ηρέμησε. Μην κάνεις έτσι, όλα θα πάνε καλά! Εδώ όμως πως βρέθηκες;»

Έβγαλε τρία χιλιάρικα από την τσάντα της και άπλωσε το χέρι: «Μου είπε πως μάλλον θα είναι στο στρατόπεδο του ‘Καρατάσου’. Εκεί δεν είναι το σχολείο σου; Πάρ’τα και ψάξε να τον βρεις, να του τα δώσεις! Σε ικετεύω!».

«Μη στενοχωριέσαι Σούλα μου. Αν είναι ‘κει, θα τον βρω σίγουρα. Μα και αλλού να τον πήγανε, πάλι θα τον βρω! Στο υπόσχομαι! Μπορεί όμως να μου φάει ώρες, γι’ αυτό θα υποσχεθείς πως δεν θα στενοχωριέσαι»

«Σ’ ευχαριστώ, θα προσπαθήσω. Μιας και ήρθα μέχρι εδώ, λέω να δω τη μητέρα σου». Έστριψε να πάει απέναντι, αλλά ο Γιάννης την σταμάτησε: «Πολύ καλά θα κάνεις, μα εκείνη η σακούλα που κρατάς, μήπως είναι για μένα;»

Ξεφύσηξε ανακουφισμένη: «Να είσαι καλά αγόρι μου! Φυσικά είναι για…σένα. Εσώρουχα του Βασίλη».

Πέντε χιλιόμετρα δρόμος για το στρατόπεδο και το δίλλημα μεγάλο. Να πάει με τα πόδια ή να περιμένει το λεωφορείο; Προτίμησε να κρατήσει δυνάμεις και στήθηκε στη στάση. Μισή ώρα μετά, το αστικό έφτασε φισκαρισμένο και αγκομαχώντας. Η πόρτα άνοιξε, μα επιβάτες δεν χώραγε!

«Άντε ρε παιδιά! Κάντε μια προσπάθεια!...», τους παρακίνησε ο εισπράκτορας. «Ένας άνθρωπος είναι. Κρίμα να μην τον πάρουμε»

«Δεν ντρέπεστε λίγο ρε;…», του αντέτεινε ένας καταϊδρωμένος εργάτης. «…Ούτε σήμερα δεν έχετε την τσίπα, να βάλετε περισσότερα λεωφορεία;».

«Τι να κάνω άνθρωπε μου;….», απολογήθηκε ο εισπράκτορας. «…κι εγώ υπάλληλος είμαι». Με τα πολλά, ο Γιάννης ζούληξε τον προηγούμενο και αυτός τον μπροστινό του, η πόρτα έκλεισε απότομα και ο Μαυρομάτης μπορούσε πλέον να θεωρηθεί… επιβάτης του λεωφορείου.

Τρεις στάσεις μετά, κάποιοι κατέβηκαν. Ανέβηκε τα δύο σκαλοπάτια και έγινε επιτέλους ίσος με τους άλλους! Όταν έφτασαν στου «Καρατάσου», είχαν μείνει οι μισοί. Το θέαμα που αντίκρισε, του πρόσφερε γέλιο για μια ζωή! Τότε όμως δεν γέλασε. Μερικές εκατοντάδες νέοι άνδρες, συγκεντρωμένοι έξω από την κεντρική πύλη του στρατοπέδου, ντυμένοι με απίστευτους ενδυματολογικούς συνδυασμούς! Τέτοιο καρακιτσαριό στην Χαβαλιέ, ξαναείδε ύστερα από πολλά χρόνια, όταν πια η έλλειψη αισθητικής έγινε τρόπος ζωής!

Φανελίτσα βαμμένη με χίλια χρώματα, παντελόνι-φόρμα στρατιωτική και παπούτσι πάνινο [Μπογιατζής που παρίστανε τον φαντάρο].

Πουκάμισο σοβαντισμένο, παντελόνι το ίδιο και στρατιωτικά άρβυλα [Σοβατζής που παρίστανε τον φαντάρο].

Σακάκι από κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, στρατιωτικό παντελόνι και σκαρπίνια [Υπάλληλος γραφείου που παρίστανε τον φαντάρο].

Στρατιωτικό πηλίκιο, στρατιωτική φανέλα, παντελονιά κοστουμιού ατσαλάκωτη και μποτάκια ορειβασίας [Πολιτικός μηχανικός που υποβαθμίστηκε σε απλό στρατιώτη!]

Τι να κάνουν όμως οι άνθρωποι; Αυτά βρήκαν, αυτά πήραν! Και όμως, ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος!! Ήταν έτοιμοι, για την «Κόκκινη Μηλιά»! Το μόνο που περίμεναν, ήταν η παραλαβή οπλισμού. Λίγοι πήραν. Το φιάσκο της επιστράτευσης τέλειωσε νωρίς, ο χρόνος όμως ήταν αρκετός, ώστε να εκτυλιχθούν σκηνές απείρου κάλλους, μεταξύ εφέδρων και καραβανάδων!

Τελικά, πόλεμος δεν έγινε. Ευτυχώς, γιατί λίγοι απ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους, θα γύριζαν πίσω!

Ήταν τυχερός και βρήκε τον Βασίλη σε λίγα λεπτά. Δεν άργησε όμως και να τον αποχαιρετήσει , γιατί καταλάβαινε πως κάτι έπρεπε να φάει και να καπνίσει, μιας και μπορούσε πλέον να τα πληρώσει!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου