Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Εντείνονται οι διεργασίες στην Ευρασία

Εντείνονται οι διεργασίες στην Ευρασία
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν στον πλανήτη δημοσιεύματα του “Der Spiegel” και της “Wall Street Journal”, σχετικά με την πρόθεση της Αμερικανικής κυβέρνησης να αποσύρει μεγάλο μέρος των στρατευμάτων της από τη Γερμανία. Τα δύο έντυπα ερμήνευσαν αυτή την κίνηση ως απάντηση του Προέδρου D. Trump στην άρνηση της Καγκελαρίου A. Merkel να παρευρεθεί αυτοπρόσωπος στη προγραμματισμένη σύνοδο των G7 στα τέλη Ιουνίου στην Ουάσιγκτον, με τη δικαιολογία τη συνέχισης της εξέλιξης της πανδημίας του Covid-19. Άλλωστε η απογοήτευση του ενοίκου του Λευκού Οίκου για τις εξελίξεις ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οδήγησε τελικά στην αναβολή της συνόδου για το Φθινόπωρο και στην απόφαση να προσκληθούν σε αυτή και ηγέτες άλλων χωρών (π.χ. Αυστραλία, Ινδία, Ν. Κορέα, Ρωσία), όπως και σε έντονα επικριτικές για το σχήμα των G7 δηλώσεις. 

Ανεξάρτητα από το αν επιβεβαιωθούν τα δύο έντυπα, η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Γερμανίας γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής. Οφείλεται στις μεταβολές που συντελούνται στην ισορροπία ισχύος μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων στην “κορυφή” του Διεθνούς Ιμπεριαλιστικού Συστήματος (ΔΙΣ), αλλά και στις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία. Η πανδημία του Covid-19 λειτούργησε ως καταλύτης για την επιτάχυνση διεργασιών που σχετίζονται με αυτούς τους παράγοντες. Αρχικά συνέβαλλε στο να πληγεί το γόητρο των ΗΠΑ ως “πλανητικού ηγέτη” και να μεγαλώσει το κύρος της Κίνας ως “παγκόσμιας δύναμης με ηγετικά χαρακτηριστικά”, εξαιτίας της σαφέστατα διαφορετικής εικόνας που προβάλλουν οι δύο χώρες για την εξέλιξη της πανδημίας στο εσωτερικό τους, αλλά και της ικανότητας του Πεκίνου να γίνει αντιληπτό από πολλά κράτη ως σύμμαχος τους στην υγειονομική κρίση, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι η Ουάσιγκτον. Επιπλέον η πανδημία προκάλεσε σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε όλο τον κόσμο, οδηγώντας σε νέο περιορισμό των επενδύσεων και σε νέα αύξηση του ήδη μεγάλου υπερσυσσωρευμένου-αναξιοποίητου κεφαλαίου, σε επίπεδα που κατέστησαν μοιραία την εκδήλωση μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης. Σε αυτές τις συνθήκες η συμπεριφορά των κρατών γίνεται πιο επιθετική, καθώς το κάθε ένα επιχειρεί να δώσει διέξοδο στα “λιμνάζοντα” κεφάλαια που βρίσκονται στο εσωτερικό του, εις βάρος άλλων (π.χ. πολιτικές για την επέκταση σε νέες αγορές, τη θωράκιση της εσωτερικής αγοράς, την πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες ή τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών απ’ αυτές κ.α), επιδιώκοντας τη δική του οικονομική-καπιταλιστική ανάκαμψη. Μάλιστα οι διακρατικοί ανταγωνισμοί οξύνονται ακόμη περισσότερο, καθώς η συνολική ισχύς του κάθε κράτους επηρεάζεται δυσανάλογα από την παγκόσμια οικονομική συγκυρία. Συνεπώς η επιδείνωση στις Γερμανοαμερικανικές σχέσεις σχετίζεται περισσότερο με την ανάδειξη της Κίνας σε υποψήφια δύναμη για την πρωτοκαθεδρία στο ΔΙΣ, εξέλιξη που ενδέχεται να επιταχύνει η νέα κρίση, σε μια περίοδο όπου τα κράτη γίνονται επιθετικότερα, αναζητώντας την ταχύτερη επάνοδο στην οικονομική-καπιταλιστική ανάπτυξη.

Σε αυτές τις συνθήκες η Αμερικανική κυβέρνηση γίνεται επιθετικότερη έναντι της Κίνας, επιχειρώντας να διακόψει την άνοδο της, όσο ακόμη θεωρεί ότι της το επιτρέπει ο παγκόσμιος συσχετισμός. Συνακόλουθα απαιτεί τη συστρατεύση των συμμάχων της σε αυτόν τον σκοπό, όπως προκύπτει και από την πρόθεση του Λευκού Οίκου να προσδώσει αντικινεζικό χαρακτήρα στις από εδώ και πέρα συνόδους της G7. Πρόσθετα η συγκεκριμένη απαίτηση της διοίκησης Trump διαπλέκεται και με την επιθυμία της να αναπροσαρμόσει την μεταξύ τους οικονομική σχέση, καθώς θεωρεί ότι όλοι τους επωφελούνται δυσανάλογα απ’ αυτή, υπονομεύοντας τη δυναμική της Αμερικανικής οικονομίας.

Από την άλλη μεριά το Βερολίνο δείχνει λίγο πρόθυμο να ακολουθήσει τον συγκρουσιακό δρόμο της Ουάσιγκτον έναντι του Πεκίνου. Σαφέστατα για τη Γερμανική κυβέρνηση η Κινεζική άνοδος είναι μία πρόκληση, ιδιαίτερα όσον αφορά την πορεία του μεταξύ τους οικονομικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού. Ωστόσο δεν αποτελεί τη NO 1 απειλή. Αντίθετα αυτή αφορά τη σταθερή τα τελευταία χρόνια συρρίκνωση του οικονομικού μεγέθους της ΕΕ στον πλανήτη, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικά άσχημες επιδόσεις της οικονομίας της Ευρωζώνης την τελευταία δεκαετία. Άλλωστε μόλις πριν λίγες ημέρες η Eurostat παρουσίασε στοιχεία τα οποία καταγράφουν τη μείωση της συμμετοχής της ΕΕ στο παγκόσμιο ΑΕΠ από το 25,6% το 2008 στο 18,6% το 2019, ενώ ο ΟΟΣΑ εκτίμησε ότι οι το αντίκτυπο της νέας οικονομικής κρίσης στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα είναι μεγαλύτερο απ’ ότι στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Οι παραπάνω παράγοντες εντείνουν τους οικονομικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της ΕΕ, ενώ αποδυναμώνουν συνολικά τον παράγοντα οικονομία ως εργαλείο-“καρότο” για το “γεφύρωμα” των πολιτικών διαφορών μεταξύ των κρατών της (π.χ. προσφυγικό). Συνακόλουθα ενισχύονται φυγόκεντρες δυνάμεις που απειλούν με διάλυση το “Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα” και δεν επιτρέπουν την ανάδυση του ως ισχυρού και αυτοδύναμου πόλου ισχύος στο ΔΙΣ, ζήτημα που είναι κρίσιμης σημασίας για την ικανότητα του Βερολίνου να ασκεί επιρροή στα πλανητικά τεκταινόμενα ή έστω σε κομβικές για τα συμφέροντα τους περιοχές (π.χ. Αν. Ευρώπη)

Σε αυτά τα πλαίσια η Κίνα μπορεί να επηρεάσει θετικά τις εξελίξεις για το Γερμανία. Καταρχάς η επιμονή του Πεκίνου στην οικοδόμηση μιας “όσο το δυνατό” λιγότερο συγκρουσιακής σχέσης με την Ουάσιγκτον και το κάλεσμα του για την ανάπτυξη ενός πιο “συλλογικού τρόπου λήψης αποφάσεων” σε πλανητικό επίπεδο, από τη μια μεριά συγκρατούν (κάπως) την παγκόσμια ένταση, η οποία επιδρά αρνητικά στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, από την άλλη λειτουργούν αντισταθμιστικά στις μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ. Οι τελευταίες υπονομεύουν τον όποιο συλλογικό χαρακτήρα έχουν οι “Διεθνείς Θεσμοί” και η “Διεθνής τάξη πραγμάτων” που οι ίδιες πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία τους σε άλλες συνθήκες και απειλούν να θέσουν την ΕΕ και τη Γερμανία σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο διμερούς διαπραγμάτευσης με το Λευκό Οίκο, στο οποίο η “τύχη” τους είναι σαφέστατα χειρότερη. Παράλληλα η Κίνα διατηρεί σημαντικό ρόλο η ίδια στην οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ, σε μια περίοδο μάλιστα που οι σύμμαχες ΗΠΑ την επηρεάζουν αρνητικά με την προστατευτική τους πολιτική, καθώς λειτουργεί τόσο ως κρίσιμος εμπορικός εταίρος, όσο και ως τόπος για την εισαγωγή και την εξαγωγή επενδύσεων. Επιπλέον η Κινεζική κυβέρνηση αποτελεί στρατηγικό εταίρο της Ρωσίας, παραδοσιακό ανταγωνιστή των ηπειρωτικών Ευρωπαϊκών δυνάμεων, σε μια εξελισσόμενη όλο και πιο ασύμμετρα εις βάρος της δεύτερης σχέση. Ως εκ τούτου μπορεί να ασκήσει κάποια αποτρεπτική πίεση στη Μόσχα σε ενδεχόμενη απόπειρα της τελευταίας να εκμεταλλευτεί τα διευρυνόμενα ρήγματα στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, Γερμανίας, Γαλλίας, αλλά και την στρατιωτική, ενεργειακή και πολιτισμική της ισχύ για να επεκτείνει απειλητικά την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη. Τέλος, αντίστοιχα μπορεί να λειτουργήσει η Κινεζική επιρροή και προς άλλους σημαντικούς περιφερειακούς παράγοντες (π.χ. Ιράν)

Τα παραπάνω μάλλον έχουν γίνει αντιληπτά από το Βερολίνο. Έτσι, παρότι αυτό δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια να διατηρήσει τη στρατηγική του συμμαχία με την Ουάσιγκτον, ταυτόχρονα επιδιώκει να διατηρήσει σχέσεις συνεργασίας με το Πεκίνο. Σε αυτές τις συνθήκες οι Αμερικανικές πιέσεις, όχι μόνο δεν πετυχαίνουν να οριοθετήσουν αυστηρά τη Γερμανία εντός, ενός όλο και πιο κυριαρχούμενου από τις ΗΠΑ, Ευρωατλαντικού Συνασπισμού, αλλά αντίθετα την ωθούν σε περεταίρω διάλογο με την Κίνα.

Παράλληλα η διαχρονική επιμονή της Ουάσιγκτον στην περικύκλωση της Μόσχας συντηρεί την πεποίθηση στην τελευταία, ότι οι ΗΠΑ ουδέποτε πρόκειται να συμβιβαστούν με τη λειτουργία της ως παγκόσμια δύναμη. Συνεπώς τα πρόσφατα Αμερικανικά ανοίγματα προς τη Ρωσία, με αφορμή τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης του Covid-19 και την απόπειρα μιας διευρυμένης συνόδου της G7, τα οποία επιχειρούν να εκμεταλλευτούν την ανασφάλεια της Μόσχας για τη ραγδαία Κινεζική άνοδο, δύσκολα θα μπορέσουν να διαταράξουν τη σταθερά εξελισσόμενη Σινορωσική συνεργασία. Αντίθετα περιστατικά όπως η πρόσφατη αερομαχία Ρωσικών και Αμερικανικών μαχητικών στην Αλάσκα επιβεβαιώνουν στους Ρώσους ιθύνοντες τη σπουδαιότητα της Κίνας ως εταίρου. Έτσι, αν και η συμμετοχή της Ρωσίας σε μια διευρυμένη σύνοδο των G7, την οποία μάλιστα είχε προτείνει ο ίδιος ο Πρόεδρος Putin το Σεπτέμβριο του 2019, προτείνοντας να καλεστούν επίσης η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία, δε μπορεί να αποκλειστεί, εν τούτοις, όπως αναφέρεται σε αναλύσεις Ρωσικών think tank, θα αφορούσε, τόσο την προσπάθεια της Μόσχας να εξισορροπήσει την άνοδο της Κίνας στη μεταξύ τους σχέση, όσο και να διασφαλίσει ότι δε θα συγκροτηθεί κάποιος μεγάλος αντικινεζικός συνασπισμός. Σε αυτό το σημείο όμως οι επιδιώξεις της Μόσχας εφάπτονται με αυτές της Γερμανίας, δημιουργώντας ίσως τις συνθήκες για να δοθεί μια νέα ώθηση στη Ρωσογερμανική προσέγγιση, η οποία προφανώς και δε μπορεί να μην ασκήσει έλξη και στη Γαλλία.

Αυτό είναι ίσως και το πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα της ακολουθούμενης Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η επιτάχυνση μιας απόπειρας “Ευρασιατικής Συνεννόησης” την οποία κάποιοι αναλυτές χαρακτηρίζουν μάλλον πρόωρα ως χαλαρό “Ευρασιατικό Άξονα”. Μέρος αυτής της απόπειρας είναι ήδη σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις της Ευρασίας, όπως η Τουρκία, το Ιράν, η Ινδία, η Ιαπωνία κ.α, οι οποίες για να προωθήσουν τους σχεδιασμούς τους στις περιφέρειες τους επιχειρούν να συνεννοηθούν με κάθε μια από τις μεγάλες δυνάμεις της υπερηπείρου, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουν τις ΗΠΑ ως το βασικότερο παράγοντα για τη διαμόρφωση των σημαντικότερων εξελίξεων στο ΔΙΣ. Αυτές οι δυνάμεις, με διαβαθμίσεις και έχοντας σημαντικά διαφορετικές προτεραιότητες, ενδιαφέρονται να μεγιστοποιήσουν το βαθμό “ελευθερίας” τους από τα “δεσμά” που τους θέτει η πλανητική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, αξιοποιώντας σε αυτή την κατεύθυνση τη δραστηριότητα των άλλων δυνάμεων της Ευρασίας, ακόμη και την Κινεζική άνοδο. Ταυτόχρονα δεν επιθυμούν η “ελευθερία που κερδίζουν από τις ΗΠΑ” να περιοριστεί από την άνοδο κάποιας άλλης Ευρασιατικής δύναμης (παγκόσμιας ή περιφερειακής) και γι’ αυτό το λόγο αξιοποιούν και πάλι τη δραστηριότητα των άλλων Ευρασιατικών δυνάμεων, αλλά και τη διάθεση των ΗΠΑ να υπερασπιστούν την πλανητική τους πρωτοκαθεδρία. Χαρακτηριστική είναι η πολιτική που ασκούν η Τουρκία, η Αίγυπτος και τα Η.Α.Ε. στη σύγκρουση της Λιβυής. 

Συνεπώς ως κύρια στοιχεία των εξελίξεων αναδεικνύονται η απροθυμία των βασικών Ευρασιατικών δυνάμεων να συγκροτήσουν κάποιον αντικινεζικό συνασπισμό, αλλά και η ανασφάλεια που αυτές αισθάνονται εξαιτίας της Κινεζικής ανόδου και της γενικότερης όξυνσης των διακρατικών ανταγωνισμών στην περιοχή. Σε αυτά τα πλαίσια και δεδομένης της συνέχισης της Κινέζικης ανόδου και το επόμενο διάστημα, αλλά και της προσπάθειας των ΗΠΑ να ανακόψουν οπωσδήποτε αυτή τη διαδικασία, δημιουργείται μια εξαιρετικά έκρυθμη και επικίνδυνη κατάσταση σταθερά κλιμακούμενων αντιπαραθέσεων στο ΔΙΣ. Αυτή η κατάσταση μάλλον δε συμβαδίζει με τη λειτουργεία σφιχτών συμμαχιών γύρω από τους διάφορους πόλους του ΔΙΣ. Αντίθετα, όπως αποτυπώνεται ήδη, πιθανότερα να ταιριάζει περισσότερο στη λειτουργία ευέλικτων σχημάτων, στα οποία τα κράτη αναλαμβάνουν δεσμεύσεις σαφέστατα μικρότερου βαθμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου