Μακρόνησος και Γυμνή Νήσος, τα δύο βαλκανικά νησιά του θανάτου σε μια κινηματογραφική παραγωγή της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
του Μιχάλη Αγραφιώτη
Μια καταπληκτική ταινία, ένα διαμάντι του βαλκανικού σινεμά, μια από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ σε βαλκανική χώρα, ο «Μαύρος Σπόρος» ή «Μαύρη Σπορά» (Crno Seme) από τη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, αρκετά χρόνια πριν γίνει «πρώην», αφού είναι παραγωγή του 1971.
Μάλιστα αυτή η παραγωγή της Vardar Films έχει ελληνικό θέμα, καθώς αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας κομμουνιστών κρατούμενων σε ένα «νησί του Αιγαίου» που δεν κατονομάζεται. Μεταξύ τους βρίσκεται ένας Σλαβομακεδόνας, ο Αντόν, από το χωριό Σαρακίνοβο «πίσω από το Καϊμακτσαλάν». Ο Αντόν, αν και τυπικά είναι ο βασικός χαρακτήρας, το σενάριο δεν τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους κρατούμενους που όλοι παρουσιάζονται με κοινή μοίρα. Δεν δείχνει πρόθεση να διαχωρίσει τον Σλαβομακεδόνα ήρωα από τους Έλληνες ούτε στη γλώσσα.
Η σκηνοθεσία του Kiril Cenevski είναι τολμηρή και προχωρημένη ακόμα και με σημερινά δεδομένα. Οργανώνει μια μοναδική αισθητική που συνδυάζει αξελερέ, επαναλήψεις, jump cut και στοπ καρέ πάνω σε μια βάση ωμού ρεαλισμού. Όμως, ακόμα πιο τολμηρή είναι η απεικόνιση των συνθηκών στη Μακρόνησο, που ο ελληνικός κινηματογράφος δεν τόλμησε ποτέ να κάνει παρόλο που υπάρχουν γραμμένα σε εκατοντάδες μαρτυρίες όλα όσα δείχνει η ταινία. Είναι αξιοσημείωτο το ότι συλλαμβάνει και αποδίδει τον τελετουργικό χαρακτήρα που έπαιρνε ο σαδισμός στη Μακρόνησο, κάτι που είχε περιγράψει ο Χοντζέας.
Επειδή όμως στα Βαλκάνια τα πράγματα και η πραγματικότητα ποτέ δεν «κουμπώνουν» εντελώς, υπάρχει πάντα ένα περίσσευμα, μια ανακρίβεια παρόμοια με την ασάφεια των ορίων των Βαλκανίων, αυτή η ταινία συνδέεται και με κάτι άλλο. Ένα χαρακτηριστικό όλων των βαλκανικών λαών είναι η τάση να συνδυάζουν την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, την «επιστημονική», με μια λαϊκή αφήγηση των ίδιων γεγονότων. Τα δύο επίπεδα συνυπάρχουν θαυμάσια και, αν δεν παρενέβαιναν ξένες ιδεολογίες δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Θα μπορούσε, δηλαδή, να συνυπάρχει η θετικιστική αντίληψη της ιστορίας με την αντι-θετικιστική εναλλακτική μυθο-ιστορία.
Αντιθέτως, η σχέση αντιστρέφεται όταν η δεύτερη μετατρέπεται σε πρώτη ύλη των εθνικισμών. Στο παραπάνω σχήμα εντάσσεται φυσικά και η Ελλάδα. Σήμερα, στο (νέο)«μακεδονικό ζήτημα», βιώνουμε τραγικά τη σύγκρουση των λαϊκών αφηγήσεων για τη Μακεδονία και τον Μεγαλέξανδρο που προέρχονται από την προφορική παράδοση και τα υστεροβυζαντινά ρομάντζα (κοινά στους σλαβομακεδόνες και τους ρωμιούς) με την πραγματικότητα.
Όταν, λοιπόν, είχα πρωτοδει το Crno Seme, πριν δεκαπέντε χρόνια στα Σκόπια (την πόλη, όχι τη «χώρα»), μου το πρότειναν ως μια κορυφαία στιγμή της εθνικής τους κινηματογραφίας που αναφέρεται σε ένα νησί της Κροατίας, όπου εξορίζονταν οι γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές στο Μεσοπόλεμο.
Πράγματι, αν κάποιος χάσει τα πρώτα λεπτά της ταινίας, όπου μια μαγνητοφωνημένη μαρτυρία με κακό ήχο μας πληροφορεί ότι όλα συνέβησαν «το 1946, σε ένα νησί του Αιγαίου», δεν μπορεί να καταλάβει σε ποιο τόπο και ποια εποχή αναφέρεται η πλοκή. Ακόμα και αν γνωρίζει καλά τα γεγονότα της μεταπολεμικής Ελλάδας το μόνο που θα μπορούσε να κάνει είναι να υποθέσει ότι «ενδεχομένως» να αναφέρεται στη Μακρόνησο. Υπάρχουν πολύ λίγα σημεία που δηλώνουν το χώρο, μια ελληνική σημαία στο βάθος για λίγα καρέ και οι ελληνικές επιγραφές σε κάποιες αγιογραφίες που δεν προλαβαίνει ο θεατής να διαβάσει πριν θρυμματιστούν από τον ήρωα της ταινίας. Ο Cenevski που υποστηρίζει ένα σινεμά της «ανοιχτής μεταφοράς», όπως δήλωνε, δημιουργεί ένα οικουμενικό περιβάλλον, το οποίο μπορεί να εκφράσει κάθε πολιτικό κρατούμενο.
Ωστόσο, η υπόθεση περιπλέκεται κάπως επειδή αυτό το νησί της Κροατίας ξεκίνησε να δέχεται κρατούμενους μεταπολεμικά, τα πρώτα χρόνια της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας. Όχι βέβαια κομμουνιστές, αλλά αντιφρονούντες του νέου καθεστώτος. Στη διαμονή μου στο Βελιγράδι και από συζητήσεις, κατάλαβα ότι η φήμη αυτού του νησιού, που το όνομά του είναι Goli Otok (γυμνό νησί), είναι εφιαλτική και συγχρόνως η εικόνα του είναι ριζωμένη στη συνείδηση των Γιουγκοσλάβων ως ένα «γκούλαγκ». Επιπλέον, το πετρώδες ολόγυμνο τοπίο της ταινίας παραπέμπει περισσότερο στο φυσικό τοπίο του Goli Otok, παρά στο μεσογειακό της Μακρονήσου. Υπάρχει ένα παιχνίδι μεταξύ δύο βαλκανικών νησιών που φιλοξένησαν κρατούμενους.
Με αυτά τα δεδομένα, η ταινία να λειτούργησε αλληγορικά ως μια καταδίκη της καθεστωτικής βίας, μεταξύ των θεατών που άλλα έβλεπαν και άλλα εννοούσαν. Γνωρίζουμε ότι πολύ συχνά στο σινεμά του Ανατολικού Μπλοκ η πολιτική διαμαρτυρία εκφραζόταν σε ιστορικές ταινίες, είτε ρητά είτε μεταμφιεσμένη, ανάλογα με τη συγκυρία. Όμως πρέπει να ξέρουμε ότι το 1971, την ίδια χρονιά δηλαδή με το Crno Seme, ξεκινά στο Βελιγράδι ένα νέο είδος αβαν γκαρντ σινεμά που ονομάστηκε «μαύρο κύμα» (crni talas). Το μαύρο κύμα έκανε μια αναρχίζουσα βλάσφημη κριτική στο γιουγκοσλαβικό σύστημα εν συνόλω, από την καθημερινότητα έως τους θεσμούς και μέχρι τον ίδιο τον Τίτο. Για παράδειγμα, βλέπουμε στο «Νέος και υγιής σα ρόδο» (Mlad i zdrav kao ruza, 1971) μια παρέα νεαρών να ακούνε από το ράδιο στο αυτοκίνητο λόγους του Τίτο, ενώ τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα έξω από το Βελιγράδι και υπό την επήρεια ναρκωτικών. Το σινεμά του μαύρου κύματος ήταν ένα από τα αποτέλεσμα των φοιτητικών εξεγέρσεων στα τέλη του ’60 και αρχές του ’70. Η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, αφού δοκίμασε πρώτα την καταστολή, στη συνέχεια «συμμορφώθηκε» με τα αιτήματά της, ιδρύοντας το πανεθνικό δίκτυο των «πολιτιστικών κέντρων» (dom kulturni), όπου οι φοιτητές μπορούσαν να δημιουργήσουν και να παρουσιάσουν ελεύθερα όποια μορφή τέχνης επιθυμούσαν και με όποιο περιεχόμενο. Έτσι, γεννήθηκε μια νέα τέχνη, τόσο πρωτοποριακή όσο λίγες στην Ευρώπη την ίδια εποχή.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, το Crno Seme είναι μια ταινία που αφορούσε περισσότερο το εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας παρά την εξωτερική πολιτική της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ταυτόχρονα με την αλληγορική πρόθεση, τη συνοδεύει μια λαϊκή φήμη που την μεταπλάθει στην πολιτιστική παράδοση χωρίς να συγκρούεται με το πραγματικό περιεχόμενο. Ο Cenevski ως γνήσιος βαλκάνιος και με τη βοήθεια της αισθητικής του πρότασης για μια «ανοιχτή μεταφορά» δημιουργεί τις συνθήκες για την άνετη διαδρομή του θεατή μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων πρόσληψης.
Δυστυχώς, η ταινία είναι άγνωστη στην Ελλάδα και φοβάμαι ότι θα παραμείνει. Έχοντας υπόψη ότι οι έλληνες ως βαλκανικός λαός έχουν την ίδια τάση εναλλακτικής ερμηνείας των πραγμάτων, δεν θα δουν την ουμανιστική αλληγορία των δύο βαλκανικών νησιών των εξορίστων, Μακρονήσου και Γυμνής Νήσου, αλλά τις αλυτρωτικές βλέψεις των «σκοπιανών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου