Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Ένα «οικολογικό Τσερνομπίλ»

H Αράλη ήταν η δεύτερη σε μέγεθος “εσωτερική θάλασσα” της Ασίας, μετά από την Κασπία, και η τέταρτη μεγαλύτερη στον κόσμο και με μοναδική βιοποικιλότητα. Αυτό μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Έκτοτε ξεκίνησε η δραματική συρρίκνωσή της και σήμερα δεν αποτελεί παρά μια σκιά του αλλοτινού της εαυτού. Από τα 68.000 τ. χλμ. που ήταν η έκτασή της, όσο περίπου η μισή Ελλάδα, συρρικνώθηκε το 2004 στα 17.000 τ. χλμ. και τα απομεινάρια της χωρίστηκαν σε τέσσερις λίμνες, με μέσο βάθος τα 8,7 μέτρα.
Τα 40.000 τ.χλμ., που εξατμίστηκαν και αποξηράνθηκαν, μετατράπηκαν απλώς σε έρημο, όπως είναι και το μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής Ασίας. Μια έρημο όμως τοξική, καθώς η σκόνη από τον αποξηραμένο πυθμένα της λίμνης περιέχει επικίνδυνα χημικά στοιχεία τα οποία και μεταφέρονται από τον αέρα. Έτσι η Αράλη έγινε συνώνυμη της εξαφάνισης, της ερημοποίησης και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης -ένα πραγματικό “οικολογικό Τσερνομπίλ” της Ανατολής. 
Το βαμβάκι υπεύθυνο για την αποξήρανση της Αράλης

Πως όμως ξεκίνησε ο αργός θάνατος και τελικά η εξαφάνιση αυτής της τεράστιας λίμνης; Η Αράλη, η οποία είναι χωρισμένη μεταξύ Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν, έχει μια τεράστια λεκάνη απορροής εκτάσεως 1.549.000 τ.χλμ. και τροφοδοτείται από τα νερά των ποταμών Αμούρ Ντάρια και Συρ Ντάρια, που πηγάζουν από τα βουνά του Κιργιζιστάν και του Τατζικιστάν. Προτού ακόμη η κλιματική αλλαγή κάνει αισθητή την παρουσία της, με τη δραματική μείωση των βροχοπτώσεων κλπ. η Αράλη έπεσε θύμα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων που ξεκίνησαν από πολιτικές αποφάσεις.

Τη δεκαετία του 1960, όταν ακόμη μεσουρανούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, στην Αίγυπτο η κυβέρνηση Νάσερ είχε υπογράψει στρατηγική συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση ώστε να εξάγει σε αυτή το περισσότερο βαμβάκι που παρήγαγε, χάρη στο οποίοι οι Σοβιετικοί θα τροφοδοτούσαν τη κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία τους. Μια δεκαετία όμως αργότερα, με τη Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ, η Αίγυπτος έκανε μια φιλοαμερικανική στροφή, έδιωξε τους Σοβιετικούς συμβούλους της, και σταμάτησε να εξαγάγει το βαμβάκι της στην ΕΣΣΔ. Αυτό όχι μόνο αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για τα Σοβιετικά γεωπολιτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, αλλά ανακατεύθυνε το αιγυπτιακό βαμβάκι από την αγορά της ΕΣΣΔ προς την παγκόσμια αγορά. Ως αντιστάθμισμα γι' αυτή την ξαφνική απώλεια αυτής της πρώτης ύλης η Μόσχα αποφάσισε παράγει η ίδια βαμβάκι και να μετατρέψει τεράστιες ερημικές κι ακαλλιέργητες περιοχές της ηλιόλουστης, αλλά άνυδρης Κεντρικής Ασίας, κυρίως του Ουζμπεκιστάν και του νότιου Καζακστάν, σε εκτεταμένες βαμβακοκαλλιέργειες.

Ένα φαραωνικό σοβιετικό σχέδιο

Ξεκίνησε λοιπόν να κατασκευάζει ένα αχανές δίκτυο από αρδευτικά κανάλια. Ήταν ένα από πλέον φιλόδοξα σχέδια σε παγκόσμια κλίμακα. Χιλιάδες χιλιόμετρα αρδευτικών καναλιών κατασκευάστηκαν τότε ώστε να μεταφέρουν το νερό από τους ποταμούς Αμούρ Ντάρια και Συρ Ντάρια στην κοιλάδα Φεργκάνα, όπου και θα καλλιεργούταν το πολύτιμο βαμβάκι. Νερό που κανονικά θα χυνόταν στη λίμνη Αράλη αντικαθιστώντας τις τεράστιες ποσότητες που εξατμίζονται ετησίως.

Αυτό το φαραωνικό σοβιετικό σχέδιο άρχισε σύντομα να λειτουργεί. Έτσι το βαμβάκι από τις νέες βαμβακοκαλλιέργειες της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν άρχισαν να τροφοδοτούν τις ανάγκες ολόκληρης της ΕΣΣΔ, υποκαθιστώντας την ανάγκη εισαγωγών από την Αίγυπτο. Η Μόσχα πέτυχε τον αρχικό της στόχο, αλλά το όλο σχέδιο είχε ταυτόχρονα και τη σκοτεινή του πλευρά. Οι βαμβακοκαλλιέργειες απορροφούσαν τη μεγαλύτερη ποσότητα νερού των δύο ποταμών κι έτσι, όλο και λιγότερο νερό, κατέληγε στην Αράλη. Ο όγκος ύδατος της λίμνης άρχισε χρόνο με το χρόνο να μειώνεται, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση και την αποξήρανσή της. Οι Σοβιετικοί ιθύνοντες, που έβλεπαν να συμβαίνει αυτή η περιβαλλοντική καταστροφή ήδη από τη δεκαετία του 1980, δεν “ίδρωνε το αυτί” τους σχετικά με τα οικολογικά ζητήματα. Υπήρχαν μάλιστα και ορισμένοι που θεωρούσαν την Αράλη “λάθος της φύσης”, που έπρεπε να “διορθωθεί”.

Χώρος δοκιμών βιολογικών όπλων

Αποτελούσε άλλωστε κοινό μυστικό πως όλα αυτά τα χρόνια πως χρησιμοποιούσαν την “άχρηστη” Αράλη ως χώρο εναπόθεσης και πειραματικών δοκιμών με επικίνδυνα χημικά και βιολογικά όπλα. Σ' ένα νησί, στο κέντρο αυτής της τεράστιας λίμνης, υπήρχε ένα Σοβιετικό απόρρητο εργαστήριο δοκιμών και ανάπτυξης επικίνδυνων βιολογικών όπλων. Όπλα τα οποία αποθηκεύονταν σ' αυτό το απομονωμένο νησί. Άλλωστε οι δοκιμές που έγιναν τότε με τον Άνθρακα, μόλυναν περιοχές που ποτέ δεν απολυμάνθηκαν και ως γνωστό αυτό το επικίνδυνο μικρόβιο μπορεί να επιβιώσει σε λήθαργο ακόμη και εκατοντάδες χρόνια. Έτσι την άνοιξη του 2015 μολύνθηκαν 2.000 άγριες αντιλόπες του Καζακστάν από το θανατηφόρο μικρόβιο του Άνθρακα, προερχόμενο από το νησί που βρισκόταν κάποτε στο μέσον της, αποξηραμένης πλέον, Αράλης. Ένας προάγγελος των καταστροφών που έρχονται...

Η αποξήρανση της Αράλης και η “τοξική σκόνη” του πυθμένα της

Επιμένοντας σ' αυτό το σχέδιο εκτροπής των νερών των Αμούρ Ντάρια και Συρ Ντάρια, που αντί για την Αράλη κατευθυνόταν πλέον στις βαμβακοκαλλιέργειες, οι Σοβιετικοί ιθύνοντες έγιναν έτσι υπεύθυνοι για μια τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή που πολλοί τη συγκρίνουν ακόμη και με εκείνη του Τσερνομπίλ. Η συρρίκνωση της λίμνης ήταν τόσο δραματική ώστε το 1987 η εναπομείνασα Αράλη χωρίστηκε σε δύο μικρότερες λίμνες. Στη, βαθύτερη αλλά μικρότερη, βόρεια λίμνη, που άνηκε στο Καζακστάν, και στη μεγαλύτερη, αλλά πιο ρηχή, νότια λίμνη, που άνηκε στο Ουζμπεκιστάν. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η νότια λίμνη συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο, ώστε να χωριστεί σε δύο νέες, μικρότερες λίμνες, την ανατολική και τη δυτική. Σήμερα, η εναπομείνασα Αράλη, έχει μόνο το 1/3 του αρχικού της υδάτινου όγκου και το 25% της αρχικής της έκτασης.

Ο αποξηραμένος πυθμένας της λίμνης, που ήταν επιβαρυμένος με πολλές επικίνδυνες χημικές ουσίες, έγινε σκόνη που εκτέθηκε στους δυνατούς ανέμους της περιοχής. Έτσι δημιουργήθηκε το φαινόμενο της αερομεταφερόμενης “τοξικής σκόνης”, που πλήττει το περιβάλλον της λεκάνης απορροής της λίμνης και την υγεία εκατομμυρίων κατοίκων. Οι δυνατοί άνεμοι μεταφέρουν τη χημικά επιβαρυμένη σκόνη, αλλά και το αλάτι του πυθμένα της αποξηραμένης λίμνης, σε αποστάσεις έως και 800 χιλιομέτρων καταστρέφοντας την ανθρώπινη υγεία, τις καλλιέργειες και την παραδοσιακή κτηνοτροφία. Μια έκταση ίση με αυτή της Γαλλίας μολύνεται από το “τοξικό νέφος” της σκόνης από την πυθμένα της νεκρής Αράλης, που είναι γεμάτη με καρικινογόνα χημικά.

Θανατηφόρες επιπτώσεις στους κατοίκους

Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών ήταν οι πρώτοι που εισέπραξαν τις επιπτώσεις αυτής της τεράστιας περιβαλλοντικής καταστροφής. Όχι μόνον οι ψαράδες και οι ναυτικοί έχασαν τις δουλειές τους και αναγκάστηκαν να μετακινηθούν. Ολόκληρες πόλεις και χωριά, που ήταν πριν παραλίμνια λιμάνια, εγκαταλείφθηκαν και οι κάτοικοι τους μετακινήθηκαν. Παραδοσιακές καλλιέργειες νεκρώθηκαν, ενώ οι κτηνοτρόφοι δεν μπορούν να βρουν νερό και φυτά για να εκθρέψουν τα ζώα τους. Το έδαφος του πυθμένα της λίμνης είναι τόσο χημικά μολυσμένο και αλμυρό, που είναι ακατάλληλο για χρήση.

Οι ίδιοι οι κάτοικοι, που εισπνέουν αυτή την τοξική σκόνη άρχισαν να υποφέρουν από σοβαρά πνευμονολογικά νοσήματα, καρδιοαγγειακές διαταραχές, ορμονικά προβλήματα, ενώ τα ποσοστά των καρκίνων αυξήθηκαν δραματικά, προκαλώντας το 1/3 των θανάτων. Αυξήθηκαν επίσης οι μεταλλάξεις και οι γεννήσεις παραμορφωμένων βρεφών. Το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, που ενδημούσε στην περιοχή, έχει μεταλλαχθεί κι έγινε πολλαπλώς ανθεκτικό στα αντιβιοτικά. Όλα αυτά αποτελούν το σκηνικό ενός εφιάλτη. Η εξαφάνιση της λίμνης έχει επίσης προκαλέσει και σοβαρές μεταβολές στο μικροκλίμα της περιοχής, φέρνοντας θερμότερα καλοκαίρια και ψυχρότερους χειμώνες κατά 2-6 βαθμούς Κελσίου.

Όχι μόνο οικολογική αλλά και οικονομική καταστροφή

Ο θάνατος της Αράλης δεν ήταν απλά μια οικολογική καταστροφή, αλλά και μια οικονομική. Για να ανταποκριθεί στα Σοβιετικά σχέδια για μεγιστοποίηση της παραγωγής βάμβακος κατά τη δεκαετία του 1980, το Ουζμπεκιστάν χρειαζόταν έναν “στρατό” από εργατικά χέρια ώστε να μαζεύουν κάθε καλοκαίρι το βαμβάκι. Επιστράτευσε έτσι δύο εκατομμύρια εργάτες. Επειδή όμως το υπάρχον εργατικό δυναμικό δεν επαρκούσε, επιστρατεύτηκαν για την κοπιαστική χειρωνακτική εργασία της συλλογής βάμβακος οι φοιτητές, οι τεχνικοί, οι γιατροί, ακόμη και ανήλικα παιδιά από όλη τη χώρα. Αντί να επενδύσει στην πολυεπίπεδη ανάπτυξη η χώρα στράφηκε στη μονοκαλλιέργεια.
Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το Ουζμπεκιστάν συνέχισε την ίδια τακτική, δίνοντας ψίχουλα στους εργάτες, ενώ όλα τα κέρδη πήγαιναν στην τοπική μετασοβιετική ελίτ. Ακόμη και οι μετέπειτα εκλεγμένες κυβερνήσεις δεν θέλησαν να προβούν στις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις, ώστε να διορθώσουν αυτή την κατάσταση.

Σήμερα την παραγωγή του βάμβακος δεν τη ρυθμίζουν πλέον οι γραφειοκράτες της Μόσχας αλλά Δυτικές πολυεθνικές εταιρείες, που αναλαμβάνουν τις εξαγωγές και ρυθμίζουν ολιγοπωλιακά τις τιμές του προϊόντος. Η παραγωγή βάμβακος στην Κεντρική Ασία χρηματοδοτείται από τις τράπεζες της Δύσης, όπου και κατευθύνεται κι ο κύριος όγκος του “λευκού χρυσού”. Εξαιτίας αυτών των εταιρικών κερδών για τη βιομηχανία βάμβακος το ΔΝΤ κάνει τα “στραβά μάτια” απέναντι στην καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αυτές τις χώρες. Ούτε και δεν δίνει και ιδιαίτερη σημασία στην περιβαλλοντική καταστροφή, που προκαλούν οι βαμβακοκαλλιέργειες.

Δεν είναι υπερβολικό να ειπωθεί πως η πανίσχυρη βιομηχανία βάμβακος του Ουζμπεκιστάν συμβάλει καθοριστικά στην αυταρχικοποίηση της κυβέρνησης, στη φτωχοποίηση και στην καταπίεση των δικαιωμάτων των πολιτών της χώρας, εμποδίζοντας κάθε διαδικασία εκδημοκρατισμού, Υπό αυτές τις ανυπόφορες συνθήκες κύματα νέων από το Ουζμπεκιστάν φεύγουν από τη χώρα και μεταναστεύουν, κυρίως στη Ρωσία, όπου και βρίσκουν καλύτερες συνθήκες απασχόλησης.

Γεωπολιτικές συγκρούσεις για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων στην Κεντρική Ασία

Στο μεταξύ, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, τα νερά των ποταμών Αμούρ Ντάρια και Συρ Ντάρια, ενώ πριν διέσχιζαν μία χώρα, σήμερα διασχίζουν τέσσερις: Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν (Συρ Ντάρια) και Κιργιζιστάν, Καζακστάν (Αμούρ Ντάρια), δημιουργώντας σοβαρές τριβές στις μεταξύ τους σχέσεις εξαιτίας του ζητήματος της διαχείρισης των πολύτιμων υδάτινων πόρων. Όχι μόνον λόγω της συρρίκνωσης της Αράλης και των επιπτώσεων της, αλλά και του ποια χώρα θα έχει τη “μερίδα του λέοντος” του νερού που κατευθύνεται στις βαμβακοκαλλιέργειες.

Το 1992 οι χώρες αυτές είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους σε μια ορθολογική και δίκαιη κατανομή των κοινών υδάτινων πόρων. Ωστόσο από τότε το διαθέσιμο νερό των ποταμών έχει περιοριστεί και οι διαμάχες μεταξύ των χωρών εντάθηκαν. Ιδιαίτερα μεταξύ του πυκνοκατοικημένου Ουζμπεκιστάν, που είναι και η πολυπληθέστερη χώρα της περιοχής, και του Κιργιζιστάν, από όπου πηγάζει ο ποταμός Αμούρ Νταρία. Το τελευταίο από το 2010 έχει εκπονήσει ένα φιλόδοξο σχέδιο κατασκευής νέων υδροηλεκτρικών σταθμών (Καμπάρατα ΙΙ) και μια σειρά από φράγματα, που θα εγκλωβίσουν τεράστιες ποσότητες υδάτων του Αμούρ Νταριά στις νέες τεχνητές λίμνες. Αυτό θεωρείται από το Ουζμπεκιστάν ως “αιτία πολέμου”, καθώς εξαρτάται ζωτικά από τη ροή του συγκεκριμένου ποταμού. Κοντολογίς, τόσο το Ουζμπεκιστάν όσο και το Καζακστάν, ανησυχούν σοβαρά μήπως το Κιργιζιστάν και το Τατζικιστάν, από όπου πηγάζουν οι δύο ποταμοί, θα περιορίσουν τη ροή των ποταμών καταστρέφοντάς τους οικονομικά και περιβαλλοντικά.

Η καταστροφή είναι μη αντιστρέψιμη;

Βέβαια, οι χώρες αυτές θα μπορούσαν να συνεννοηθούν ειρηνικά, ώστε να πετύχουν μια win-win κατάσταση, ώστε το καλοκαίρι να παρέχεται άφθονο νερό για τις καλλιέργειες σε Ουζμπεκιστάν και Καζακστάν και το χειμώνα αυτές οι δύο χώρες θα αγοράζουν ηλεκτρικό ρεύμα που θα παράγεται από το Κιργιζιστάν και το Τατζικιστάν, όπου και κατασκευάζονται τα υδροηλεκτρικά φράγματα. Αυτός ήταν άλλωστε και ο αρχικός στόχος του σοβιετικού σχεδίου της δεκαετίας του 1970, που ολοκληρώθηκε μόνο κατά το μισό και είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της Αράλης...

Δυστυχώς αυτή η περιβαλλοντική καταστροφή, που προέρχεται από τον αργό θάνατο της Αράλης, φαίνεται πως είναι μη αντιστρέψιμη, παρά τις προσπάθειες, ειδικά του Καζακστάν να διασώσει ότι απέμεινε από το βόρειο τμήμα της Αράλης κατασκευάζοντας το 2005 ένα φράγμα που ανύψωσε τη στάθμη των υδάτων κατά δύο μέτρα και μείωσε κάπως την αλμυρότητα, επιτρέποντας την επανεμφάνιση ψαριών. Ωστόσο η κλιματική αλλαγή περιορίζει κάθε χρόνο την ποσότητα ύδατος που μεταφέρουν οι δύο ποταμοί που τροφοδοτούν την Αράλη, εμποδίζοντας ακόμη περισσότερο την επιχειρούμενη ανάκτησή της.

*Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου