Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Οι βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα-Το παρασκήνιο μιας συμφωνίας 68 χρόνων

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Στις 12 Οκτωβρίου 1953, οι Έλληνες διάβασαν στις εφημερίδες μια κυβερνητική ανακοίνωση που έγραφε.
«Εις εκπλήρωσιν των εκ του άρθρου 3 της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού απορρεουσών υποχρεώσεών των, η κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος με την έγκρισιν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως και η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπέγραψαν σήμερον μίαν Διμερήν Συμφωνίαν, παρέχουσα εις τας Ηνωμένας Πολιτείας το δικαίωμα όπως βελτιώσωσιν και χρησιμοποιήσωσιν από κοινού μετά της ελληνικής κυβερνήσεως ορισμένα αεροδρόμια και ναυτικάς εγκαταστάσεις εν Ελλάδι.»

Επρόκειτο με απλά λόγια, για τη συμφωνία, βάσει της οποίας εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα οι στρατιωτικές βάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.

Από τότε έχουν περάσει 68 χρόνια και οι αμερικανικές βάσεις… από 40 κύματα!

Πολιτικά κόμματα, αντίθετες ιδεολογικές ομάδες, συνιστώσες και σχηματισμοί, η σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με το σύνθημα «έξω οι βάσεις» προσπάθησαν να τις κλείσουν, αλλά επικράτησε η ρήση του Καραμανλή «ανήκουμε εις την Δύσιν» και οι βάσεις παραμένουν μέχρι σήμερα, με τις ΗΠΑ, ένα από τους βασικούς και ισχυρούς συμμάχους της Ελλάδας.

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΓΟΥ

Στις 24 του Φλεβάρη 1947, ο Βρετανός πρεσβευτής στις ΗΠΑ ενημέρωνε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζ. Μάρσαλ, ότι η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να στηρίζει την ελληνική κυβέρνηση και το θρόνο.

Έτσι, σχετικά με αυτήν τη στήριξη του καθεστώτος στην Ελλάδα, τη σκυτάλη έπαιρναν οι Αμερικανοί.

Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο Πρόεδρος Τρούμαν εξήγγειλε το «δόγμα» του – το δόγμα της αμερικανικής εμπλοκής στην Ελλάδα και στην Τουρκία.

Δεν πρόκειται για τέλειες Δημοκρατίες – εξηγούσε στο Κογκρέσο – αλλά η στρατηγική τους σημασία είναι τεράστια, αποτελούν τις πύλες για τη Μαύρη Θάλασσα και την καρδιά της ΕΣΣΔ.

Τον Μάρτιο του ιδίου χρόνου εγκρίθηκαν τα πρώτα κονδύλια αμερικανικής «βοήθειας» για την Ελλάδα και την Τουρκία.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο, υπογράφηκε η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία.

Το 1952, οι ΗΠΑ ζήτησαν από την κυβέρνηση Πλαστήρα – Βενιζέλου, να τους παραχωρήσει και αεροπορικές βάσεις, πράγμα που πρακτικά σήμαινε να χρησιμοποιούν ανεξέλεγκτα όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά αεροδρόμια.

Το σχέδιο συμφωνίας, που είχε αποδεχτεί η κυβέρνηση Πλαστήρα – Βενιζέλου, έλεγε μεταξύ άλλων ότι «η βασιλική ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί στην κυβέρνηση των ΗΠΑ το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές αεροπορικές υπηρεσίες και επικοινωνίες, σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, για μεταβατική περίοδο τριών χρόνων».

Η συμφωνία δεν υπογράφτηκε λόγω εκλογών, τις οποίες «κέρδισε» το κόμμα «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλ. Παπάγου.

Πριν περάσει χρόνος από την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης Παπάγου υπογράφεται η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις.

Ήταν 12 Οκτωβρίου του 1953.


Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ

Από το 1974, μετά την πτώση της χούντας και την επαναφορά του αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπαίνουν σε νέο πλαίσιο.

«Πολλά πράγματα άλλαξαν», έγραφε σ’ ένα κύριο άρθρο της η «Καθημερινή», ζητώντας «εκσυγχρονισμό» της συμφωνίας του 1953.

Άλλωστε, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα φούντωνε με σαφή αντιαμερικανικό προσανατολισμό, βάζοντας στόχους που εκφράζονταν με τα συνθήματα:

«Έξω οι βάσεις του θανάτου», «Έξω η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ».

Η προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» άρχισε το 1976. Το 1977, στις 26 Ιουλίου, μονογραφήθηκε ένα σχέδιο νέας ελληνοαμερικανικής συμφωνίας, από τον Δ. Μπίτσιο και τον Χ. Κίσινγκερ.

Το σχέδιο έμεινε σχέδιο!

Το έργο του «εκσυγχρονισμού» έμελλε να το φέρει σε πέρας η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου.

Από την αντιπολίτευση, ο Παπανδρέου στιγμάτιζε την πολιτική των «εθνικών ανταλλαγμάτων» με ιδιαίτερη οξύτητα.

Όταν έγινε πρωθυπουργός, το 1981, ο τόνος άλλαξε.

«Η κυβέρνησή μου – έλεγε στην πρώτη του συνέντευξη σε αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο – θα ζητήσει εγγύηση των ανατολικών συνόρων μας.

Εγγύηση που μπορεί να πάρει τη μορφή απλής δήλωσης, από μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι εγγυημένα, απέναντι σε κάθε απειλή».

Από την πλευρά των Αμερικανών, τα πράγματα είναι πολύ πιο καθαρά.

Δεν ήταν αντίθετοι τον εκσυγχρονισμό της συμφωνίας του 1953 αλλά με άλλους όρους .

Και κυρίως για την επέκταση της σφαίρας δράσης τους στη Μέση Ανατολή και στον Περσικό, αλλά και για την υπονόμευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ.

Το 1980, αφού είχαν περάσει τρία «νεκρά» χρόνια από τη μονογράφηση του σχεδίου νέας συμφωνίας, άρχισαν νέες συνομιλίες για το καθεστώς των βάσεων στην Ελλάδα, ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη.

Οι Αμερικανοί υποβάλλουν νέο σχέδιο, το οποίο η Αθήνα απορρίπτει. Αντιπροτείνεται ελληνικό αντισχέδιο, αλλά ήδη, από τις αρχές του 1981, καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, οι Αμερικανοί κάνουν σαφές ότι δε θέλουν να υπογράψουν συμφωνία με την κυβέρνηση Ράλλη.

Οδηγούν τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο στις 18 του Ιουνίου.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαρρέει:

Θέλουμε να διαπραγματευτούμε με τη νέα κυβέρνηση, που δεν πιστεύουμε ότι θα είναι κυβέρνηση ΝΔ…

Και ο Α. Παπανδρέου δηλώνει, τότε, «πολυσήμαντα» ότι θα διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ, αν γίνει κυβέρνηση, και ότι …«η απομάκρυνση των βάσεων από το έδαφός μας μπορεί να περάσει από μια πρώτη φάση στεγανοποίησης».

ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ «ΦΕΥΓΟΥΝ»

Η συνέχεια είναι γνωστή.

Τον Οκτώβρη του 1982 άρχισαν νέες διαπραγματεύσεις για το καθεστώς των βάσεων, που διάρκεσαν εννέα μήνες, διακόπηκαν δεκάδες φορές, άλλες τόσες δόθηκε η εντύπωση ότι ναυαγούν, μα εν τέλει οδήγησαν σε «αίσιο τέλος», στις 15 Ιουλίου 1983.

Υπογράφηκε η λεγόμενη συμφωνία απομάκρυνσης των βάσεων.

Το Μάρτη του 1986, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Σουλτς έρχεται στην Αθήνα και ανακοινώνει ότι πέτυχε μια συμφωνία με τον Έλληνα πρωθυπουργό, να αρχίσουν νέες συνομιλίες ώστε να λυθεί «έγκαιρα, πολύ πριν το Δεκέμβρη του 1988» το θέμα του μέλλοντος των βάσεων.

Έτσι στις 23 Ιανουαρίου του 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Βουλή αναγγέλλει επίσημα την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων για τις βάσεις επί μηδενικής βάσης.

Ουσιαστικά, οι διαπραγματεύσεις όχι μόνο είχαν ξεκινήσει, αλλά μάλλον υπήρχε και κατ’ αρχήν κατάληξη.

Στη συνέχεια στις 24 Μαΐου ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοινώνει ότι το νέο κείμενο που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα μπει στην έγκριση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα.

Στις 13 Ιουνίου 2001 στις Βρυξέλλες από τους υπουργούς Εξωτερικών, Ελλάδας και ΗΠΑ, Γ. Παπανδρέου και Κ. Πάουελ, υπογράφτηκε στα πλαίσια της ετήσιας ανανέωσης παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα…

Σήμερα υπάρχει επίσημα επί του ελληνικού εδάφους μόνο μία αμερικανική βάση, η υπέρ-βάση της Σούδας, όπου έχουν συγκεντρωθεί οι δραστηριότητες και των άλλων αμερικανικών βάσεων που έκλεισαν (Ν. Μάκρη, Ελληνικό, Γούρνες). Η βάση αυτή είναι η μόνη που διέπεται από το καθεστώς της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις, που μπήκε σε ισχύ το 1990 και συνεχίζει να είναι σε ισχύ και σήμερα με ετήσιες ανανεώσεις.

Η βάση της Σούδας, εξάλλου, εντάσσεται, σύμφωνα με τις πρόσφατες κυβερνητικές δηλώσεις, στις «επιχειρησιακές διευκολύνσεις» που παρέχει η Ελλάδα στα αμερικανικά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη τα οποία πήραν μέρος στον πόλεμο του Αφγανιστάν και στο Ιράκ και πρόσφατα στη Συρία.

Η προσφορά της βάσης της Σούδας στην εξυπηρέτηση των αμερικανικών σχεδίων είναι ιδιαίτερα σημαντική και αναντικατάστατη ιδιαιτέρως μετά την κρίση στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία.

Με πληροφορίες από το iEllada.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου