Για το ελληνικό κράτος, τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα η μειονότητα που κατοικεί στη Θράκη (και στα Δωδεκάνησα) είναι «μουσουλμανική» και δεν σηκώνουν καμιά αντίρρηση επ’ αυτού. Έτσι την ορίζει η Συνθήκη της Λωζάνης και καμιά πολιτική δύναμη από την ακροδεξιά μέχρι το ΚΚΕ δεν τολμά να αμφισβητήσει αυτή την ιμπεριαλιστική συνθήκη, που υπογράφηκε πριν ένα αιώνα. Και το σημαντικότερο: κανένα πολιτικό κόμμα – ή το ελληνικό κράτος ως αυτόκλητος νονός – δεν μπαίνουν στον κόπο να ρωτήσουν την ίδια την μειονότητα για το πώς επιθυμεί να ορίζει τον εαυτό της.
Έτσι, το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού υποχωρεί μπροστά στον «σεβασμό» στο τυπικό γράμμα μιας Συνθήκης. Αυτό επικυρώθηκε και με απόφαση του Άρειου Πάγου του 1987 που απαγορεύει τη χρήση των όρων «Τούρκος» και «τουρκικός» σε συλλογικότητες, πολιτιστικούς συλλόγους κλπ. στη Θράκη.
Βέβαια, ο σεβασμός στις συμφωνίες της Λωζάνης είναι υποκριτικός. Στην πράξη, άλλα τμήματα της Συνθήκης (και της Σύμβασης) της Λωζάνης, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και η απρόσκοπτη διέλευση πλοίων έχουν γίνει κουρελόχαρτο. Αλλά και το ταμπού της λέξης «Τούρκος» για την μειονότητα της Θράκης δεν ίσχυε μέχρι το πολύ πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας.
Τον Δεκέμβρη του 1952 η βασίλισσα Φρειδερίκη εγκαινίασε μειονοτικά σχολεία στη Θράκη, μαζί με τον τότε πρόεδρο της Τουρκίας. Μάλιστα σε ένα από τα σχολεία δόθηκε τιμητικά το όνομά του: Celal Bayar!
Ήταν τα χρόνια της ένταξης Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, του έξαλλου αντικομμουνισμού και του Ψυχρού Πολέμου. Τότε, στις ταυτότητες που εξέδιδε το ελληνικό κράτος για τους μειονοτικούς αναγραφόταν ως καταγωγή η «τουρκική». Ενώ στις 28/1/1954 ο γενικός διοικητής Θράκης Φεσόπουλος εξέδωσε μια απόφαση μνημείο: “Κατόπιν διαταγήν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως (σ.σ. του Παπάγου) παρακαλούμεν όπως εφ’ εξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου «Τούρκος – τουρκικός» αντί του τοιούτου «Μουσουλμάνος – μουσουλμανικός…»”.
Πολύ αργότερα, ήταν το καθεστώς της Χούντας του ’67 που επέβαλε – ως δόγμα – τη Συνθήκη της Λωζάνης. Έκτοτε, επιβλήθηκε και η αποκλειστική χρήση του όρου «μουσουλμανικός» για το μειονοτικό στοιχείο.
Ο φαρισαϊσμός του ελληνικού κράτους συνιστά πρόβλημα. Δεν είναι όμως το σοβαρότερο. Ο αυταρχισμός και η δεσποτεία πάνω στη θέληση της τουρκικής μειονότητας είναι το μέγιστο.
Είναι δυνατό να θεωρήσουμε πως θα κινδυνέψει η ειρήνη στη Θράκη και στα Βαλκάνια αν πούμε τα πράγματα με το όνομά τους; Είναι δυνατό να παραδεχόμαστε πως υπάρχει μια μειονότητα και ταυτόχρονα να της αρνούμαστε τα δικαιώματά της; Πραγματικά, αξίζει να ρωτήσουμε και εμείς, χρησιμοποιώντας τον στίχο του Μπρεχτ: «Γιατί φοβούνται τόσο πολύ την τίμια λέξη;»
Η τουρκική μειονότητα δεν στερείται μόνο το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, αλλά βρίσκεται γενικότερα σε πολύ χειρότερη θέση, σε σχέση με την πλειονότητα του πληθυσμού.
Οι Τούρκοι πολίτες της Ελλάδας είναι πολύ φτωχότεροι, τα παιδιά τους εγκαταλείπουν νωρίτερα και σε μεγαλύτερο ποσοστό το σχολείο. Μικρό ποσοστό του μειονοτικού πληθυσμού διαθέτει ανώτατη εκπαίδευση και, ως πριν λίγα χρόνια, αυτό επιτυγχανόταν μόνο με φοίτηση σε τουρκικά πανεπιστήμια.
Μέχρι πρόσφατα, χιλιάδες μειονοτικοί έχαναν την ελληνική ιθαγένεια με βάση το άρθρο 19 του κώδικα ιθαγένειας. Σε κάποιους αφαιρέθηκε μόλις επέστρεψαν από τη θητεία τους στον ελληνικό στρατό. Άλλοι – αγρότες ή χειρώνακτες εργάτες – το μάθαιναν όταν ερχόντουσαν σε επαφή με κάποια δημόσια υπηρεσία.
Στα μειονοτικά χωριά και γειτονιές της Θράκης πάντοτε ξοδεύονταν ελάχιστα χρήματα για δημόσια έργα, παιδεία και υγεία, ενώ ως λίγα χρόνια πριν ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εξασφαλιστούν οικοδομικές άδειες ή άδειες επισκευών, άδειες τρακτέρ ακόμη και απλές άδειες οδήγησης.
Και, το χειρότερο από όλα, έως τις αρχές του 1990, τα πομακοχώρια της Θράκης ήταν τα «χωριά της μπάρας», όπου έπρεπε να πάρει κανείς ειδική άδεια από τον στρατό για να μπει ή να βγει, ακόμη και για επείγουσα ιατρική ανάγκη.
Η τουρκική μειονότητα λοιπόν ζει μια «ισονομία» περισσότερο πλαστή παρά πραγματική.
Και η Αριστερά που αποφεύγει να την υπερασπίσει από τους «επαγγελματίες πατριώτες» και το ελληνικό κράτος, η Αριστερά που αποφεύγει τα δύσκολα, που δεν αντιμετωπίζει στα ίσα τους μύθους και τις ιδεοληψίας της κυρίαρχης τάξης, τις κρίσιμες στιγμές τσακίζεαι από το κνούτο ή το μαχαίρι.
Η Αριστερά που αξίζει το όνομά της δεν αφήνει ούτε τον μειονοτικό πληθυσμό ανυπεράσπιστο, ούτε τις εργάτριες και τους εργάτες της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού εκτεθειμένους/ες στα παραμύθια της «εθνικής ενότητας» και του αντιτουρκικού μίσους. Και μόνο μια τέτοια Αριστερά, που είναι ξεκάθαρη στα αιχμηρά ζητήματα, έχει προοπτική να αλλάξει τον κόσμο.
Χάρης Παπαδόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου