Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (Υ/Α) στη Λεκάνη της Λεβαντίνης και η παράλληλη απόπειρα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ να αναμορφώσουν πολιτικά τη Μ. Ανατολή, αξιοποιώντας-υποθάλποντας την “Αραβική Άνοιξη”, έθεσε στο επίκεντρο της πολιτικής τους σε Βαλκάνια-Αν. Μεσόγειο την πλήρη ενσωμάτωση της περιοχής στη σφαίρα επιρροής τους. Μάλιστα η εκπλήρωση του συγκεκριμένου στόχου απέκτησε γι’ αυτούς επείγον χαρακτήρα μετά την κατακόρυφη αύξηση της επιρροής των Ρωσία-Κίνα-Ιράν στη Μ. Ανατολή, ως αποτέλεσμα των πολιτικών-στρατιωτικών εξελίξεων σε Ιράκ-Συρία-Λιβύη-Υεμένη και της αρχής υλοποίησης της Κινεζικής BRI, αλλά και μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία που δυναμίτισε τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες και ενίσχυσε την τάση συνεννόησης της με τις δυνάμεις της Ευρασίας. Βασικό στοιχείο σε αυτή τους την προσπάθεια είναι η προώθηση διευθετήσεων στα διάφορα ζητήματα που απασχολούν τους συμμάχους-εταίρους τους, ώστε να διευκολυνθεί ο συμβιβασμός των αντιτιθέμενων συμφερόντων τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα έδινε νέα ώθηση στην ισχυροποίηση-επέκταση των δομών (πολιτικών-οικονομικών-στρατιωτικών) της Ευρωατλαντικής «αρχιτεκτονικής» στην περιοχή και θα περιόριζε τις δίοδούς διείσδυσης της Ρωσικής-Κινεζικής-Ιρανικής επιρροής.
Σε αυτή τη διαδικασία η οικονομική συνεκμετάλλευση της περιοχής με τη συμμετοχή Δυτικών κεφαλαίων και υπό την δική τους καθοδήγηση-προστασία, προσφέρεται ως «τυρί» στις αστικές τάξεις και τις διοικήσεις των κρατών, οι οποίες σε γενικές γραμμές τελικώς επιλέγουν να εμπλακούν στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς. Καρποί της είναι η κοινή δήλωση Αναστασιάδη-Έρογλου το 2014, με την οποία εκφράστηκε η πρόθεση να αρχίσουν εκ νέου συνομιλίες για τη διευθέτηση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ) δύο συνιστώντων πολιτειών, η «ιστορική» “Συμφωνία των Πρεσπών” το 2018, η συμφωνία εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ-ΗΑΕ, οι οικονομικές συμφωνίες Σερβίας-Κοσσόβου και η έναρξη συνομιλιών Ισραήλ-Λίβανου για την οριοθέτηση θαλάσσιων συνόρων με την ανοχή μάλιστα της Χεζμπολάχ το 2020.
Ωστόσο η Τουρκία, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, κωλυσιεργεί τις εξελίξεις, διεκδικώντας “ζώνες ασφαλείας” (Τουρκικής κυριαρχίας) σε γειτονικές χώρες, αλλά και τη «μερίδα του Λέοντος» από τις θαλάσσιες ζώνες και τον πλούτο της περιοχής, κινούμενη με βάση τη στρατηγική εδραίωσης της σε περιφερειακό ηγεμόνα και ανάδειξης της σε παγκόσμια δύναμη. Έτσι οδήγησε σε τέλμα τις συνομιλίες για τη διευθέτηση του Κυπριακού σε Μον Πελεράν-Κραν Μοντανά τη διετία 2016-17, ενώ στα τέλη του 2019 υπέγραψε με την κυβέρνηση της Λιβύης παράνομο μνημόνιο, το οποίο κλιμάκωσε απότομα τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, επιταχύνοντας τις διεργασίες για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών εκ μέρους της Ελληνικής κυβέρνησης, για να φτάσουμε τελικά στη νέα ελληνοτουρκική κρίση που εξελίσσεται από τον Αύγουστο του 2020.
Την ίδια στιγμή η διάθεση που επιδεικνύει ο ευρωατλαντικός παράγοντας να διατηρήσει την Τουρκία ως σύμμαχο και να διακόψει τα γεωπολιτικά ανοίγματα αυτής προς την Ευρασία, μάλλον διευκολύνει την Τουρκική πολιτική. Η ανοχή, αν όχι σε ορισμένες περιπτώσεις η υποστήριξη, των Βρυξελών και της Ουάσιγκτον απέναντι στις επιθετικές κινήσεις της Άγκυρας τη διαπαιδαγωγούν ότι μπορεί να επενδύει στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος και στον εκβιασμό για την απόσπαση πολιτικού οφέλους, αλλά και να πολλαπλασιάζει τις απαιτήσεις στο διαπραγματευτικό παζάρι μαζί τους και με τις χώρες της περιοχής. Αυτό ακριβώς εκτυλίσσεται και καθ’ όλη τη διάρκεια της τρέχουσας ελληνοτουρκικής κρίσης, καθώς η ανεκτική στάση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ απέναντι στην Τουρκική επιθετικότητα και η λογική των ίσων αποστάσεων στο ζήτημα της δικαιοδοσίας σε θαλάσσιες ζώνες, σε συνδυασμό με την πίεση τους για την άμεση επίτευξη ελληνοτουρκικού συμβιβασμού, αξιοποιείται από την Άγκυρα για την προώθηση των ερευνητικών της δραστηριοτήτων έως και 8 ν.μ. νοτίως του συμπλέγματος του Καστελόριζου!
Φυσικά όλες οι παραπάνω τάσεις εκφράζονται και στο Κυπριακό ζήτημα, του οποίου η “τακτοποίηση” κατέχει κεντρική θέση στους σχεδιασμούς όλων των «εξωτερικών» πρωταγωνιστών του. Ο ευρωατλαντικός παράγοντας τη βλέπει ως μέσο για τη βαθύτερη ενσωμάτωση του, στρατηγικής σημασίας, νησιού της Κύπρου στις στρατιωτικές του δομές, αλλά και ως εξέλιξη που θα δυσκόλευε τις οικονομικές δραστηριότητες και τον ελλιμενισμό των στρατιωτικών πλοίων της Ρωσίας σε αυτό. Πρόσθετα τη θεωρεί προϋπόθεση για την ασφαλέστερη και φθηνότερη διαμετακόμιση του φυσικού αερίου της Αν. Μεσογείου στην Ευρώπη, η οποία προωθείται στα πλαίσια τον σχεδιασμών του για τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τη Ρωσία. Από την άλλη μεριά η Τουρκία την αντιμετωπίζει ως μοχλό για την απόκτηση του πολιτικού ελέγχου στο σύνολο του νησιού και για την κυριαρχία της στις θαλάσσιες ζώνες της Αν. Μεσογείου.
Παράλληλα η Ελλάδα την κατανοεί ως παράγοντα που θα διευκόλυνε τον ελληνοτουρκικό συμβιβασμό, για την επίτευξη του οποίου έχει κάνει και «δηλώνει» έτοιμη να κάνει υποχωρήσεις, προκειμένου να ρυμουλκήσει την Τουρκία στην οικονομική συνεργασία και στην αποδοχή μέρους των φιλοδοξιών της στην Αν. Μεσόγειο, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και η διατήρηση σημαντικής επιρροής στη Μεγαλόνησο μέσω των Ελληνοκυπρίων. Παράλληλα την αντικρύζει ως ένα ακόμη πεδίο που της επιτρέπει να αναδειχθεί ως γεωπολιτικός μεντεσές των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ στην περιοχή, διευκολύνοντας την τελεσφόρηση της και προσδοκώντας ότι οι συγκεκριμένοι παράγοντες θα την ανταμείψουν για τη συμπεριφορά της, στηρίζοντας τις αξιώσεις της στην Κύπρο και την Αν. Μεσόγειο.
Τέλος όλοι τους προσδοκούν απ’ αυτή οικονομικά οφέλη, ως αποτέλεσμα των ευνοϊκών συνθηκών που αναμένεται ότι θα δημιουργηθούν για τη συνεργατική εκμετάλλευση του Υ/Ακικου πλούτου του νησιού και των project διαμετακόμισης του. Αυτές τις προσδοκίες συμμερίζεται και η Κυπριακή Δημοκρατία (Κ/Δ), η οποία προσβλέπει και αυτή με τη σειρά της στην ενίσχυση της καπιταλιστικής της ανάπτυξης. Πρόσθετα όμως η Λευκωσία επενδύει επάνω τους και για την προώθηση της διευθέτησης του Κυπριακού ζητήματος στη βάση της ΔΔΟ δύο συνιστώντων πολιτειών, η οποία έχει υιοθετηθεί από την αστική τάξη και το πολιτικό της σύστημα ως η μόνη μορφή κρατικής οντότητας που μπορεί να ενώσει τις δύο κοινότητες του νησιού, δεδομένης και της αξιολόγησης που κάνουν στις συνθήκες που δημιουργούν η πολυετής Τουρκική κατοχή και η ισορροπία ισχύος στην περιοχή.
Το σύγχρονο περιεχόμενο της ΔΔΟ, σημαντικά διαφοροποιημένο απ’ αυτό που ήταν στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν την Τουρκική εισβολή, αλλά και τοποθετημένο πλέον σε ένα διεθνές περιβάλλον πολύ διαφορετικό απ’ αυτό των δεκαετιών ‘70-’80, οδηγεί σε μία διχοτομική «λύση», η οποία νομιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα της Τουρκικής εισβολής-κατοχής. Επιπλέον προβλέπει μια «συνεταιριστικού» τύπου λειτουργεία του νέου κράτους, η οποία, συνδυασμένη με μια βαθύτερη ενσωμάτωση του νησιού στις ευρωατλαντικές δομές και με ένα ενδεχόμενο θεσμοθέτησης ρόλου προστάτη για το στρατιωτικό τους σκέλος, ουσιαστικά θα θέσει την Κύπρο υπό Δυτική κηδεμονία. Συνακόλουθα η ΔΔΟ συμβαδίζει με τις στοχεύσεις των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, ενώ στο βαθμό που συντηρεί το ενδιαφέρον της Τουρκίας συμπίπτει και με τις επιδιώξεις της Ελλάδας. Από την άλλη μεριά η Άγκυρα αποδέχθηκε το πλαίσιο της, ιδίως όσο ταύτιζε την προώθηση των περιφερειακών της φιλοδοξιών με την υλοποίηση των ευρωατλαντιικών σχεδιασμών στην περιοχή. Ωστόσο όσο αυτό παύει να συμβαίνει μεταβάλλεται και η στάση της, με τους Τούρκους αξιωματούχους σήμερα να εκφράζονται αρνητικά απέναντι της.
Σε αυτά τα πλαίσια η Λευκωσία προτάσσει τους Υ/Α ως «καρότο» για την προσέλκυση της Άγκυρας στις διαπραγματεύσεις, ενώ οι συμφωνίες της με χώρες της περιοχής για την υλοποίηση project διαμετακόμισης, όπως και η εκχώρηση οικοπέδων σε πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες, γεγονότα που στέλνουν στην Τουρκία μήνυμα αποκλεισμού της από τα οφέλη της συνεργατικής εκμετάλλευσης των Υ/Α, αποσκοπούν να λειτουργήσουν ως «μαστίγιο» εναντίον της στην ίδια κατεύθυνση. Αντίστοιχα οι συγκεκριμένες συμφωνίες επιχειρείται να χρησιμοποιηθούν και για την απόσπαση της στήριξης του ευρωατλαντικού παράγοντα σε αυτή την πολιτική.
Ωστόσο η απάντηση της Άγκυρας στην πολιτική της Λευκωσίας είναι άκρως επιθετική και αποφασιστική. Η Τουρκία, υποκινούμενη από τις νέες μεγάλες φιλοδοξίες της, απομακρύνεται από το υπάρχον πλαίσιο της ΔΔΟ, επιζητώντας η ίδια ρόλο κηδεμόνα για το σύνολο του νησιού. Έτσι επέμεινε στη θέση της στις 5μερείς διασκέψεις του 2016-17, ότι η όποια «λύση» στο Κυπριακό θα πρέπει να περιλαμβάνει την παραμονή μέρους των στρατευμάτων της στο νησί, τη διατήρηση για την ίδια του status της εγγυήτριας δύναμης και την παραχώρηση δικαιώματος στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα να μπλοκάρει οποιαδήποτε απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Έπειτα ξεκίνησε την υλοποίηση ενός νέου «θαλάσσιου Αττίλα» στην Κυπριακή ΑΟΖ, ο οποίος αφορά παράνομες δικές της ερευνητικές-γεωτρητικές δραστηριότητες, αλλά και την παρεμπόδιση αντίστοιχων δραστηριοτήτων από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες στις οποίες έχουν εκχωρηθεί Κυπριακά οικόπεδα. Πρόσθετα προχώρησε στο άνοιγμα της παραλίας των Βαρωσίων, σε μια υψηλού συμβολισμού κίνηση, η οποία πέραν από την πλήρη περιφρόνηση που αντανακλά για τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, υποδηλώνει και την αδιαφορία της για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στα πλαίσια της ΔΔΟ, δεδομένου ότι ξετυλίχθηκε σε μία περίοδο που ο γγ του ΟΗΕ έχει κοινοποιήσει την πρόθεση του για τη σύγκλιση μιας νέας 5μερους διάσκεψης. Τέλος Τούρκοι αξιωματούχοι καθιστούν σαφές ότι για την Τουρκία το επιθυμητό πλαίσιο διαπραγμάτευσης πλέον είναι η συνομοσπονδία, αλλά και ότι το ψευδοκράτος θα πρέπει να λάβει το μερίδιο που του αναλογεί από τα έσοδα της εκμετάλλευσης των Υ/Α, δίχως να προηγηθεί συμφωνία διευθέτησης του Κυπριακού.
Την ίδια ώρα ΗΠΑ & ΕΕ, κινούμενες στα πλαίσια της πολιτικής τους να διατηρήσουν συμμαχικές σχέσεις με την Τουρκία και να «κρατήσουν ζωντανή» την προοπτική διευθέτησης του Κυπριακού, ανέχονται την Τουρκική επιθετικότητα και κάνουν έκκληση για διάλογο. Παράλληλα σημαντικές πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κυπριακή ΑΟΖ, φοβούμενες πως όχι μόνο θα στερηθούν τη δυνατότητα να κάνουν δουλειές με τις Τουρκικές εταιρείες αλλά ενδέχεται να δούνε τις επενδύσεις τους να κινδυνεύουν από τις αποσταθεροποιητικές κινήσεις της Άγκυρας, φαίνεται να βρίσκονται σε συζητήσεις μαζί της. Τέλος η Αθήνα αποστασιοποιείται ακόμη περισσότερο από τις αγωνίες της Κ/Δ, απορρίπτοντας ενέργειες και τοποθετήσεις που θα μπορούσαν να δυσκολέψουν και άλλο την αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο και την επανεκκίνηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Σε αυτά τα πλαίσια την προηγούμενη Κυριακή ο εκλεκτός της Άγκυρας Ε. Τατάρ κέρδισε τις παράνομες εκλογές στα κατεχόμενα και ανήλθε στον Προεδρικό θώκο του ψευδοκράτους. Στις συγκεκριμένες εκλογές η παρέμβαση της Τουρκίας ήταν πιο άμεση και ηχηρή, δεδομένου και του προσανατολισμού του κ. Τατάρ στην ισχυροποίηση του ψευδοκράτους αλλά και των ενστάσεων που πρόβαλλε ο απερχόμενος Πρόεδρος M. Ακιντζί στην επιδίωξη του Τουρκικού κράτους να ασκήσει αυστηρότερο έλεγχο στην πολιτική ζωή στα κατεχόμενα. Συνακόλουθα αυτό που πρέπει να αναμένεται είναι μια πιο σκληρή στάση της Τουρκοκυπριακής πλευράς, η οποία ενδέχεται να ξετυλιχθεί είτε με μία προσπάθεια έντονης αναμόρφωσης του πλαισίου της ΔΔΟ σε φιλοτουρκική κατεύθυνση, είτε με τη διεκδίκηση συνομοσπονδίας, είτε με την προσπάθεια αναβάθμισης του ψευδοκράτους και αναγνώρισης του από τη διεθνή κοινότητα, είτε ακόμη και με την προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία, αν και στο τελευταίο ενδεχόμενο η Άγκυρα θα στερούνταν ένα σημαντικό διπλωματικό χαρτί. Σε κάθε περίπτωση οι πιέσεις προς την Κ/Δ για περεταίρω υποχωρήσεις θα κλιμακωθούν και αυτή θα κληθεί να τις αντιμετωπίσει από χειρότερες θέσεις.
Από Militaire News
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου