Το σχέδιο Belt and Road Initiative της Κίνας
Οι διαδοχικές επισκέψεις που πραγματοποίησε από τις 17 έως τις 20 Ιούλη ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Ουάνγκ Γι σε Συρία, Αίγυπτο και Αλγερία εντάσσονται στις συστηματικές κινήσεις του Πεκίνου για την ενίσχυσή του σε μια περιοχή κρίσιμη για τους εντεινόμενους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, στην οποία παρεμβαίνουν έντονα τόσο οι ΗΠΑ και το υπόλοιπο ευρωατλαντικό μπλοκ όσο και δυνάμεις όπως η Ρωσία και το Ιράν.
Μεταξύ άλλων, στο επίκεντρο των επισκέψεων του Κινέζου ΥΠΕΞ βρέθηκε το πλέγμα οικονομικών και επενδυτικών σχεδίων της συνολικότερης σινικής «Πρωτοβουλίας Μία Ζώνη Ενας Δρόμος» (Belt and Road Initiative, BRI), στο πλαίσιο της προσπάθειας του Πεκίνου να ενισχύσει τη θέση της Κίνας και των μονοπωλίων της στην ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ για τη διεθνή πρωτοκαθεδρία.
Ενισχυμένο ενδιαφέρον για την «επόμενη μέρα» στη Συρία
Ο Κινέζος ΥΠΕΞ ξεκίνησε την περιοδεία του στην περιοχή από τη Δαμασκό, αναδεικνύοντας την προσπάθεια του Πεκίνου να έχει κι αυτό λόγο στην «επόμενη μέρα» στη Συρία, με το βλέμμα στην παρέμβαση άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά και στην τεράστια πίτα της «ανοικοδόμησης» μετά τον πολυετή πόλεμο στην πολύπαθη χώρα. Παρά τον σημαντικό ρόλο της Ρωσίας και του Ιράν στην έκβαση του πολέμου και τη συμβολή τους στη – καταρρακωμένη από τις κυρώσεις ΗΠΑ και ΕΕ – συριακή οικονομία, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ έχει υποστεί απώλειες ύψους 442 δισ. δολαρίων μέσα σε μία 10ετία, οι δύο χώρες δεν φαίνεται να μπορούν να καλύψουν μόνες τους το μεγάλο πεδίο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης.
Η Κίνα, με σημαντικά μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, διαθέτοντας εκατοντάδες ισχυρά μονοπώλια στους τομείς των Υποδομών, Κατασκευών, Ενέργειας, Μεταφορών, Συγκοινωνιών, Τηλεπικοινωνιών, Τεχνολογίας κ.ά., βολιδοσκοπεί το έδαφος και επιχειρεί να εκμεταλλευτεί αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας», με δεδομένο ότι η αποτυχία της ιμπεριαλιστικής επέμβασης της Δύσης να ανατρέψει τον Σύρο Πρόεδρο, Μπασάρ Ασαντ, έχει αφήσει για την ώρα εκτός τα δικά της μονοπώλια.
Ετσι, 10 χρόνια μετά την προηγούμενη επίσκεψη Κινέζου υπουργού στη Συρία, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Ουάγνκ Γι, συναντήθηκε με τον Σύρο Πρόεδρο Μπασάρ Ασαντ, σε μια απτή κίνηση στήριξης της συριακής κυβέρνησης, στο φόντο των σφοδρών δυτικών πιέσεων για «πολιτική μετάβαση» και ενδοαστική αλλαγή σκηνικού προς όφελος δυτικών γεωπολιτικών και μονοπωλιακών συμφερόντων.
Ο Ουάνγκ ανέφερε χαρακτηριστικά πως η πρόσφατη επανεκλογή Ασαντ «αντανακλά την ισχυρή εμπιστοσύνη και υποστήριξη του συριακού λαού στο πρόσωπό του» και τη «σιδερένια θέληση απέναντι στις πολιτικές ισχυρών χωρών και τις κατάφωρες ξένες επεμβάσεις που απέτυχαν στο παρελθόν και θα αποτύχουν και στο μέλλον».
Η επίσκεψη επισφραγίζει σημαντικές εξελίξεις μετά το διαφαινόμενο τέλος του 10ετούς πολέμου (αλλά όχι και της σύγκρουσης ή των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών).
Η ανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της χώρας από τον συριακό στρατό, με την κρίσιμη συμβολή Ρωσίας και Ιράν, αναπτέρωσε τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον της Κίνας για τη Συρία, πέραν της σταθερής διπλωματικής στήριξης που της παρείχε ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η Συρία θα μπορούσε να αποτελέσει κρίσιμο επιπρόσθετο κομμάτι στο σινικό γεωπολιτικό παζλ της πρωτοβουλίας BRI, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον νευραλγικό (για το διεθνές εμπόριο, την παραγωγή και μεταφορά Ενέργειας κ.ά.) τομέα της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο Σύρος Πρόεδρος έχει εκφράσει ενδιαφέρον για ένταξη της χώρας του στο BRI, καθώς χρειάζεται κεφάλαια για επενδύσεις σε κρίσιμες υποδομές, όπως για την κατασκευή νέου οδικού άξονα που θα ενώνει βόρειες περιοχές της Συρίας με τις νοτιοανατολικές, για τον εκσυγχρονισμό των λιμανιών σε Ταρτούς και Λαττάκεια, την επέκταση και ενίσχυση σιδηροδρομικών δικτύων σύνδεσης της Δαμασκού με τη δεύτερη πόλη του Λιβάνου, Τρίπολη κ.ά.
Οσο μειώνονται τα ρίσκα για τους Κινέζους επενδυτές, η Συρία – πέρα από τη γεωπολιτική της σημασία – αναδεικνύεται ως ένα νέο πεδίο ελκυστικών επενδύσεων.
Ο κινέζικος τηλεπικοινωνιακός κολοσσός «Huawei» είχε ήδη από το 2015 εκδηλώσει ενδιαφέρον να αναλάβει τη δημιουργία σύγχρονων τηλεπικοινωνιακών δικτύων στη Συρία, ενώ το 2017 η σινική κυβέρνηση υποσχέθηκε 2 δισ. δολάρια για ανάπτυξη υποδομών, βιομηχανικών πάρκων κ.ά.
Τα συριακά σχέδια ανοικοδόμησης και την προσπάθεια του Πεκίνου να παίξει ρόλο σε αυτά δυσκολεύουν οι αμερικανικές κυρώσεις του νόμου «Καίσαρα», τις οποίες συνεχίζει απτόητη η κυβέρνηση Μπάιντεν. Ο υπερπληθωρισμός παραμένει «ισχυρός πονοκέφαλος» για την κυβέρνηση Ασαντ, όπως και η δραματική υποτίμηση της συριακής λίρας, που τον περασμένο Μάρτη είχε διαμορφωθεί στο ένα δολάριο έναντι 40.000 συριακών λιρών, από 47 λίρες το δολάριο που ήταν πριν τον πόλεμο.
Στην «εξίσωση» για το Πεκίνο μπαίνουν και άλλοι παράγοντες, όπως η παρουσία περίπου 5.000 Ουιγούρων τζιχαντιστών κυρίως στο Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας. Με αυτό το δεδομένο, στο τραπέζι μπαίνει και η διμερής «αντιτρομοκρατική» συνεργασία, ιδιαίτερα σε μία περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ απομακρύνουν τα στρατεύματά τους από το Αφγανιστάν και αυξάνονται ανταγωνισμοί και «ανησυχίες» για το ντόμινο εξελίξεων σε χώρες της ευρύτερης περιοχής.
Συνάντηση με τον Αιγύπτιο Πρόεδρο
Την περασμένη Κυριακή, ο Κινέζος ΥΠΕΞ συναντήθηκε στο Κάιρο με τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ Σίσι.
Υπογραμμίζοντας τη σημασία που δίνει το Πεκίνο στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων συνεργασίας (που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα μετά την ανατροπή του Αιγύπτιου ισλαμιστή Προέδρου Μ. Μόρσι το 2014), ο Γι επισήμανε ιδιαίτερα τρεις τομείς:
Τη συνεργασία στην «Πρωτοβουλία Μία Ζώνη – Ενας Δρόμος» (BRI), στην οποία η Αίγυπτος συμμετέχει ενεργά,
τη συνεργασία στην καταπολέμηση της πανδημίας μέσω της συμπαραγωγής ενός εκατομμυρίου δόσεων κινεζικού εμβολίου «Sinovac» στην Αίγυπτο
και τις «αντιτρομοκρατικές» προσπάθειες (π.χ. για τη Χερσόνησο Σινά).
Υπενθυμίζεται ότι ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Σίσι επισκέφτηκε την Κίνα λίγο μετά την εκλογή του το 2014, κάτι που ανταπέδωσε και ο Κινέζος ομόλογός του, Σι Τζινπίνγκ, τον Γενάρη του 2016, ενώ ξανασυναντήθηκαν τον Σεπτέμβρη του 2018 στη Σύνοδο Κορυφής Κίνας – Αφρικής (FOCAC) στο Πεκίνο.
Οι αλλεπάλληλες τέτοιες επαφές αντανακλούν το γεγονός ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αιγύπτου εδώ και χρόνια, ενώ κινεζικά μονοπώλια συμμετέχουν ενεργά στο πολυσχιδές «Οραμα Αίγυπτος 2030» (μεταξύ άλλων στη νέα Διώρυγα του Σουέζ, μέσω της εταιρείας «China Harbour Engineering Corp» κ.λπ.).
Εμβληματικό θεωρείται και το σινο-αιγυπτιακό κατασκευαστικό μεγάλο έργο TEDA στο Σουέζ, που έχει προσελκύσει επενδύσεις άνω του 1 δισ. δολαρίων. Το μοντέλο συνεργασίας για την κατασκευή του μεγάλου βιομηχανικού πάρκου TEDA αντιμετωπίζεται από το Πεκίνο ως μοντέλο συνεργασίας και με άλλες χώρες…
Παράλληλα, σε συνέχεια της συμμετοχής της Αιγύπτου στο σινο-αφρικανικό φόρουμ κορυφής, ετοιμάζεται και η πραγματοποίηση της πρώτης σινο-αραβικής Συνόδου Κορυφής, που σχεδιάζεται να γίνει στη Σαουδική Αραβία το 2022.
Νέα πεδία για «στρατηγική εταιρική σχέση» με την Αλγερία
Η περιοδεία του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών ολοκληρώθηκε στην Αλγερία, μία ακόμη χώρα από τις πολλές δεκάδες που συμμετέχουν στη σινική πρωτοβουλία BRI.
Ο Ουάνγκ Γι, συναντώντας τον ομόλογό του, Ραμτάν Λαμάμρα, διαβεβαίωσε πως το Πεκίνο συνεχίζει να αντιμετωπίζει την Αλγερία ως «αξιόπιστο, καλό φίλο και εταίρο». Κάνοντας λόγο για «παραδοσιακές σχέσεις εμπιστοσύνης, αμοιβαίας υποστήριξης και κατανόησης», ανέφερε πως οι διμερείς σχέσεις προωθούνται πλέον σε «νέο επίπεδο στρατηγικών εταιρικών σχέσεων».
Η Αλγερία είναι η μεγαλύτερη οικονομία της βορειοδυτικής Αφρικής, η τέταρτη μεγαλύτερη αφρικανική χώρα σε εξαγωγή Ενέργειας. Την ίδια ώρα, με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της και την παρέμβαση ανταγωνιζόμενων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αρκετοί την αντιμετωπίζουν σαν «ωρολογιακή βόμβα» που θα μπορούσε να προκαλέσει σε περιφερειακό επίπεδο μεγαλύτερη αστάθεια ακόμη και από αυτή της Λιβύης.
Η Κίνα διατηρεί στενές σχέσεις με την Αλγερία από την περίοδο της ανεξαρτησίας της, ενώ μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου (1992-2002) η κινεζική οικονομική παρουσία αυξήθηκε σημαντικά και στο πλαίσιο του Φόρουμ Συνεργασίας Κίνας – Αφρικής (FOCAC) και στο πλαίσιο του υπουργικού Φόρουμ Συνεργασίας Κίνας – Αραβικών Χωρών (CASCF).
Το 2014, οι δύο χώρες υπέγραψαν πενταετές σχέδιο στρατηγικής συνεργασίας, που αναμένεται να επικαιροποιηθεί εντός 2021 και να παραταθεί για άλλα πέντε χρόνια. Από το 2016 οι διμερείς σχέσεις έγιναν ακόμη στενότερες, ιδιαίτερα στους τομείς της Ενέργειας (συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής), της κατασκευής υποδομών, του εμπορίου και των επενδύσεων, των δορυφορικών συστημάτων κ.ά.
Με βάση την πολυετή διμερή συνεργασία αλλά και την αύξηση των οικονομικών σχέσεων την τελευταία δεκαετία, η Κίνα έγινε ήδη από το 2013 ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αλγερίας, εκτοπίζοντας τη Γαλλία.
Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η παραγωγή αλγερινού πετρελαίου και φυσικού αερίου, που είναι απαραίτητα για τη «διψασμένη» ενεργειακά κινεζική οικονομία.
Πέρα από τον τομέα της Ενέργειας, στον οποίο δραστηριοποιούνται τρεις από τις μεγαλύτερες κινεζικές εταιρείες Ενέργειας (CNPC, SINOPEC, CNOOC), τις σινικές επενδύσεις ελκύει και η αγορά ακινήτων, όπου μεταξύ 2005 – 2020 έφτασαν συνολικά τα 24 δισ. δολάρια.
Ο δε νέος νόμος επενδύσεων που εγκρίθηκε πέρσι στην Αλγερία (στην οποία έως τότε απαγορευόταν ο εξωτερικός δανεισμός), ανοίγει περισσότερες προοπτικές για τα κινεζικά μονοπώλια στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στις Κατασκευές, στη Μεταποίηση, στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας κ.α.
Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου