Κάθε μέρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν τραβούν ο ένας τον άλλον βαθύτερα προς την σύγκρουση. Μέχρι στιγμής, έχουν σταματήσει λίγο πριν τον πόλεμο. Αλλά η πιθανότητα μιας ένοπλης σύγκρουσης αυξάνεται με κάθε πρόσθετη πρόκληση, είτε πρόκειται για επίθεση εναντίον ενός εμπορικού βυτιοφόρου είτε για άλλον έναν γύρο κυρώσεων. Αμφότερες οι χώρες, με τις στρατηγικές τους του τύπου «όλα ή τίποτα», έχουν ευθύνη.
Η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ διεξήγαγε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» κατά του Ιράν, βασισμένη σε ασφυκτικές οικονομικές κυρώσεις και σε ένα de facto εμπάργκο στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Το Ιράν ακολούθησε μια στρατηγική μέγιστης αντίστασης, κλιμακώνοντας με επιθέσεις σε ναυτικούς διαύλους, καταρρίπτοντας ένα αμερικανικό drone πάνω από τον Περσικό Κόλπο και απορρίπτοντας όλες τις ευκαιρίες για αποκλιμακωτικές συνομιλίες με την Ουάσινγκτον. Με αμφότερα τα κράτη να μην επιθυμούν να υποχωρήσουν, η πορεία προς τον πόλεμο συνεχίζεται.
Η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ διεξήγαγε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» κατά του Ιράν, βασισμένη σε ασφυκτικές οικονομικές κυρώσεις και σε ένα de facto εμπάργκο στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Το Ιράν ακολούθησε μια στρατηγική μέγιστης αντίστασης, κλιμακώνοντας με επιθέσεις σε ναυτικούς διαύλους, καταρρίπτοντας ένα αμερικανικό drone πάνω από τον Περσικό Κόλπο και απορρίπτοντας όλες τις ευκαιρίες για αποκλιμακωτικές συνομιλίες με την Ουάσινγκτον. Με αμφότερα τα κράτη να μην επιθυμούν να υποχωρήσουν, η πορεία προς τον πόλεμο συνεχίζεται.
Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Το ότι οι σχέσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιδεινωθεί σε αυτόν τον βαθμό είναι αξιοσημείωτο. Μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, η Ουάσινγκτον και η Τεχεράνη υπέγραψαν μια ιστορική πολυμερή συμφωνία που περιόρισε το πρόγραμμα πυρηνικού εμπλουτισμού του Ιράν σε αντάλλαγμα για την ανακούφιση των κυρώσεων από τις ΗΠΑ. Η συμφωνία δεν τερμάτισε την δυσπιστία μεταξύ των δύο χωρών, ούτε έλυσε τις μακροχρόνιες διαφωνίες σχετικά με την εξωτερική πολιτική του Ιράν στη Μέση Ανατολή, αλλά δημιούργησε έναν πολύ αναγκαίο μηχανισμό διπλωματικής δέσμευσης, τον οποίο οι υποστηρικτές της συμφωνίας θεωρούσαν αναγκαίο για να αποφευχθεί ένας πόλεμος.
Ένα πετρελαιοφόρο μετά από επίθεση στον Κόλπο του Ομάν, στα ύδατα μεταξύ των αραβικών κρατών του Κόλπου και του Ιράν, στις 13 Ιουνίου 2019. Handout / Reuters
----------------------------------------------------------
Ο Trump ήταν ένας σθεναρός επικριτής της συμφωνίας στην πορεία της [προεκλογικης] εκστρατείας και, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, άρχισε να αυξάνει την πίεση στην Τεχεράνη. Παρ’ όλα τα ελαττώματά της, η διοίκηση του Trump τουλάχιστον φαινόταν να κατανοεί ένα κρίσιμο γεγονός: Αν και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είχε γίνει ένα σημείο εστίασης των εντάσεων των ΗΠΑ-Ιράν, ποτέ δεν ήταν η πραγματική πηγή της πικρίας μεταξύ των δύο χωρών. Οι ρίζες αυτών των εντάσεων βρίσκονται βαθύτερα -στην υποστήριξη του Ιράν προς μαχητικές ομάδες που βρίσκονται σε πόλεμο με το Ισραήλ, όπως η Χαμάς, η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, και στους δεσμούς του με τους εχθρούς των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών στον Κόλπο, όπως οι Χούθι στην Υεμένη. Εξίσου σημαντική ήταν η υποστήριξη του Ιράν προς τις ιρακινές πολιτοφυλακές που σκότωσαν εκατοντάδες στρατιωτικούς του αμερικανικού στρατού στην κορύφωση του πολέμου στο Ιράκ και οι οποίες εξακολουθούν να απειλούν τα στρατεύματα των ΗΠΑ εκεί.
Επιδιώκοντας να προκαλέσει μια αλλαγή στην συμπεριφορά της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ο Trump αποχώρησε από την συμφωνία το 2018 και ξεκίνησε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» με βάση τις κυρώσεις. Η κυβέρνησή του παρουσίασε στην Τεχεράνη έναν κατάλογο 12 αιτημάτων [2], τα περισσότερα από τα οποία αφορούσαν τις περιφερειακές δραστηριότητες του Ιράν, ενώ τα υπόλοιπα αφορούσαν τα προγράμματα για τα πυρηνικά και τους βαλλιστικούς πυραύλους της χώρας. Συνολικά, οι απαιτήσεις του Trump ζήτησαν ουσιαστικά από το Ιράν να εγκαταλείψει την υψηλή στρατηγική του και να παραδώσει τα πιο πολύτιμα στρατιωτικά αποτρεπτικά του. Σε αντάλλαγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν όχι μόνο να άρουν κυρώσεις κατά του Ιράν αλλά και να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της οικονομίας του και στην εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων.
Η Ισλαμική Δημοκρατία, αναμενόμενα, απέρριψε [3] τις απαιτήσεις δια μιας. Η Τεχεράνη στην συνέχεια κοίταξε προς την Ευρώπη, την Ρωσία και την Κίνα, ελπίζοντας ότι ορισμένοι ή όλοι αυτοί οι δρώντες θα ασκούσαν πιέσεις στην διοίκηση του Trump για να υποχωρήσει από τα αιτήματά της ή θα παρείχαν ένα μέσο παράκαμψης του καθεστώτος κυρώσεων των ΗΠΑ. Ωστόσο, το Ιράν προφανώς δεν συγκέντρωσε αρκετή επιρροή ούτε κέρδισε επαρκή καλή θέληση για να εξασφαλίσει εξωτερική υποστήριξη έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Το καθεστώς ήταν ουσιαστικά μόνο του.
Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ
Με τις κυρώσεις των ΗΠΑ να αρχίζουν να εφαρμόζονται, το Ιράν χρειάστηκε να βρει μια διέξοδο από αυτή την υπόθεση. Είχε τρεις επιλογές: Θα μπορούσε να ενδώσει στις απαιτήσεις των ΗΠΑ ή τουλάχιστον να κατευνάσει την Ουάσινγκτον αναζητώντας διάλογο. Θα μπορούσε να σκληρύνει και να ελπίζει ότι ο Trump θα χάσει το στοίχημα της επανεκλογής του το 2020. Ή θα μπορούσε να αντιδράσει και να αυξήσει τα πονταρίσματα δείχνοντας ότι ήταν έτοιμο να κλιμακώσει.
Κρίνοντας από την πρόσφατη συμπεριφορά της, η Ισλαμική Δημοκρατία φαίνεται να διάλεξε την τρίτη επιλογή. Το Ιράν πιστεύεται ευρέως ότι είναι υπεύθυνο για την επίθεση εναντίον εμπορικών πλοίων στον κόλπο του Ομάν στις 12 Μαΐου. Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν προειδοποιήσει επανειλημμένα ότι το Ιράν ενδέχεται να σχεδιάζει τέτοια χτυπήματα και πολλοί παρατηρητές ανέμεναν ότι το περιστατικό θα πυροδοτούσε μια αμερικανική στρατιωτική αντίδραση. Αντί για κλιμάκωση, ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν [4] σε προσκλήσεις για διάλογο χωρίς προϋποθέσεις.
Υποθέτοντας ότι το Ιράν ήταν πράγματι πίσω από την επίθεση, η επιχείρηση ήταν μια σαφής νίκη για την Τεχεράνη. Με την διεξαγωγή μιας δαπανηρής, αλλά μη θανατηφόρας επίθεσης σε εμπορικούς ναυτιλιακούς διαύλους, είχε μετατοπίσει την πολιτική των ΗΠΑ από την κλιμάκωση στον διάλογο. Ο Trump ακολούθησε ζητώντας από τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας Shinzo Abe να παραδώσει μια επιστολή στον ανώτατο ηγέτη του Ιράν, τον Ali Khamenei, εκφράζοντας την επιθυμία του για συνομιλίες. Αλλά όταν ο Άμπε συναντήθηκε με τον Χαμενεΐ στην Τεχεράνη στις 13 Ιουνίου, τόσο η επιστολή όσο και η προσφορά για διάλογο απορρίφθηκαν συνοπτικά [5]. Την ίδια ημέρα, δυο ακόμα πετρελαιοφόρα, συμπεριλαμβανομένου σκάφους με σημαία Ιαπωνίας, υπέστησαν επίθεση στον Κόλπο του Ομάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέδεσαν και πάλι το Ιράν ως πιθανό ένοχο και αυτή την φορά το αμερικανικό ναυτικό δημοσιοποίησε ένα βίντεο παρακολούθησης [6] που δείχνει προσωπικό του Σώματος της Ιρανικής Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς (IRGC) επί ενός περιπολικού σκάφους να αφαιρεί μια [συσκευή] ύποπτη ότι ήταν μαγνητική νάρκη από το κύτος ενός από τα δεξαμενόπλοια πριν επιταχύνει προς το ιρανικό λιμάνι του Ιράν στο Bandar-e-Jask.
Το Ιράν είχε δημιουργήσει μια ευκαιρία για διάλογο και αμέσως την σπατάλησε. Ακόμη και αν το αμερικανικό άνοιγμα ήταν ανειλικρινές, όπως ίσως συμπέραναν οι ηγέτες του Ιράν, το Ιράν ποτέ δεν φρόντισε να το δοκιμάσει. Το να εμφανιστεί ως ανοιχτό σε έναν διάλογο αποκλιμάκωσης θα είχε προσδώσει μόχλευση στο Ιράν έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και συμπάθεια από την διεθνή κοινότητα. Αντ’ αυτού, ο Χαμενεΐ απέρριψε επιπόλαια την διέξοδο που του προσφέρθηκε, ντροπιάζοντας τον πρωθυπουργό μιας ουδέτερης ξένης δύναμης και ρισκάροντας ανοιχτό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες με το να επιτεθεί σε πολιτικούς στόχους στον Κόλπο του Ομάν.
Η συμπεριφορά αυτή είναι αντιπαραγωγική και επικίνδυνη, αλλά όχι εντελώς απρόσμενη, δεδομένων των στενών ορίων που έχει θέσει ο Χαμενεΐ για το πώς θα εμπλακεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες: Ο ηγέτης του Ιράν έχει απαιτήσει την πλήρη ανατροπή της πολιτικής της διοίκησης Trump, αλλά αρνείται να ξεκινήσει συνομιλίες όσο οι κυρώσεις είναι σε εφαρμογή. Μη θέλοντας να υποφέρει μέσω των κυρώσεων ή να επιδιώξει συμβιβασμούς, το Ιράν έχει μόνο μια εναπομένουσα επιλογή: Να κλιμακώσει και να αμφισβητήσει την αποφασιστικότητα της διοίκησης Trump.
Σύμφωνα με αυτή την λογική, το Ιράν προχώρησε στις 20 Ιουνίου για να καταρρίψει [7] ένα drone παρακολούθησης του ναυτικού του ΗΠΑ [που βρισκόταν] πάνω από διεθνή ύδατα. (Το Ιράν ισχυρίζεται [8] ότι το drone ήταν πάνω από ιρανικά χωρικά ύδατα). Η επιλογή ενός μη επανδρωμένου στόχου πιθανώς σηματοδότησε την επιθυμία της Τεχεράνης να κλιμακώσει εντός ορίων, αλλά και πάλι η δράση της εξανάγκασε μια αμερικανική απάντηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Trump διέταξε μια σειρά αμερικανικών χτυπημάτων κατά ιρανικών θέσεων πυραύλων και ραντάρ, αλλά σταμάτησε [9] την επιχείρηση την τελευταία στιγμή. Αντ’ αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες ισχυρίστηκαν ότι έχουν πραγματοποιήσει περιορισμένες κυβερνοεπιθέσεις [10] που στοχεύουν στους κόμβους «διοίκησης και ελέγχου» για τα πυραυλικά συστήματα του Ιράν. Η κυβέρνηση Trump ανακοίνωσε επίσης πρόσθετες κυρώσεις [11] σε έναν τεράστιο χρηματοπιστωτικό όμιλο ελεγχόμενο από τον Χαμενεΐ και σε πλήθος διοικητών του ναυτικού του IRGC -και προειδοποίησε για πιθανές μελλοντικές κυρώσεις εναντίον του υπουργού Εξωτερικών του Ιράν, Mohammad Javad Zarif.
Η απάντηση του Trump δείχνει ότι η Ουάσινγκτον έγινε εξίσου εγκλωβισμένη με την Τεχεράνη. Οι πολιτικές του προέδρου έχουν οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο χείλος ενός εκλεκτικού πολέμου με το Ιράν και η συμπεριφορά της διοίκησης -ιδίως η απειλή κυρώσεων κατά του κορυφαίου διπλωμάτη του Ιράν- έχει υπονομεύσει την ειλικρίνεια των επανειλημμένων αιτημάτων του για συνομιλίες [12]. Οι κυρώσεις φαίνεται να είναι το μόνο μέσο με το οποίο η διοίκηση αισθάνεται άνετα, αλλά σε αυτό το σημείο οι νέες κυρώσεις είναι σχεδόν τελετουργικές, αφού οι πλέον επιβλαβείς από οικονομικής απόψεως δράσεις έχουν τεθεί σε ισχύ εδώ και πολύ καιρό. Παρόλα αυτά, δυσχεραίνουν περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις: Μετά από τον τελευταίο γύρο κυρώσεων, οι Ιρανοί αξιωματούχοι δήλωσαν [13] ότι κάθε παράθυρο για διπλωματία έκλεισε για τα καλά -μια ομολογουμένως περίεργη δήλωση, δεδομένης της προηγούμενης άρνησης του Ιράν να εμπλακεί σε συνομιλίες.
Την περασμένη εβδομάδα, η ρητορική και στις δύο πλευρές έχει βυθιστεί στο επίπεδο των ύβρεων σχολικού επιπέδου. Ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ρουχανί δήλωσε [14] ότι «ο Λευκός Οίκος έχει πληγεί από νοητική αναπηρία». Ο Τραμπ, ίσως απαντώντας σε ορισμένες ειδήσεις που απέδωσαν τα περσικά του Ρουχανί [περί νοητικής αναπηρίας] πιο χονδροειδώς ως «καθυστερημένος», ανταπάντησε με κάτι που έμοιαζε σαν μια νέα αμερικανική κόκκινη γραμμή, γράφοντας στο Twitter [15] ότι «Κάθε επίθεση από το Ιράν σε οτιδήποτε αμερικανικό θα συναντήσει σπουδαία και συντριπτική δύναμη. Σε μερικές περιοχές, το συντριπτική θα σημαίνει εξάλειψη».
Αυτό που παραμένει είναι δύο κράτη που δεν θέλουν να συμβιβαστούν, είναι ανίκανα να μιλήσουν, και είναι πολύ υπερήφανα για να υποχωρήσουν. Καμία από τις δυο πλευρές δεν φαίνεται να θέλει έναν πόλεμο, αλλά αμφότερες κινούνται σταθερά προς την κατεύθυνση αυτή, εγκλωβισμένες μέσα στις δικές τους μαξιμαλιστικές πολιτικές και την αδιαλλαξία τους. Αλλά η ειρήνη δεν θα έρθει από επιθέσεις κατά πλοίων ή την κατάρριψη αργών αεροπλάνων από τον ουρανό. Μια βιώσιμη λύση στην κρίση απαιτεί συμβιβασμό και τον τερματισμό της αποσταθεροποιητικής εξωτερικής πολιτικής του Ιράν στην περιοχή. Αυτές τις μέρες, φαίνεται όλο και λιγότερο πιθανό ότι το Ιράν θα ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι -αλλά είναι αυτό που αξίζει ο λαός του Ιράν.
Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Σύνδεσμοι:
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου