Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη, οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη» Καβάφη «Ιουλιανός εν Νικομηδεία»
Γράμμα από το Ληξούρι: Αναγνώστης Λασκαράτος
Κύριε Ροΐδη,
Ο επίσκοπος Πορφύριος της Γάζας, όπως εξιστορεί ο βιογράφος του Μάρκος ο Διάκονος, έφτασε νύχτα στην έδρα του όπου κυριαρχούσε το εθνικό στοιχείο. Σε λίγα χρόνια έκλεισε τους ναούς τους, και πολιόρκησε με στρατό το ναό του Μαρνά (Δία), που το υπεράσπιζαν οι ιερείς του και τον ξεθεμελίωσε. Άλλοθι για την πράξη αυτή ήταν ο σχετικός χρησμός που έδωσε ένα παιδάκι.
Οι περιγραφές του Διακόνου για τις προηγηθείσες συναντήσεις του Πορφύριου στα ανάκτορα με τον πατριάρχη Ιωάννη Χρυσόστομο, τους ευνούχους και την παραλυμένη αυτοκράτειρα Ευδοξία στην οποία προμάντεψε για να κερδίσει την έγκρισή της στους βανδαλισμούς του πως θα γεννήσει αγόρι, είναι απολαυστικές μέσα στην ωμή αφέλειά τους.
Οι περιγραφές του Διακόνου για τις προηγηθείσες συναντήσεις του Πορφύριου στα ανάκτορα με τον πατριάρχη Ιωάννη Χρυσόστομο, τους ευνούχους και την παραλυμένη αυτοκράτειρα Ευδοξία στην οποία προμάντεψε για να κερδίσει την έγκρισή της στους βανδαλισμούς του πως θα γεννήσει αγόρι, είναι απολαυστικές μέσα στην ωμή αφέλειά τους.
Ο Χρυσόστομος είχε αναρριχηθεί στο θρόνο με τη βοήθεια του άθλιου Αρμένη ευνούχου Ύπατου Ευτρόπιου, που επιτρόπευε αρχικά τον μισοπάλαβο αυτοκράτορα Αρκάδιο, παντρεύοντάς τον με την έκφυλη Ευδοξία. Όταν ο ευνούχος έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα και ο όχλος τον πολιόρκησε μέσα στο ναό ο Χρυσόστομος προσπάθησε να τον σώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Η Ιωάννα Τσάτσου, γραμματεύς του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού επί Κατοχής, και σύζυγος του Προέδρου Κ.Τσάτσου, στο βιβλίο της της «Αθηναϊς» (Εστία-1970), στηλιτεύει την «ασύδοτη κοσμική εξουσία» του Βυζαντίου. «Εγκληματίες, άνθρωποι αισχροί, σαν τον ευνούχο Ευτρόπιο, περιστοιχίζουν τους αυτοκράτορες (εννοεί τους Αρκάδιο και Ευδοξία) και τους παρωθούν σε όργια και κακουργίες…Τα εγκλήματα είναι ανατριχιαστικά. Μα μέσ’από την άβυσσο…προβάλλουν οι ξεχωριστοί…Εκείνοι που διψούν δικαιοσύνη. Εκείνοι που ανεβάζουν στον πατριαρχικό θρόνο έναν άγιο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο». Η Ι.Τσάτσου ξεχνά πως τον Χρυσόστομο ανέβασε στον θρόνο ο «αισχρός Ευτρόπιος». Έτσι γράφεται η Ιστορία στην εθνικόφρονα Ελλάδα.
Ο Χρυσόστομος ήταν μια κλασσική περίπτωση φανατικού θρησκόληπτου αλλά με την εξαίρεση της μεγάλη παιδείας του, την οποία όμως μπλόκαρε η θρησκευτική πίστη. Ήταν αυτό που θα λέγαμε αδιάφθορος-όχι και τόσο βέβαια όταν χρειάστηκε να γίνει πατριάρχης-και συγκρούστηκε με το αμαρτωλό κατεστημένο που τον ανέβασε, με τον Ευτρόπιο, με την αυλή και με την Ευδοξία. Ήταν το ίδιο κατεστημένο που τον στήριξε στους βανδαλισμούς του, αυτό που τον έστειλε στην εξορία, επειδή ο Χρυσόστομος εξελίχτηκε σε δεινό ελεγκτή της αμαρτίας των Ισχυρών. Αυτό το σχήμα δεν είναι άγνωστο στη Χριστιανοσύνη. Φιλόδοξοι άνθρωποι γίνονται από σκληρούς μονάρχες αρχιεπίσκοποι και στο τέλος εξοντώνονται από τα αφεντικά τους, όταν σηκώνουν κεφάλι. Αυτή ήταν η μοίρα του αρχιεπίσκοπου Θωμά Μπέκετ που συγκρούστηκε με τον Ερρίκο 2ο, αυτή και του μητροπολίτη Φίλιππου που δολοφονήθηκε από τον Ιβάν τον τρομερό.
Ο Χρυσόστομος, πίστευε πως είχε την αποστολή να εξαφανίσει τις αρχαίες θρησκείες. Σήκωσε λοιπόν πόλεμο «κατά αγαλμάτων» και ανθρώπων. «Ανέσπασεν εκ βάθρων» τους αρχαίους ναούς της Παλαιστίνης, χρηματοδοτούμενους από πλούσια θρησκόληπτα χηρευάμενα γύναια της Πόλης και χρησιμοποιώντας «ασκητάς πυρπολούμενους από ζήλον θεού», εξοπλισμένους με αυτοκρατορική διαταγή (Θεοδώρητος, 5, 29). Φρόντισε να τους αφιονίσει γράφοντας για τους εθνικούς, πως είναι στιγματισμένοι, χειρότεροι κι από τα γουρούνια που πασαλείφονται με περιττώματα και πως τους αξίζει λιθοβολισμός. Το 401 διέταξε την ολοκλήρωση της καταστροφής του περίφημου ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο (Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστορία, P.G., τ.83), ενός από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, συνεχίζοντας το έργο που είχαν ξεκινήσει το 263 μ.Χ. οι Γότθοι. Δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς τη βοήθεια της αμαρτωλής κοσμικής Εξουσίας, την οποία αργότερα έλεγξε σαν κλασσικός παπάς κυρίως ως προς την σεξουαλική συμπεριφορά της και για τις σπατάλες της.
* Στις εικόνες βλέπουμε την κλασσική μέθοδο ορθόδοξης Ιεραποστολής. Η πρώτη δείχνει εκτελέσεις και βασανιστήρια κατά των Παυλικανών. Η εικ. του αγ.Νικόλαου, είναι παρμένη από το «Δαυλό».
Ο αποκαλούμενος από την εφημερίδα «ογκόλιθος της Θεολογίας» κ. Μεταλληνός με επιστολή του στους «Νέους Ανθρώπους.» (22-6-2001-Θ.Χατζηγώγος), του καταδικασμένου για εκβιασμούς Μεγάλου Οφφικιάλιου της Ορθοδοξίας Γ. Μιχαλόπουλου εξηγεί: «Οι Έλληνες Χριστιανοί, κυρίως στην μητροπολιτική Ελλάδα, δεν κατέστρεφαν τους αρχαίους Ναούς, αλλά τους καθαγίαζαν και τους μετέτρεπαν σε χριστιανικούς«. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν ο Πορθητής καθαγίασε την αγ. Σοφία, μετατρέποντάς την από άντρο του αμαρτωλού επισκοπάτου σε ισλαμικό τέμενος . Αλλά αυτά ωχριούν μπροστά στις διαπιστώσεις των Μ. Αθανάσιου, Μ. Βασιλείου, και Χρυσοστόμου που γνωμάτευσαν για να ενθαρρύνουν τον καταστροφικό ζήλο των βανδάλων πως μέσα στα αγάλματα ζούσαν δαίμονες (Κ. Μπαρούτας, «Βυζαντιναί Μελέται»,τ.Ζ΄). Ο άγ. Γρ.Ναζιανζηνός, είχε κι αυτός αρπάξει το θρόνο από τον πατριάρχη Δημόφιλο, διοριζόμενος με το έτσι θέλω από τον χασάπη αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄. Λίγο μετά αναγκάστηκε να παραιτηθεί, κάτω από την κατακραυγή των επισκόπων των οποίων δεν είχε ζητηθεί η γνώμη. Πρόλαβε όμως να ζητήσει από τον χασάπη Μέγα και Άγιο Θεοδόσιο να κυνηγήσει τους αιρετικούς με ειδικές τιμωρίες (Κ. Σιμόπουλου «Ο μύθος των Μεγάλων.»).
Ο θεοδοσιανός Κώδικας περιελάμβανε 66 άρθρα κατά των αιρετικών, που ξεκινούσαν από κάψιμο των βιβλίων τους και έφταναν μέχρι την θανατική ποινή. Σε άρθρο που αργότερα μπήκε στην αρχή του Ιουστινιάνειου Κώδικα, έγραφε: «Επιθυμούμε όλοι οι λαοί που κυβερνά το κράτος της γαληνότητάς μας……να πιστεύουμε τη μια θεότητα του Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος…οι άλλοι όμως τους οποίους θεωρούμε ανόητους και μανιώδεις, αυτοί να υπομένουν την ατιμία του αιρετικού δόγματος…και να τιμωρούνται…από την τιμωρία της δικής μας ισχύος, την οποία λάβαμε από θεία ευδοκία». Ο άγ.Ι.Χρυσόστομος τον αποκάλεσε «ευσεβή μονάρχη» που πολεμούσε με δάκρυα και προσευχές (P.G. r.63 σ.49).
Η σκοπιμότητα έχει ανακηρύξει τους «Τρεις Ιεράρχες» σε προστάτες των ελληνικών Γραμμάτων. Πρόκειται για το φαινόμενο ενός λαού που ενώ διεκδικεί με υπερβολικό τρόπο φυλετική ελληνική κληρονομιά και πιστεύει ανιστόρητα στα καθαρά «ελληνικά γονίδια» του, τιμά τους υβριστές του ελληνικού πολιτισμού. Οι «Τρεις», άνθρωποι που πήραν ελληνική παιδεία αλλά απέρριψαν την Φιλοσοφία της, δεν παύουν να είναι αντιφατικές προσωπικότητες που έστρωσαν τον δρόμο προς την Κόλαση με καλές προθέσεις, θύματα θρησκευτικού φανατισμού που τους επιβλήθηκε και τον επέβαλαν. Μεγάλωσαν και οι 3 κάτω από τη βλαβερή επίδραση των θρησκόληπτων μανάδων τους που τους κατάντησαν συμπλεγματικούς.
Παρουσιάζονται ως οι ενσαρκωτές του περιβόητου ελληνοχριστιανισμού. Ως ένα βαθμό υπάρχει σ’ αυτό κάποια αλήθεια. Η ελληνική τους παιδεία, πέρα από την γλώσσα τους, μπόλιασε και κόσμησε ως ένα βαθμό το ύφος τους, τις διατυπώσεις τους, τα επιχειρήματά τους. Αυτό δεν αφορά μόνον αυτούς αλλά και ένα πλήθος Βυζαντινών λογίων και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό όσο πλησίαζε το τέλος της Αυτοκρατορίας. Δεν μετρίασε όμως το μίσος των «Τριών» ή τον φανατισμό τους, αλλά μάλλον τους εξόπλισε με τα όπλα των αντιπάλων τους. Σύνθεση και συγχώνευση δημιουργική Ελληνισμού και Ορθοδοξίας δεν έγινε μέχρι σήμερα παρά τους ακόμη και καλοπροαίρετους ευσεβείς πόθους πολλών λογίων πιστών, κι ούτε μπορούσε να γίνει. «Η μόνη παραχώρηση που κάνει» ο Βασίλειος «στο καλύτερο μέρος της αρχαίας παιδείας στο σύνολό της είναι ότι δέχεται πως μπορεί κανείς να βρει εκεί, κάνοντας αυστηρή επιλογή, ‘σκιαγραφίαν τινά της αρετής’…» (P. Lemerle, “Ό πρώτος βυζαντινός ουμανισμός” μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, 1985). Στα γεράματα μαλάκωσε και έγραψε το: «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», όπου η ελληνική παιδεία, θεραπαινίς της εξ αποκαλύψεως αλήθειας, με την επιλεκτική χρήση της μπορεί να υπηρετήσει την υπέρτατη σκοπιμότητα της χριστιανικής τελείωσης.
Κατά τα λοιπά, ο Χρυσόστομος μιλάει γι’ αυτούς που «νοσούν» «τα της Ελληνικής μωρίας», για τους Έλληνες που συνευρίσκονται με πόρνους και μοιχούς παραβιάζοντας την φύση και επινοώντας παράνομες μίξεις κλπ (Ομιλία στην Α΄ προς Κορινθίους). Στην «Κατά Ελλήνων» ομιλία του αποφαίνεται πως «Πλάτων σεσίγηκεν» και ερωτά χαιρέκακα «που νυν της Ελλάδος ο τύφος; που των Αθηνών το όνομα, που των φιλοσόφων ο λύρος;». Στον λόγο του «Εις τους Ανδριάντας» (ΙΖ΄), αποφαίνεται πως οι φιλόσοφοι είναι «κυνικά καθάρματα, οι των επιτραπεζίων κυνών αθλιώτερον διακείμενοι και γαστρός ένεκεν πάντα ποιούντες». «Εάν κοιτάξει κανείς στα ενδότερα των Ελλήνων, θα δει στάχτη και κουρνιαχτό, τίποτα το υγιές, το λαρύγγι τους είναι σαν ανοιχτός τάφος, γεμάτο ακαθαρσίες και αίμα και η πίστη τους γεμάτη σκουλήκια» (Στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, 59, 370, 7-11).
Μια από τις ομιλίες του τιτλοφορείται: «Προς τους καταλείψαντες την εκκλησίαν και αυτομολήσαντες προς τας ιπποδρομίας και τα θέατρα» (Δ. Ναλπάντη «Το Βυζαντινό θέατρο»). Τι βλέπει ο άγιος; «Αν στα ενδότερα (των ελληνικών σκέψεων) κοιτάξεις, θα δεις, τέφρα και σκόνη και υγιές τίποτα, αλλά τάφος ανοιχτός ο λάρυγγάς τους, (των Ελλήνων φιλοσόφων) τα πάντα δε γεμάτα ακαθαρσίες και ιχώρ, (πύον) και πάντα τα δόγματά τους βρίθουν σκωλήκων… Αυτά γέννησαν και αύξησαν οι Έλληνες, από των φιλοσόφων λαβόντες… Ημείς δε, ου παραιτούμεθα της κατ΄αυτών μάχης» (Εις αγ. Ιωάννην Ευαγγελιστήν. Ομιλία ΞΣ΄). «Όσο πιό βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και τη Ελληνικής απέχει Παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα… Ούτος ο (πιστός) βάρβαρος, την οικουμένη ολάκερη κατέλαβε… και ενώ πάντα τα των Ελλήνων σβήνουν και αφανίζονται, τούτου (του βάρβαρου) καθ΄εκάστην λαμπρότερα γίνονται» (Ιωάνν. 59.31.33). «Όλα αυτά προέρχονται από την ανοησία της φιλοσοφίας των Ελλήνων και αυτή είναι η μητέρα όλων των κακών» (Α΄ Ομιλία προς Κορινθίους , 18.16).
Ο άγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, μιλά υποτιμητικά για τους Έλληνες δημιουργούς: «Ποιοι Φειδίαι και Ζεύξιδες και Πολύγνωτοι, Παράσσιοι τε τινές και Αγλαοφώντες...» (Λόγος ΚΗ΄, & 25), ενώ θαυμάζει την αρχιτεκτονική των χριστιανικών ναών. Ο ίδιος κατηγορούσε «την κίβδηλον ποίησιν» των Ελλήνων. [...] Ο ανορθολογισμός της θρησκείας διδάσκεται μαζί με τον ορθολογισμό της Επιστήμης. Κι όποιον πάρει ο Χάρος [...].
Είναι απορίας άξιο γιατί απονέμεται αυτή η τιμή στους 3 φανατικούς βυζαντινούς καλόγερους; Σε τι ωφέλησαν την ανθρωπότητα; Ούτε την Παιδεία, ούτε τη Φιλοσοφία, ούτε την Τέχνη, ούτε την Επιστήμη προήγαγαν. Μήπως ίδρυσαν σχολεία ή δίδαξαν οι ίδιοι κάπου τα Γράμματα; Ποια είναι τέλος πάντων η παρακαταθήκη τους και πως επέδρασαν στην προόδο των ανθρώπων; Η σχολική γιορτή των Τριών Ιεραρχών, είναι μια καθαρή ανοησία, που αφορά τους πιστούς αλλά με κανένα τρόπο την εκπαιδευτική κοινότητα. Είναι καιρός να μπει άμεσα ζήτημα κατάργησής της.
Από το blog Ροΐδη και Λασκαράτου Εμμονές
(* Το αρχικό άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο blog Ροΐδη και Λασκαράτου Εμμονές στις 30 Ιανουαρίου του 2009, έχοντας και κάποιες αναφορές σε γεγονότα εκείνης της περιόδου. Αναδημοσιεύεται - έχοντας επικαιροποιηθεί - με αφορμή την απόφαση της υπουργού Παιδείας Ν. Κεραμέως να μετατρέψει τη σχολική αργία της ημέρα των τριών ιεραρχών σε ημέρα κατήχησης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου