Στο πλαίσιο της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για τον έλεγχο των ενεργειακών πόρων και τους δρόμους μεταφοράς τους, οξύνεται και ο ανταγωνισμός των στρατιωτικών δαπανών, και μάλιστα σε μια περίοδο που η πανδημία τσακίζει τους λαούς που θυσιάζονται στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας και των ανταγωνισμών του.
Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία έκθεση «Military Balance 2021» του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου (IISS), παρά τη μείωση κατά 4,4% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν το 2020 κατά 3,9%, σε 1,83 τρισ. δολάρια – οι υψηλότερες όλων των εποχών.
Σύμφωνα με την έκθεση, «η σύγκρουση και η αντιπαράθεση» όχι μόνο «δεν υποχώρησαν», αντίθετα «ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων συνέχισε να οδηγεί τους αμυντικούς σχεδιασμούς και τα εξοπλιστικά προγράμματα» των κρατών.
Θυμίζουμε ότι σε εξέλιξη είναι, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι σε Συρία, Λιβύη, Υεμένη, οι συγκρούσεις στην Αφρική, όπως η μακροχρόνια στην υποσαχάρια ζώνη του Σαχέλ και πιο πρόσφατα αυτή στην Αιθιοπία, ενώ στο Ναγκόρνο Καραμπάχ αναζωπυρώθηκε πέρυσι η παλιά σύγκρουση Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν, με εμπλοκή της Τουρκίας και της Ρωσίας.
Ενώ στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, εντείνεται και ο ανταγωνισμός ιμπεριαλιστικών κέντρων και κρατών για τον έλεγχο των αγορών, και διαμορφώνονται εστίες πολεμικής αναμέτρησης από την Ανατολική Μεσόγειο, τον Νότιο Καύκασο, την Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία έως την Αρκτική.
Σε αυτή την κούρσα των εξοπλισμών οι ΗΠΑ – Κίνα πρωτοστατούν, στο πλαίσιο του μεταξύ τους ανταγωνισμού για παγκόσμια κυριαρχία.
Το 2020 οι ΗΠΑ δαπάνησαν για στρατιωτικούς σκοπούς 730 δισ. δολάρια ή το 40,3% των παγκόσμιων δαπανών. Αν συμπεριληφθούν και οι προϋπολογισμοί για πυρηνικά όπλα και βετεράνους, οι δαπάνες τους προσεγγίζουν το 1 τρισ. δολάρια.
Στην Ασία, που αντιπροσωπεύει το 25% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, η αύξηση οφείλεται κυρίως στην Κίνα. Ο στρατιωτικός της προϋπολογισμός, με συνεχόμενη ανοδική πορεία, πέρυσι αυξήθηκε κατά 5,2%, σε 193,3 δισ. δολάρια, ο δεύτερος μεγαλύτερος μετά τις ΗΠΑ. Κυρίως η Κίνα αναπτύσσει το Ναυτικό της, τόσο για να ενισχύσει τη θέση της στα παράκτια ύδατα που διεκδικεί, όσο και για να έχει το Ναυτικό της επιχειρησιακή ικανότητα και στις επτά θάλασσες.
Στο βαθμό που ενισχύεται η δυνατότητα της Κίνας να απειλήσει τα επόμενα χρόνια την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας εκτός από οικονομικό υπόβαθρο έχει, φυσικά, άμεση αντανάκλαση και σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Οι αυξήσεις στον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ και της Κίνας αντιπροσωπεύουν σχεδόν τα 2/3 της συνολικής αύξησης των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών το 2020.
Φώτο Αρχείου / Άσκηση “MALABAR” 2018 με τη συμμετοχή των Πολεμικών Ναυτικών Ινδίας – ΗΠΑ- Ιαπωνίας / Πηγή: US NAVY
Ακολουθούν με μεγάλη διαφορά η Ινδία, με δαπάνες για στρατιωτικούς σκοπούς 64,1 δισ. δολάρια, η Μεγάλη Βρετανία με 61,5 δισ. δολάρια, η Ρωσία με 60 δισ. και η Γαλλία με 55 δισ. (48,3 δισ. ευρώ). Η Γερμανία είναι στην έβδομη θέση με 51,3 δισ. δολάρια (42,6 δισ. ευρώ), σημειώνοντας συνεχή αύξηση από το 2014, που είχε 39,2 δισ. δολάρια.
Ενισχύεται η επιχειρησιακή ικανότητα του ΝΑΤΟ. Σε σχέση με το 2014, όταν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουαλία αποφασίστηκε η δραστική αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών – μελών, οι 28 ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ δαπάνησαν πέρυσι 20% περισσότερα για την Άμυνα.
Από αυτές, εννέα έχουν ήδη πετύχει το στόχο που τέθηκε στην Ουαλία για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2024: Ελλάδα, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρουμανία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Πολωνία, Νορβηγία. Εκτός των τριών πρώτων, οι υπόλοιπες είναι όλες στη ζώνη περικύκλωσης της Ρωσίας. Το μέσο ποσοστό αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ μεταξύ των κρατών του ΝΑΤΟ αυξήθηκε από 1,25% το 2014 σε 1,64% το 2020. Είναι ενδεικτικό ότι οι αμυντικές δαπάνες του Ηνωμένου Βασιλείου θα αυξηθούν κατά 24 δισ. λίρες τα επόμενα τέσσερα χρόνια, διασφαλίζοντας ότι το ΗΒ θα διατηρήσει τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στην Ευρώπη και τον δεύτερο μεγαλύτερο στο ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ.
Η βορειοατλαντική συμμαχία συνεχίζει να εστιάζει στην Πρωτοβουλία Ετοιμότητας του ΝΑΤΟ, με στόχο τη βελτίωση της επιχειρησιακής ετοιμότητας των υπαρχουσών δυνάμεων. ΝΑΤΟικές δυνάμεις αναπτύσσονται σε πολλές περιοχές του πλανήτη, από το Αφγανιστάν και το Κόσοβο έως τη Βαλτική και τον Καύκασο, σε Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα και Αφρική.
Το ΝΑΤΟ για το 2030, θέτει ανοικτά «στο στόχαστρο την Κίνα», επισημαίνει η έκθεση του IISS, υπενθυμίζοντας τα λόγια του γγ του ΝΑΤΟ ότι η άνοδος της Κίνας «ουσιαστικά αλλάζει την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων».
Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, διαπερνούν όμως και στις αμυντικές σχέσεις μεταξύ κρατών της ΕΕ – και μεταξύ συμμάχων του ΝΑΤΟ. π.χ. διάσταση συμφερόντων ή προτεραιοτήτων μεταξύ ΗΠΑ – Γερμανίας, ΗΠΑ – Γαλλίας, Γαλλίας – Γερμανίας, ή Γαλλίας – Τουρκίας. Παράλληλα υπάρχει διάσταση απόψεων και συμφερόντων ΗΠΑ – ΕΕ για την αντιμετώπιση της Κίνας, ενώ διαφοροποιημένα είναι τα συμφέροντα και ως προς τη σχέση με τη Ρωσία.
π.χ. Οι ΗΠΑ έχουν γεωπολιτικά συμφέροντα και «δεσμεύσεις ασφαλείας» στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού μεγαλύτερες απ’ ό,τι η ΕΕ, η οποία έτσι μπορεί να βλέπει τη σχέση της με την Κίνα σε μεγάλο βαθμό ως εμπορική – οικονομική. Το 2020 η Κίνα έγινε ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της ΕΕ, υποσκελίζοντας τις ΗΠΑ. Η ΕΕ υπέγραψε επενδυτική συμφωνία με την Κίνα στα τέλη του 2020, ενώ από την άλλη οι δασμοί των ΗΠΑ σε κινεζικά προϊόντα, που επιβλήθηκαν επί Τραμπ, παραμένουν και επί Μπάιντεν. Η ΕΕ αξιοποιώντας αυτούς τους ανταγωνισμούς προς όφελος των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, επιδιώκει σε αυτό το μεταβαλλόμενο διεθνές πεδίο να αναδειχθεί σε πιο ενεργό και ισχυρό γεωπολιτικό «παίκτη».
Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός της Κίνας και η « άνοδός» της στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό «πυξίδα» στους εξοπλισμούς και στην Ερευνα και Ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε κράτη της περιοχής Ασίας – Ειρηνικού, όπως η Αυστραλία κ.ά.
Η Κίνα επιδιώκει υπεροχή στις παράκτιες περιοχές της Κινεζικής Θάλασσας έναντι των ΗΠΑ. Ο κινεζικός στρατός διατήρησε το 2020 την «πέρα από τον ορίζοντα» παρουσία του, με την Ακτοφυλακή και τη Ναυτική Πολιτοφυλακή να ηγούνται και να χρησιμοποιούν εγκαταστάσεις στα νησιά Σπράτλι, ως προωθητικές βάσεις στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.
Η ναυπηγική πολεμική βιομηχανία συνέχισε να αναπτύσσεται με τον ίδιο ρυθμό, με την κατασκευή νέου τύπου αμφίβιων πλοίων, καταδρομικών και αντιτορπιλικών. Στο μεταξύ, ένα δεύτερο αεροπλανοφόρο του κινεζικού Πολεμικού Ναυτικού ξεκίνησε θαλάσσιες δοκιμές, ενώ ένα τρίτο αεροπλανοφόρο είναι υπό κατασκευή. Η Πολεμική Αεροπορία της Κίνας συνεχίζει επίσης να ενσωματώνει πιο προηγμένα συστήματα.
Αξίζει να επισημανθεί ότι σε μια προειδοποιητική κίνηση προς την Κίνα, οι ΗΠΑ επιστράτευσαν τον Ιούνη – για πρώτη φορά από το 2017 – τρία αεροπλανοφόρα («USS Theodore Roosevelt», «USS Nimitz» και «USS Ronald Reagan») για να περιπολούν στα ύδατα του Ινδο-Ειρηνικού. Επίσης, το νέο βρετανικό αεροπλανοφόρο «HMS Queen Elizabeth» θα ξεκινήσει φέτος την παρθενική ανάπτυξή του στον Ινδο-Ειρηνικό.
Πηγή: Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου