Γιώργος Παυλόπουλος
Η επιστροφή στην «κανονικότητα» που υπόσχεται ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι εφικτή. Η κρίση οδηγεί στα άκρα τις αντιθέσεις στην κοινωνία και τη βάση των δύο παραδοσιακών πόλων του δικομματισμού. Το σύστημα εξουσίας γίνεται ακόμη πιο εξατομικευμένο και η πολιτική χάνει μεγάλος μέρος της σχετικής αυτονομίας της από το κεφάλαιο. Στο πλαίσιο αυτό δεν πρόκειται να λάμψει ο Μπάιντεν.
Ο «φακός» στη Γερουσία και την ορκωμοσία
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η πολιτική επικαιρότητα στις ΗΠΑ ήταν στραμμένη σε δύο κυρίως μέτωπα – κι αυτό είναι κάτι που, πλην απροόπτου, δεν θα αλλάξει τις επόμενες ημέρες. Το ένα αφορά την καταδίκη ή μη του Τραμπ από τη Γερουσία, όπου με βάση το σύνταγμα των ΗΠΑ παραπέμφθηκε για να δικαστεί από τη βουλή. Όσο για το άλλο, παραπέμπει στην ημέρα της ορκωμοσίας του Μπάιντεν, την ερχόμενη Τετάρτη 20 Ιανουαρίου και τα σενάρια να σημειωθούν στην Ουάσιγκτον ανάλογης ή και μεγαλύτερης έκτασης επεισόδια σε σύγκριση με εκείνα της 6ης Ιανουαρίου, που σφραγίστηκε από την ολιγόωρη κατάληψη του Καπιτωλίου.
Στο πρώτο, όλα δείχνουν ότι η Γερουσία δεν θα κάνει το βήμα που κάποιοι περιμένουν, «ατιμώνοντας» τον Τραμπ λίγα 24ωρα πριν παραδώσει τυπικά τη σκυτάλη στον επόμενο πρόεδρο. Αν και υπάρχει ίσος αριθμός Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών στο σώμα, από 50 το κάθε κόμμα, η καταδίκη του προέδρου απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων. Κι αυτό σημαίνει, πολύ απλά, ότι πρέπει να υπάρξει «ανταρσία» από τουλάχιστον 16 Ρεπουμπλικάνους, κάτι που δεν φαίνεται πολύ πιθανό με βάση τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας στη βουλή, όπου μόλις 10 από τους 211 εκπροσώπους του τάχθηκαν υπέρ της μομφής – προφανώς, «ακούγοντας» τη βάση του κόμματος, που στην πλειοψηφία της στηρίζει ακόμη και τώρα τον Τραμπ.
Όσο για το ενδεχόμενο νέου ακροδεξιού «αντάρτικου» στην πρωτεύουσα, το σύστημα έχει πάρει πλέον τα μέτρα του. Το Καπιτώλιο έχει καταληφθεί από μέλη της Εθνοφρουράς, κάτι που είχε να συμβεί από τον εμφύλιο, ενώ οι μυστικές υπηρεσίες εργάζονται νυχθημερόν. Και στις 6 Ιανουαρίου, πάντως, γνώριζαν…
Παράλληλη κρίση σε Δημοκρατικούς-Ρεπουμπλικάνους
Οικονομικά μέτρα απέναντι στη λαίλαπα της πανδημίας. Φορολογία φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Ρυθμιστικό πλαίσιο για τα χρηματιστήρια και τις αγορές. Περιβαλλοντική νομοθεσία και στόχοι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Μετανάστευση και υπέρμετρη αστυνομική-κρατική καταστολή σε βάρος μαύρων και μεκιονοτήτων. Οπλοκατοχή και θανατική ποινή. Διεθνές εμπόριο και δασμοί. Στάση απέναντι σε μη ελεγχόμενες από τις ΗΠΑ κυβερνήσεις στην κεντρική και Λατινική Αμερική – Βολιβία και Βενεζουέλα, Κούβα, ακόμη και Μεξικό και Αργεντινή. Πόλεμος ή ειρήνη με το Ιράν. Στρατιωτικές επεμβάσεις σε ξένες χώρες. Σχέσεις με ΝΑΤΟ και ΕΕ. Και φυσικά, κατά μέτωπο σύγκρουση ή προσπάθεια συμβιβασμού με την Κίνα και τη Ρωσία.
Αυτά είναι τα κυριότερα από τα μέτωπα στα οποία μπορεί και οφείλει κανείς να κρίνει τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ – από τον οποίο ασφαλώς ουδείς περιμένει να προχωρήσει σε μαζικές κρατικοποιήσεις, να κάνει αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των κάτω, να αλλάξει τις σχέσεις παραγωγής ή να καταργήσει τις φυλετικές διακρίσεις. Σε αυτά θα διαπιστώσει κατά πόσο πρεσβεύει κάτι (και πόσο) διαφορετικό από τον προκάτοχό του. Με βάση τις εξελίξεις και τις αποφάσεις που θα λάβει σε αυτά πρέπει να γίνει και το «ταμείο» του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος χωρίς να έχει ούτε την ενέργεια, ούτε τη διάθεση, ούτε τις θέσεις που θα δικαιολογούσαν τη νέα του θέση. Ο απολογισμός του έμπειρου και πιστού υπηρέτη της «βαθιάς Αμερικής» ο οποίος είναι φανερό ότι απλώς επιβλήθηκε από το κατεστημένο των Δημοκρατικών και, σε μεγάλο βαθμό, της Ουάσιγκτον.
Το βασικό διακύβευμα δεν αφορά φυσικά τον Μπάιντεν, αλλά τους ίδιους τους Δημοκρατικούς και την περαιτέρω πορεία τους. Με τον ίδιο, δηλαδή, τρόπο που αυτά τα οποία συμβαίνουν στο άλλο στρατόπεδο του παραδοσιακού αμερικανικού δικομματισμού δεν έχουν να κάνουν κυρίως με τον Τραμπ και το πολιτικό του μέλλον, αλλά με την ταυτότητα των Ρεπουμπλικάνων. Όπως στις τάξεις των μεν προσπαθούν (και μέχρι στιγμής καταφέρνουν) να συνυπάρχουν ο Τεντ Κρουζ, ο Μιτς ΜακΚόνελ και ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, διασφαλίζοντας ενιαία σχετικά πολιτική έκφραση διαφορετικών και ενίοτε ανταγωνιστικών τάσεων και ιδεολογιών στην κοινωνία και τη βάση του κόμματος, κάτι ανάλογο παρατηρείται στις τάξεις των δε. Εκεί όπου θα συναντήσει κανείς τον Σάντερς και την Πελόζι, τον ακραία αντιδραστικό (και φιλέλληνα) Μενέντεζ και την Αλεσάντρα Οκάσιο-Κορτέζ, οι οποίοι πασχίζουν για να γεφυρώσουν κοινωνικές ομάδες, αντιλήψεις και συμφέροντα που αποκλίνουν ολοένα περισσότερο μεταξύ τους.
Με άλλα λόγια: Το παραδοσιακά δικομματικό και εξατομικευμένο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι αναγκασμένο να κάνει… σπαγγάτο για να αντέξει τις οξυμένες αντιθέσεις και να μην απειληθεί με κατάρρευση ή ριζική αναδιάρθρωση. Η «κανονικότητα», όμως, δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια – ούτε και η αστική πολιτική και δημοκρατία. Γι’ αυτό ο Μπάιντεν είναι καταδικασμένος να αποτύχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου