Η ανάθεση του εορτασμού των 200 χρόνων στη Γιάννα Αγγελοπούλου αποκαλύπτει την πολιτική στόχευση του Κυριάκου Μητσοτάκη EUROKINISSI
Να σε ποιον άνθρωπο ανέθεσε τη νέα «εθνική προσπάθεια» ο πρωθυπουργός. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι εξάλλου να εντάξει τους εορτασμούς του 2021 στη δική του προεκλογική εκστρατεία για την επικείμενη πολιτική αναμέτρηση. Οι πολέμιοι της επιτροπής Αγγελοπούλου και η συγκρότηση άλλων «επιτροπών» με ξενόφοβη, μισαλλόδοξη και φιλοπόλεμη ατζέντα.
Το τι είχε ακριβώς στο μυαλό του ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο πλησίαζε η επέτειος των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 μπορεί καθένας να το αντιληφθεί από την επιλογή του ανθρώπου στον οποίο ανέθεσε το γενικό πρόσταγμα των εορτασμών της διακοσιετηρίδας. Ο ορισμός της Γιάννας Αγγελοπούλου μαρτυρά περισσότερα από όσα προσπαθούν να κρύψουν οι μεγαλοστομίες του πρωθυπουργού. Ηδη έχουν καταγραφεί στην «Εφ.Συν.» οι πρώτες δράσεις της Επιτροπής «Ελλάδα 1821», με τις οποίες επιχειρείται η σύμπλευση δύο φαινομενικά αντίθετων προσεγγίσεων: από τη μια μεριά επαναλαμβάνεται το παραδοσιακό ελληνορθόδοξο αφήγημα και από την άλλη το «εκσυγχρονιστικό» σχήμα που μας σέρβιρε πριν από μερικά χρόνια ο «ΣΚΑΪ» (Τάσος Κωστόπουλος, «Το Εικοσιένα με τα μάτια του “2021”», «Εφ.Συν.», 2.1.2021).
Αλλά αυτή η αντίθεση που οδήγησε σε ένα «κιτσάτο υβριδικό σχήμα» ανταποκρίνεται ακριβώς στην ταυτότητα της σημερινής Δεξιάς στην Ελλάδα, που επιχειρεί να συνδυάσει τη σκληρή εθνικιστική ατζέντα (μέσω της οποίας προσεγγίζει και ενσωματώνει ακόμα και την Ακροδεξιά) με μια ακραία προσήλωση στα οικονομικά δόγματα του νεοφιλελευθερισμού και τις πολιτικές τους απολήξεις. Δεν είναι κάτι νέο για όσους θυμούνται ότι οι ιδρυτές της σχολής του νεοφιλελευθερισμού, τα «παιδιά του Σικάγου», μπόρεσαν να δειγματίσουν το πρόγραμμά τους μόνο σε καθεστώτα όπως η χιλιανή δικτατορία του Πινοσέτ.
Η Γιάννα και το κώνειο
Παρά τις αρχικές σποραδικές αντιθέσεις που διατυπώθηκαν για μέλη της επιτροπής (Αριστείδη Χατζή), καθώς και τις περιπτώσεις παραιτήσεων (Μαρία Ευθυμίου), τελικά φαίνεται ότι όλοι έχουν αποδεχτεί την πρωτοκαθεδρία της προέδρου και καθένας περιορίζεται στον δικό του χώρο, αφήνοντας στην πρόεδρο τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δίνει την ευλογία της Εκκλησίας στην πρόεδροEUROKINISSI
Και ποιος είναι αυτός; Η κυρία Αγγελοπούλου έχει περιγράψει με σαφή τρόπο το πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο της στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Γιάννα» (Εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2013), ενώ ο αγγλικός τίτλος της αρχικής έκδοσης ήταν «Το ελληνικό μου δράμα» («My Greek drama: life, love, and one woman’s Olympic effort to bring glory to her country», Οστιν, Τέξας, 2013). Εκεί ξεκαθαρίζει ότι η ίδια ανήκει στη Δεξιά, αποκλείει το ενδεχόμενο να ενταχθεί σε κόμμα του Κέντρου τύπου ΠΑΣΟΚ, αλλά ταυτόχρονα δεν κρύβει την προτίμησή της στον Κώστα Σημίτη ως πρωθυπουργό σε σχέση με τον Κώστα Καραμανλή. Ο λόγος βέβαια είναι καθαρά προσωπικός («η κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν με τίμησε δημόσια, δεν αναγνώρισε καν την ολυμπιακή μου προσπάθεια», σ. 378).
Ο μόνος σύγχρονος Ελληνας πολιτικός που φαίνεται ότι παραδέχεται η κυρία Αγγελοπούλου είναι ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος ως υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά είχε απαντήσει σε σχετική επερώτηση του Γιάννη Πανούση, βουλευτή τότε της ΔΗΜΑΡ, βεβαιώνοντας ότι η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 υπήρξε κερδοφόρα (Πρακτικά Βουλής, 18.1.2013, σ. 398).
Η κυρία Αγγελοπούλου δηλώνει ότι το 2004 έζησε «μέχρι τελικής πτώσης την ελληνική πολιτική και τους Ελληνες πολιτικούς» (σ. 376) και ότι «πλέον γνώριζα ότι είχαμε όλοι προδοθεί [σ.σ. στην ελληνική μετάφραση έχει διατυπωθεί πιο απαλά: “οι προσδοκίες όλων μας είχαν προδοθεί”], ότι η κυβέρνηση δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να εξασφαλίσει το μέλλον εκείνο που είχαμε φανταστεί για τη χώρα». (σ. 380).
Ετσι η κυρία Αγγελοπούλου ταυτίστηκε «με την ιστορία όλων των Ελλήνων που, ξεκινώντας από τους αρχαίους χρόνους, είχαν προδοθεί, είχαν εξοστρακιστεί, είχαν παραμεριστεί, είχαν αναθεματιστεί, ή τους είχε δοθεί ακόμη και το κώνειο. Βρέθηκα αιφνιδίως σε καλή παρέα με τον Σωκράτη, τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον Φειδία, τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον Αλκιβιάδη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αμέτρητους άλλους» (σ. 378).
Στο βιβλίο επαναλαμβάνεται κάθε τόσο η απέχθειά της προς την πολιτική: «Η πολιτική συχνά εκτροχιάζει κάθε γνήσια προσπάθεια μεταρρύθμισης στα θέματα διακυβέρνησης» (σ. 388). Βέβαια η ίδια είναι σαφώς τοποθετημένη στη Δεξιά. Παραδέχεται ότι αποφάσισε την επανέκδοση της εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» το 2006, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα «αριστερόστροφα μέσα ενημέρωσης» που κατά τη γνώμη της επικρατούσαν στην Ελλάδα. Στην ελληνική έκδοση έχει και πάλι απαλυνθεί η στρατευμένη διατύπωση με την προσθήκη «και με λαϊκίστικη λογική» (σ. 382).
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η πρόεδρος της επιτροπής μάς έκανε απολύτως λιανά τις προθέσεις της. Ως προς την τεχνική που χρησιμοποιεί σήμερα στο νέο της πόστο, και πάλι μας διαφωτίζει η αυτοβιογραφία της, όπου υιοθετεί την άποψη του Κλίντον ότι «οι ΜΚΟ και οι συνεργασίες ιδιωτικού-δημόσιου τομέα, καθώς και μια σειρά από άλλες ad hoc συμμαχίες μπορούν να προσεγγίσουν αποτελεσματικότερα τα πράγματα» (σ. 389).
Να λοιπόν σε ποιον άνθρωπο ανέθεσε τη νέα «εθνική προσπάθεια» ο πρωθυπουργός. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι εξάλλου να εντάξει τους εορτασμούς του 2021 στη δική του προεκλογική εκστρατεία για την επικείμενη πολιτική αναμέτρηση. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η κυβερνητική επίσπευση διά του κ. Βορίδη της ψήφου των αποδήμων συνδυάστηκε με τις δράσεις της επιτροπής Αγγελοπούλου. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, έχουν κατατεθεί 386 προτάσεις εκδηλώσεων από την Ελλάδα και 319 από τους αποδήμους.
Η Αγία Λαύρα των Πρεσπών
Για το πώς επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί από τους υπερσυντηρητικούς κύκλους η επέτειος των 200 ετών είναι απολύτως χαρακτηριστική η συγκρότηση μιας δεύτερης επιτροπής, η οποία αποκαλείται «Τιμή στο 1821» και δημιουργήθηκε «προκειμένου η ελληνική κοινωνία να εορτάσει και να τιμήσει με τον προσήκοντα τρόπο τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, καθώς η αντίστοιχη κρατική επιτροπή που συνεστήθη υπό τον τίτλο “Ελλάδα 21”, με τη σύνθεση των ιστορικών που την αποτελούν, απέδειξε αδιαμφισβήτητα ότι συγκροτήθηκε για να αποδομήσει τους ήρωες, τους στόχους και τα ιδανικά της Επανάστασης» (timisto1821.gr).
Αναβίωση του «Δικτύου 21» ως αντιπολίτευση στην επίσημη Επιτροπή
Τα πρόσωπα που στελεχώνουν αυτή τη δεύτερη επιτροπή είναι ενδεικτικά και των προθέσεών της. Πρόεδρος, η ομότιμη καθηγήτρια Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, η οποία είχε πριν από λίγα χρόνια αναλάβει την επιστροφή στη δραχμή μέσω του Grexit, και μαζί της ο Οθων Ιακωβίδης, ο οποίος δηλώνει «πρωτεργάτης των μεγάλων συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία», η καθηγήτρια Μαρία Μαντουβάλου, η πολέμιος του Βολτέρου, αλλά και τρία άλλα άτομα που δηλώνουν «απόγονοι αγωνιστών του 1821».
Παράλληλα μ’ αυτή την πρωτοβουλία οργανώνονται και άλλοι πολέμιοι της επιτροπής Αγγελοπούλου, μέσω της οργάνωσης «Αρδην» του Γ. Καραμπελιά, με εκδηλώσεις στις οποία συναντάμε όχι μόνο γνωστά στελέχη του εθνικοπατριωτικού χώρου (Κ. Γρίβα, Κ. Χολέβα κ.ά.), αλλά ακόμα και κυβερνητικά στελέχη, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του υφυπουργού Παιδείας Αγγελου Συρίγου.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αναβίωση ομαδοποιήσεων που συντονίστηκαν κάποτε ως «Δίκτυο 21», αναζήτησαν στη συνέχεια την προστασία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, συντονίστηκαν εν όψει του «ερυθρού κινδύνου» που αποτελούσε γι’ αυτούς η κυβέρνηση Τσίπρα και τους ξανασυναντήσαμε πριν από δύο χρόνια στις κινητοποιήσεις κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Στόχος τους δεν είναι η φιλοσοφία της επιτροπής, όπως προκύπτει από τις εμπνεύσεις της κυρίας Αγγελοπούλου, αλλά η συμμετοχή σ’ αυτήν κάποιων ιστορικών, με το επιστημονικό έργο των οποίων δεν συμφωνούν και το θεωρούν «αισχρό». Κατά την επίσημη συνέντευξη Τύπου της επιτροπής «Τιμή στο 1821» οι συντονιστές έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι τα σχολικά βιβλία Ιστορίας «πρέπει να καούν».
Αυτές οι ομάδες πίεσης λειτουργούν όπως παλιότερα ο ΛΑΟΣ, ως μοχλοί επιβολής της δικής τους ξενόφοβης, μισαλλόδοξης και φιλοπόλεμης ατζέντας.
Πώς οι εορτασμοί των 50, 100 και 150 χρόνων έστρωσ αν το χαλί για το πρόγραμμα των 200 χρόνων
Τα 50 χρόνια και ο Γρηγόριος Ε'
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, έργο του Γεωργίου Φυτάλη και δίπλα ο Ρήγας μπροστά στο Πανεπιστήμιο, έργο του Ιωάννη Κόσσου
Για τον τρόπο που οικοδομήθηκε η επίσημη εθνική αφήγηση για την Επανάσταση του 1821 και το πρόγραμμα των 200 ετών, έχουν ιδιαίτερη σημασία οι εορτασμοί των 50, των 100 και των 150 χρόνων. Το 1871 είχε προγραμματιστεί να ανεγερθούν ταυτόχρονα στην πρόσοψη του κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών δύο ανδριάντες, του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και του Ρήγα Βελεστινλή.
Πώς μπόρεσαν οι αρχές της εποχής να συνταιριάσουν δύο ιστορικές μορφές τόσο αντίθετες; Πώς είναι δυνατόν να τιμάται ταυτόχρονα η μνήμη ενός ριζοσπάστη επαναστάτη, του Ρήγα Βελεστινλή, και του Πατριάρχη που εξέδωσε ειδική εγκύκλιο το 1798 εναντίον του έργου του και βέβαια το 1821 αποκήρυξε την Επανάσταση; Η απάντηση είναι απλή: Ουδέποτε έγινε αυτό το συνταίριασμα. Για την ακρίβεια, οι δύο ανδριάντες παραγγέλθηκαν μεν την ίδια χρονιά (1869), αλλά τοποθετήθηκαν με διαφορά ενός έτους και η αποκάλυψή τους έγινε σε εντελώς ξεχωριστή τελετή (Ηλίας Μυκονιάτης, «Οι ανδριάντες του Ρήγα και του Γρηγορίου Ε'», περ. «Ελληνικά», τ. 35, 1984, σ. 355-370).
Το ενδιαφέρον έχει ότι ενώ ο ανδριάντας του Ρήγα είχε ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 1971, τα αποκαλυπτήριά του έγιναν μόλις στις 16 Ιουνίου, ύστερα από πολλές αναβολές λόγω απουσίας των βασιλιάδων σε μια ψυχρή τελετή που σχολιάστηκε αρνητικά από σημαντική μερίδα του Τύπου, ενώ και ο ανδριάντας δέχτηκε δριμεία κριτική.
Τη μάχη των εντυπώσεων της πεντηκονταετηρίδας κέρδισε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε', του οποίου ο ανδριάντας δεν είχε ολοκληρωθεί, αλλά είχε εν τω μεταξύ διοργανωθεί η επιχείρηση μετακομιδής των οστών του από την Οδησσό (Τάσος Κωστόπουλος, «Η εθνική αποκατάσταση του αφοριστή», «Εφ.Συν.», 26.4.2020 και Χάρης Εξερτζόγλου, «Η μετακομιδή των οστών του Γρηγορίου Ε' και η πεντηκονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης», περ. «Μνήμων», τ. 23, 2001, σ. 153-182).
Ο εορτασμός της επετείου ορίστηκε αρχικά για τις 10 Απριλίου (ημέρα εκτέλεσης του Γρηγορίου) και τελικά πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1871. Μέσω αυτής της μετάθεσης επιδιώχθηκε και η «πολιτική νομιμοποίηση» του βασιλιά Γεωργίου. «Ο εορτασμός της πεντηκονταετηρίδας της Επανάστασης έφθασε να συμπέσει με την ονομαστική γιορτή του Γεωργίου και, παρ' όλο που εν τέλει οι δύο τελετές διαχωρίστηκαν, η χρονική εγγύτητα ανακαλούσε συνειρμικά τη συμβολική τους σύνδεση». Αυτό ήταν στο πλαίσιο του συνδυασμού των «εθνικών» με τις «δυναστικές» (βασιλικές) επετείους (Χριστίνα Κουλούρη, «Γιορτάζοντας το έθνος: εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα», στο «Αθέατες όψεις της Ιστορίας», Αθήνα 2012, 181-210).
Με τις ρυθμίσεις αυτές, κατοχυρώθηκε και στο συμβολικό επίπεδο το αφήγημα της μοναρχικής Δεξιάς εκείνης της περιόδου, ενώ εξαφανίστηκε απολύτως το μήνυμα του Ρήγα, για μια επανάσταση που θα συνένωνε στην ίδια δημοκρατική πολιτεία ανθρώπους χωρίς καμιά διάκριση καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας. Ακόμα και στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Ρήγα δεν ακούστηκε ο «Θούριος», αλλά ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν». Ομως πώς να ακουστούν σ’ εκείνο το πλαίσιο οι στίχοι «Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, / αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή, / για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί» ή ακόμα χειρότερα «Να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βαστούν / και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν»;
Με τη φίμωση του κηρύγματος του Ρήγα, ο αφορισμός του Πατριάρχη θριάμβευε πλέον και στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Τα 100 χρόνια και ο Γρηγόριος Ε'
Πενήντα χρόνια αργότερα, το 1921, η Ελλάδα βρισκόταν σε μια πολύ κρίσιμη ιστορική περίοδο, με τη μικρασιατική εκστρατεία να οδεύει στη δραματική κορύφωση. Αποφασίστηκε η αναβολή του εορτασμού της εκατονταετηρίδας, αλλά και πάλι επινοήθηκε ένας τρόπος να δοθεί χωρίς μεγάλες προετοιμασίες το ίδιο μήνυμα. Στο επίκεντρο βρέθηκε και πάλι ο Γρηγόριος Ε', ο οποίος ανακηρύχτηκε «Αγιος» από την Εκκλησία.
Η αγιοκατάταξη του Γρηγορίου έθεσε βέβαια οριστικό τέλος στις προσπάθειες επιστημονικής διερεύνησης σχετικά με το ιστορικό πρόσωπο του μοιραίου Πατριάρχη. Η επικρότηση της δικής του εθελόδουλης στάσης θα συνδυαστεί με την οριστική εκμηδένιση της επαναστατικής φωνής του Ρήγα. Πριν από λίγα χρόνια, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε σε μελέτη του ευθαρσώς παραδεχτεί ότι ο Πατριάρχης «κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να φαίνεται τουρκικώτερος των Τούρκων σ’ επαίνους, εξευτελιστικές κολακείες και διαβεβαιώσεις περί ασφαλείας και τάξεως από πλευράς υπηκόων. Αυτά συνιστούσε να κάνουν και οι άλλοι».
Αντίθετα, κατά τον Χριστόδουλο, ο Ρήγας υπήρξε «ένας οραματιστής, με πρόγραμμα επαναστατικό αλλά με βάσι τις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως, που δεν άγγιζαν το μέγα πρόβλημα της υπόδουλης χώρας. Απεναντίας έσπερναν αναρχία και θεωρητική εξέγερσι. Κρινόμενος ο Ρήγας με τα μέτρα της εποχής του ήταν ένας επικίνδυνος ονειροπόλος. Η υπό στυγνή δουλεία Ελλάς είχε ανάγκη πολιτικής όχι κοινωνικής επαναστάσεως». Το συμπέρασμα του ιεράρχη είναι ότι ο Ρήγας υπήρξε «ένας σκόπελος», τον οποίο «εξεπέρασε ο Γρηγόριος» (Χριστόδουλος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, «Ο εθνάρχης της οδύνης Γρηγόριος Ε'», εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004).
Αυτά όλα δεν σημαίνουν ότι αυτή η εξόφθαλμη πλαστογράφηση της Ιστορίας πέρασε χωρίς αντίλογο. Η «αγιοκατάταξη» του Γρηγορίου, σύμφωνα με έγκυρο εκκλησιαστικό αναλυτή, στέλεχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, «δεν έγινε αποδεκτή στη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος», εφόσον «αν και η Εκκλησία της Ελλάδος μετά πολλούς δισταγμούς και ταλαντεύσεις ανεκήρυξεν Αγιον το 1921 τον Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε' δι’ επισήμου συνοδικής αποφάσεως, ούτος δεν επεβλήθη εισέτι εις συνείδησιν του πληρώματος ως Αγιος» (Γ. Τσέτσης, «Η ένταξις των Αγίων εις το εορτολόγιον της Εκκλησίας πάλαι και νυν», Κωνσταντινούπολη 1962).
Τα 150 χρόνια και ο Παττακός
Η πιο κοντινή στις μέρες μας απόπειρα εορτασμού είναι δυστυχώς το 1971, όπου η χούντα φρόντισε να αξιοποιήσει την επέτειο για τους δικούς της προπαγανδιστικούς σκοπούς. Είναι κοντινή όχι μόνο επειδή χρονικά είναι πιο πρόσφατη, αλλά επειδή οι εμπνεύσεις των οργανωτών της επετείου των 150 χρόνων θυμίζουν πολύ τα όσα διαδραματίζονται ήδη στη χώρα μας με αφορμή τα 200.
● Ορίστηκε και τότε μια επιτροπή εορτασμού που είχε κι εκείνη ρόλο δευτερεύοντα αν όχι διακοσμητικό.
● Τη θέση του προέδρου ανέλαβε ένα υπερδραστήριο άτομο που θεωρούσε ότι ο κόσμος γυρίζει γύρω του, ο αντιπρόεδρος της χούντας Στυλιανός Παττακός.
● Το βασικό έργο του ήταν να περιοδεύει ανά την Ελλάδα και να οργανώνει τελετές αποθέωσης του κιτς, θεωρώντας ότι έτσι ενισχύεται το «εθνικό» και «θρησκευτικό» συναίσθημα των «Ελλήνων Χριστιανών».
● Κεντρικό ρόλο είχε και τότε το «Νομισματικό πρόγραμμα» του εορτασμού.
● Ο προπαγανδιστής του καθεστώτος Σάββας Κωνσταντόπουλος διακήρυσσε το γνωστό: «Οι Ελληνες εξηγέρθησαν το 1821 διά να γίνουν ανεξάρτητον κράτος και όχι διά να λύσουν το εσωτερικόν πρόβλημα του πώς θα κυβερνώνται» («Ελεύθερος Κόσμος», 25.3.1971).
Ελεύθερος Κόσμος, 25.3.1971
● Τα κινηματογραφικά «Επίκαιρα» της χουντικής περιόδου που συγκέντρωσε ο σκηνοθέτης Φώτος Λαμπρινός περιλαμβάνουν εικόνα από τη συνεδρίαση της «ειδικής πολυμελούς επιτροπής», με τον σπίκερ «να μας ενημερώνει πως ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος παρέδωσε στον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Παττακό «τόμον περιέχοντα τας εκκλησιαστικάς και λοιπάς θρησκευτικάς τελετάς που θα πραγματοποιηθούν επ’ ευκαιρία του εορτασμού» (Φώτος Λαμπρινός, «Χούντα είναι. Θα περάσει; Τα κινηματογραφικά Επίκαιρα στη διάρκεια της δικτατορίας», εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2013).
● Η περιδιάβαση της κάμερας των χουντικών «Επικαίρων» σε πόλεις και τοποθεσίες της χώρας που σχετίζονται (πραγματικά ή φαντασιακά) με το 1821 ολοκληρώνεται με τις γιορτές που διοργάνωναν οι διορισμένοι τοπικοί άρχοντες, σε τελετές πληκτικά παρόμοιες με τις σημερινές.
Η πιο αντιδραστική Δεξιά του τόπου είχε αναλάβει πλήρως το έργο. Ορισμένα στελέχη της προδικτατορικής ΕΡΕ, που δεν είχαν ταυτιστεί με τη χούντα, επιχείρησαν να αντιδράσουν. Ο Ιωάννης Ράλλης προχώρησε και στην έκδοση της μπροσούρας «Η αλήθεια για τους Ελληνες πολιτικούς», με στόχο να απαντήσει στους ισχυρισμούς της χούντας ότι «ανεπάρκειαι της πολιτικής ηγεσίας εμπόδισαν να ολοκληρωθούν οι πόθοι των μαχητών» του 1821. Στις 25.3.1971 υπήρξε και κοινή δήλωση δημοκρατών πολιτικών με επικεφαλής τον τελευταίο νόμιμο πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, στην οποία δηλωνόταν ότι «ο Ελληνικός Λαός δεν είναι ελεύθερος» και ότι «δεν εορτάζομεν εις τας δημοσίας εκδηλώσεις που οργανώνει το καθεστώς. Την εορτάζομεν άλλοι εις την φυλακήν, άλλοι εις την εξορίαν, άλλοι υπό συνεχή παρακολούθησιν των μυστικών οργάνων του καθεστώτος»…
Αντίθετα, οι δύο ηγετικοί πόλοι της Δεξιάς (Κ. Καραμανλής, Γκλίξμπουργκ) παρέμειναν σιωπηλοί. Μάλιστα ο Καραμανλής συμβούλεψε τον Γκλίξμπουργκ να μην κάνει διάγγελμα στις 25 Μαρτίου 1971. Αλλο που δεν ήθελε εκείνος.
Η επιστροφή της διοικούσας Εκκλησίας
Ο κ. Ιερώνυμος από τον Οσιο Λουκά κηρύσσει τον δικό του ιερό πόλεμο
Δεν μένει πάντως καμιά αμφιβολία ότι ηγεμονικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση των επίσημων εορτασμών για τα 200 χρόνια έχει αναλάβει η Εκκλησία της Ελλάδος. Τόσο η επίσημη επιτροπή όσο και οι διαφωνούντες υπερεθνικόφρονες διεκδικούν την ευλογία της. Η Ιερά Σύνοδος ήταν εξάλλου η πρώτη που είχε φροντίσει να βάλει τη δική της σφραγίδα στις σχετικές προετοιμασίες, διοργανώνοντας από το 2012 δέκα συνέδρια με θέμα ακριβώς το 1821. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτά τα συνέδρια υπήρξαν περισσότερο ανοιχτά στις διαφορετικές απόψεις (λ.χ. τις ενοχλητικές ιδέες του Διαφωτισμού και του Ρήγα), από όσο οι ποικίλοι μη ρασοφορεμένοι μαχητές της σύγχρονης «Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών». Βέβαια επικράτησε η επίσημη εκκλησιαστική ερμηνεία και καταγγέλθηκαν η Δύση και ο Διαφωτισμός, αλλά χωρίς ακραίο φανατισμό.
Ισως έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι ανέλαβε τη διοργάνωσή τους ο μετριοπαθής μητροπολίτης Δημητριάδος Ανθιμος. Εξάλλου και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δεν ακολουθούσε μέχρι πρότινος το πρότυπο του Χριστόδουλου που είχε μεταφέρει τα λάβαρα της Αγίας Λαύρας στο Σύνταγμα ως σημαίες κατά των αντιχρίστων που ήθελαν να διαγράψουν το θρήσκευμα από τις αστυνομικές ταυτότητες.
Κάτω, όμως, από τις νέες συνθήκες, παρουσιάστηκε και ο Ιερώνυμος πριν από λίγο καιρό με μισαλλόδοξο λόγο, εμφανίζοντας την Επανάσταση ως έναν «ιερό πόλεμο» των χριστιανών κατά των μουσουλμάνων: «Οπως ξέρουμε, το Ισλάμ δεν είναι θρησκεία. Είναι πολιτικό κόμμα. Είναι πολιτική επιδίωξις. Και είναι οι άνθρωποι του πολέμου. Οι άνθρωποι της εξαπλώσεως. Αυτό είναι χαρακτηριστικό του Ισλάμ. Το λέει και η διδασκαλία του Μωάμεθ» («Open», 15.1.2021).
Η ακραία αυτή τοποθέτηση προκάλεσε αντιδράσεις και υποχρέωσε την Αρχιεπισκοπή να επιχειρήσει να τα μαζέψει: «Ο Μακαριώτατος δεν εννοούσε τίποτε περισσότερο από τη διαστροφή της ίδιας της μουσουλμανικής θρησκείας από μία δράκα ακραίων φονταμενταλιστών, που σπέρνουν τον τρόμο και τον θάνατο σε όλη την Οικουμένη». Αλλά βέβαια ήταν αργά. Ο Ιερώνυμος πήρε τα συγχαρητήρια του καταδικασμένου ναζιστή Λαγού, του ίδιου που πέρσι τον Ιανουάριο ζητούσε να παραιτηθεί ο αρχιεπίσκοπος ως «μοιραίος και ανάξιος θρησκευτικός ηγέτης».
ΠΗΓΗ ΕΦΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου