Στην επέτειο των 71 χρόνων από την διαδήλωση της 3ης Δεκέμβρη 1944 που βάφτηκε στο αίμα και έδωσε το έναυσμα για τα Δεκεμβριανά, δημοσιεύουμε το άρθρο της βρετανικής εφημερίδας Observer από το 2009 που έχει τίτλο: Αθήνα 1944: το βρώμικο μυστικό της Βρετανίας.
Το κείμενο των δημοσιογράφων Ed Vulliamy και Helena Smith ρίχνει φως σε πολλές πτυχές της βρετανικής πολιτικής και στρατιωτικής επέμβασης στην Ελλάδα. Παρουσιάζει τη βρετανική πολιτική στην Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά, τη δίωξη και καταστολή του Αντιστασιακού κινήματος, και τη συνεργασία των βρετανών με τους δοσίλογους και Ταγματασφαλίτες.
Οι δημοσιογράφοι ανατρέχουν στα βρετανικά αρχεία, συζητούν με τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, με τον ιστορικό Αντρέ Γερολυμάτο, χρησιμοποιούν στοιχεία από βιβλία του Μαρκ Μαζάουερ, της Νένης Πανουργιά και του Πολυμέρη Βόγλη. Αφιερώνουν μεγάλο μέρος του άρθρου στον Μανώλη Γλέζο τον οποίο συνάντησαν πρόσφατα στις Βρυξέλες, και συνομίλησαν μαζί του για την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και για το σήμερα.
Εισαγωγή- Μετάφραση: Λη Σαράφη
Η μέρα που άλλαξε την ιστορία: τα πτώματα των άοπλων διαδηλωτών χτυπημένα από την Αστυνομία και τον βρετανικό στρατό στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Φωτογραφία: Dmitri Kessel/Time & Life Pictures/Getty Images
ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Όταν 28 άμαχοι σκοτώθηκαν στην Αθήνα, δεν ήταν οι Ναζί που θα έπρεπε να κατηγορήσει κάποιος αλλά ήταν οι Βρετανοί. Ο Ed Vulliamy και η Έλενα Σμιθ αποκαλύπτουν πώς μια επαίσχυντη απόφαση του Τσώρτσιλ να στραφεί εναντίον των ανταρτών που είχαν πολεμήσει στο πλευρό μας στον πόλεμο έσπειρε τους σπόρους για την άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα σήμερα.
«Τα βλέπω ακόμα μπροστά μου, δεν έχω ξεχάσει» λέει ο Τίτος Πατρίκιος.
«Η αστυνομία της Αθήνας να πυροβολεί το πλήθος από τη στέγη της Βουλής στην πλατεία Συντάγματος. Οι νέοι και οι νέες να κείτονται σε λίμνες αίματος, ο κόσμος να ορμάει στα σκαλιά σοκαρισμένος και πανικόβλητος.»
Έπειτα ήρθε μια σημαδιακή στιγμή καθώς η νεότητα του Τίτου και το πάθος για την δικαιοσύνη τον έκανε να αψηφήσει τον κίνδυνο: «Ανέβηκα στο σιντριβάνι στο κέντρο της πλατείας, αυτό που υπάρχει εκεί και σήμερα, και άρχισα να φωνάζω: “Σύντροφοι, μη διαλύεστε! Η νίκη θα είναι δική μας! Μη φεύγετε. Η ώρα ήρθε. Θα νικήσουμε!”»
«Ήμουν», λέει σήμερα, «βαθειά πεπεισμένος ότι θα νικούσαμε». Όμως δεν υπήρξε νικητής εκείνη τη μέρα. Φάνηκε καθαρά ότι η χώρα που μόλις πριν έξι εβδομάδες είχε απελευθερωθεί από το Ράιχ του Αδόλφου Χίτλερ, όδευε προς αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Ακόμα και σήμερα, στα 86 του χρόνια – ο Πατρίκιος γελάει με τον εαυτό του που έφτασε σε τόσο προχωρημένη ηλικία – ο ποιητής θυμάται κάθε σκηνή, κάθε πυροβολισμό, κάθε λεπτό που διαδραματίστηκε στην κεντρική σκηνή της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, το πρωινό της 3ης Δεκέμβρη 1944.
Εκείνη τη μέρα, πριν 70 χρόνια, ο βρετανικός στρατός ενώ ο πόλεμος εναντίον της Γερμανίας δεν είχε τελειώσει, άνοιξε πυρ – και εξόπλισε τους ντόπιους συνεργάτες των Ναζί ώστε να πυροβολούν κι αυτοί – εναντίον πλήθους πολιτών που διαδήλωναν υποστηρίζοντας τους παρτιζάνους με τους οποίους η Βρετανία ήταν σύμμαχος για τρία χρόνια.
Το πλήθος κρατούσε ελληνικές, αμερικανικές, βρετανικές και σοβιετικές σημαίες και φώναζε: «Ζήτω ο Τσώρτσιλ, ζήτω ο Ρούσβελτ, ζήτω ο Στάλιν» υποστηρίζοντας τους Συμμάχους.
Στις 3 Δεκέμβρη σκοτώθηκαν είκοσι οχτώ άμαχοι, κυρίως νέα αγόρια και κορίτσια, ενώ εκατοντάδες τραυματίστηκαν. «Πιστεύαμε ότι θα ήταν μια διαδήλωση όπως οι άλλες», θυμάται ο Πατρίκιος. «Κανείς δεν ανέμενε να γίνει αιματοχυσία».
Η λογική της Βρετανίας ήταν βάναυση και ύπουλη: ο πρωθυπουργός Γουίνστον Τσώρτσιλ θεωρούσε ότι η επιρροή που είχε το Κομμουνιστικό Κόμμα στο ΕΑΜ (το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) – το αντιστασιακό κίνημα που ο ίδιος είχε υποστηρίξει στη διάρκεια του πολέμου – είχε πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ό,τι ο ίδιος υπολόγιζε και διακυβεύονταν το σχέδιό του για την επιστροφή του βασιλιά της Ελλάδας στην εξουσία, και το σταμάτημα του κομμουνισμού. Έτσι ο Τσώρτσιλ άλλαξε πολιτική, και υποστήριζε πια τους συνεργάτες του Χίτλερ εναντίον των, έως πριν λίγο, συμμάχων του.
Εκτός από τον 16χρονο Τίτο Πατρίκιο εκείνη τη μέρα διαδήλωναν και άλλοι που στη συνέχεια θα γίνονταν εξέχοντα μέλη της αριστεράς. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο διάσημος συνθέτης και σύμβολο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, βούτηξε μια ελληνική σημαία στο αίμα των νεκρών της 3ης Δεκέμβρη. Όπως και ο Πατρίκιος, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν μέλος της ΕΠΟΝ. Και όπως και ο Πατρίκιος, ο Θεοδωράκης γνώριζε ότι η χώρα του είχε αλλάξει. Πριν περάσουν λίγες μέρες, τα αεροπλάνα spitfire και beaufighter της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας σφυροκοπούσαν τα προπύργια της αριστεράς καθώς ξεκινούσε η Μάχη της Αθήνας – γνωστή στην Ελλάδα σαν «Τα Δεκεμβριανά» – η μάχη που έδιναν οι Βρετανοί, όχι εναντίον των Ναζί, αλλά με τους υποστηρικτές των Ναζί εναντίον των Ελλήνων αντιστασιακών.
«Ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά της καταστροφής», λέει με θλίψη ο Πατρίκιος. «Οι όλμοι έπεφταν σαν βροχή και συνεχώς τα αεροπλάνα στόχευαν εναντίον μας. Ακόμα και σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, ο ήχος των αεροπλάνων σε πολεμικές ταινίες με κάνει και ζαρώνω από τον φόβο».
Ακολούθησε η κατάβαση της Ελλάδας προς τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο: ένα σκληρό και αιματηρό επεισόδιο της Βρετανικής και Ελληνικής ιστορίας που κάθε Έλληνας νιώθει στο πετσί του – με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την πλευρά που υποστηρίζει – το οποίο όμως παραμένει κατά ένα περίεργο τρόπο ανείπωτο στην Βρετανία, ίσως από ντροπή, ίσως από την αλαζονεία της έλλειψης ενδιαφέροντος. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας είναι άγνωστο στους εκατομμύρια Βρετανούς που απολαμβάνουν τις ελληνικές αρχαιότητες ή χορεύουν στο στυλ του Mamma Mia! στις ντίσκο των νησιών.
Το κληροδότημα αυτής της προδοσίας στοιχειώνει έκτοτε την Ελλάδα, ρίχνοντας τη σκιά του πάνω στην περίοδο αναταραχής και βίας που ξέσπασε το 2008, μετά τη δολοφονία ενός μαθητή από την αστυνομία – μια περίοδος που αποκαλείται επίσης «Δεκεμβριανά» – και δημιούργησε έκτοτε μιαν άβυσσο ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά.
«Η εξέγερση του Δεκέμβρη 1944 και ο Εμφύλιος πόλεμος του 1946-49 έχει εμποτίσει το παρόν», λέει ο εξέχων ιστορικός André Γερολυμάτος, «επειδή ποτέ δεν είχαμε συμφιλίωση. Μετά τον πόλεμο οι κοινωνίες της Γαλλίας ή της Ιταλίας σέβονταν εκείνους που είχαν πολεμήσει τους Ναζί, πέρα από ιδεολογία. Στην Ελλάδα, αν είχες πολεμήσεις τους Ναζί, βρισκόσουν στην φυλακή και περνούσες από βασανιστήρια που σου έκαναν αυτοί που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί, και τώρα τους διέταζαν οι Βρετανοί. Αυτό το έγκλημα δεν τιμωρήθηκε ποτέ και πολλά από αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα είναι το αποτέλεσμα των εκκρεμοτήτων του παρελθόντος».
Πριν τον πόλεμο, κυβερνούσε την Ελλάδα μια φιλοβασιλική δικτατορία που είχε σαν έμβλημα το φασιστικό τσεκούρι και την κορώνα, έμβλημα που εξέφραζε την διχοτόμηση που συνέβη μόλις ξεκίνησε ο πόλεμος: ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, είχε εκπαιδευτεί σαν αξιωματικός στην Αυτοκρατορική Γερμανία, ενώ ο βασιλεύς Γεώργιος Β’ – θείος του πρίγκιπα Φιλίππου, του σημερινού Δούκα του Εδιμβούργου – ήταν συνδεδεμένος με την Βρετανία. Η Ελληνική αριστερά στο μεταξύ, είχε ενισχυθεί από μια τεράστια εισροή πολιτικοποιημένων προσφύγων και φιλελεύθερων διανοούμενων από τη Μικρά Ασία, που στοιβάζονταν στις παραγκουπόλεις του Πειραιά και των εργατικών περιοχών της Αθήνας. Δικτάτορας και βασιλιάς ήταν ένθερμοι αντικομμουνιστές.
Ο Μεταξάς έθεσε εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα, το ΚΚΕ, φυλακίζοντας και βασανίζοντας τα μέλη του, τους υποστηρικτές του και όποιον δεν αποδεχόταν την «εθνική ιδεολογία», σε στρατόπεδα και φυλακές, ή στέλνοντάς τους στην εξορία.
Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ο Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι να παραδοθεί, και τάχθηκε με το μέρος της Αγγλο-ελληνικής συμμαχίας. Οι Έλληνες πολέμησαν γενναία και νίκησαν τους Ιταλούς αλλά δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη Βέρμαχτ. Στο τέλος Απριλίου 1941, οι δυνάμεις του Άξονα επέβαλαν μια σκληρή κατοχή στη χώρα. Οι Έλληνες – στην αρχή αυθόρμητα και στην συνέχεια οργανωμένα – αντιστάθηκαν.
Όμως, όπως σημείωσε η βρετανική Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE), οι δεξιοί και φιλομοναρχικοί καθυστέρησαν πολύ στην απόφαση να αντισταθούν και έτσι δεν ήταν χρήσιμοι στους Βρετανούς.
Έτσι οι φυσικοί σύμμαχοι της Βρετανίας ήταν το ΕΑΜ – μια συμμαχία αριστερών και αγροτικών κομμάτων στην οποία το ΚΚΕ ήταν κυρίαρχο αλλά οπωσδήποτε δεν εξέφραζε το σύνολό της – και το παρτιζάνικο τμήμα του, ο ΕΛΑΣ.
Δεν μπορεί να αποδοθεί εύκολα η φρίκη της Κατοχής. Ο καθηγητής Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ» περιγράφει τα τρομερά «μπλόκα» – όπου τα πλήθη συγκεντρώνονταν με τη βία και μασκοφόροι προδότες κατέδιδαν τους υποστηρικτές του ΕΛΑΣ στην Γκεστάπο και τα Τάγματα Ασφαλείας που στη συνέχεια τους εκτελούσαν.
Τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν δημιουργηθεί από την κυβέρνηση συνεργατών ώστε να βοηθούν τους Ναζί. Το ξεγύμνωμα και οι βιαιοπραγίες κατά των γυναικών ήταν συνηθισμένες μέθοδοι για να αποσπαστούν «ομολογίες».
Οι μαζικές εκτελέσεις γίνονταν με τον Γερμανικό τρόπο: σε δημόσιο χώρο ώστε να εκφοβίζουν. Οι κρεμασμένοι αφήνονταν στα δέντρα φρουρούμενοι από τα Τάγματα Ασφαλείας ώστε να μην τους πάρουν οι δικοί τους.
Ο ΕΛΑΣ απαντούσε οργανώνοντας καθημερινές αντεπιθέσεις εναντίον των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το αντάρτικο κίνημα γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στα χωριά, κι έτσι η ύπαιθρος Ελλάδα σταδιακά απελευθερώνονταν. Η SOE συμμετείχε, ο ρόλος του ταξίαρχου Έντυ Μάγιερς και του «Μόντυ» Γουντχάους έγινε διάσημος στα στρατιωτικά χρονικά με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου το 1942 και σε άλλες επιχειρήσεις με τους αντάρτες.
Το φθινόπωρο του 1944, η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη από την κατοχή και το λιμό. Μισό εκατομμύριο είχαν πεθάνει – το 7% του πληθυσμού. Ο ΕΛΑΣ όμως είχε απελευθερώσει δεκάδες χωριά εγκαθιδρύοντας κυβέρνηση που διοικούσε τμήματα της επικράτειας ενώ το επίσημο κράτος είχε συρρικνωθεί. Μετά την υποχώρηση των Γερμανών, ο ΕΛΑΣ κράτησε τους 50.000 οπλισμένους αντάρτες του μακριά από την πρωτεύουσα. Τον Μάιο του 1944 συμφώνησε να έρθουν στην Ελλάδα βρετανικά στρατεύματα και να τεθούν οι αντάρτες υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι.
Στις 12 Οκτωβρίου οι Γερμανοί εκκένωσαν την Αθήνα. Μερικοί αγωνιστές του ΕΛΑΣ βρίσκονταν ήδη στην πρωτεύουσα και απήλαυσαν τον φρέσκο αέρα της ελευθερίας για τις έξι μέρες που μεσολάβησαν από την Απελευθέρωση ως την άφιξη των Βρετανών. Ένας αντάρτης συγκεκριμένα, 92 χρονών σήμερα, είναι ένας θρύλος της νεότερης Ελλάδας.
Ο Churchill αποβιβάζεται από το πλοίο ΑΙΑΣ, πηγαίνοντας σε σύσκεψη. Στο βάθος η Αθήνα. Φωτογραφία: Crown Copyright. IWM/Imperial War Museum
Μέσα κι έξω από το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στις Βρυξέλες, ξεχωρίζει ένας άντρας με ψαράδικο κασκέτο, με μουστάκι και μια χαίτη άσπρων μαλλιών. Είναι ο Μανώλης Γλέζος, ο πρεσβύτερος ευρωβουλευτής του αριστερού ελληνικού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Γλέζος είναι ένας άνθρωπος ταπεινού μεγαλείου.
Στις 30 Μαΐου 1941, σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη με έναν άλλον αντιστασιακό και έσκισε την σβάστικα που είχαν σηκώσει οι Ναζί ένα μήνα πριν.
Συνελήφθη από την Γκεστάπο το 1942, βασανίστηκε και αρρώστησε με φυματίωση. Απέδρασε, συνελήφθη δυο φορές – τη δεύτερη από συνεργάτες των κατακτητών. Θυμάται ότι καταδικάστηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1944, λίγους μήνες πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα. «Μου είπαν ότι είχαν ήδη ανοίξει τον τάφο μου».
Η εκτέλεσή του δεν έγινε τότε όπως και στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, όταν η διεθνής κινητοποίηση προσωπικοτήτων – ανάμεσά τους ο στρατηγός Ντε Γκωλ, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι – τον έσωσε από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Εβδομήντα χρόνια μετά, ο Γλέζος είναι το σύμβολο της ελληνικής αριστεράς και ταυτόχρονα θεωρείται η μεγαλύτερη εν ζωή αυθεντία στην Αντίσταση. «Οι Άγγλοι ως σήμερα, υποστηρίζουν ότι απελευθέρωσαν την Ελλάδα και την έσωσαν από τον κομμουνισμό», λέει.
«Αυτό όμως είναι το κύριο πρόβλημα: Ποτέ δεν μας απελευθέρωσαν.
Η Ελλάδα απελευθερώθηκε στις 12 Οκτωβρίου από την Αντίσταση, όλο το φάσμα της, όχι μόνο το ΕΑΜ. Ήμουν εκεί, στους δρόμους – όπως όλος ο κόσμος – φωνάζοντας “Ελευθερία”, “Λαοκρατία!”».
Οι Βρετανοί έφτασαν στις 18 Οκτωβρίου, εγκατέστησαν κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου και προετοίμαζαν την αποκατάσταση του βασιλιά.
«Από τη στιγμή που έφτασαν», θυμάται ο Γλέζος, «ο λαός και η Αντίσταση τους υποδέχτηκε σαν συμμάχους. Με σεβασμό και φιλικά αισθήματα. Δεν είχαμε ιδέα ότι πρόδιδαν εμάς και τα δικαιώματά μας».
Πριν περάσει λίγος καιρός το ΕΑΜ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση απογοητευμένο από την απαίτηση να αφοπλιστούν οι αντάρτες.
Οι διαπραγματεύσεις για τον αφοπλισμό διεκόπησαν στις 2 Δεκεμβρίου.
Οι επίσημες βρετανικές θέσεις βρίσκονται στα αρχεία του υπουργικού συμβουλίου και άλλα έγγραφα [στην έδρα των Δημόσιων Αρχείων κοντά στο Λονδίνο].
Ήδη στις 17 Αυγούστου 1944 ο Τσώρτσιλ είχε γράψει ένα «προσωπικό και άκρως απόρρητο» υπόμνημα προς τον πρόεδρο Φρανκλίνο Ρούσβελτ στο οποίο ανέφερε: «το υπουργικό συμβούλιο πολέμου και ο υπουργός Εξωτερικών είναι προβληματισμένοι για το τι θα συμβεί στην Αθήνα και την Ελλάδα όταν “σπάσουν” οι Γερμανοί και αρχίζουν την εκκένωση της χώρας. Αν υπάρξει μεγάλο χάσμα από τη στιγμή της αποχώρησης της Γερμανικής διοίκησης από την Αθήνα μέχρι την εγκατάσταση οργανωμένης κυβέρνησης, είναι πιθανό ότι το ΕΑΜ και τα ακραία κομμουνιστικά στοιχεία θα αποπειραθούν να καταλάβουν την πόλη».
«Όμως αυτό που επιθυμούσαν οι μαχητές της ελευθερίας», επιμένει ο Γλέζος, «ήταν ακριβώς αυτό που είχε επιτευχθεί στη διάρκεια του πολέμου: ένα κράτος στο οποίο διοικούσε ο λαός για το λαό. Δεν υπήρχε σχέδιο κατάληψης της Αθήνας όπως διατείνονταν ο Τσώρτσιλ.
Αν θέλαμε κάτι τέτοιο θα το κάναμε πριν φτάσουν οι Βρετανοί».
Στη διάρκεια του Νοεμβρίου 1944, οι Βρετανοί ξεκίνησαν τη συγκρότηση της Εθνοφυλακής με στόχο την αστυνόμευση της Ελλάδας και τον αφοπλισμό των πολιτοφυλακών της Κατοχής. «Στην πραγματικότητα, ο αφοπλισμός αφορούσε μόνον τον ΕΛΑΣ», εξηγεί ο Γερολυμάτος, «και όχι αυτούς που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί». Ο Γερολυμάτος γράφει στο υπό έκδοση βιβλίο του The International Civil War (Ο Διεθνής Εμφύλιος Πόλεμος), για το πώς στα μέσα Νοεμβρίου οι Βρετανοί άρχισαν να απελευθερώνουν τους αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας… και σύντομα μερικοί απ’ αυτούς περπατούσαν στους δρόμους της Αθήνας φορώντας νέες στολές...
Ο Βρετανικός στρατός βοηθούσε ώστε οι μονάδες που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές να ενσωματωθούν στον νέο ελληνικό στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας. Ένα υπόμνημα της SOE συνιστούσε στη βρετανική κυβέρνηση «να μην συνδέσει εμφανώς τις ενέργειές της με αυτό το σχέδιο».
Στη συζήτηση που είχαμε μαζί του ο Γερολυμάτος είπε: «Ο ΕΛΑΣ διαπίστωνε ότι με την άφιξη των Βρετανών, ορισμένοι ανώτεροι αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Ειδικής Ασφάλειας κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στους δρόμους. Η Αθήνα του 1944 ήταν μικρή πόλη και εύκολα μπορούσες να πέσεις πάνω τους. Οι Βρετανοί ανώτεροι αξιωματικοί ήξεραν καλά τι έκαναν, παρά το γεγονός ότι τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν αποβράσματα».
Ο Γερολυμάτος υπολογίζει ότι περίπου 12.000 Ταγματασφαλίτες απελευθερώθηκαν από το στρατόπεδο στο Γουδί και ενσωματώθηκαν στην Εθνοφυλακή στα Δεκεμβριανά, ενώ 228 είχαν αποκατασταθεί στις τάξεις του στρατού.
Η βρετανική αντίληψη ότι οι Κομμουνιστές ετοίμαζαν επανάσταση ενέπιπτε στα πλαίσια της αποκαλούμενης Συμφωνίας των Ποσοστών, που είχε γίνει μεταξύ των Τσώρτσιλ και Στάλιν στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου 1944, με κωδικό όνομα «η σύσκεψη Τολστόι». Οι όροι της Συμφωνίας που ο Τσώρτσιλ αποκάλεσε «το πονηρό έγγραφο», προέβλεπαν το μοίρασμα της νοτιοανατολικής Ευρώπης σε ζώνες επιρροής, με τις οποίες χοντρικά ο Στάλιν πήρε τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, ενώ η Βρετανία πήρε την Ελλάδα ώστε να κρατήσει τη Ρωσία μακριά από τη Μεσόγειο.
«Το προφανές θα ήταν να ενσωματωθεί ο ΕΛΑΣ στον ελληνικό στρατό», λέει ο Γερολυμάτος. Οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, πολλοί από τους οποίους είχαν υπηρετήσει στον στρατό προπολεμικά, θεώρησαν ότι αυτό θα συνέβαινε – όπως είχε κάνει ο Ντε Γκωλ με τους Γάλλους κομμουνιστές της Αντίστασης όταν είπε: «Η Γαλλία απελευθερώθηκε, πάμε τώρα να πολεμήσουμε κατά της Γερμανίας!».
Όμως οι Βρετανοί και η ελληνική εξόριστη κυβέρνηση αποφάσισαν από νωρίς να μην συμπεριλάβουν τους αξιωματικούς και αντάρτες του ΕΛΑΣ στον νέο στρατό. Ο Τσώρτσιλ επεδίωκε την επιστροφή του βασιλιά και τη σύγκρουση με το ΚΚΕ. Πίστευε ότι η μοναρχία θα βοηθούσε στην επανεγκατάσταση της έννομης τάξης και της προπολεμικής πολιτικής ελίτ. Το ΕΑΜ -ΕΛΑΣ, πέρα από τη σχέση του με το ΚΚΕ, αντιπροσώπευε μια επαναστατική δύναμη και αλλαγή.
«Στο μεταξύ», λέει ο Γερολυμάτος, «οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν αποφασίσει να μην αποπειραθούν να καταλάβουν την εξουσία τουλάχιστον ως το τέλος Νοεμβρίου – αρχές Δεκεμβρίου 1944. Το ΚΚΕ επιθυμούσε την προώθηση μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης στην οποία θα συμμετείχε». Στη γραμμή των λόγων του Γλέζου ο Γερολυμάτος λέει: «αν ήθελαν να κάνουν επανάσταση δεν θα άφηναν 50.000 οπλισμένους αντάρτες μακριά από την πρωτεύουσα μετά την Απελευθέρωση, θα τους έφερναν στην Αθήνα».
Με τη στρατολόγηση των συνεργατών των κατακτητών, οι Βρετανοί άλλαξαν τη δομή της διοίκησης, υποδεικνύοντας ότι το παλιό καθεστώς είχε επιστρέψει. «Ο Τσώρτσιλ επιθυμούσε τη σύγκρουση», λέει ο Γερολυμάτος.
«Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι Βρετανοί δεν έδωσαν μάχη για την Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος των βρετανικών στρατευμάτων που αποβιβάστηκαν ήταν διοικητικοί, όχι μάχιμοι. Όταν ξεκίνησε η σύγκρουση τον Δεκέμβρη, οι Βρετανοί και η ελληνική κυβέρνηση απελευθέρωσαν τους Ταγματασφαλίτες από το Γουδί. Αυτοί ήξεραν πώς να πολεμούν στους δρόμους της πόλης επειδή το είχαν κάνει επί Κατοχής. Πολέμησαν εναντίον του ΕΛΑΣ στην Κατοχή και το ξαναέκαναν τώρα με ζήλο».
Το πρωί της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου ήταν ηλιόλουστο. Πολλές χιλιάδες Ελλήνων δημοκρατικών, αντιμοναρχικών, σοσιαλιστών και κομμουνιστών ξεκίνησαν προς την πλατεία Συντάγματος. Η αστυνομική περίφραξη τους έκλεινε το δρόμο αλλά πολλές εκατοντάδες πέρασαν.
Καθώς πλησίαζαν στην πλατεία ένας άνδρας με στρατιωτική στολή φώναξε: «Πυροβολήστε τους μπάσταρδους!»
Η θανάσιμη ομοβροντία κράτησε μισή ώρα. Προέρχονταν από τη στέγη του κτιρίου της Βουλής και της έδρας του επιτελείου των Βρετανών στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Το μεσημέρι ένα δεύτερο πλήθος διαδηλωτών μπήκε στην πλατεία έως ότου αυτή γέμισε με 60.000 ανθρώπους. Μετά από αρκετές ώρες μια μονάδα Βρετανών αλεξιπτωτιστών καθάρισε την πλατεία. Η Μάχη της Αθήνας είχε ξεκινήσει και ο Τσώρτσιλ είχε επιτέλους τον πόλεμο που ήθελε.
Ο Μανώλης Γλέζος ήταν άρρωστος εκείνο το πρωί από την φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε. «Όμως όταν άκουσα τι είχε συμβεί, σηκώθηκα από το κρεβάτι», θυμάται. Την επόμενη μέρα, βρίσκονταν στους δρόμους, θυμωμένος και αποφασισμένος, αφοπλίζοντας σταθμούς χωροφυλακής. Όταν οι Βρετανοί έστειλαν μια τεθωρακισμένη μονάδα εναντίον τους, αυτός και οι σύντροφοί του ήταν έτοιμοι.
«Υπογραμμίζω το γεγονός», λέει, «ότι προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τον στρατό εναντίον μας αντί να πολεμήσουν εναντίον των Γερμανών!». Όταν τα βρετανικά τανκς ανέβαιναν από το λιμάνι του Πειραιά τα περίμενε: «Θυμάμαι ότι ανέβαιναν από την Ιερά Οδό. Ήμαστε σε οδόφραγμα. Εξουδετέρωσα τρία τανκς. Χύθηκε πολύ αίμα, ήταν μεγάλη μάχη, έχασα πολλούς πολύ καλούς φίλους. Ήταν δύσκολο να πυροβολήσεις, δύσκολο να σκοτώσεις Βρετανό στρατιώτη – ήταν σύμμαχοί μας. Όμως τώρα προσπαθούσαν να καταστρέψουν τη λαϊκή θέληση, και είχαν κηρύξει πόλεμο εναντίον του λαού μας».
Στην κορύφωση της μάχης, λέει ο Γλέζος, οι Βρετανοί έστησαν ελεύθερους σκοπευτές πάνω στην Ακρόπολη.
«Ούτε οι Γερμανοί δεν είχαν κάνει κάτι τέτοιο. Πυροβολούσαν κάτω τους στόχους του ΕΑΜ αλλά εμείς δεν απαντούσαμε για να μη βλάψουμε το μνημείο».
Στις 5 Δεκεμβρίου ο Σκόμπι επέβαλε στρατιωτικό νόμο και την επόμενη μέρα διέταξε τον από αέρος βομβαρδισμό της εργατικής γειτονιάς του Μετς. «Βρετανικές και κυβερνητικές δυνάμεις», λέει η ανθρωπολόγος Νένη Πανουργιά στη μελέτη της για τις οικογένειες της εποχής, «είχαν στην διάθεσή τους βαρύ οπλισμό, τανκς, αεροπορία και έναν πειθαρχημένο στρατό, μπορούσαν να κάνουν επιδρομές στην πόλη, καίγοντας, βομβαρδίζοντας σπίτια και πεζοδρόμια, διαχωρίζοντας την πόλη… Τα Γερμανικά τανκς είχαν αντικατασταθεί από Βρετανικά, τα SS και οι αξιωματικοί της Γκεστάπο, από Βρετανούς στρατιώτες». Το σπίτι του ηθοποιού Μίμη Φωτόπουλου που καταστράφηκε από τη φωτιά, είχε το πορτραίτο του Τσώρτσιλ πάνω από το τζάκι.
«Θυμάμαι να φωνάζω συνθήματα στα αγγλικά, στη διάρκεια μιας μάχης στην πλατεία Κουμουνδούρου – είχα δυνατή φωνή και πίστευα ότι θα με άκουγαν», λέει ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος στη συζήτησή μας στο διαμέρισμά του. «”Είμαστε αδέρφια, δεν μας χωρίζει τίποτα, ελάτε μαζί μας!”. Αυτά τους φώναζα, ελπίζοντας ότι θα υποχωρούσαν. Και ακριβώς τη στιγμή που είχα σηκώσει το κεφάλι μου πάνω από τον τοίχο, μια σφαίρα πέρασε ξυστά πάνω από το κράνος μου. Αν δεν με τραβούσε κάτω ο Βαγγέλης Γκούφας, ο ποιητής που στεκόταν δίπλα μου, θα ήμουν νεκρός».
Στα γόνατα: οι γυναίκες διαμαρτύρονται για τους σκοτωμούς. Φωτογραφία:Dmitri Kessel/The LIFE Picture Collection/Getty
Χαμογελάει στη σκέψη ότι λίγους μήνες μετά τους σκοτωμούς στην πλατεία, επέστρεψε στα θρανία, σπουδάζοντας αγγλικά σε καλοκαιρινό τμήμα του Βρετανικού Συμβουλίου.
«Ήμαστε εχθροί, αλλά την ίδια στιγμή ήμαστε και φίλοι. Σε μια μάχη βρέθηκα κοντά σ’ έναν τραυματισμένο Βρετανό στρατιώτη και τον μετέφερα στο νοσοκομείο. Του έδωσα κι ένα αγγλικό βιβλίο που είχα, το “Kidnapped” του Στήβενσον κι εκείνος το κράτησε».
Είναι διαφωτιστική η αλληλογραφία με τις ανταποκρίσεις των Βρετανών στρατιωτών από την Αθήνα, όπως επελέγησαν από τον επικεφαλής της λογοκρισίας και βρίσκονται σήμερα στα βρετανικά Δημόσια Αρχεία.
Δεν φαίνεται πουθενά ότι ο εχθρός τους είναι πρώην σύμμαχος, πολλοί μάλιστα νομίζουν ότι πολεμούν εναντίον μιας δύναμης που υποστηρίζεται από τους Γερμανούς.
Ένας αξιωματικός γράφει: «Ο κύριος Τσώρτσιλ μας τα ξεκαθάρισε στο λόγο του, και ξέρουμε υπέρ και κατά ποιών πολεμούμε. Προφανώς κρύβονται οι Ούννοι πίσω από όλα αυτά».
Κι ένας άλλος γράφει: «Αναρωτιέται κανείς, θα έπρεπε οι στρατιώτες μας να δίνουν τη ζωή τους για τις ελληνικές πολιτικές διαφορές; Εγώ λέω ότι δεν είναι απλά ελληνικές πολιτικές διαφορές, είναι μέρος του αγώνα εναντίον των Ούννων και πρέπει να συνεχίσουμε ως την εξόντωση αυτών των απείθαρχων στοιχείων».
Τα κυβερνητικά αρχεία μας δείχνουν επίσης τις αντιδράσεις στο Λονδίνο: στις 12 Δεκεμβρίου, ο Χάρολντ ΜακΜίλαν, πολιτικός σύμβουλος του στρατάρχη Αλεξάντερ, επιστρέφοντας από την Αθήνα συνέστησε «να κηρυχτούν όλοι αυτοί που μας πολεμούν στασιαστές και να ανακοινωθεί ότι όλοι όσοι φορούν πολιτικά και πιαστούν οπλισμένοι θα τουφεκίζονται, και ότι θα δοθεί 24ωρη προειδοποίηση στους κατοίκους ώστε να εκκενώσουν συγκεκριμένες περιοχές».
Άρα ο βρετανικός στρατός θα εκκένωνε και θα καταλάμβανε την Αθήνα. Σύντομα, οι ενισχυμένες βρετανικές δυνάμεις είχαν το πάνω χέρι και την παραμονή των Χριστουγέννων ο Τσώρτσιλ έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να κάνει ειρήνη ανήμερα τα Χριστούγεννα.
«Θα σας αποκαλύψω κάτι που δεν το έχω πει σε κανέναν», λέει σαν να κάνει σκανταλιά ο Μανώλης Γλέζος. Την παραμονή της 25ης Δεκεμβρίου θα έπαιρνε μέρος στην πιο παράτολμη περιπέτεια, τοποθετώντας πάνω από ένα τόνο δυναμίτη κάτω από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, όπου έδρευε ο Σκόμπι.
«Ήμαστε περίπου 30 και δουλεύαμε στα τούνελ του αποχετευτικού συστήματος. Σύντροφοί μας κάλυπταν τα προστατευτικά πλέγματα στο δρόμο, επειδή φοβόμαστε ότι θα μας άκουγαν από πάνω. Συρθήκαμε μέσα στα σκατά και τα λύματα και τοποθετήσαμε το δυναμίτη ακριβώς κάτω από το ξενοδοχείο, ποσότητα ικανή να το τινάξει στον ουρανό.
Μετέφερα εγώ ο ίδιος το φυτίλι, τυλιγμένο γύρω από το σώμα μου και έπρεπε να το ξετυλίξω. Ήμαστε τόσο βρώμικοι, καλυμμένοι με περιττώματα, και όταν βγήκαμε από τις αποχετεύσεις τα παιδιά μας έπλυναν. Πήγα δίπλα στο παιδί με τον πυροκροτητή. Και περιμέναμε, περιμέναμε το σήμα αλλά ποτέ δεν ήρθε. Τίποτα. Δεν έγινε η ανατίναξη. Μετά έμαθα ότι την τελευταία στιγμή το ΕΑΜ πληροφορήθηκε ότι ο Τσώρτσιλ βρίσκονταν μέσα στο κτίριο της Μεγάλης Βρετανίας και διέταξε την αναβολή της επίθεσης. Ήθελαν να ανατινάξουν τη βρετανική στρατιωτική διοίκηση όμως όχι και να δολοφονήσουν έναν από τους τρεις μεγάλους».
Όταν τελείωσαν τα Δεκεμβριανά είχαν σκοτωθεί χιλιάδες ενώ 12.000 αριστεροί είχαν συλληφθεί και σταλεί σε στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή.
Το μόνο άρθρο της συμφωνίας [της Βάρκιζας] που υπεγράφη στις 12 Φεβρουαρίου που τηρήθηκε ήταν αυτό που αφορούσε τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Και μετά ξεκίνησε το κεφάλαιο που είναι γνωστό ως η «Λευκή Τρομοκρατία» – όποιος είχε βοηθήσει τον ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά ή στη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής συλλαμβάνονταν και στέλνονταν στα στρατόπεδα που στήθηκαν για φυλάκιση, βασανιστήρια και δολοφονίες – ή τις δηλώσεις μετανοίας, ακριβώς όπως έγινε στην Μεταξική δικτατορία.
Ο Τίτος Πατρίκιος δεν είναι άνθρωπος που θέλει το παρελθόν να επηρεάζει το παρόν. Όμως δέχεται ότι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία των Δεκεμβριανών επηρεάζει το σήμερα – με αντίκτυπο στην ποίησή του, στην κίνησή του, στην αναζήτηση της «αρμόζουσας λέξης». Αυτός ο μετρημένος και ήπιος άνθρωπος έμελε να περάσει χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν στηθεί με τη βοήθεια των Βρετανών καθώς πλησίαζε ο εμφύλιος πόλεμος. Η φυλάκιση ερχόταν με την καταναγκαστική εργασία, και αυτή με τα βασανιστήρια, και η εξορία με την λογοκρισία.
«Την πρώτη νύχτα στη Μακρόνησο (το πλέον διαβόητο στρατόπεδο) μας χτύπησαν πάρα πολύ. Έζησα έξι μήνες εκεί, σπάζοντας πέτρες, κουβαλώντας άμμο. Μια φορά με υποχρέωσαν να σταθώ όρθιος για 24 ώρες επειδή αποκαλύφθηκε ότι μια εφημερίδα είχε δημοσιεύσει επιστολή στην οποία περιγράφονταν οι φριχτές συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο. Την επιστολή την είχα γράψει εγώ και είχα καταφέρει να την διαβιβάσω στη μητέρα μου, όμως ποτέ δεν ομολόγησα ότι το είχα κάνει και σ’ όλη την κράτησή μου ποτέ δεν υπέγραψα δήλωση μετανοίας».
Ο Πατρίκιος ανήκε στους σχετικά τυχερούς. Χιλιάδες άλλοι εκτελέστηκαν, συνήθως δημόσια, ενώ τα κομμένα κεφάλια τους ή τα κρεμασμένα κορμιά τους εκτίθονταν στις πλατείες. Η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα σχολίασε την έκθεση των κομμένων κεφαλιών με τα λόγια: «είναι συνήθεια σ’ αυτή τη χώρα που δεν έχει δυτικοευρωπαϊκό επίπεδο [κουλτούρας]».
Το όνομα του διοικητή της βρετανικής αστυνομικής αποστολής δεν είναι ευρέως γνωστό στην Ελλάδα. Ο sir Charles Wickham είχε τοποθετηθεί από τον Τσώρτσιλ στη θέση αυτή ώστε να επιβλέπει τις νέες ελληνικές δυνάμεις Ασφαλείας – και ουσιαστικά να στρατολογήσει τους συνεργάτες των κατακτητών. Η ανθρωπολόγος Νένη Πανουργιά περιγράφει τον Wickham σαν «έναν από τους ανθρώπους που διέσχιζαν την αυτοκρατορία εγκαθιδρύοντας τις δομές που ήταν απαραίτητες για την επιβίωσή της», και του καταλογίζει την ίδρυση ενός από τα πλέον άγρια στρατόπεδα, όπου οι κρατούμενοι βασανίζονταν και δολοφονούνταν, το στρατόπεδο της Γυάρου.
Με καταγωγή από το Γιόρκσαιρ, ο Wickham είχε υπηρετήσει στον πόλεμο των Μπόερς, στη διάρκεια του οποίου οι Βρετανοί εφηύραν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της σύγχρονης εποχής. Μετά πολέμησε στη Ρωσία, μέλος της συμμαχικής εκστρατευτικής αποστολής που στάλθηκε το 1918 να βοηθήσει τις τσαρικές δυνάμεις κατά των Μπολσεβίκων. Μετά την Ελλάδα, τοποθετήθηκε το 1948 στην Παλαιστίνη. Το μεγάλο του προσόν για την τοποθέτησή του στην Ελλάδα ήταν το ότι ήταν ο πρώτος γενικός διοικητής της βασιλικής αστυνομίας του Ώλστερ στην Βόρειο Ιρλανδία από το 1922 ως το 1945.
Μετέφερα ο ίδιος το φυτίλι – Ο Μανώλης Γλέζος ευρωβουλευτής, άνθρωπος ταπεινού μεγαλείου, στις Βρυξέλες Φωτογραφία: Helena Smith/Observer
Οι απόψεις των Ελλήνων πανεπιστημιακών διίστανται για τον βαθμό ευθύνης που φέρει ο Wickham στην ίδρυση και επάνδρωση των στρατοπέδων με βασανιστές.
Η Πανουργιά θεωρεί ότι η Γυάρος – ένα νησί που ακόμα και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος έκρινε ακατάλληλο για φυλακισμένους – στήθηκε με πρωτοβουλία του Wickham.
Ο Γερολυμάτος υποστηρίζει: «Οι Έλληνες δεν χρειάζονταν τους Βρετανούς για να στήσουν στρατόπεδα. Το είχαν ξανακάνει στη δικτατορία του Μεταξά».
Τα βρετανικά αρχεία καταδεικνύουν Βρετανούς αστυνομικούς να παρίστανται συχνά στα στρατόπεδα κάτω από τις διαταγές του Wickham.
Προσθέτει ο Γερολυμάτος: «Οι Βρετανοί – δηλαδή ο Wickham – γνώριζαν το ποιόν των βασανιστών στα στρατόπεδα και αυτό είναι το τρομαχτικό. Ήταν εκείνοι που δούλευαν στους θαλάμους βασανιστηρίων στη διάρκεια της Κατοχής, βγάζοντας νύχια και συνθλίβοντας δάχτυλα».
Τον Σεπτέμβριο του 1947, τη χρονιά που το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου, 19.620 αριστεροί ήταν κρατούμενοι στα ελληνικά στρατόπεδα και τις φυλακές, 12.000 ήταν στη Μακρόνησο, και άλλοι 39.948 σε εξορίες ή σε βρετανικά στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή.
Υπάρχουν τρομαχτικές αφηγήσεις για βασανιστήρια, δολοφονίες και σαδισμούς στα ελληνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης – μια από τις αποτρόπαιες θηριωδίες στην μεταπολεμική Ευρώπη. Ο Πολυμέρης Βόγλης του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης περιγράφει τον τρόπο που εισήχθη ένα σύστημα «μοντέρνας κοσμικής Ιεράς Εξέτασης» με το οποίο αποσπούσαν ομολογίες και δηλώσεις μετανοίας μέσω μιας «ατελείωτης και βίαιης ταπείνωσης».
Έπαιρναν τα παιδιά των φυλακισμένων γυναικών μέχρι να ομολογήσουν ότι είναι «Βουλγάρες» και «πόρνες». Το σύστημα δηλώσεων μετανοίας που ακολουθούνταν στη Μακρόνησο είχε μετατρέψει το στρατόπεδο σε «σχολείο» και «εθνικό Πανεπιστήμιο» γι’ αυτούς που πίστευαν ότι «η ζωή μας ανήκει στη Μητέρα Ελλάδα», στο οποίο οι «μετανοημένοι» δέχονταν επισκέψεις από τον βασιλιά και τη βασίλισσα, τους υπουργούς και τους επίσημους ξένους. «Η ιδέα», λέει ο Πατρίκιος που ποτέ δεν μετανόησε, «ήταν να αναμορφώσουν και να δημιουργήσουν πατριώτες που θα υπηρετούσαν την πατρίδα».
Οι έφηβοι φυλακισμένοι στις φυλακές της Κηφισιάς, δέρνονταν με σύρματα και με κάλτσες γεμάτες τσιμέντο. «Έραβαν ονόματα πάνω στο στέρνο των παιδιών», γράφει ο Βόγλης, «με σλαβικές καταλήξεις. Πολλά παιδιά βιάστηκαν». Μετά από την κακοποίησή της, μια γυναίκα κρατούμενη υποχρεώθηκε να σταθεί στην πλατεία της Καστοριάς κρατώντας τα κομμένα κεφάλια του θείου και γαμπρού της. Ένας φυλακισμένος στη φυλακή της Πάτρας γράφει τον Μάιο του 1945: «Με χτύπησαν με λύσσα στα πόδια μου μέχρις ότου έχασα το φως. Έχασα τον κόσμο».
Ο Μανώλης Γλέζος έχει τη δική του ιστορία. Μας δείχνει σ’ ένα βιβλίο για την Κατοχή, τη φωτογραφία του τελευταίου μηνύματος που άφησε ο αδερφός του Νίκος, γραμμένο στο εσωτερικό ενός μπερέ. Ο Νίκος εκτελέστηκε από συνεργάτες των κατακτητών τον Μάιο του 1944. Ενώ τον πήγαιναν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο 19χρονος κατάφερε να πετάξει το κασκέτο του από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Το βρήκε ένας φίλος και το παρέδωσε στην οικογένεια. Στο εσωτερικό του μπερέ ο Νίκος έγραψε: «Αγαπητή μητέρα. Σας φιλώ. Χαιρετισμούς. Σήμερα πάω για εκτέλεση πέφτοντας για τον ελληνικό λαό. 10-5-44».
Πουθενά αλλού στην απελευθερωμένη Ευρώπη δεν κατάφεραν οι φιλο-Ναζιστές να εισχωρήσουν στην κρατική δομή – το στρατό, τις δυνάμεις ασφαλείας, το δικαστικό σώμα – τόσο αποτελεσματικά. Η αναβίωση του νεοφασισμού με την μορφή του σημερινού ακροδεξιού κόμματος «Χρυσή Αυγή» έχει απευθείας σύνδεση με την αποτυχία να εκδιωχθούν οι εξτρεμιστές της ακροδεξιάς. Πολλοί από τους υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής είναι απόγονοι Ταγματασφαλιτών, όπως ήταν οι συνταγματάρχες της Χούντας του 1967.
Λέει ο Γλέζος: «Ξέρω ακριβώς ποιος εκτέλεσε τον αδερφό μου και ξέρω επίσης ότι δεν διώχθηκε ποτέ. Ξέρω ότι αυτοί που το έκαναν είναι στην κυβέρνηση και κανείς δεν τιμωρήθηκε». Ο Γλέζος έχει αφιερώσει χρόνια στην δημιουργία βιβλιοθήκης που φέρει το όνομα του αδερφού του.
Στις Βρυξέλλες δεν παραλείπει να ζητάει από τους συνομιλητές του να συνεισφέρουν ένα ευρώ για τη βιβλιοθήκη σ’ ένα μεταξωτό τσαντάκι. Είναι μαζί με το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων η άλλη μεγάλη του εκστρατεία, η τελευταία του επιθυμία: να αναγείρει κτίριο αντάξιο της βιβλιοθήκης που θα τιμά τον αδερφό του, Νίκο.
«Η ιστορία του αδερφού μου είναι η ιστορία της Ελλάδας», λέει.
Κανείς δεν υποστηρίζει ότι ο ΕΛΑΣ ή ο ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) που τον αντικατέστησε δεν έχει ευθύνες. Υπήρξε «κόκκινη τρομοκρατία» και στην υποχώρηση από την Αθήνα ο ΕΛΑΣ πήρε 15.000 κρατούμενους μαζί του. «Σκοτώσαμε κι εμείς», λέει ο Γλέζος, «και κάποιοι το έκαναν για λόγους εκδίκησης. Όμως η “γραμμή” ήταν να μη σκοτώνουμε πολίτες».
Τον Δεκέμβριο του 1946, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, μπροστά στην πιθανή αποχώρηση των Βρετανών από την Ελλάδα, επισκέφτηκε την Ουάσινγκτον για να ζητήσει Αμερικανική βοήθεια.
Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ανταποκρίθηκε διαμορφώνοντας ένα σχέδιο στρατιωτικής παρέμβασης και τον Μάρτιο του 1947 αυτό το σχέδιο αποτέλεσε τη βάση της ανακοίνωσης του προέδρου Τρούμαν που έμεινε γνωστή ως Δόγμα Τρούμαν: να επεμβαίνουν στρατιωτικά όποτε και όπου ο κομμουνισμός θεωρούνταν απειλή. Ό,τι δηλαδή είχε συμβεί στην Ελλάδα με την πρωτοβουλία της Βρετανίας ήταν η πρώτη εκδήλωση του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Γλέζος εξακολουθεί να αποκαλεί τον εαυτό του κομμουνιστή. Αλλά όπως ο Πατρίκιος απέρριψε τον σταλινισμό, πιστεύει ότι ο κομμουνισμός, έτσι όπως εφαρμόστηκε στις όμορες προς βορά χώρες της Ελλάδας, θα ήταν μια καταστροφή για την Ελλάδα. Θυμάται ότι τα είπε στον Νικήτα Χρουστσόφ ένα χεράκι, όταν αυτός προσκάλεσε τον Γλέζο στην ΕΣΣΔ, στο Κρεμλίνο.
Ήταν το 1963 και ο Γλέζος, στο απόγειο του ψυχρού Πολέμου, ήταν ήρωας για την Σοβιετική Ένωση. Στη συνάντηση ο Χρουστσόφ είχε διάθεση για κουβέντα. Ο Γλέζος ήθελε να μάθει γιατί ο Κόκκινος Στρατός, αφού πέρασε από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία σταμάτησε στα ελληνικά σύνορα. Μήπως θα μπορούσε ο Ρώσος ηγέτης να εξηγήσει;
«Με κοίταξε και ρώτησε, “Γιατί;”.
Του είπα: επειδή ο Στάλιν δεν φέρθηκε σαν κομμουνιστής. Μοίρασε τον κόσμο με τους άλλους και έδωσε την Ελλάδα στους Άγγλους. Μετά, του είπα αυτό που πίστευα, ότι ο Στάλιν ήταν η αιτία της καταστροφής μας, η ρίζα του προβλήματος. Αυτό που θέλαμε ήταν ένα κράτος όπου ο λαός θα κυβερνούσε, όπως έκανε η κυβέρνηση του βουνού, εκεί που είναι ακόμα γραμμένο “Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό και ασκούνται από τον Λαό”. Αυτό που ήθελαν και έκαναν εκείνοι όμως ήταν να έχει την εξουσία το Κόμμα».
«Ο Χρουστσόφ», λέει ο Γλέζος, «καθόταν και άκουγε. Μετά τη συνάντησή μας με προσκάλεσε σε δείπνο στο οποίο παρευρέθηκε και ο Μπρέζνιεφ που διαδέχτηκε τον Χρουστσόφ το 1964. Στο δείπνο με άκουσε για 4 1/2 ώρες. Αυτό για μένα είναι σιωπηρή συμφωνία».
Ο Σκόμπι (στο κέντρο) επέβαλε στις 5 Δεκεμβρίου 1944 στρατιωτικό νόμο και διέταξε τον βομβαρδισμό του Μετς από την RAF. Φωτογραφία: Dmitri Kessel/The LIFEPicture Collection/Getty
Για τον Πατρίκιο, τα πράγματα ξεκαθάρισαν το 1956: «όταν είδα ότι η Δύση δεν επρόκειτο να επέμβει [στην εξέγερση της Βουδαπέστης] κατάλαβα ότι είχαν μοιράσει τον κόσμο σε “σφαίρες επιρροής”. Αργότερα κατάλαβα ότι τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μια τοπική σύγκρουση, αλλά η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου που είχε ξεκινήσει σαν θερμός πόλεμος εδώ στην Ελλάδα».
Ο Πατρίκιος επέστρεψε στην Αθήνα σαν «αδειούχος κρατούμενος» και του παραχωρήθηκε διαβατήριο το 1959. Μόλις το παρέλαβε μπήκε σ’ ένα πλοίο και πήγε στο Παρίσι όπου τα επόμενα πέντε χρόνια σπούδασε κοινωνιολογία και φιλοσοφία στη Σορβόννη. «Δεν υπάρχει ηθική στην πολιτική που ασκούν οι αυτοκρατορίες».
Είναι το απόγευμα της 25ης Ιανουαρίου 2009. Ο αέρας της Αθήνας καθαρίζει από τα δακρυγόνα καινούργιας γενιάς, εισαγόμενα από το Ισραήλ. Η πορεία υποστήριξης προς την καθαρίστρια από τη Βουλγαρία που το πρόσωπό της παραμορφώθηκε από την επίθεση με οξύ που έκαναν νεοφασίστες, μόλις έσπασε από τα ΜΑΤ έπειτα από ώρες μάχης στους δρόμους.
Στην περιοχή των Εξαρχείων η Μαρίνα, μια νέα γυναίκα, μου εξηγεί γιατί εδώ στην Ελλάδα είναι τόσο σκληρός ο πόλεμος μεταξύ αριστεράς και δεξιάς: «Επειδή μάς συνέβησαν όλα αυτά το 1944. Οι αντιστασιακοί που πολέμησαν τους Ναζί καταδιώχθηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν με τις διαταγές της βρετανικής κυβέρνησης. Η οικογένειά μου φυλακίστηκε και βασανίστηκε για δυο γενιές πριν από μένα. Ο παππούς μου μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο και ο πατέρας μου με τη Χούντα των συνταγματαρχών. Τώρα θα μπορούσε να έρθει η σειρά μου. Είμαστε τα εγγόνια των ανταρτών και οι εχθροί μας είναι τα ελληνικά εγγόνια του Τσώρτσιλ».
Ο Γερολυμάτος λέει: «το βρετανικό έγκλημα ήταν ότι νομιμοποιήθηκαν άνθρωποι που το μητρώο τους στο Τρίτο Ράιχ απέκλειε τη νομιμοποίησή τους. Όλα έγιναν επειδή ο Τσώρτσιλ έπρεπε να φέρει πίσω τον βασιλιά στην Ελλάδα. Αυτό μας επέβαλαν οι Βρετανοί, αυτό σημάδεψε την Ελλάδα από τότε».
«Όλοι οι συνεργάτες των κατακτητών μπήκαν στο σύστημα», λέει ο Μανώλης Γλέζος. «Μπήκαν στον κυβερνητικό μηχανισμό – στη διάρκεια και μετά τον Εμφύλιο πόλεμο – και οι γιοί τους μπήκαν στη Χούντα. Όλοι αυτοί είναι σαν κακοήθεις όγκοι. Εμείς απελευθερώσαμε την Ελλάδα αλλά οι συνεργάτες των Ναζί νίκησαν τον πόλεμο εξαιτίας των Βρετανών. Και αυτή η παρακαταθήκη μένει σαν βάκιλος στο σύστημα».
«Δεν με ρώτησες», λέει ο Γλέζος, «γιατί συνεχίζω; Γιατί το κάνω αυτό στην ηλικία που έφτασα, στα 92 χρόνια και δυο μήνες; Θα μπορούσα να είμαι καθισμένος στον καναπέ, φορώντας παντόφλες. Γιατί το κάνω αυτό;».
Και απαντάει μόνος του: «Εσύ νομίζεις ότι απέναντί σου κάθεται ο Μανώλης, όμως κάνεις λάθος. Δεν είναι ο Μανώλης. Επειδή κάθε φορά που ένας σύντροφος επρόκειτο να πάει για εκτέλεση έλεγε: Μη με ξεχνάς! Όταν θα λες “καλημέρα”, θα με σκέφτεσαι. Όταν θα πίνεις κρασί, θα λες τ’ όνομά μου. Γι αυτό τα κάνω αυτά. Ο άνθρωπος που βλέπεις είναι όλοι οι σύντροφοι που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Και δεν τους ξεχνώ!».
Χρονολόγιο: η Μάχη μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς
Σεπτέμβριος 1944: Οι Γερμανικές δυνάμεις αποσύρονται από το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας και οι αντάρτες απελευθερώνουν τη χώρα. Οι περισσότεροι είναι του ΕΛΑΣ, του ένοπλου τμήματος του ΕΑΜ που συμπεριελάμβανε το ΚΚΕ.
Οκτώβριος 1944: Συμμαχικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι μπαίνουν στην Αθήνα και ο Γεώργιος Παπανδρέου επιστρέφει επικεφαλής της ελληνικής κυβέρνησης.
2 Δεκεμβρίου 1944: Αντί να ενσωματώσουν τον ΕΛΑΣ στον ελληνικό στρατό ο Παπανδρέου και ο Σκόμπι απαιτούν τον αφοπλισμό των ανταρτών. Έξι μέλη της κυβέρνησης διαμαρτύρονται και παραιτούνται.
3 Δεκεμβρίου 1944: Ξεσπούν βίαια επεισόδια στην Αθήνα μετά τη διαδήλωση 200.000 πολιτών. Πάνω από 28 σκοτώνονται και εκατοντάδες τραυματίζονται. Τα Δεκεμβριανά των 37 ημερών ξεκινούν. Στις 5 Δεκεμβρίου κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος.
Ιανουάριος/Φεβρουάριος 1945: Ο στρατηγός Σκόμπι συναινεί για κατάπαυση πυρός με αντάλλαγμα την απόσυρση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Ο ΕΛΑΣ φεύγει από την Αθήνα με 15.000 όμηρους. Τον Φεβρουάριο υπογράφεται η Συμφωνία της Βάρκιζας.
1945/46: Συμμορίες της Δεξιάς σκοτώνουν πάνω από 1.100 πολίτες, προκαλώντας τον Εμφύλιο πόλεμο στον οποίο ο κυβερνητικός στρατός αντιμετωπίζει τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας που έχει πολλούς πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ.
1948-49: Ο ΔΣΕ υφίσταται καταστροφική ήττα, τον Ιούλιο 1949 ο Τίτο κλείνει τα σύνορα για τους αντάρτες του ΔΣΕ. Κατάπαυση του πυρός στις 16 Οκτωβρίου 1949.
21 Απριλίου 1967: Πραξικόπημα δεξιών αξιωματικών. Η Χούντα κρατάει ως το 1974. Το 1982 επιτρέπεται πια στους κομμουνιστές πολιτικούς πρόσφυγες να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Πηγή: Κίνηση Ενεργοί Πολίτες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου