Από Militaire News
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD©
Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Αναμφίβολα το νέο σχέδιο της Αμερικανικής κυβέρνησης για τη Μέση Ανατολή (Μ.Α) είναι ένα σημείο καμπής στη γενικότερη πορεία των εξελίξεων στη συγκεκριμένη περιφέρεια του πλανήτη. Δημιουργεί νέα δεδομένα στη σχέση Ισραηλινού κράτους-Παλαιστινιακών Οργανώσεων, τα οποία τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα θα την επηρεάζουν, ακόμη και στην περίπτωση της μη υλοποίησης του. Επιπλέον πυροδοτεί διεργασίες στο εσωτερικό, αλλά και μεταξύ των Περιφερειακών Συνασπισμών, οι οποίοι ανταγωνίζονται στη Μ.Α. Δηλαδή τις δυνάμεις του “Πολιτικού Ισλάμ” [Τουρκία, Κατάρ και οι διάφορες εκφάνσεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (Μ.B)] με ηγετική δύναμη την Τουρκία, του “Σιιτικό Άξονα” [Ιράν, Συρία, Δυνάμεις Λαϊκής Κινητοποίησης (PMF) Ιράκ, Χεσμπολάχ Λίβανος, Χούθι Υεμένη] με ηγετική δύναμη το Ιράν, αλλά και της συνεργασίας “Αραβικών Μοναρχιών [Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (ΒΣΑ), Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), Ιορδανία, άλλες Μοναρχίες του Περσικού Κόλπου (Π.Κ), καθώς και ισλαμικές οργανώσεις]”- “Αράβων Μιλιταριστών [Αίγυπτος, Λιβυκός Εθνικός Στρατός (LNA) Λιβυή, κ.α]” με ηγετικούς παράγοντες το ΒΣΑ και την Αίγυπτο. Τέλος το Αμερικανικό σχέδιο επηρεάζει την ισορροπία ισχύος μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων [Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ), Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) -Γερμανία, Γαλλία-, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ)] στη Μ.Α, γεγονός που μεσοπρόθεσμα θα επιφέρει αναπροσαρμογές, τόσο στις γενικότερες μεταξύ τους σχέσεις, όσο και ειδικότερα στις σχέσεις στο εσωτερικό του Ευρωατλαντικού Συνασπισμού (ΗΠΑ-ΕΕ-ΗΒ), αλλά και μεταξύ των Ευρασιατών Εταίρων (Ρωσία-Κίνα). Σε αυτά τα πλαίσια και με δεδομένο τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει η περιφέρεια της Μ.Α στη διαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος στο “Διεθνές Ιμπεριαλιστικό Σύστημα (ΔΙΣ)”, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι οι επιπτώσεις του σχεδίου του Λευκού Οίκου θα επηρεάσουν ευρύτερα τις διεθνείς σχέσεις.
Το Αμερικανικό σχέδιο συντάχθηκε με ευθύνη του γαμπρού του Αμερικάνου Προέδρου και ανώτερου συμβούλου του, J. Kushner, ενώ χαρακτηρίζεται από την Αμερικανική κυβέρνηση ως “συμφωνία του αιώνα”. Σύμφωνα με αυτό προβλέπεται η δημιουργία «ανεξάρτητου» Παλαιστινιακού κράτους. Ωστόσο απ’ όσα περιγράφονται στο πολυσέλιδο κείμενο, το σχέδιο επί της ουσίας δημιουργεί ένα «κράτος» “Μπαντουστάν”, της εποχής του “Απαρτχάιντ” στη Νότιο Αφρική, καθώς μεταξύ άλλων προβλέπει ότι:
Η Ιερουσαλήμ θα αποτελέσει αδιαίρετη πρωτεύουσα του Ισραηλινού κράτους, ενώ μόνο ορισμένα από τα περίχωρα της στα ανατολικά θα μπορούσαν να οριστούν ως πρωτεύουσα του Παλαιστινιακού κράτους.
Η Κοιλάδα του Ιορδάνη και περιοχές της Νεκράς Θάλασσας θα προσαρτηθούν από το ισραηλινό κράτος, γεγονός που αποκλείει την ύπαρξη συνόρων μεταξύ του Παλαιστινιακού κράτους και της Ιορδανίας, καθιστώντας τη Δυτικής Όχθη περίκλειστη περιοχή.
Οι Ισραηλινοί εποικισμοί θα διατηρηθούν στα υπόλοιπα Παλαιστινιακά εδάφη, λειτουργώντας ως 15 περίκλειστες κοινότητες, οι οποίες θα ανήκουν στο κράτος του Ισραήλ και θα συνδέονται μαζί του μέσω ειδικών δρόμων.
Στο Παλαιστινιακό κράτος θα παραχωρηθούν ορισμένες περιοχές που συνορεύουν με τη Δυτική Όχθη και οι οποίες ανήκαν στο Ισραήλ και πριν το 1967. Παράλληλα θα του δοθούν άλλες δύο περίκλειστες περιοχές στην έρημο της Negev κοντά στα σύνορα με την Αίγυπτο, η μία για να λειτουργήσει ως βιομηχανική ζώνη και η άλλη ως τόπος κατοικίας και αγροτικής εκμετάλλευσης. Αυτές θα συνδέονται μέσω ειδικού δρόμου με τη Λωρίδα της Γάζας, ενώ η τελευταία θα συνδέεται με τούνελ με τη Δυτική Όχθη. Αντίστοιχα στη Δυτική Όχθη οι περίκλειστες από το Ισραηλινό κράτους Παλαιστινιακές περιοχές θα συνδέονται με τον κύριο κορμό των Παλαιστινιακών εδαφών μέσω γεφυρών ή Τούνελ. Με λίγα λόγια το σχέδιο αποσπά από τα Παλαιστινιακά εδάφη πυκνοκατοικημένες και οικονομικά αξιοποιήσιμες περιοχές και παραχωρεί στο Παλαιστινιακό «κράτος» περίκλειστες περιοχές στην έρημο, ενώ όπως επισημαίνεται από διάφορους αναλυτές το Ισραήλ θα διατηρήσει τον έλεγχο επί των υδάτινων πόρων και των απαραίτητων για την ηλεκτροπαραγωγή στοιχείων που βρίσκονται στην περιοχή. Ταυτόχρονα ο κατακερματισμός των Παλαιστινιακών εδαφών διατηρείται.
Οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες των πολέμων 1948 & 1967 δε θα μπορούν να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες στο κράτος του Ισραήλ, ενώ για να επιστρέψουν στο Παλαιστινιακό κράτος και να «στοιβαχτούν» εκεί με τον υπόλοιπο Παλαιστινιακό πληθυσμό και όσους από τους άλλους Παλαιστίνιους πρόσφυγες επιλέξουν να εγκατασταθούν σε αυτό, θα χρειαστεί να λάβουν τη συγκατάθεση του Ισραήλ.
Το κράτος του Ισραήλ θα αναγνωριστεί ως κράτος του “Εβραϊκού Έθνους”, νομιμοποιώντας τις διακρίσεις που επιβάλλει η Ισραηλινή κυβέρνηση εις βάρος των Αράβων, Δρούζων, Μουσουλμάνων και Χριστιανών πολιτών του.
Το κράτος της Παλαιστίνης θα είναι αποστρατιωτικοποιημένο και την ασφάλεια του θα εγγυόνται οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ. Παράλληλα οι Παλαιστινιακές κυβερνήσεις θα υποχρεούνται να απέχουν από οποιεσδήποτε ενέργειες, οι οποίες κρίνονται από το Ισραήλ ως επικίνδυνες για την ασφάλεια του. Ως εκ τούτου η άμυνα, ο εναέριος χώρος, το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, η εξωτερική πολιτική και τα σύνορα του Παλαιστινιακού κράτους θα ελέγχονται πλήρως από το κράτος του Ισραήλ.
Για την επιτυχή ολοκλήρωση της “συμφωνίας” πρέπει να αφοπλιστούν πρώτα όλες οι ένοπλες Παλαιστινιακές οργανώσεις, ενώ το Ισραήλ δεσμεύεται μόνο σε ένα τετραετές πάγωμα των εποικιστικών-επεκτατικών του σχεδίων.
Με αφορμή λοιπόν το Αμερικανικό σχέδιο αναδεικνύεται εκ νέου, ότι στην παρούσα συγκυρία, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν ενδιαφέρεται ούτε για την τήρηση των προσχημάτων, κατά την υλοποίηση της πολιτικής της στις διάφορες περιφέρειες του πλανήτη. Αυτό που επείγει γι’ αυτήν είναι η θωράκιση της πρωτοκαθεδρίας της χώρας στο ΔΙΣ, την οποία νιώθει να απειλούν η Κίνα και οι εξελισσόμενες διεργασίες στην Ευρασία. Σε αυτή τη βάση και καθώς θεωρεί ότι διαθέτει την απαιτούμενη ισχύ, δε διστάζει να συμπεριφερθεί καταφανώς άδικα, προκλητικά, κυνικά και ενάντια στα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), τα οποία σε συντριπτικό βαθμό παραβιάζονται από το νέο της σχέδιο, εφόσον κρίνει ότι έτσι προστατεύονται τα γενικά συμφέροντα του Αμερικανικού καπιταλισμού. Συνακόλουθα σε μία περίοδο όπου το Αμερικανικό κράτος ιεραρχεί την υποστήριξη των πολιτικών του στη Μ.Α από τους εκεί ισχυρούς περιφερειακούς παράγοντες, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναδιατάσσει τους συντελεστές ισχύος της και τους χρησιμοποιεί, προκειμένου να επιτύχει αυτό το στόχο, χωρίς να επιδιώκει να παρουσιάσει, στον ίδιο βαθμό με παλαιότερα, τις ενέργειες της ως συμβατές με τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τη διεθνή «ηθική τάξη».
Σε αυτά τα πλαίσια αυτό που προέχει για το Λευκό Οίκο είναι η άμεση ισχυροποίηση του Ισραήλ και η ικανοποίηση των συμφερόντων του, προκειμένου να λειτουργήσει ανασχετικά απέναντι στην αυξανόμενη Ρωσική, Ιρανική και Κινεζική επιρροή στην περιοχή. Αντίστοιχα και για τους ίδιους λόγους προκρίνει την στενότερη συνεργασία με το ΒΣΑ, αλλά και την επανρυμούλκηση της Τουρκίας στο κέντρο των Ευρωατλαντικών σχεδιασμών και τη διασφάλιση της παραμονή της στο NATO. Ως εκ τούτου επιχειρεί να κλείσει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και στο μέτρο του εφικτού, τα διάφορα ζητήματα που έχουν ανακύψει στις μεταξύ τους σχέσεις και αφορούν τη Μ.Α, ιδιαίτερα αυτά που σχετίζονται με την Τουρκία, στα πλαίσια μιας ευρύτερης διαπραγμάτευσης. Η Άγκυρα σε αυτή τη διαπραγμάτευση κατόρθωσε να αποσπάσει, για την ώρα τουλάχιστον, την υποστήριξη των ΗΠΑ στην κατάληψη εδαφών της Συρίας, ενώ έχει επιτύχει να εντάξει σε αυτή τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου (Αν.Με). Συνεπώς ο κίνδυνος εκπόνησης σχεδίων από την Αμερικανική ηγεσία και στην Αν.Με, ανάλογων με αυτό της Μ.Αν -ή αλλιώς της εμφάνισης νέων “Μπαντουστάν” στην Κύπρο και σε ορισμένες περιοχές του Αιγαίου- είναι κάτι παραπάνω από ορατός.
Την ίδια στιγμή το Αμερικανικό σχέδιο αγκαλιάστηκε με θέρμη από το σύνολο του πολιτικού κόσμου στο Ισραήλ, με εξαίρεση τα Αραβικά κόμματα, το ΚΚ Ισραήλ και ορισμένες αυτοπροσδιοριιζόμενες ως Αριστερές πολιτικές οργανώσεις. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η εξαγγελία του έγινε από τον Πρόεδρο Τrump, ενώ δίπλα του βρισκόταν ο Ισραηλινός πρωθυπουργός B. Netanyahu, και ενώ είχαν προηγηθεί μόλις μερικές ώρες νωρίτερα κατ’ ιδίαν συζητήσεις του Αμερικανού Προέδρου, τόσο με τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό, όσο και με το βασικό του αντίπαλο στις προσεχείς νέες βουλευτικές εκλογές B. Gantz. Μάλιστα οι δύο άντρες δηλώνουν έτοιμοι να εκκινήσουν άμεσα την υλοποίηση του σχεδίου από μέρους του Ισραήλ, διαφωνώντας μόνο στο αν θα πρέπει να περιμένουν το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών.
Από την άλλη μεριά στα Παλαιστινιακά εδάφη, τόσο η Hamas που διοικεί τη Λωρίδα της Γάζας, όσο και η Fatah, από την οποία προέρχεται ο αρχηγός της Παλαιστινιακής Αρχής, Πρόεδρος M. Abas και η οποία διοικεί τη Δυτική Όχθη, δήλωσαν ότι απορρίπτουν κατηγορηματικά το Αμερικανικό σχέδιο. Επιπρόσθετα μπροστά στην επείγουσα κατάσταση που διαμορφώνεται οι δύο οργανώσεις φαίνεται να επιδιώκουν κάποια συνάντηση κορυφής μεταξύ των ηγετών τους, βολιδοσκοπώντας τη δυνατότητα τερματισμού της μεταξύ τους διαμάχης, η οποία μαίνεται από το 2007. Συνακόλουθα διαμορφώνονται ορισμένες προϋποθέσεις για μια πιο συνεκτικής και δυναμική Παλαιστινιακής αντίδρασης στις εξελίξεις, καθώς και για τα δύο μέρη είναι απορριπτέες στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι προβλέψεις του Αμερικανικού σχεδίου. Ωστόσο η εμπλοκή τους στους περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, στο πλευρό των δυνάμεων του “Πολιτικού Ισλάμ” και του “Σιιτικού άξονα” η Hamas, στο πλευρό των “Αραβικών Μοναρχιών” και των “Αράβων Μιλιταριστών” η Φατάχ, υπονομεύει σημαντικά τις προσπάθειες για τη μεταξύ τους συνεννόηση.
Παράλληλα οι “Αραβικές Μοναρχίες” και οι “Άραβες Μιλιταριστές” καθορίζουν τη στάση τους απέναντι στο σχέδιο με γνώμονα τον ανταγωνισμό τους με το “Σιιτικό Άξονα” και τις δυνάμεις του “Πολιτικού Ισλάμ”. Έτσι εκφράζονται θετικά απέναντι στο Αμερικανικό σχέδιο, ιδιαίτερα τα ΗΑΕ, το Μπαχρέιν και το Κουβέιτ, ευελπιστώντας στη συνεργασία του Ισραήλ για τον περιορισμό των ηγεμονικών φιλοδοξιών του Ιράν και της Τουρκίας. Ταυτόχρονα όμως, η ευαίσθητη κοινωνική συνοχή που παρουσιάζουν οι χώρες τους, σε συνδυασμό με τη χαμηλή νομιμοποίηση που απολαμβάνουν στις κοινωνίες τους, τους ωθούν στη διατύπωση θέσεων υπέρ του σεβασμού των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων και των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και κατά των μονομερών ενεργειών. Ιδιαίτερα η Ιορδανία επιδεικνύει την πιο σκληρή στάση σε αυτά το ζητήματα. Από την άλλη μεριά ο “Σιιτικός άξονας”, αν και εμφανίζεται κάθετα αντίθετος στη συμφωνία, εντούτοις οι αντιδράσεις του φαίνεται να μετριάζονται από τις προτεραιότητες που ιεραρχεί το Ιράν, οι οποίες στην παρούσα συγκυρία αφορούν την αντιμετώπιση των εις βάρος του Αμερικανικών πιέσεων και την προστασία της νεοαποκτηθείσας περιφερειακής του επιρροής. Τέλος οι δυνάμεις του “Πολιτικού Ισλάμ”, ιδιαίτερα η Τουρκία και πολύ λιγότερο το Κατάρ, εκφράζουν επίσης την άρνηση τους στο Αμερικανικό σχέδιο, χωρίς ωστόσο και αυτές με τη σειρά τους να μπορούν να προβούν σε κάποιες πιο ουσιαστικές ενέργειες, καθώς παραμένουν απασχολημένες με άλλα ζητήματα, αλλά και γιατί επιφυλάσσονται των αντιδράσεων των Αμερικανών συμμάχων τους. Ωστόσο το γεγονός ότι εμφανίζονται επικριτικές απέναντι στο διχασμό του Ισλαμικού κόσμου, ενώ παράλληλα υιοθετούν το στόχο της ανάδειξης του Ισλάμ ως διακριτού και ισχυρού ιμπεριαλιστικού πόλου στο ΔΙΣ, τους επιτρέπει να κερδίζουν τη συμπάθεια Ισλαμικών επιχειρηματικών συμφερόντων, πολιτικών και θρησκευτικών κέντρων, που αγανακτούν ή βλέπουν τα συμφέροντα τους να θίγονται από τις εξελίξεις στο Παλαιστινιακό.
Τέλος από τις παγκόσμιες δυνάμεις, τα δύο Ευρωπαϊκά μέλη του Ευρωατλαντικού συνασπισμού η ΕΕ και το ΗΒ τοποθετήθηκαν όχι ανεπαίσθητα διαφορετικά απέναντι στο Αμερικανικό σχέδιο. Το Λονδίνο εστίασε στο θετικό κατά τη γνώμη του γεγονός της κατάθεσης μιας νέας «ειρηνευτικής πρότασης» ως βάσης διαλόγου, ενώ οι Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Βερολίνο, αν και επίσης «καλωσόρισαν» την Αμερικανική πρόταση, εντούτοις στάθηκαν και στην ανάγκη σεβασμού των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και στην υιοθέτηση μιας κοινά αποδεκτής λύσης από την πλευρά του Ισραήλ και την πλευρά των Παλαιστινίων. Η συγκεκριμένη προσέγγιση των χωρών και των οργάνων της ΕΕ απορρέει από την πεποίθηση των ηγεσιών τους, ότι μια ισορροπημένη και καλή σχέση, τόσο με το Ισραήλ, όσο και με τα Αραβικά και άλλα Μουσουλμανικά κράτη της περιοχής, υπηρετεί καλύτερα το στόχο της διεύρυνσης της επιρροής τους σε αυτή και συνακόλουθα την κατοχύρωση τους ως παγκόσμιες δυνάμεις στο ΔΙΣ. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι και ορισμένα κέντρα στις ΗΠΑ με πυρήνα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, εκφράζουν ανάλογες τοποθετήσεις σχετικά με την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ουάσιγκτον, κατηγορώντας μάλιστα τη διοίκηση Trump, ότι δημιουργεί τετελεσμένα που δύσκολα θα μπορέσουν να ανατρέψουν οι κατοπινοί Αμερικάνοι Πρόεδροι. Αντίθετα το ΗΒ υποκινούμενο και το ίδιο από ανάλογους προβληματισμούς καταλήγει να «βλέπει» τις σχέσεις του με το Ισραήλ ως πιο σημαντικό παράγοντα της πολιτικής του στη Μ.Αν. Από την άλλη μεριά οι Ευρασιάτες Εταίροι, η Κίνα και η Ρωσία, στις τοποθετήσεις τους επικέντρωσαν στην προβολή των πιθανοτήτων αποτυχίας του Αμερικανικού σχεδίου, επισημαίνοντας ότι δε λαμβάνει υπόψιν τις Παλαιστινιακές θέσεις και ότι αγνοεί τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ωστόσο τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα δε φαίνονται στην παρούσα φάση διατεθειμένες να αναλάβουν πρωτοβουλίες ανταγωνιστικές προς την Αμερικανική πρόταση. Η Κινεζική κυβέρνηση διότι εξακολουθεί να μην αισθάνεται την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για την ανάληψη τέτοιου είδους πρωτοβουλιών, αλλά και γιατί δε θέλει να προσθέσει νέες αναταράξεις στην ήδη ταραγμένη περιφέρεια της Μ.Αν, καθώς αντιλαμβάνεται τη σταθερότητα του ΔΙΣ ως παράγοντα που της επιτρέπει να «καλπάζει» προς την πλανητική πρωτοκαθεδρία. Το Κρεμλίνο επειδή κατανοεί ως θεμελιακή για την κατοχύρωση και επέκταση της επιρροής του στη Μ.Αν την αναβάθμιση των σχέσεων του με το Τελ-Αβίβ, ενώ στην περίπτωση που τελικά το σχέδιο αποτύχει, τότε θα μπορούσε να επιχειρήσει να αναλάβει το ίδιο πρωτοβουλίες υποκαθιστώντας τις ΗΠΑ, αφού πρώτα θα τις είχε επιτρέψει να εκτεθούν στα «μάτια» των ηγετών της περιοχής ως αναποτελεσματικός διαμεσολαβητής.
Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει ότι το Αμερικανικό σχέδιο μετατοπίζει πρόσθετα το συσχετισμό ισχύος προς όφελος του Ισραηλινού κράτους, καθώς ακόμη και στην περίπτωση που τελικά δεν υλοποιηθεί, η αδυναμία των αντιπάλων του να προβάλλουν ουσιαστική αντίσταση, διευκολύνει την περεταίρω «προώθηση των θέσεων» του Τελ-Αβίβ. Την ίδια ώρα το σχέδιο θα συναντήσει σημαντικές δυσκολίες στην υλοποίηση του, καθώς είναι αμφίβολο αν τελικά θα γίνει αποδεκτό και αν θα μπορέσει να υλοποιηθεί από την Παλαιστινιακή ηγεσία. Παράλληλα την προώθηση του δυσκολεύει η μετριοπαθείς υποστήριξη που λαμβάνει από τις “Αραβικές Μοναρχίες” και τους “Άραβες Μιλιταριστές”, η επιφυλακτική στάση που κρατούν απέναντι του οι χώρες και η ηγεσία της ΕΕ, η υπονόμευση του από την Κίνα και τη Ρωσία και η ανοιχτή πολεμική που του ασκεί ο “Σιιτικός Άξονας” και οι δυνάμεις του “Πολιτικού Ισλάμ”. Πρόσθετα το γεγονός ότι το σχέδιο αγνοεί επιδεικτικά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και στέκεται προκλητικά εναντίον των θέσεων της Παλαιστινιακής Αρχής, ωθεί σε συνεννόηση εκείνες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις στη Μ.Αν, οι οποίες «βλέπουν» τους σχεδιασμούς στην περιοχή να συμβαδίζουν ή να μην μπορούν να αγνοήσουν τις Παλαιστινιακές θέσεις και τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Τέλος στην περίπτωση που τελικά δεν ευοδωθεί η Αμερικανική πρόταση, η Ρωσία και η Τουρκία, θα μπορούσαν αναβαθμίσουν πρόσθετα την επιρροή τους στη Μ.Αν, ως οι μόνοι φορείς που έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν εναλλακτικά σχέδια για την περιοχή στην παρούσα χρονική συγκυρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου