«Αυτό που βλέπω είναι ότι στην ουσία καταλύεται η ελευθερία του φωτορεπορτάζ. Αυτή είναι η ουσία που κρατάω. Διότι με αυτά που διαβάζω, αφήνεται ο χώρος στους αστυνομικούς να αποκλείσουν τους φωτορεπόρτερ από το σημείο των γεγονότων και άμα δεν υπάρχει φωτορεπόρτερ στο σημείο εκεί, δεν βοηθάει ο εκπρόσωπος της αστυνομίας που υποτίθεται στον χώρο που θα μας υποδείξουν, τον οποίο δεν μας τον διευκρινίζουν καν, θα μας στέλνει τις πληροφορίες». Ο Βασίλης Ασβεστόπουλος, γραμματέας της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδος (ΕΦΕ) μίλησε στο ραδιόφωνο του TPP για το σχέδιο περιορισμού της Ελευθερίας του Τύπου στις διαδηλώσεις, που παρουσίασε την Πέμπτη ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοϊδης.
συνέντευξη στους Θάνο Καμήλαλη και Κωνσταντίνο Πουλή, στο ραδιόφωνο του TPP
Ο Βασίλης Ασβεστόπουλος έμαθε το σχέδιο της Αστυνομίας για τις διαδηλώσεις από τη Γερμανία, χώρα όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και βρίσκεται αυτό το διάστημα. Όταν ενημέρωσε τους συναδέρφους του εκεί, μας λέει ότι σοκαρίστηκαν. «Εμείς νομίζαμε ότι ο Όρμπαν είναι ο κακός. Αυτό ήταν το πιο σύντομο σχόλιο. Διότι ζήσαμε το ίδιο πράγμα με τη Γαλλία, με τον Μακρόν, που πήγε να το περάσει [σ.σ. τη διάταξη για απαγόρευση της καταγραφής αστυνομικών εν μέσω «επιχειρήσεων»] και ζούμε την επόμενη επίθεση στην Ελευθερία του Τύπου εδώ στην Ελλάδα. […] Όταν στη Γερμανία δημιουργήθηκε η Δυτική Γερμανία που μετά έκανε την ένωση με την Ανατολική Γερμανία, υπήρχε ο φόβος να επαναληφθεί το γεγονός του 1933, όπου είχανε κάποια media που ήλεγχαν όλη την πληροφορία και τους έφεραν το φαινόμενο Hitler. Γι’ αυτό το λόγο τότε οι νικήτριες δυνάμεις οι τέσσερις, επιβάλαν έναν νόμο του Τύπου ο οποίος εξασφαλίζει έναν μεγαλύτερο βαθμό ανεξαρτησίας, να το πω έτσι. Γι’ αυτό όταν στην Γερμανία ακούει κάποιος «έλεγχος του Τύπου, ή της πρόσβασης του Τύπου στα γεγονότα» θορυβείται πιο πολύ ίσως απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη».
Στο σχέδιο, το οποίο αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι κάποιο νομοσχέδιο ή υπουργική Απόφαση, αλλά ένα «αποφασίζομεν και διατάζομεν» Χρυσοχοϊδη και ΕΛ.ΑΣ, προβλέπεται συγκεκριμένα ότι «η Αστυνομία θα οριοθετήσει ένα συγκεκριμένο χώρο για τους δημοσιογράφους και ένας ορισμένος εκ των προτέρων αξιωματικός θα λειτουργεί ως σύνδεσμος και δίαυλος επικοινωνίας μαζί τους καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάθροισης, έχοντας ως στόχο τη συνεργασία και την αμοιβαία κατανόηση». Αυτό εκ των πραγμάτων περιορίζει την κίνηση των δημοσιογράφων στο πεδίο των γεγονότων, την ελευθερία τους να καταγράψουν ό,τι συμβαίνει. «Αυτό που βλέπω είναι ότι στην ουσία καταλύεται η ελευθερία του φωτορεπορτάζ. Αυτή είναι η ουσία που κρατάω. Διότι με αυτά που διαβάζω, αφήνεται ο χώρος στους αστυνομικούς να αποκλείσουν τους φωτορεπόρτερ από το σημείο των γεγονότων και άμα δεν υπάρχει φωτορεπόρτερ στο σημείο εκεί, δεν βοηθάει ο press officer της αστυνομίας που υποτίθεται στον χώρο που θα μας υποδείξουν, τον οποίο δεν μας τον διευκρινίζουν καν, θα μας στέλνει τις πληροφορίες» σχολιάζει ο Βασίλης Ασβεστόπουλος και στη συνέχεια εξηγεί, συγκρίνοντας μάλιστα με τον νόμο που προσπάθησε να περάσει ο Μακρόν στη Γαλλία:
«Να δώσω ένα πολύ καθαρό παράδειγμα. Έχουμε το νόμο που στη Γαλλία κόπηκε του Μακρόν, που απαγόρευε να βγαίνουν φωτογραφίες οι αστυνομικοί εν ώρα δράσης. Αυτός ο νόμος στην ουσία είναι μία κατάλυση του φωτορεπορτάζ και απαγορεύει στην ουσία το φωτορεπορτάζ όπως το γνωρίζουμε. Δεν μου απέκλειε όμως ως φωτορεπόρτερ να πάω μετά που έχουν φύγει οι αστυνομικοί και να βγάλω την κρότου λάμψης που βρίσκεται στο έδαφος και από δίπλα το παπούτσι του διαδηλωτή. Ήδη αυτό είναι μία εικόνα η οποία δίνει σαν εικόνα σε όποιον την βλέπει, ότι εδώ έγινε ένα επεισόδιο και έπεσε κρότου λάμψης πάνω σε διαδηλωτή. Χωρίς να υπάρχει ούτε ένα πρόσωπο, ούτε του αστυνομικού, ούτε του διαδηλωτή. Θα μπορούσα να βγάλω μία εικόνα από μία σπασμένη βιτρίνα και εάν τυχόν μέσα στη σπασμένη βιτρίνα υπάρχει μολότοφ, μολότοφ, ή αν υπάρχει κρότου λάμψης, την κρότου λάμψης. Ή θα μπορούσα να βγάλω ένα πεδίο που φαίνονται 15 κρότου λάμψης και καμία μολότοφ. Το λέω αυτό γιατί όλες αυτές οι φωτογραφίες που έχω πει μέχρι τώρα είναι χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε αστυνομικού. Όταν σ’ αυτό το σχέδιο που έχουμε και το διαβάζουμε, βλέπουμε ότι ο αστυνομικός θα έχει το δικαίωμα να περιορίσει τους ρεπόρτερ και φωτορεπόρτερ σε έναν συγκεκριμένο χώρο στον οποίο δεν διευκρινίζεται. Είναι ανοιχτός; Είναι κλειστός; Θα μπορούν να τους βάλουν σε μία αλάνα, χωρίς καν οπτική επαφή με τα γεγονότα. Ποιο θα είναι το φωτορεπορτάζ;»
Προσθέτει στη συνέχεια ότι «Όχι μόνο δεν θα έχω οπτική επαφή, δεν θα έχω τη δυνατότητα να διαλέξω την γωνία μου. Και ξέρουμε όλοι, όσοι ασχολούνται τουλάχιστον με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι οκ υπάρχει ένας κανόνας για τις ειδήσεις. Η είδηση είναι ποιος έκανε τι, πότε και πού. Αυτό είναι η είδηση. Άσχετα που στην τηλεόραση που βλέπουμε αυτή την εποχή έχουν μπερδευτεί με είδηση και σχόλιο μαζί. Αλλά είδηση είναι αυτό το κομμάτι […] Ο αστυνομικός που φοράει την κάμερα βγάζει τη δική του οπτική γωνία. Ο φωτορεπόρτερ ψάχνει την οπτική γωνία η οποία αποτυπώνει κατά την κρίση του τα γεγονότα. Και κρίνεται ο ίδιος ο φωτορεπόρτερ εκτός από το έργο του που δημοσιεύει γιατί είναι επώνυμο, γι’ αυτό επιμένουμε και στο να φαίνεται και το όνομα του φωτορεπόρτερ, γιατί στην ουσία είναι σχόλιο. Είναι εικονογραφημένο σχόλιο το φωτορεπορτάζ και είναι το ίδιο στον φωτορεπόρτερ από το έργο του και ο αναγνώστης που θα καταλάβει και τι γίνεται. Έχουμε έναν φωτορεπόρτερ, τον συγχωρεμένο τον Γιάννη Μπεχράκη, ο οποίος είχε πάρει Πούλιτζερ. Το Πούλιτζερ δεν θα το ‘παιρνε μια κάμερα πάνω σε στολή ενός αστυνομικού».
Ερώτημα φυσικά προκύπτει και σχετικά με το τι θα συμβεί αν κάποιος δημοσιογράφος και φωτορεπόρτερ δεν υπακούσει στις εντολές των αστυνομικών ώστε να παραμείνει στον «συγκεκριμένο χώρο». Το πιο πιθανό και συνάμα επικίνδυνο σενάριο, είναι ότι θα κινδυνεύει με προσαγωγή και σύλληψη, πιθανώς για απείθια, αντίσταση κατά της αρχής ή κάτι άλλο. Αυτό όμως που ο γραμματέας της ΕΦΕ θεωρεί πιο σημαντικό, είναι ότι, απλώς με τη μεταφορά σε αστυνομικό τμήμα, για εξακρίβωση στοιχείων, θα μένει έξω από τα γεγονότα. «Μπορεί να πάει στο Τμήμα μόνο για τον έλεγχο των στοιχείων του, επομένως έχει βγει εκτός και μετά το θέμα έχει περάσει. Έχει τελειώσει το φως. Το έχουμε ζήσει όλοι όσοι κάναμε το προσφυγικό. Να είμαστε έξω από τα camp, που μέσα στα camp δεν επιτρέπεται η φωτογραφία, και τότε να έρχεται κάποιος αστυνομικός και να μας λέει όχι, πάτησες ένα πόδι στο camp και έλα κάτσε τώρα εδώ να ελέγξουμε ποιος είσαι, γιατί είσαι εδώ… το ‘χουν ζήσει μη πω οι πιο πολλοί συνάδελφοι που το ‘χουν κάνει αυτό το πράγμα».
Το επιχείρημα του Υπουργείου και της ΕΛ.ΑΣ είναι ότι η νέα ρύθμιση έρχεται για την «προστασία» των δημοσιογράφων. Εδώ όμως η αντίφαση είναι κραυγαλέα. Όπως πολύ εύστοχα σχολίασε ο πρώην Πρόεδρος της ΕΦΕ, ο Μάριος Λώλος, «99% των επιθέσεων που έχουμε υποστεί ως φωτορεπόρτερ είναι από όργανα της ΕΛ.ΑΣ και όχι από διαδηλωτές. Αυτές οι επιθέσεις είναι όλες ατιμώρητες εκτός από μία». Ο ίδιος είχε πέσει θύμα επίθεσης από αστυνομικό, στο Σύνταγμα το 2012, με τον αστυνομικό που τον χτύπησε πολύ σοβαρά στο κεφάλι με γκλοπ, να παραμένει ατιμώρητος. Άλλα πολύ γνωστά παραδείγμα είναι η επίθεση στην Τατιάνα Μπόλαρη και στον Μανώλη Κυπραίο. Ο τελευταίος έχασε μεγάλο μέρος της ακοής του, όταν φωτοβολίδα κρότου – λάμψης έπεσε πολύ κοντά του σε μία στοά στο κέντρο της Αθήνας. Αναζητεί ακόμα Δικαιοσύνη, καθώς παρά την δικαίωσή του αρχικά το ελληνικό κράτος άσκησε έφεση.
«Εγώ ήμουν το 2012 στο Σύνταγμα όταν χτυπήθηκε με ανάποδο γκλοπ ο Μάριος ο Λώλος, πάνω στην πλατεία Συντάγματος. Ήμουν δίπλα του. Δεν είχε τιμωρηθεί κανένας αστυνομικός. Και όταν έψαχνε ο δικηγόρος του Μάριου τότε, ποιος τον χτύπησε, οκ, είχα και εγώ μία φωτογραφία που ήταν καιρό, δηλαδή αυτούσια, απείραχτη πάνω στην κάμερά μου, όπου φαίνονταν κάποιοι αστυνομικοί που ήταν ακριβώς στη σειρά μπροστά μας και ένας από αυτούς χτύπησε. Διακριτικά δεν φορούσε κανένας από αυτούς» σχολιάζει ο Βασίλης Ασβεστόπουλος. Τα διακρίτικα στους αστυνομικού προβλέπονται μεν στο νέο σχέδιο, ωστόσο παρά τις δεσμεύσεις εδώ και μία δεκαετία της ΕΛ.ΑΣ, δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμα.
To δεύτερο σημείο του σχεδίου της ΕΛ.ΑΣ που είναι προκλητικό και επικίνδυνο, είναι αυτό που αναφέρεται στην «επικοινωνιακή διαχείριση» μίας κινητοποίησης και συγκεκριμένα γράφει:
«Σε αρκετές περιπτώσεις, έχει παρατηρηθεί οι ακραίες ομάδες που προκαλούν τα επεισόδια να παραπληροφορούν ή να διασπείρουν σκόπιμα ψευδείς ειδήσεις, κυρίως μέσω του διαδικτύου. Για αυτό το λόγο, είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρξει μία εξωστρεφής και δυναμική διαδικασία επικοινωνίας από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με στόχο την εξήγηση των δράσεων, κυρίως των έκτακτων, της Ελληνικής Αστυνομίας, την παρουσίαση των γεγονότων και την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων (fake news)»
Πρόκειται για ενα εκτός πραγματικότητας, καθώς όπως έχει αποδειχθεί σε σωρεία περιπτώσεων, το Υπουργείο είναι αυτό που παραπληροφορεί, όπως συνέβη στην περίπτωση της συγκέντρωση του Εφετείου με τις «150 μολότοφ από 600 άτομα», που δεν προέκυψε ούτε από τα βίντεο ούτε από τις φωτογραφίες που έδωσε στη δημοσιότητα η ΓΑΔΑ πολύ αργότερα. Το ίδιο συνέβη στον ξυλοδαρμο της οικογένειας Ινδαρέ, της οικογένειας Καττή στα Σεπόλια, σε διαδηλώσεις στις 17 Νοεμβρίου και 6 Δεκεμβρίου και δεκάδες πλέον περιστατικά. Τελευταιο παράδειγμα, η απαλλαγή με ομόφωνο βούλευμα τριών συλληφθέντων στα τυφλά, στις 11 Μαρτίου στα Εξάρχεια. Δύο βίντεο – ντοκουμέντα εμφάνιζαν άντρες της ομάδας «Δράση» να πετούν καρέκλες και πέτρες σε θαμώνες μαγαζιού και στη συνέχεια να σπάνε τις τζαμαρίες του.
«Εδώ αντιστρέφονται οι όροι. Εδώ μας λέει ότι η εκτελεστική εξουσία αναλαμβάνει και τη διαδήλωση και τον έλεγχο της πληροφορίας. Πώς θα την ελέγξω εγώ όταν δεν έχω πρόσβαση στα στοιχεία. Γιατί αναφέρεται σε fake news. Εγώ δεν θα μπορώ να αποδείξω ποτέ για fake news, τη στιγμή που η αστυνομία είναι αυτή που μου δίνει την πληροφορία. Πώς θα αποδείξω τα δικά της τα fake news. Δεν μπορώ να τα αποδείξω. Δεν μπορώ να εκτελέσω το έργο μου ούτε ως δημοσιογράφος, ούτε ως φωτορεπόρτερ. Επιμένω, ο φωτορεπόρτερ όταν βρίσκεται στο πεδίο και η δουλειά του, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι να πάει εκεί που φεύγουν όλοι οι άλλοι, είναι να αποτυπώσει αυτό που βλέπει. Ο ίδιος αυτό που βλέπει. Γι’ αυτό έχει μία κάμερα, γι’ αυτό έχει μία κατάρτιση χρήση της κάμερας και αυτό θέλει να το βγάλει ένα αποτέλεσμα. Αν το αποτέλεσμα αυτό αξιολογηθεί από κάποιο μέσο, άξιο να δημοσιοποιηθεί είναι άλλο πράγμα. Αλλά εξ αρχής πρέπει να μπορεί να φτάσει εκεί. Αν δεν μπορεί να φτάσει εκεί δεν υπάρχει η δουλειά του» σχολιάζει ο γραμματέας της ΕΦΕ.
Προσθέτει στη συνέχεια: «Η αστυνομία θα παρέχει την πληροφορία, αλλά θα με αποκόβει από την πρόσβαση στην πηγή. Εκεί είναι το πρόβλημα. Εγώ είμαι υπέρ του να κυνηγηθούν πολλά fake news, αλλά εδώ έχουμε ζήσει την κατάστασει στην Αμερική που με fake news, είχαν τέσσερα χρόνια έναν ημίτρελο να καθοδηγεί τις μάζες εκεί πού φτάσανε. Τα fake news εκείνη τη στιγμή δεν ήταν από τους φωτορεπόρτερ, ήταν από τον ίδιο τον πρόεδρο. Αυτός ο πρόεδρος άμα είχε την δύναμη να με αποκλείσει εμένα ως ρεπόρτερ ν’ αποδείξω ότι είναι fake news ποιος θα ήξερε σήμερα ότι είναι fake news αυτά που έλεγε ο Tραμπ; Μόνο αυτό. Κρατήστε το αυτό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου