Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Πώς και γιατί η Δανία έγινε το «αυτί» των ΗΠΑ στην Ευρώπη

Πώς και γιατί μια μικρή χώρα δέχθηκε να γίνει το «μακρύ χέρι» της αμερικανικής κατασκοπείας στην Ευρώπη;
Δεν έχουν περάσει ούτε 15 ημέρες από όταν έγινε γνωστό μέσα από δημοσιογραφική έρευνα στην οποία συμμετείχαν ευρωπαϊκά ΜΜΕ, όπως το κρατικό κανάλι της Δανίας DR, το γερμανικό κρατικό κανάλι NDR, το δίκτυο SVT της Σουηδίας, το NRK της Νορβηγίας, η γαλλική εφημερίδα “Le Monde” (Λε Μοντ) κ.α. ότι η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών (NSA) συνεργάστηκε με τη Δανία στην παρακολούθηση πρώτης κλάσης Ευρωπαίων πολιτικών.

Ανάμεσά τους η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ-Σταϊνμάιερ, είναι ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγέτες που παρακολουθούνταν από Αμερικανούς πράκτορες με τη συνεργασία και βοήθεια της Υπηρεσίας Αμυντικών Πληροφοριών της Δανίας (FE).

Το δημοσίευμα, που έχει ως έτος αναφοράς το 2014 -όταν στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ δεν υπήρχε ο παράγοντας Ντόναλντ Τραμπ και πρόεδρος ήταν ο εξαιρετικά δημοφιλής στον «Παλαιό Κόσμο» Μπαράκ Ομπάμα– δικαιώνει πανηγυρικά τον Έντουαρντ Σνόουντεν, οι διαρροές του οποίου το 2013 απέδειξαν ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών παρακολουθούσαν το κινητό τηλέφωνο της Γερμανίδας καγκελαρίου.

Η αντίδραση Γερμανίας, Γαλλίας, Νορβηγίας και Σουηδίας –με την καγκελάριο Μέρκελ και τον πρόεδρο Μακρόν αντίστοιχα να ζητούν εξηγήσεις και τον Σουηδό υπουργό Άμυνας και την Νορβηγίδα πρωθυπουργό να ακολουθούν- ήρθε να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά μεταξύ των εταίρων σε Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ. Αν και το καλό κλίμα ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγέτες και τον Αμερικανό πρόεδρο -και αντιπρόεδρο την περίοδο των παρακολουθήσεων- Τζο Μπάιντεν προς το παρόν δεν δείχνει να απειλείται, είναι δύσκολο να πιστεύει κανείς πως στο παρασκήνιο των συναντήσεων που θα λάβουν χώρα στο πλαίσιο της επικείμενης Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ότι το ζήτημα δεν θα τεθεί από τους ενδιαφερόμενους.

Πέραν όμως του τι θα ακολουθήσει σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να εστιάσει κανείς στο σκέλος της συνεργασίας μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών Δανίας και ΗΠΑ και κυρίως στο πως μια μικρή χώρα δέχθηκε να γίνει το «μακρύ χέρι» της αμερικανικής κατασκοπείας στην Ευρώπη στο πλέον υψηλό επίπεδο.
Το έκτο «μάτι»

Παρότι πολλοί εξεπλάγησαν μαθαίνοντας πως η μικρή χώρα της βόρειας Ευρώπης λειτουργούσε ως βάση παρακολούθησης συμμαχικών της χωρών αυτοί που δεν εξεπλάγησαν ήταν οι ειδικοί σε ζητήματα ασφάλειας. «Δεν αποτελεί έκπληξη, και αυτές οι νέες αποκαλύψεις προσθέτουν περισσότερες λεπτομέρειες σε ένα σκάνδαλο που ξέσπασε πέρυσι στη Δανία» δήλωσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο France24 ο Φλέμινγκ Σπλιντμπόελ Χάνσεν, ειδικός ζητημάτων διεθνούς ασφάλειας στο Δανέζικο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων.

Το σκάνδαλο στο οποίο αναφέρεται δεν είναι άλλο από εκείνο του 2020, όταν έγινε γνωστό πως η προαναφερθείσα FE επέτρεψε την παρακολούθηση και καταγραφή συνομιλιών υψηλά ιστάμενων προσώπων της Δανίας για τουλάχιστον έξι συναπτά έτη από την NSA, ακυρώνοντας ουσιαστική την ίδια την ιδρυτική της αποστολή που είναι η διασφάλιση της ασφάλειας των Δανών πολιτών. «Είναι πιθανώς η μόνη χώρα [η Δανία] που μπορεί να επιτρέπει κάτι τέτοιο στο έδαφος της και να μην φοβάται τις συνέπειες» συμπλήρωσε ο Χάνσεν, ενώ η εβδομαδιαία εφημερίδα «Weekendavisen» χαρακτήρισε την χώρα άτυπο έκτο μέλος της ομάδας των «Πέντε Ματιών» όπως ονομάζεται η συμμαχία στον τομέα των μυστικών υπηρεσιών των πέντε ισχυρότερων αγγλόφωνων κρατών (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεγάλη Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία).
Η απαρχή της «συνεργασίας»

Η αφετηρία της στενής συνεργασίας μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών των δύο χωρών χρονολογείται από τη δεκαετία του ’90, όταν η Κοπεγχάγη αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το κομβικό για την μεταφορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών δίκτυο υποθαλάσσιων καλωδίων που διέτρεχαν την επικράτειά της προσφέροντας θέση πολύτιμου μεσολαβητή ως προς τις υπηρεσίες παρακολούθησης.

«Η NSA δεν έχασε την ευκαιρία» όπως έγραψε χαρακτηριστικά η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, υπενθυμίζοντας ότι όταν η αμερικανική μυστική υπηρεσία αναζητούσε το ιδανικό μέρος για να χτίσει ένα κέντρο επεξεργασίας δεδομένων που να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται πληροφορίες που συγκεντρώνει στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν άργησαν να καταλήξουν στο δανέζικο νησί Άμαγκερ και την στρατιωτική βάση με το όνομα Sandagergård.
Το κέντρο επεξεργασίας δεδομένων βρίσκεται εντός της στρατιωτικής βάσης Sandagergård

H βάση, που χρησιμεύει και ως σταθμός ηλεκτρονικής αναγνώρισης για την FE, επέτρεψε στις δύο υπηρεσίες την αξιοποίηση πληροφοριών που υποκλέπτονται από το δίκτυο παρακολούθησης των ΗΠΑ.
Τι κερδίζει η Δανία;

Προσπαθώντας κανείς να βρει απαντήσεις στο γιατί η Δανία έχει επιτρέψει τον εαυτό της τον ρόλο του κρατικού κατασκόπου σε βάρος ακόμη και πολιτών της, ο Χάνσεν δίνει και πάλι την απάντηση ως προς τα πιθανά ανταλλάγματα: «Τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την Αρκτική φέρνουν τις δύο χώρες πιο κοντά» σημειώνει με νόημα και αν ανατρέξουμε στο κοινό ενδιαφέρον των ΗΠΑ και της Δανίας για τις σπάνιες γαίες της Γροιλανδίας (το γιγαντιαίο νησί αν και αυτόνομο υπάγεται ακόμη στην υψηλή εποπτεία της Δανίας) έχουμε την απάντησή μας.

Πέραν του ενδιαφέροντος για την μετατροπή της Γροιλανδίας σε «παγκόσμιο ορυχείο» η Κοπεγχάγη μπορεί να υπερηφανεύεται πως διαθέτει καλύτερα ενημερωμένες υπηρεσίες πληροφοριών από την γείτονα Γερμανία, δεδομένο που της επιτρέπει να αυξήσει την διαπραγματευτική της ισχύ κατακόρυφα σε μια σειρά ζητημάτων που την ενδιαφέρουν. «Αυτού του είδους η συνεργασία με τις ΗΠΑ προσδίδει τέτοιο πολιτικό βάρος στη Δανία που σε καμία άλλη περίπτωση δεν θα είχε» σημειώνει (ποιός άλλος;) ο Χάνσεν.
Η Δανία ως παράδειγμα;

Στο ερώτημα πάλι τι δίδαγμα μπορεί να εξαχθεί από τις υπηρεσίες που προσφέρει η Δανία οι απόψεις διίστανται. Αν ορισμένοι μιλούν για ένα παράδειγμα του πως ένα κατά τεκμήριο «αδύναμο» έθνος μπορεί να μεγαλώσει την σκιά του στον τοίχο (κάνοντας τον αρουραίο να μοιάζει λιοντάρι για να θυμηθούμε ένα λαϊκό άσμα), άλλοι κάνουν λόγο για επιλογή υψηλού ρίσκου. Ρίσκο που όχι μόνο δεν είναι βέβαιο πως θα αποδώσει τα αναμενόμενα, μα πιθανόν να έχει διαρρήξει τις σχέσεις της μικρής χώρας με όλους τους γείτονές της σε βαθμό τόσο ανεπίστρεπτο που όταν οι υπηρεσίες της Δανίας δεν θα είναι πλέον χρήσιμες για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τότε θα έχει μείνει μόνο μια υπόσχεση ανταμοιβής και πολλοί δυσαρεστημένοι εταίροι.

Πρόκειται για ένα ρίσκο που αν το προσαρμόσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας -όπου πολλοί ανησυχούντες εθνικιστές καλούν την Αθήνα να μιμηθεί το Ισραήλ, πουλώντας εκδούλευση στις ΗΠΑ ώστε να πάρει τη θέση της πολύφερνης νύφης Τουρκίας- περνάει για όποια χώρα είναι πρόθυμη να το πάρει μέσα από την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την διοχέτευση πολύτιμων για την κοινωνική ευημερία πόρων σε πανάκριβα εξοπλιστικά προγράμματα, το κουρέλιασμα κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου και την μετατροπή ενός κράτους σε ορντινάτζα ξένων δυνάμεων. Tο ερώτημα όμως που γεννάται μετά από μια τέτοια επιλογή θα ήταν το εξής: Πόσο ανεξάρτητο θα μπορούσε ένα τέτοιο κράτος να ισχυριστεί ότι είναι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου