Μακριά από τα φώτα της κεντρικής δημοσιότητας, η Βουλή συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό να εγκρίνει συμβάσεις με τις οποίες τεράστιες εκτάσεις της χώρας παραδίδονται σε πετρελαϊκές εταιρείες για έρευνες και εξορύξεις υδρογονανθράκων. Στην ψηφοφορία της περασμένης Τετάρτης, τόσο η κυβέρνηση, που δηλώνει ευαίσθητη στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, όσο και η αντιπολίτευση, που θέλει να βάλει ψηλά το ζήτημα της οικολογίας και να ξεχάσει το παρελθόν της, εκτέθηκαν, ενώ η πολύ σοβαρή κριτική περιβαλλοντικών οργανώσεων, πρωτοβουλιών πολιτών αλλά και η παγκόσμια συζήτηση για το περιβάλλον αγνοήθηκε ξανά. του Θάνου Καμήλαλη
Πριν από λίγες εβδομάδες ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έδωσε συγχαρητήρια στην κινητοποίηση μαθητών στο κέντρο της Αθήνας και σε άλλες πόλεις, υποστηρίζοντας ότι «η προστασία του περιβάλλοντος είναι ένα θέμα που μας βρίσκει ενωμένους» και προσθέτοντας ότι «έχουμε πολλά να κάνουμε: Να απαλλαγούμε από τα πλαστικά και τον άνθρακα, να προστατέψουμε τα δάση, να στραφούμε στην ήπια ενέργεια». Στη συνέχεια ο Πρωθυπουργός μετέβη στις ΗΠΑ για την Ειδική Σύνοδο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος «θα λειτουργήσει επίσης ως τροχοπέδη στην οικονομική μας ανάπτυξη και στην ευημερία του ελληνικού λαού, καθώς θα επηρεάσει αρνητικά οικονομικούς τομείς όπως η γεωργία και ο τουρισμός».
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθεί να ξαναβαπτισθεί μέσω της επίκλησης στην «Πράσινη Αριστερά» και εν μέρει να βασίσει το νέο του αφήγημα στην ανάγκη προστασίας του Περιβάλλοντος. Στην πρόσφατη πολιτική του διακήρυξη για παράδειγμα, κάνει λόγο για τον «γερασμένο κόσμο του ύστερου καπιταλισμού», που « θα εξακολουθεί να καταστρέφει εκατομμύρια ανθρώπους, κοινωνίες, λαούς, το κλίμα, την ίδια τη γη, το κοινό μας σπίτι». Έχοντας αποφασίσει να κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε μία, ίσως πρωτοφανή, κυβίστηση την περασμένη εβδομάδα.
Στην ψηφοφορία για τις τέσσερις νέες συμβάσεις έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, o ΣΥΡΙΖΑ, που ως κυβέρνηση συμφώνησε και υπέγραψε αυτές τις συμφωνίες, ως αντιπολίτευση ψήφισε παρόν. Το πρόσχημα που βρέθηκε είναι η σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση των ΕΛΠΕ (βλ.ξεπούλημα στον Λάτση), μόνο που, όπως σημείωσε σωστά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η διαδικασία είχε ξεκινήσει από το ΤΑΙΠΕΔ επί κυβέρνησης Τσίπρα. Την μεταστροφή πριν και μετά τις εκλογές μάλιστα παραδέχθηκε έμμεσα και ο βουλευτής του κόμματος, Νίκος Φίλης, που αναρωτήθηκε στη Βουλή αν «αρκεί από το “Ναι” το βιαστικό και ακατανόητο την παραμονή των εκλογών να πάμε σήμερα σε ένα “παρών”». Σημασία βέβαια έχει τι κάνεις όταν έχεις την εξουσία και ο ΣΥΡΙΖΑ, σε εμβληματικά περιβαλλοντικά ζητήματα, εκτός μνημονίου μάλιστα, είτε υπέγραφε σωρηδόν συμβάσεις με τις πετρελαϊκές, είτε παρέμενε σιωπηλός παρατηρητής.
Ενώ λοιπόν η κλιματική αλλαγή γίνεται ίσως και νούμερο ένα παγκόσμιο θέμα συζήτησης, η Ελλάδα, με τη συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων (και με μόνες αντίθετες φωνές το ΜέΡΑ25 και το ΚΚΕ) έχει αποφασίσει, χωρίς ουσιαστική συζήτηση, να εκχωρήσει τη μισή της έκταση σε πετρελαϊκούς κολοσσούς, για τη δραστηριότητα που θεωρείται η μεγαλύτερη αιτία του φαινομένου του θερμοκηπίου και της καταστροφής του περιβάλλοντος. Εταιρείες όπως η ExxonMobil, η Total και η Repsol που αναλαμβάνουν τις έρευνες και τις εξορύξεις και θα δραστηριοποιούνται πλέον στη χώρα, συγκαταλέγονται στις 100 πολυεθνικές που ευθύνονται για το 71% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από το 1988, σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε ο Guardian το 2017. Τα ατυχήματα επίσης, σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας και μπορεί η Ελλάδα να είναι άμαθη σε τέτοιες ειδήσεις και τραγωδίες, αλλά η πετρελαιοκηλίδα στον Σαρωνικό λόγω του ναυαγίου του «Αγία Ζώνη» δίνει ένα ενδεικτικό, μικρό παράδειγμα.
Τα πράγματα φαίνονται ακόμα χειρότερα από την ανάλυση των κειμένων των συμβάσεων από τις μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις. Σε διαδοχικές επιστολές τους προς κυβέρνηση και βουλευτές, το WWF και η Greenpeace, μαζί με συνολικά 100 επιστήμονες, φορείς και οργανώσεις από την Ελλάδα και το εξωτερικό, έχουν σημειώσει σωρεία προβλημάτων και ασαφειών στα κείμενα που έχουν ψηφιστεί. Αντιδράσεις εκδηλώνονται ήδη σε πολλές περιοχές της χώρας, με Πρωτοβουλίες πολιτών (πχ στην Ήπειρο, στην Κρήτη και αλλού) που επιχειρούν να ενημερώσουν και να κινητοποιήσουν τον κόσμο ενάντια στις σχεδιαζόμενες εξορύξεις.
Συνοπτικά, όπως τονίζουν όλοι οι παραπάνω:
Επιτρέπεται η έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων ακόμα μέσα σε πολύτιμους βιοτόπους του Εθνικού Συστήματος Προστατευόμενων Περιοχών.
Μέσα από ελλιπείς προβλέψεις για τον κρατικό έλεγχο και την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, στην πράξη οι πολυεθνικές θα ελέγχουν τον εαυτό τους και θα μπορούν να μη δημοσιοποιούν σχετικά κείμενα
Διαιωνίζουν την εξάρτηση της χώρας μας από τα ορυκτά καύσιμα, όταν όλα τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα είναι, όχι μόνο, επιστημονικά αναγκαία, αλλά και η βέλτιστη οικονομική επιλογή με όρους βιώσιμης ανάπτυξης.
Προωθούν ένα μονοπωλιακό μοντέλο ανάπτυξης, με ολόκληρες περιοχές να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις εξορύξεις, εις βάρος άλλων δραστηριοτήτων όπως ο τουρισμός, η κτηνοτροφία κλπ.
Μάλιστα, μολονότι, όπως φαίνεται και στη σχετική φωτογραφία, οι εκτάσεις που έχουν ήδη παραχωρηθεί είναι ήδη τεράστιες, η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) κάνει λόγο για ενδιαφέρον της διεθνούς πετρελαϊκής βιομηχανίας και για νέες περιοχές, στο κεντρικό Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Συνολικά, σύμφωνα με την έκθεση της ΕΔΕΥ, οι πετρελαϊκές έχουν εντοπίσει περισσότερες από 30 περιοχές – στόχους για έρευνες υδρογονανθράκων σε Ιόνιο και τη θαλάσσια περιοχή δυτικά και νότια της Κρήτης. Οι συμβάσεις είναι μέχρι στιγμής 13 και αναμένεται να αυξηθούν, σε μία νέα πραγματικότητα που ξεκίνησε από την εποχή Σαμαρά, το 2014.
Οι συμβάσεις συνοδεύονται συνήθως από εξαιρετικά αμφίβολες προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, ενόψει της ψηφοφορίας στη Βουλή των τελευταίων τεσσάρων συμβάσεων, το υπουργείο Περιβάλλοντος έδωσε στη δημοσιότητα ένα non paper, όπου υποστηρίζει ότι οι «επενδύσεις» υπολογίζονται σε 140 δις. ευρώ, τα οφέλη του Δημοσίου στο 40% του συνολικού οφέλους της επένδυσης, ενώ μάλιστα:
Για κάθε άμεση θέση εργασίας στον κλάδο των υδρογονανθράκων δημιουργούνται 3 νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης στην ευρύτερη οικονομία σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο,
Για κάθε ευρώ που θα αμείβονται οι άμεσα εργαζόμενοι στον κλάδο, θα δημιουργούνται άλλες 2 θέσεις εργασίας σε άλλους κλάδους της οικονομίας ενισχύοντας περαιτέρω την απασχόληση με νέες και καλά αμειβόμενες δουλειές.
Με γυμνό μάτι φαίνεται ότι οι προβλέψεις για τον πολλαπλασιασμό των θέσεων εργασίας, δεν βασίζονται σε συγκεκριμένα δεδομένα, ενώ δεν γίνεται αναφορά σε θέσεις εργασίας που θα απειληθούν ή θα χαθούν από τη δημιουργία ζωνών εξόρυξης πετρελαίου.Σε αυτήν την υπεραισιοδοξία όμως επεμβαίνει η πραγματικότητα, σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, ακόμα και αν βάλουμε στην άκρη τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και βάσει των γνωστών κόλπων που χρησιμοποιούν οι πολυεθνικές για να αποκρύπτουν κέρδη, τα οικονομικά οφέλη θα είναι στο 4-8% της παραγωγής (ακούστε εδώ τις αναλυτικές απαντήσεις του Δημήτρη Ιμπραήμ, υπεύθυνου εκστρατειών του WWF, στο TPP)
Με απλά λόγια, όχι δεν θα γίνουμε Κουβέιτ κι Εμιράτο και την ίδια στιγμή που οι κολοσσοί του πετρελαίου ψάχνουν και ήδη βρίσκουν στην Ελλάδα πρόσφορο έδαφος για να συνεχίσουν, το κόστος θα το αναλάβουν οι τοπικές κοινωνίες, ενώ η παγκόσμια εμπειρία λέει ότι οι συνέπειες θα είναι μεγαλύτερες από τα κέρδη. Προς το παρόν βέβαια, ενάντια στην παγκόσμια κατεύθυνση και υπό το βάρος προφανώς των ξένων απαιτήσεων, η Ελλάδα ζει τον πετρελαϊκό μύθο της, πριν τις επιβλαβείς παραισθήσεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου