Οι Γερμανοί ναζί ακόμη και τις τελευταίες τους ώρες ως κατακτητές στην Ελλάδα έκαναν τα πάντα για να καταστρέψουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη χώρα. Εκτελούσαν,έκαιγαν,κατέστρεφαν αποδεικνύοντας ότι δεν είχαν καμία πίστη σε αξίες και ιδανικά όπως κάποιοι νοσταλγοί τους θέλουν να μας πείσουν.
Η Μάχη της Ηλεκτρικής την ημέρα που έφευγαν από την Ελλάδα είναι ένα παράδειγμα! Μια μάχη στην οποία έχει ενδιαφέρον να δούμε και την εμπλοκή μιας οικογένειας από την οποία λίγα χρόνια αργότερα προέκυψε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς: ο Θανάσης Βέγγος!
Η Μάχη της Ηλεκτρικής όπως περιγράφεται στην ιστοσελίδα του Δήμου Κερατσινίου:
Οι Γερμανοί αποχωρώντας είχαν την εντολή να καταστρέψουν όλες τις μεγάλες – και όχι μόνο- βιομηχανικές μονάδες σε όλο το μήκος της βιομηχανικής ζώνης, καθώς και τις λιμενικές εγκαταστάσεις .
Από το πρωί της 12ης Οκτωβρίου ο Πειραιάς, συνταράχτηκε από τις απανωτές εκρήξεις των ανατινάξεων των κτηρίων του Τελωνείου, του Λιμεναρχείου, των εγκαταστάσεων του ΟΛΠ κ.ά., ενώ οι μαχητές του ΕΛΑΣ έδιναν σκληρές μάχες με τους αποχωρούντες Γερμανούς.
Το 4ο Τάγμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ με διοικητή το Μίλτο Αλικάκο ανέθεσε σε τρεις Κερατσινιώτες, στους Χρ. Αγαλιώτη, Βαγγέλη Φραγκόπουλο και Σωτήρη Καλαμπόκη, να εξουδετερώσουν τους μηχανισμούς ανατίναξης- κόβοντας τα καλώδια- των ΣΕΚ και ΣΠΑΠ μεταξύ Λεύκας, Κοκκινιάς και Καμινίων. Η ίδια ομάδα, ενισχυμένη με το Γιώργο Βρεττάκο, τον Αντώνη Καβαλιεράτο και τον πειραιώτη ηλεκτρολόγο Στράτο Καρακεχαγιά, ματαίωσε και την ανατίναξη των περισσοτέρων κτηρίων του εργοστασίου ΚΟΠΗ. Δυστυχώς τρεις από αυτούς, οι Φραγκόπουλος, Καλαμπόκης και Αγαλιώτης, έπεσαν πάνω σε γερμανική περίπολο που τους εκτέλεσε.
Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου η γερμανική φρουρά του εργοστασίου της «Ηλεκτρικής», η οποία αποτελείτο από σαράντα άνδρες, είχε απομονώσει όλους τους εργαζομένους της προηγούμενης βάρδιας (περίπου 300 άτομα) στους θαλάμους και είχε υπονομεύσει με καλωδιώσεις ανατίναξης τις τεράστιες ποσότητες εκρηκτικών που υπήρχαν στο εργοστάσιο δύο-τρεις μήνες πριν, τοποθετημένα κάτω από τις τουρμπίνες ηλεκτροπαραγωγής. Την ίδια στιγμή έξω από το εργοστάσιο μια ομάδα Γερμανών συνέλαβε μερικούς μαχητές του ΕΛΑΣ και τους οδήγησε μέσα, μαζί με τους εγκλωβισμένους εργάτες. Δύο ηλεκτροτεχνίτες που ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ, ο Γεώργιος Σταματόπουλος και ο Θωμάς Κανελλόπουλος, κατάφεραν να ειδοποιήσουν τον Αλέκο Βαρυτιμήδη, διοικητή του 1ου τάγματος του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Αμέσως κινητοποιήθηκαν δυνάμεις του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ και κατέλαβαν θέσεις μάχης γύρω από την «Ηλεκτρική». Επικοινώνησαν με το Νίκανδρο Κεπέση, καπετάνιο του 6ου Ανεξάρτητου Συντάγματος, και το διοικητή Σωτήρη Κύβελο, και ζήτησαν οδηγίες. Ο Βαρυτιμίδης άρχισε διαπραγματεύσεις μέσω μιας εργαζόμενης στο εργοστάσιο με το διοικητή της φρουράς, εγγυώμενος την ασφαλή αποχώρηση των Γερμανών, εφόσον δεν ανατίναζαν τις εγκαταστάσεις και εφόσον βέβαια απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους. Και ενώ οι διαβουλεύσεις συνεχίζονταν, ξαφνικά εμφανίστηκε μια ομάδα τριάντα περίπου Γερμανών ποδηλατιστών, προερχόμενων από το εργοστάσιο ΚΟΠΗ -που μόλις είχε καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ- οι οποίοι πυροβολώντας κατευθύνονταν από την οδό Αναπαύσεως προς την «Ηλεκτρική». Ο ΕΛΑΣ απάντησε στα πυρά και η συμπλοκή γενικεύτηκε. Οι ποδηλατιστές καθηλώθηκαν, και προκειμένου να λήξει το περιστατικό και να διασώσουν τους συμπολεμιστές τους, οι άνδρες της γερμανικής φρουράς αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τους όρους του ΕΛΑΣ και να ελευθερώσουν τους εργαζόμενους, ώστε να αποχωρήσουν οι ίδιοι με ασφάλεια.
Λίγο πριν φύγουν, παρά τη συμφωνία, προσπάθησαν να πυροδοτήσουν τα εκρηκτικά. Στο μεσοδιάστημα, ωστόσο, οι απελευθερωμένοι εργάτες είχαν φροντίσει να κόψουν τις καλωδιώσεις. Τελικά, η γερμανική φρουρά αποχώρησε δια θαλάσσης αργά το απόγευμα, αφού προηγουμένως προέβη σε κάποιες καταστροφές μικρής έκτασης για την τιμή των όπλων.
Παρ’ όλα αυτά επειδή υπήρχε ο φόβος να επιστρέψουν οι Γερμανοί και να προσπαθήσουν να ανατινάξουν το εργοστάσιο, και με δεδομένο ότι οι δυνάμεις του εχθρού δρούσαν ακόμη στην περιοχή του Περάματος, αποφασίστηκε οι αντιστασιακές ομάδες να τεθούν σε επιφυλακή.
Τα μεσάνυχτα επισκέφθηκαν την έδρα του 1ου τάγματος στο 1ο δημοτικό σχολείο ο διοικητής του συντάγματος Σωτήρης Κύβελος και ο καπετάνιος Νίκανδρος Κεπέσης, προκειμένου να σχηματίσουν προσωπική γνώμη και να εκπονήσουν σχέδιο δράσης, σε περίπτωση που θα εμφανίζονταν γερμανικές δυνάμεις.
Αποφασίστηκε μια διμοιρία 10-15 ανδρών με επικεφαλής τον Αντώνη Καλαποθάκο, γραμματέα της εργοστασιακής οργάνωσης του ΕΑΜ, να ενισχύσει τους ένοπλους εργαζομένους που βρίσκονταν μέσα στην «Ηλεκτρική». Μεταξύ αυτών ήταν ο Χρήστος Φερούσης, ο Αριστείδης Αραγιάννης και ο Μανώλης Καββαδάρης. Η δύναμη πυρός αυτής της ομάδας ήταν εννέα ιταλικά τυφέκια και ένα οπλοπολυβόλο. Ταυτόχρονα κινητοποιήθηκαν και οι τέσσερις λόχοι που αποτελούσαν το σύνολο της δύναμης του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ Ταμπουρίων. Τη νύχτα της 12ης προς 13η Οκτωβρίου ο 2ος Λόχος της Αμφιάλης υπό τους Βεζυρόπουλο και Κοντογιάννη διανυκτέρευσε στον ‘Αγιο Γεώργιο. Ο 1ος Λόχος με επικεφαλής τους Αντύπα και Λαγωνίκα, τοποθετήθηκε κοντά στο λιμάνι, στα αριστερά της σημερινής οδού Δημοκρατίας.
Ο 3ος Λόχος της Ευγένειας υπό τον Ιωακειμίδη, ακροβολίστηκε κατά μήκος του συνοικισμού, έχοντας μέτωπο προς το εργοστάσιο. Τέλος, ο 4ος Λόχος του Αγίου Δημητρίου με τον Κατσιγιαδάκο και τον Σπύρου παρέμεινε εφεδρικός από την Πέτρου Ράλλη μέχρι τον ‘Αγιο Διονύσιο.
Τα χαράματα της 13ης Οκτωβρίου η περιοχή συγκλονίστηκε από τη δυνατή έκρηξη που προκλήθηκε από την ανατίναξη των εγκαταστάσεων της Shell στο Πέραμα. Αμέσως εκδηλώθηκε γενική κινητοποίηση των κατοίκων, οι οποίοι έστησαν πρόχειρα οδοφράγματα αποκλείοντας την περιοχή, ενώ το 2ο τάγμα του ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς τοποθετήθηκε στο νεκροταφείο, προκειμένου να εμποδίσει πιθανές μετακινήσεις άλλων γερμανικών δυνάμεων.
Στις 6.45 εμφανίστηκε το γερμανικό απόσπασμα που είχε ανατινάξει τη Shell και το οποίο είχε λάβει τη διαταγή να καταστρέψει τα εργοστάσια του Αγίου Γεωργίου και του Νέου Φαλήρου, όπως ομολόγησε αργότερα ο επικεφαλής Γερμανός Χανς Λίντερμαν που συνελήφθη αιχμάλωτος. Το απόσπασμα ανήκε στο ειδικό επί των ανατινάξεων τμήμα του Μηχανικού των Es Es . Αποτελείτο από 56 άνδρες βαριά οπλισμένους με αυτόματα και τέσσερα μηχανοκίνητα πολυβόλα. Επέβαιναν σε δύο αυτοκίνητα που τα ακολουθούσαν τρία φορτηγά με πυρομαχικά, ενώ της φάλαγγας προηγούνταν μοτοσυκλετιστές. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, καθώς έφτασαν στο γεφυράκι, το οποίο ήταν εν μέρει καλυμμένο, έχασαν την οπτική τους επαφή με το εργοστάσιο και ζήτησαν πληροφορίες από έναν περαστικό ηλικιωμένο άνδρα. Εκείνος τους έδειξε προς την περιοχή της Ευγένειας, όπου βέβαια βρίσκονταν οι ακροβολισμένοι ελασίτες του 3ου Λόχου. Οι Γερμανοί ξεκίνησαν, όπως γρήγορα αντίκρισαν την τεράστια καμινάδα της «Ηλεκτρικής». Αντιλαμβανόμενοι την απάτη, γύρισαν πίσω προς τη σωστή κατεύθυνση, συνάντησαν εκ νέου τον γέροντα και τον εκτέλεσαν.
Μόλις η πομπή φάνηκε από μακριά, ο δωδεκάχρονος Ευάγγελος Τσοβαρδέλης είδε τους μοτοσυκλετιστές και έσπευσε να ειδοποιήσει τον ΕΛΑΣ. Το σχέδιο της Διοίκησης, το οποίο είχε επεξεργαστεί ο Νίκανδρος Κεπέσης, βασιζόταν σε μια σύσταση εκ του συστάδην, αφήνοντας τους Γερμανούς να πλησιάσουν όσο γινόταν περισσότερο, επιτρέποντάς τους ακόμη και να παραβιάσουν την πύλη ή να αναρριχηθούν στο μαντρότοιχο, καθώς μια μάχη εκ παρατάξεως δεν ήταν εφικτή, λόγω του ελαφρού τους οπλισμού και της έλλειψης σχετικής στρατιωτικής εμπειρίας.
Πράγματι, μόλις οι Γερμανοί πλησίασαν την πύλη του εργοστασίου, ο σκοπευτής Χρήστος Φερούσης πυροβόλησε μέσα από το εργοστάσιο τον οδηγό του πρώτου οχήματος, υποχρεώνοντας τη φάλαγγα να ακινητοποιηθεί κοντά στο γεφυράκι. Αμέσως μια χειροβομβίδα ανατίναξε ένα από τα γερμανικά οχήματα. Αιφνιδιασμένοι οι Γερμανοί δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά από μια απόσταση περίπου εξήντα – εκατό μέτρων, που προερχόταν από όλες τις κατευθύνσεις. Πανικόβλητοι προσπάθησαν ενστικτωδώς να καλυφθούν κάτω από τα οχήματα και να αμυνθούν με παρατεταμένες βολές κατά ριπάς. Όμως παρέμεναν ουσιαστικά εγκλωβισμένοι στον κλοιό που είχαν σχηματίσει οι λόχοι του ΕΛΑΣ και η ομάδα του Καλαποθάκου, η οποία έβαλλε από το εργοστάσιο. Οι Γερμανοί έριχναν συνεχώς φωτοβολίδες ζητώντας απεγνωσμένα ενισχύσεις, καθώς ο κλοιός γύρω τους στένευε, ενώ οι άνδρες του ΕΛΑΣ τους καλούσαν με τηλεβοες να παραδοθούν. Ο διοικητής του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ Πέτρος Ευσταθόπουλος ή Νώντας έδωσε τότε διαταγή γενικής εφόδου.
Aρχισε έτσι η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, του οποίου ο υποτυπώδης οπλισμός αποτελείτο από λίγα ταλαιπωρημένα και αναξιόπιστα ιταλικά όπλα, μερικά περίστροφα και αρκετές χειροβομβίδες, στις οποίες ουσιαστικά στήριξαν όλητην επιχείρηση.
Οι Γερμανοί προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, γεγονός που ανάγκασε τον Βαρυτιμίδη και το Μωυσιάδη να ζητήσουν ενισχύσεις από τις εφεδρικές δυνάμεις της Κοκκινιάς. Πράγματι, ο κομματικός υπεύθυνος του Κερατσινίου Μίχος, μετά από συνεννόηση με τον αντίστοιχο υπεύθυνο της Κοκκινιάς, Παράσχο, επιβιβάστηκαν σε τρεις πυροσβεστικές αντλίες και έσπευσαν στον τόπο της συμπλοκής.
Έπειτα από σκληρή μάχη που διήρκεσε περισσότερο από τρεις ώρες, άρχισε η σταδιακή παράδοση των Γερμανών, οι οποίοι ήδη μετρούσαν εννέα νεκρούς και δεκαέξι τραυματίες. Ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να υψώνουν λευκά μαντίλια , αφού προηγουμένως είχαν ρίξει και την τελευταία τους σφαίρα. Είκοσι περίπου συνελήφθησαν αιχμάλωτοι μεταξύ αυτών και ο επικεφαλής τους Λίντερμαν.
Το εργοστάσιο της «Ηλεκτρικής», μια σημαντική ενεργειακή μονάδα της χώρας που τροφοδοτούσε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, είχε διασωθεί. Επιπλέον, η εξουδετέρωση του αποσπάσματος ανατινάξεων των Ες Ες απέτρεψε τεράστιες καταστροφές σε εγκαταστάσεις υποδομής, καθοριστικές για την οικονομία της Ελλάδας.
Στο πεδίο της τιμής, όμως, 11 πατριώτες είχαν σκοτωθεί και άλλοι 8 ήταν τραυματίες. Την ημέρα που ολόκληρη η Ελλάδα πανηγύριζε, το ηρωικό Κερατσίνι κήδευε τους νεκρούς της μάχης της «Ηλεκτρικής» στον περίβολο του εργοστασίου, υπό την επιβλητική παρουσία ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ. Πένθος από τη μια και χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες από την άλλη, να καλούν τον κόσμο στη μεγαλειώδη παρέλαση της Νίκης που γίνεται υπό ασταμάτητη βροχή. Το σύνθημα που κυριαρχούσε παντού ήταν «ΕΛΑΣ – Λαοκρατία».
Έτσι, στις 18 Οκτωβρίου η Κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου αποβιβάζεται στο λιμάνι του Ηρακλέους, στο Κερατσίνι, και σύσσωμη -συνοδευόμενη και από τον αντιστράτηγο Σκόμπι- κατευθύνεται μέσω τη λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου (σημερινή λεωφόρος Δημοκρατίας) προς την Αθήνα.
Ο μαχητής Βέγγος
Η εμπλοκή της οικογένειας του αγαπημένου ηθοποιού Θανάση Βέγγου στην Μάχη της Ηλεκτρικής,έχει να κάνει με τον πατέρα του που συμμετείχε σ΄ αυτή. Αυτό το γεγονός σημάδεψε τη ζωή όλης της οικογένειας,αλλά έκανε και τον Θανάση Βέγγο ηθοποιό! Πως;
Ο πατέρας του Βαγγέλης ήταν εργάτης στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού στον Πειραιά, αλλά και μαχητής του ΕΛΑΣ Πειραιά. Συμμετείχε στην Μάχη. Γι΄ αυτή του τη συμμετοχή όταν οι Γερμανοί έφυγαν και οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά …ανέλαβαν και θέσεις απολύθηκε!!!
Η απόλυση του πατέρα του ανάγκασε τον Θανάση Βέγγο να βγει στη βιοπάλη. Ήταν 17 ετών όταν δούλευε στην επεξεργασία δερμάτων και έκανε μικροθελήματα στη γειτονιά του.
Και η τιμωρία για τη συμμετοχή στη Μάχη δεν σταμάτησε με την απόλυση του πατέρα Βέγγου.Όταν ο Θανάσης πήγε να υπηρετήσει τη θητεία του τον έστειλαν να …υπηρετήσει στο Κολαστήριο της Μακρονήσου, όπου παρέμεινε μέχρι το 1951.Εκεί όμως γνώρισε τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο.
Ο Κούνδουρος συμπάθησε τον Βέγγο και μετά από την απελευθέρωσή τους τον πήρε στο μικρό στούντιό του, σαν άνθρωπο για όλες τις δουλειές. Όμως στη συνέχεια, ανίχνευσε το πηγαίο ταλέντο του εθνικού μας κωμικού και αποφάσισε να τον δοκιμάσει ως ηθοποιό. Έτσι η πρώτη ταινία του Βέγγου, γυρίζεται ένα χρόνο μετά την αποφυλάκιση του, το 1952 και είναι η «Μαγική πόλη».
Ο Βέγγος ποτέ δεν αξιοποίησε την οικογενειακή του ιστορία για να αυξήσει την αναγνωρισιμότητα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου