Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

“Μπορούν οι ΗΠΑ να επιβάλλουν τη θέλησή τους στο Ιράν”;

“Μπορούν οι ΗΠΑ να επιβάλλουν τη θέλησή τους στο Ιράν”; 
Γράφει ο Γιάννης Χουβαρδάς
Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Στο παρόν δεύτερο μέρος της ανάλυσης (το πρώτο μέρος ΕΔΩ) θα εξεταστεί η ικανότητα των ΗΠΑ να επιβάλλουν τη «θέληση» τους σε περιφερειακές δυνάμεις, όπως το Ιράν, αλλά και ο ρόλος του Διεθνούς Δικαίου (ΔΔ) στην πολιτική τους, στο φόντο της πρόσφατης Αμερικανοιρανικής αντιπαράθεσης. Συνακόλουθα θα μας απασχολήσει το πως μπορούν αυτοί οι δύο παράγοντες να επηρεάσουν τα τεκταινόμενα της Ανατολικής Μεσογείου (Αν. Με).
Πράγματι η εκτέλεση Soleimani συσπείρωσε τους υποστηρικτές του Ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν, όπως αποκάλυψαν οι μαζικές εκδηλώσεις για τον «αποχαιρετισμό» του, αλλά και η οργή που προκάλεσε η δολοφονία του στο τμήμα του πληθυσμού που το υποστηρίζει ή το ανέχεται. Ως εκ τούτου η “Ισλαμική Δημοκρατία”, όχι μόνο δεν υποχώρησε στις αξιώσεις των ΗΠΑ σχετικά με τον αυτοπεριορισμό της περιφερειακής της επιρροής και τον αυτομετροιασμό του πυραυλικό της οπλοστασίου, αλλά πήρε το ρίσκο και απάντησε στην ενέργεια των ΗΠΑ, έστω και περιορισμένα, βομβαρδίζοντας δύο στρατιωτικές βάσεις των τελευταίων στο Ιράκ. Ταυτόχρονα προτίμησε να αρνηθεί τις νέες προσκλήσεις για διάλογο με σκοπό την αντικατάσταση της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό της πρόγραμμα (JCPOA), τις οποίες απηύθυνε η Αμερικανική ηγεσία κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της μεταξύ τους αντιπαράθεσης, εφόσον οι Αμερικανικές κυρώσεις εναντίον της παραμένουν σε ισχύ. Αντίστοιχα μετά τη δολοφονία Soleimani συσπειρώθηκαν γύρω από την Ιρανική ηγεσία οι υποστηρικτές του Ιρανικού κυβερνητικού μοντέλου και οι σύμμαχοι της στη Μέση Ανατολή (Μ. Αν). Είναι χαρακτηριστικό ότι το κοινοβούλιο του Ιράκ εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο ζητά να τερματιστεί η Αμερικανική παρουσία στη χώρα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονιστεί ότι η παρούσα κυβέρνηση του Ιράκ, παρότι τελεί σε σημαντικό βαθμό υπό την επιρροή του Ιράν, εντούτοις απολάμβανε μέχρι και τα γεγονότα του νέου έτους και την υποστήριξη των ΗΠΑ. Παράλληλα η παράταξη του Σιίτη κληρικού Muqtada al-Sadr, η οποία ηγείται του συνασπισμού που κατέχει τις περισσότερες έδρες στο Ιρακινό κοινοβούλιο και η οποία διεκδικεί περισσότερη «αυτονομία» για τις κυβερνήσεις του Ιράκ από την Τεχεράνη, κάλεσε σε συντονισμό όλες τις Σιιτικές πολιτικές και στρατιωτικές οργανώσεις προκειμένου να επιτευχθεί η αποχώρηση των δυνάμεων των ΗΠΑ από τη χώρα, ενώ ο ίδιος ανακοίνωσε ότι αναλαμβάνει κινηματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση, καλώντας επίσης τους οπαδούς του να βρίσκονται σε στρατιωτική ετοιμότητα. Σε αυτά τα πλαίσια οι ενέργειες εναντίον της Αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα πολλαπλασιάζονται και η συνέχιση της παρουσίας των περίπου 5.000 Αμερικανών στρατιωτών σε αυτή γίνεται πιο δύσκολη υπόθεση. Συνεπώς παρατηρούμε ότι η εξαιρετικά προωθημένη επιθετική ενέργεια της Αμερικανικής ηγεσίας δε κατόρθωσε να εξαναγκάσει το Ιράν σε υποχώρηση, προκειμένου να εκκινήσουν οι διαδικασίες για ένα νέο Αμερικανοιρανικό συμβιβασμό, ο οποίος θα αντικαταστήσει τη JCPOA.

Πρόσθετα η δολοφονία Soleimani αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό έως δυσαρέσκεια από τους συμμάχους των ΗΠΑ, ενώ το συγκεκριμένο κλίμα δεν ανέτρεψε ούτε η παραδοχή της Ιρανικής ηγεσίας για την κατά λάθος κατάρριψη από μέρους της ενός επιβατικού αεροσκάφους. Οι περισσότεροι σύμμαχοι των ΗΠΑ, μέχρι και το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β), ζήτησαν αυτοσυγκράτηση και από τα δύο μέρη, δείχνοντας ότι δεν είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν την Ουάσιγκτον στο ενδεχόμενο περεταίρω κλιμάκωσης, ενώ ακόμη και σκληροί ανταγωνιστές του Ιράν, όπως το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (ΒΣΑ) και το Ισραήλ, αν και έδωσαν άλλοθι (Ισραήλ) στην Αμερικανική ενέργεια, εντούτοις φρόντισαν να δηλώσουν ότι δε σχετίζονται με αυτή, μη θέλοντας να επωμιστούν τις συνέπειες της. Επιπλέον επιφυλακτική ήταν η στάση της Αιγύπτου, παρότι η εθνικιστική & Μιλιταριστική κυβέρνηση του Καίρου δυσανασχετεί με την διεύρυνση της επιρροής του Ιράν στη Μ. Αν. Επίσης η Τουρκία και το Κατάρ, δυνάμεις που στη Μ. Αν υποστηρίζουν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και αντιπαρατίθενται στα Σιτικά κινήματα που υποστηρίζει η “Ισλαμική Δημοκρατία” (π.χ. στη Συρία), εξέφρασαν θέσεις περισσότερο φιλικές προς την Τεχεράνη. Παράλληλα η Γερμανία, η Γαλλία και η ΕΕ επέμειναν στη γραμμή στήριξης της JCPOA, ενώ ενισχύθηκε στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες το σενάριο της, «αυτόνομης» από την Ουάσιγκτον, «Ευρωπαϊκής» ναυτικής στρατιωτικής παρουσίας στον Περσικό Κόλπο. Από την άλλη μεριά η επιθετικότητα των ΗΠΑ καταδικάστηκε από τους ανταγωνιστές τους την Κίνα και τη Ρωσία, οι οποίες, επίσης συνέστησαν αυτοσυγκράτηση και στις δύο πλευρές. Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει ότι η υψηλού ρίσκου κίνηση της Ουάσιγκτον συσπείρωσε από κοινού τους συμμάχους και τους ανταγωνιστές της, όχι στη γραμμή της μέγιστης πίεσης απέναντι στο Ιράν ή έστω μιας διακριτά πιο απαιτητικής πολιτικής απέναντι του, αλλά στη γραμμή της διπλωματικής επίλυσης της κρίσης για την αποφυγή της κλιμάκωσης. Μάλιστα η κίνηση του Ιράν να απαντήσει στη δολοφονία Soleimani με τρόπο που δε δικαιολογεί περεταίρω Αμερικανική κλιμάκωση, λειτουργεί πρόσθετα ενισχυτικά προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτά τα πλαίσια η Ρωσία και η Τουρκία θα μπορούσαν -και ήδη επιχειρούν- να ηγηθούν αυτής της διαδικασίας, διεκδικώντας ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, εκμεταλλευόμενες τη μεταξύ τους συνεργατική σχέση, τις καλές σχέσεις και την επιρροή που ασκούν σε άλλους περιφερειακούς «παίκτες», τις άριστες σχέσεις Erdogan-Trump και τις συνεργατικές σχέσεις Ρωσίας-Ιράν. Η στήριξη ενός τέτοιου ενδεχόμενου είναι πολύ πιθανή από την ΕΕ και συγκεκριμένα τη Γαλλία και τη Γερμανία (ήδη καταγράφονται κινήσεις), όπως αντίστοιχα και από την Κίνα, καθώς αυτές οι δυνάμεις διατηρούν ή φιλοδοξούν να αποκτήσουν σημαντικούς οικονομικούς δεσμούς με την Τεχεράνη, ενώ στην παρούσα συγκυρία εκτιμούν ότι ένας μεγάλος πόλεμος στη Μ. Αν θα λειτουργούσε επιβαρυντικά στην καπιταλιστική τους ανάπτυξη και στο μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μια ανάλογη σύγκλιση των Ευρασιατικών παραγόντων εκφράστηκε ήδη στις συνομιλίες της Μόσχας και τη διάσκεψη του Βερολίνου, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο την κρίση στη Λιβυή. Ως εκ τούτου δεν είναι διόλου απίθανο οι ίδιοι παράγοντες να «πείσουν» τις ΗΠΑ να συμβιβαστούν με το Ιράν, «καθησυχάζοντας» τες με την υπόσχεση, ότι θα αναλάβουν οι ίδιοι την «εξημέρωση» της «άγριας» Τεχεράνης, ζήτημα που θα ικανοποιούσε την τελευταία και θα έδινε πρόσθετη δυναμική στις ελκτικές δυνάμεις που όλο και περισσότερο εκπέμπει η Ευρασία. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται ότι η επίτευξη ενός Αμερικανοιρανικού συμβιβασμού αποτελεί προτεραιότητα στα σχέδια εξωτερικής πολιτικής, τόσο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, όσο και του Δημοκρατικού, καθώς και τα δύο κόμματα συγκλίνουν ότι απαιτείται πιο λελογισμένη χρήση των Αμερικανικών συντελεστών ισχύος, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που αναβαθμίζεται η σημασία της περιοχής του Ινδοειρηνικού. Την ίδια στιγμή η όξυνση των διχογνωμιών που παρουσιάζεται ανάμεσα στους διάφορους πυλώνες ισχύος στο πολιτικό σύστημα και στα κρατικά όργανα των ΗΠΑ, δυσχεραίνουν τη συνεπή και αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής άσκησης μέγιστων πιέσεων έναντι της Τεχεράνης, την οποία υλοποιεί ο Λευκός Οίκος.

Τέλος ο βομβαρδισμός-απάντηση των Αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο Ιράκ από το Ιράν αλλά και τα χτυπήματα με ρουκέτες που δέχθηκαν αυτές στη συνέχεια από παραστρατιωτικές Ιρακινές οργανώσεις, επεσήμαναν εκ νέου στον πλανήτη ότι οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και οι βάσεις αυτών, είναι ευάλωτες στο πυραυλικό οπλοστάσιο μιας περιφερειακής δύναμης και στη δράση αντάρτικων ομάδων. Μεγαλύτερης σημασίας ήταν όμως το γεγονός, ότι για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες «εμφανίζεται» ως επιτρεπτό, μια χώρα να προκαλεί στρατιωτικό πλήγμα στη λεγόμενη «υπερδύναμη», καθώς η τελευταία αρνήθηκε να της ανταπαντήσει. Ως εκ τούτου το γόητρο της Αμερικανικής ηγεσίας περισσότερο «τσαλακώθηκε», παρά ενισχύθηκε από τα πρόσφατα γεγονότα, δεδομένου και ότι η δολοφονία Soleimani δεν ήταν κάτι που υποπτευόταν το Ιράν, καθώς συντελέστηκε στο έδαφος χώρας που είναι επίσημα σύμμαχος των ΗΠΑ και ενώ ο Ιρανός αξιωματούχος πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη σε αυτή.

Σε αυτά τα πλαίσια αναδεικνύεται ότι για τις ΗΠΑ δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση να επιβάλλουν τη θέληση τους πάνω σε μία περιφερειακή δύναμη, όπως το Ιράν. Αυτό οφείλεται κυρίως στους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις παγκόσμιες και τις περιφερειακές δυνάμεις, οι οποίες φαίνεται να επηρεάζονται από την αξιοσημείωτη δυναμική που αποκτούν οι «ελκτικές» δυνάμεις της Ευρασίας. Αυτές αποδυναμώνουν την επιρροή των ΗΠΑ, ενώ συγκροτούν ένα νέο και ασύνηθες για το ΔΙΣ άξονα συνεργασίας, ο οποίος εκτείνεται από το Παρίσι μέχρι το Πεκίνο και ο οποίος βασίζεται στη συνεργασία Άγκυρας-Μόσχας με την πρόσφατη προσθήκη, όπως διαφαίνεται και του Βερολίνου. Συνακόλουθα στην Αν. Μεσόγειο είναι ακόμη πιο δύσκολο για τις ΗΠΑ να επιβληθούν σε περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία. Η Άγκυρα ισχυροποιείται σήμερα, εξαιτίας της μειούμενης επιρροής των ΗΠΑ στην Ευρασία και της ανάδυσης του Ευρασιατικού άξονα, καθώς για την ώρα έχει πετύχει να αναγνωριστεί ως μεταξύ τους διαμεσολαβητής, ο οποίος είναι χρήσιμος για την ικανοποίηση των σχεδιασμών όλων των παραγόντων. Ως εκ τούτου τα περιθώρια χρήσης καταναγκαστικών μέσων από τις ΗΠΑ, προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος μεταξύ τους συμβιβασμός στην εξελισσόμενη διαπραγμάτευση τους με την Τουρκία, είναι πιο περιορισμένα σε σχέση με την περίπτωση του Ιράν. Συνεπώς όλα δείχνουν ότι η έμφαση για την επίτευξη μεταξύ τους συμβιβασμού θα δοθεί στα ανταλλάγματα.

Την ίδια στιγμή το περιστατικό της δολοφονίας Soleimani και η κυνική και προκλητική ομολογία του από την κυβέρνηση των ΗΠΑ αποτυπώνει πεντακάθαρα το πως αυτή αντιλαμβάνεται το ΔΔ. Ο Ιρανός στρατηγός ήταν επίσημος αξιωματούχος μίας χώρας με την οποία οι ΗΠΑ δε βρίσκονται σε πόλεμο. Πρόσθετα η δολοφονία του πραγματοποιήθηκε στο έδαφος μιας τρίτης χώρας, δίχως την έγκριση της κυβέρνησης της τελευταίας και ενώ ο δολοφονημένος πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη σε αυτή. Επίσης μαζί με το Soleimani δολοφονήθηκε και ο Abu Mahdi al-Muhandis, Ιρακινός αξιωματούχος και επικεφαλής των “Δυνάμεων Λαϊκής κινητοποίησης”, ενός σώματος που είναι ενταγμένο στις τάξεις του σύμμαχου για τις ΗΠΑ Ιρακινού στρατού. Παράλληλα η αιτιολογία που έδωσε ο Λευκός Οίκος για τα πεπραγμένα του, ότι δηλαδή ο Soleimani σχεδίαζε επιθέσεις εναντίον Αμερικανικών στόχων, επί της ουσίας έχει διαψευστεί από τις κατοπινές δηλώσεις του υπ. Άμυνας M. Esper και Εξωτερικών M. Pompeo, ενώ συναντά ισχυρές επιφυλάξεις ακόμη και από αναλυτές με παραδοσιακά φιλοαμερικανική τοποθέτηση. Συνακόλουθα μπορεί να διατυπωθεί, ότι η ενέργεια της Ουάσιγκτον και οι πανηγυρισμοί με τους οποίους συνόδευσε την παραδοχή της, δε μπορούν παρά να θεωρηθούν ως παραβίαση του ΔΔ, αλλά και ένα επιπλέον «άλμα» όσον αφορά τη συμπεριφορά της απέναντι του, καθώς εδώ και δεκαετίες δε συνηθίζεται η πραγματοποίηση τέτοιων ενεργειών από τις παγκόσμιες και τις περιφερειακές δυνάμεις, ενώ στις περιπτώσεις που τελικά αυτές συμβαίνουν δεν υπάρχει επίσημη παραδοχή από το δράστη. Σε αντίστοιχο συμπέρασμα μας οδηγεί και η απειλεί Trump ότι ο στρατός των ΗΠΑ θα κατέστρεφε 52 Ιρανικούς στόχους, μεταξύ αυτών και μνημεία πολιτιστικής κληρονομίας, πράξη που θα αποτελούσε έγκλημα πόλεμου, όπως επισημάνθηκε και από τον Αμερικάνο υπ. Άμυνας, εφόσον το Ιράν έπληττε Αμερικανικούς στόχους ως απάντηση για τη δολοφονία Soleimani.

Συνεπώς προκύπτει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έχει κανέναν ενδοιασμό στο να παραβιάσει το ΔΔ και μάλιστα με κατάφορο τρόπο, εφόσον κρίνει ότι η δυναμική του Αμερικανικού καπιταλισμού εξυπηρετείται καλύτερα έτσι. Αντίστοιχα όμως λειτουργεί και η Τουρκική κυβέρνηση στην Αν. Με. Ως εκ τούτου είναι λάθος να περιμένει κανείς ότι η Ουάσιγκτον θα αντιδράσει στις Τουρκικές ενέργειες, επειδή αυτές παραβιάζουν το ΔΔ. Αντίθετα θα πρέπει να περιμένει την ανοχή των ΗΠΑ στην περίπτωση που κρίνουν ότι οι Τουρκικές ενέργειες δεν ενοχλούν τους σχεδιασμούς τους, αλλά και την υποστήριξη τους αν πιστέψουν ότι οι σχεδιασμοί τους εξυπηρετούνται απ’ αυτές, ακριβώς γιατί και η ίδια η Αμερικανική ηγεσία συμπεριφέρεται με ανάλογο τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου