Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Το passing game ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό

Το passing game ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό
Θανάσης Δημάκας*Επιμέλεια: Γιώργος Σταματόπουλος
Η γενεαλογία του ποδοσφαίρου
Το ποδόσφαιρο, όντας ένα από τα δημοφιλέστερα αθλήματα παγκοσμίως και σίγουρα το δημοφιλέστερο σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική, έχει αποτελέσει πολλές φορές κατά το παρελθόν -και θα συνεχίσει να αποτελεί και στο μέλλον- το βασικό θέμα αξιόλογων βιβλίων αλλά και γενικότερα μορφών τέχνης και δημιουργίας. Στις περισσότερες από τις δημιουργίες αυτές, γίνεται προσπάθεια να αποτυπωθεί με λόγια, χρώματα, εικόνες κ.λπ. η μαγεία του ποδοσφαίρου. «Το ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα» του Ζ.-Κ. Μισεά, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μάγμα, αποτελεί μια τέτοια προσπάθεια, αλλά όχι μόνο.

Το βιβλίο αποτελείται από δύο συνεντεύξεις του Γάλλου φιλοσόφου, το κείμενο μιας διάλεξής του με τίτλο «Εχει νόημα η έκφραση "φιλοσοφία του ποδοσφαίρου";» και ένα κείμενο-κάλεσμα για τη σωτηρία/διάσωση ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου στο Μονπελιέ από την «αξιοποίησή» του. Τα παραπάνω είναι τα μέρη του βιβλίου που έχει γράψει ο Μισεά. Ο τόμος, γιατί επί της ουσίας δεν πρόκειται για μια αυτούσια δημιουργία του Μισεά, περιλαμβάνει και ορισμένες ιστορίες από το βιβλίο του Εδουάρδο Γκαλεάνο «Ποδόσφαιρο στη σκιά και το φως», κάτι καθόλου τυχαίο, καθώς ο Μισεά είναι εμφανώς επηρεασμένος από τον Ουρουγουανό συγγραφέα που καθορίζει εν πολλοίς τη σκέψη και γραφή του. Ο πρόλογος από τον συνεπή δημοσιογράφο και... βιβλιοφάγο Χ. Χαραλαμπόπουλο και το επίμετρο του μεταφραστή Ν. Μάλλιαρη συμπληρώνουν το βιβλίο και το καθιστούν μια πλήρη προσπάθεια καταγραφής, ανάλυσης αλλά και αποδόμησης του σύγχρονου ποδοσφαίρου.

Ο Μισεά προχωρά στον διαχωρισμό του ποδοσφαίρου σε σύγχρονο και κλασικό, σε «σοσιαλιστικό» και ατομικιστικό, στο ποδόσφαιρο για τη χαρά του παιχνιδιού και στο ποδόσφαιρο του αποτελέσματος. Ο συγγραφέας, μέσω της παράθεσης ιστορικών γεγονότων, μετατροπών στην κυρίαρχη τακτική και προπονητική προσέγγιση αλλά και στον τρόπο που προσλαμβάνουν οι ίδιοι οι οπαδοί το άθλημα, προσπαθεί να καταδείξει το κατά τον ίδιο «μάταιο» του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Πλέον, στις μέρες μας, έχει χαθεί το νόημα του παιχνιδιού: «Η χαρά τού να συμμετέχεις σε αυτό και να το απολαμβάνεις». Για τον Μισεά, όπως και για τον Γκαλεάνο, η ουσία βρίσκεται στην απλότητα, στην πλήρωση του κοινωνικού στοιχείου του αθλήματος. Αντιθέτως τις τελευταίες δεκαετίες κυριαρχούν παγκοσμίως -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- η σκοπιμότητα, η «διαχείριση», η εμπορευματοποίηση, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί το ίδιο το DNA του αθλήματος.


Ζαν-Κλωντ Μισεά

«Το ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα»

Εκδόσεις Μάγμα

Αθήνα 2020

Σελ. 216

Ο Μισεά δεν μένει στην απλή καταγραφή του φαινομένου, αλλά ορίζει με σαφήνεια τον φταίχτη, προσδιορίζει με άλλα λόγια τη διαιρετική τομή για τη μετατροπή του ποδοσφαίρου. Για τον συγγραφέα, υπαίτιος για την αλλαγή αυτή, για τον μετασχηματισμό αυτόν, δεν είναι άλλος από τον καπιταλισμό, τον νεοφιλελευθερισμό ή όπως αλλιώς μπορεί να προσδιοριστεί το σύγχρονο οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό μοντέλο. Εν ολίγοις, το ποδόσφαιρο, όπως και τόσοι άλλοι τομείς της ανθρώπινης ζωής (εργασία, τέχνη, έρωτας, τουρισμός κ.ο.κ.) έπεσε θύμα του «αδηφάγου συστήματος».

Θα μπορούσε άραγε να γίνει και αλλιώς; Το ερώτημα αυτό πέρα από τον Μισεά απασχολεί και τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στο βιβλίο, αλλά και όλους εμάς, που νοσταλγούμε τη μαγεία τού να παίζεις και να χτυπάς τα γόνατά σου σε μια αλάνα, να είσαι γείτονας με το αστέρι της ομάδας σου, να παρακολουθείς μια ομάδα να παίζει «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο». Ο Μισεά είναι ρομαντικός και πολιτικοποιημένος, θιασώτης της «λαϊκής και κοινωνικής προελεύσεως» οπτικής του παιχνιδιού, θαυμαστής της Ουγγαρίας του Γκουστάβ Σέμπες και του ομαδικού πνεύματος του «σοσιαλιστικού ποδοσφαίρου». Κατά τον ίδιο, ποδόσφαιρο και κοινωνία είναι -ή πρέπει να είναι- δύο μεγέθη άρρηκτα συνδεδεμένα, ενώ η ύπαρξη του δεσμού αυτού μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα σε νεοφιλελεύθερα φαινόμενα και πρακτικές όπως το gentrification (εξ ου και το κείμενο-κάλεσμα για τη διάσωση του γηπέδου στο Μονπελιέ) ή η επιδίωξη της νίκης «με κάθε τρόπο και μέσο» (εξ ου και η κριτική στο κατενάτσιο).

Τα παραπάνω τον κάνουν να γράφει στρατευμένα. Ο Μισεά τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ του αυθεντικού, λαϊκού και αλέγκρου ποδοσφαίρου. Η στράτευση αυτή, όπως και κάθε στράτευση, εμπεριέχει ωστόσο κινδύνους. Αναπόφευκτα επομένως ο Μισεά επαναλαμβάνεται ή επανέρχεται σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες (π.χ. την πρωτοκαθεδρία της εργατικής τάξης έναντι της αριστοκρατικής, όπως εκφράστηκε μέσα από τη μετατροπή του ποδοσφαίρου από dribbling game σε passing game) ή πρόσωπα (π.χ. τον Ματίας Ζίντελαρ ή τον Ερίκ Καντονά, από τον οποίο έχει δανειστεί και τον τίτλο του βιβλίου). Εν τούτοις, αυτά τα στοιχεία είναι αναμενόμενα και συγχωρητέα, αφ' ενός γιατί ο συγγραφέας δεν κρύβει την ιδεολογική κατεύθυνσή του, το τι θέλει να πει και να υποστηρίξει όσον αφορά τόσο το ποδόσφαιρο όσο και την κοινωνία και, αφ' ετέρου, διότι τα κείμενα προέρχονται από διαφορετικές χρονικές περιόδους, έχουν γραφτεί για διαφορετικούς σκοπούς και δεν αποτελούν ενιαίο σώμα, στο οποίο θα μπορούσαν ενδεχομένως να απαλειφθούν οι επαναλήψεις ή να υπάρξει πληρέστερη ανάλυση.

Είναι λοιπόν φανερό πως ο συγγραφέας παίρνει θέση: είναι με τον Γκαρίντσα, το σοσιαλιστικό-δημοκρατικό ποδόσφαιρο, το προπονητικό δόγμα του Τζίμι Χόγκαν και μας καλεί αν όχι να ενταχθούμε στην ίδια ομάδα, τουλάχιστον να κατανοήσουμε το πώς η «νεωτερική κοινωνία» έχει διαμορφώσει το ποδόσφαιρο και να σταθούμε απέναντί της. Να σώσουμε έτσι την ψυχή μας αλλά και την ψυχή του αθλήματος. Στην τελική μάς καλεί, εφόσον δεν υπάρχει πια «για τον Θεό, ένα καλό παιχνίδι», κατά τη ρήση του Γκαλεάνο, να το δημιουργήσουμε.

*Πολιτικός επιστήμονας, μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Kaboom

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου